Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Πίστη και επιστήμη: έννοιες αντίθετες ή αλληλοσυμπληρούμενες;


κείμενο του Μιχαήλ Γ. Χούλη, θεολόγου

Τα τελευταία χρόνια επανέρχεται, ως μη όφειλε, στο προσκήνιο των ερευνών, δοκιμίων και αρθρογραφιών διαφόρων θετικών επιστημόνων, η παλαιά παρεξηγημένη «έχθρα» μεταξύ επιστήμης και πίστης ή λογικής και θρησκείας. Το φαινόμενο ανατροφοδοτείται από εκπροσώπους των θετικών επιστημών κυρίως, με αρκετά νέα και με έντονο μένος κατά του Χριστιανισμού βιβλία, αλλά και από κύκλους συντηρητικών προτεσταντών στην Αμερική, που βάλλουν κατά των συγχρόνων πορισμάτων της βιολογίας, αστρονομίας, φυσικής κ.λπ., ερμηνεύοντας κατά γράμμα τα πρώτα κεφάλαια του πρώτου βιβλίου της Αγίας Γραφής, της Γένεσης, και πολεμώντας ..ορισμένους κλάδους της Επιστήμης με επιστημονικά και με θρησκευτικά κριτήρια.
Ξεκαθαρίζουμε εξ αρχής ότι Θεολογία και Επιστήμη δεν αντιμάχονται εκ φύσεως η μια την άλλη, αφού η Επιστήμη ασχολείται με την δομή και λειτουργία της φύσεως, ενώ η Θεολογία εντρυφά στην αποκαλυφθείσα αλήθεια του Θεού και στο αγιοπνευματικό νόημα της ζωής. Η Επιστήμη μπορεί να μας απαντήσει στο ερώτημα πώς είναι κατασκευασμένος ο κόσμος και το σύμπαν, αλλά δεν μπορεί φυσικά να μας απαντήσει στο ερώτημα ποιος δημιούργησε το σύμπαν και γιατί. Αυτά τα τελευταία ερωτήματα είναι δουλειά της Θεολογίας και κατΆ επέκτασιν της Εκκλησίας. Ο μεγάλος σύγχρονος επιστήμονας Στίβεν Χόκινγκ έχει γράψει ότι “ακόμη κι αν η επιστήμη καταφέρει να εξηγήσει τι έχει συμβεί από τη γέννηση του σύμπαντος μέχρι σήμερα, δεν θα μπορέσει να απαντήσει στο γιατί” (περιοδ. FOCUS, τεύχος 2, Απρίλιος 2000, σελ. 80-84).
Η Επιστήμη δεν έχει το δικαίωμα να μεθοδολογεί κάνοντας μεταφυσική, δεχόμενη ή αρνούμενη τον Θεό, αν και ο κάθε επιστήμονας μπορεί να είναι προσωπικά πιστός ή άπιστος. Από την άλλη μεριά, χρέος της Θεολογίας είναι να μας βοηθήσει μέσα από την πνευματική πείρα της Εκκλησίας στο να οδηγηθούμε στους (πνευματικούς) ουρανούς. Η Θεολογία, ακόμη, δεν έχει δικαίωμα να ασχολείται επιστημονικά, ούτε με το πώς έγιναν οι «κοσμικοί» ουρανοί, ούτε με το πώς εμφανίσθηκε ο άνθρωπος πάνω στη γη, διότι αυτό είναι μέλημα της Επιστήμης και όχι δικό της. Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της Γένεσης έχουν σκοπό να αποκαλύψουν ότι ολόκληρο το σύμπαν έχει Θεό Δημιουργό, ότι δεν προήλθε τυχαία ως δια μαγείας, και πως τα ουράνια σώματα και ολόκληρη η πλάση δεν είναι θεοί, όπως πίστευαν οι γύρω από τους Ισραηλίτες ειδωλολατρικοί λαοί. Δεν είναι ο σκοπός επομένως των θεοπνεύστων συγγραφέων να κάνουν επιστήμη, αλλά υψηλή θεολογία, χρησιμοποιώντας προς τούτο θρησκευτικές και επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους. Θεόπνευστο επομένως δεν μπορεί να είναι το επικουρικώς περιγραφόμενο επιστημονικό κοσμοείδωλο της εποχής των θεοπνεύστων οπωσδήποτε συγγραφέων, αλλά το θεολογικό μήνυμα της Βίβλου. Εκεί και μόνο βρίσκεται το αλάθητο της Αγίας Γραφής. Όχι απαραίτητα στις επιστημονικές γνώσεις που χρησιμοποιεί. Βλέπουμε λοιπόν ότι δεν δικαιολογείται κανένας εκπρόσωπος εκ των δύο παρατάξεων να αναβιώνει καταστάσεις και περιβάλλοντα, που φάνηκαν να είχαν περιοριστεί εδώ και 100 χρόνια. Ως εκ τούτου, διαπιστώνουμε ότι η Επιστήμη προδίδει τον εαυτόν της, αν και εφόσον προσπαθεί να ανακαλύψει με φυσικό τρόπο τον άκτιστο Θεό, διότι ξεφεύγει έτσι από τα όρια έρευνάς της. Αλλά και η Θεολογία δεν είναι σίγουρα υποχρεωμένη να δέχεται αδιαμαρτύρητα κάθε επιστημονική θεωρία που έρχεται σε αντίθεση με την χριστιανική κοσμοθεωρία για τον Θεό και τον κόσμο.
Στα πλαίσια αυτά ο Αθεϊσμός δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί την Επιστήμη ως εμπροσθοφυλακή κατά του Χριστιανισμού και των θρησκειών, διότι η Επιστήμη ερευνώντας το επιστητό δεν διαθέτει όργανο, αντικείμενο και μέθοδο τα οποία αναλογικά να μπορούν να πλησιάσουν έστω την έννοια του Θεού, αφού η ουσία του Θεού είναι επέκεινα παντός επιστητού και εντελώς ακατάληπτος.Οι άθεοι επιστήμονες επομένως δεν είναι άθεοι εξαιτίας των πορισμάτων της επιστήμης τους, αλλά ένεκα συγκεκριμένης υλιστικής ιδεολογίας. Πίστη και Λογική, Θρησκεία και Επιστήμη, δεν συγκρούονται για τους καλοθελητές. Λανθασμένες τοποθετήσεις εκπροσώπων τους μόνο συγκρούονται. Απόδειξη είναι το γεγονός ότι επιφανείς χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, αλλά και οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, υπήρξαν για την εποχή τους πολύ μορφωμένοι και ορισμένοι, όπως ο Μέγας Βασίλειος, πανεπιστήμονες. Ο Βέλγος αστρονόμος Ζωρζ Λεμαίτρ, ο «πατέρας» της θεωρίας της ΅Μεγάλης ΕκρήξεωςΆ της Αρχής του σύμπαντος δεν ήταν εξάλλου ιερέας; Πολλοί από τους Δασκάλους του Γένους επί Τουρκοκρατίας, όπως οι: Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Βενιαμίν ο Λέσβιος κ.α., δεν ήσαν οι πρώτοι διδάσκαλοι των θετικών επιστημών στην πατρίδα μας και ταυτόχρονα ιερείς;
Από την άλλη, πολύ μεγάλοι επιστήμονες ήσαν και είναι θρησκευόμενοι. Κέπλερ, Πασκάλ, Νεύτων, Λάϊμπνιτς, Βόλτα, Αμπέρ, Γκάους, Καρρέλ, Φαραντέϊ, Μάξγουελ, Λινναίος, Κυβιέ, Παστέρ, Λίστερ, Γιούνγκ και τόσοι άλλοι, υπήρξαν εξαίρετοι επιστήμονες και άνθρωποι ταυτόχρονα με βαθειά θρησκευτική πίστη (βλ. και Ανδρέα Κεφαλληνιάδη, ΜΙΑ ΤΑΞΗ ΓΕΜΑΤΗ ΑΠΟΡΙΕΣ, εκδ. Φωτοδότες, σελ. 66 & 119). 
Η επιστήμη τους δεν αναίρεσε ή αναιρεί την πίστη τους. Μάλλον την συμπλήρωνε και την συμπληρώνει. Διότι με την Επιστήμη διερευνούν οι επιστήμονες διαχρονικά τον φυσικό και εμπειρικό κόσμο, ενώ με την πίστη τους και την προσευχή επικοινωνούν με το «Όντως Ον», τον προσωπικό Τριαδικό Θεό, και αντλούν δύναμη και θάρρος στη ζωή και την εργασία τους. Όταν στα πλαίσια της μελέτης και της έρευνάς του ο επιστήμονας ανακαλύψει αίφνης το μεγαλείο της φύσης ως ποιήματος της Θείας Πρόνοιας, δεν είναι υποχρεωμένος συνειδησιακά να αναφωνήσει το: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε. Τά πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας»; (Ψλμ. ργ´ 24). Σε ακολουθία αυτού, ο Άγγλος φυσικός Πολ Ντέϊβις γράφει: “Το γεγονός ότι οι φυσικοί νόμοι του σύμπαντος επέτρεψαν την ανάπτυξη πολύπλοκων βιολογικών δομών οι οποίοι οδήγησαν στην εμφάνιση της συνείδησης αποτελεί για μένα την προφανή απόδειξη ότι υπάρχει στη φύση κάτι που μας ξεπερνά. Είμαι πεπεισμένος ότι πίσω από το θαύμα του σύμπαντος υπάρχει ένα σχέδιο θεϊκής πνοής” (FOCUS, όπου ανωτέρω). Ο πολύ σημαντικός επιστήμονας, μελετητής του ανθρωπίνου γονιδιώματος, Φράνσις Κόλινς, στο βιβλίο του “Η Γλώσσα του Θεού” γράφει: “Ο Θεός της Βίβλου είναι ο ίδιος ο Θεός του ανθρωπίνου γονιδιώματος. Μπορείς να τον λατρεύεις και στην Εκκλησία και στο εργαστήριο” (www.nationalgeographic.gr, ΑΠΟΨΕΙΣ, Συνέντευξη στον Τζον Χόργκαν). Ακόμη, ο Άγγλος αστρονόμος καθηγητής Smart κάνει τις ακόλουθες σκέψεις: “Όταν σπουδάζουμε το Σύμπαν, εκτιμούμε το μέγεθος και τη ρυθμικότητά του και οδηγούμαστε στο να αναγνωρίσουμε Δημιουργική Δύναμι και Κοσμικό Σκοπό, ο οποίος υπερβαίνει όλα τα όρια της ανθρώπινης καταλήψεως” (Δ. Κωτσάκη, ΤΟ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΌ ΣΥΜΠΑΝ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ Ή ΤΥΧΗ;, εκδ. Ζωή, 1983, σελ. 108). Αλλά και ο μεγάλος μαθηματικός Αϊνστάιν γράφει: “Κάθε ερευνητής της φύσης καταλαμβάνεται από ένα είδος θρησκευτικού δέους μπροστά στην τάξη που επικρατεί στη φύση και η οποία δεν μπορεί να είναι τυχαία. Το σύμπαν αποκαλύπτει στον άνθρωπο μια απεριόριστα ανώτερη διάνοια” (Ferdinand Krenzer, ΣΥΝΟΨΗ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ, εκδ. Πορεία Πνευματική, σελ. 32-33).
Του απειροτέλειου Θεού δεν είναι δυνατόν με επιστημονικό τρόπο να αποδειχθεί η ύπαρξη και πολύ περισσότερο να γίνει γνωστή η ουσία του. Γιατί τότε ο άνθρωπος θα ήταν τέλειος και ο Θεός ατελής. Ο Θεός δεν είναι πτώμα στο χειρουργείο για ιατροδικαστική εξέταση, αλλά πρόσωπο, το όντως πρόσωπο, με το οποίο ερχόμαστε σε κοινωνία και επαφή. Η αδυναμία να αποδειχθεί λογικά η ύπαρξη του Θεού δεν σημαίνει ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Σημαίνει μόνο ότι η διάνοιά μας δεν μπορεί να συλλάβει τον άπειρο Θεό. Η εγκεφαλική λογική λειτουργεί με τους ίδιους νόμους και την ίδια δομή με την οποία λειτουργεί η φύση. Ο Θεός, που ως προς την φύση και την ουσία Του είναι το «όλως Άλλον» αναφορικά με τους κοσμικούς μας νόμους, δεν μπορεί να κατανοηθεί με μόνη την ιδεολογική και επιστημονική μας ικανότητα. Ένας επιστήμονας, ένθεος ή αγνωστικιστής, αλλά και κάθε πιστός χριστιανός, μπορούν να ανιχνεύσουν μόνο τα ίχνη της παρουσίας Του στον κόσμο, την Πρόνοια και τις ενέργειές Του στην πλάση, την περι-ουσία Του, όχι όμως και την ουσία Του, δηλαδή το απύθμενο βάθος Του. Ο Θεός δεν είναι μονάδα, ατομικότητα, σε κάποιο θρόνο του ουρανού. Είναι η πηγή της ζωής, το ίδιο το Είναι. Και αποκαλύπτεται (δεν ανακαλύπτεται), μέσω των ακτίστων ενεργειών Του, στον ταπεινό και υγιή ψυχικά άνθρωπο (κεκαθαρμένο) δια της προσευχής και της λατρείας, ενώ ο γεμάτος οίηση νους απαιτεί ο Θεός να προσαρμοστεί στις ανάγκες του, χωρίς ο ίδιος ο άνθρωπος να ταπεινωθεί. Αυτός είναι ο αυτονομημένος και σκοτισμένος νους, ο οποίος δεν βλέπει τα πράγματα του Θεού διότι βρίσκεται σε πτώση. Η σωτηρία αντίστροφα επιτυγχάνεται με την κάθαρση δια της ασκήσεως και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, μέσω του οποίου και εν τω προσώπω του οποίου ο Θεός αποκαλύφθηκε και αποκαλύπτεται στον κόσμο. Αυτή είναι η εμπειρία των προφητών, των αγίων, των Πατέρων της Εκκλησίας. Και οι χριστιανοί γνωρίζουμε εκ καρδίας ότι αυτή είναι η αλήθεια και η οδός, που προσανατολίζει προς τον προσωπικό Τριαδικό Θεό.
Σήμερα ο άνθρωπος κατόρθωσε να θέσει στην υπηρεσία του τη φύση με την Επιστήμη και την Τεχνολογία και νομίζει ότι αυτό έκανε περιττή την παρουσία του Θεού. Το να χειρίζεται όμως κανείς το ηλεκτρικό ρεύμα δεν σημαίνει πως το κατασκεύασε και ο ίδιος. Για να λύσει κανείς ένα μαθηματικό πρόβλημα, πρέπει να ακολουθήσει σωστά την μαθηματική μέθοδο επίλυσης ασκήσεων. Για να πετύχει ένα πείραμα στην Χημεία πρέπει να ανακατέψουμε στις σωστές αναλογίες συγκεκριμένα υλικά. Για να δουλέψει ένα μηχάνημα απαιτείται να τηρηθούν οι οδηγίες του κατασκευαστή. Για να μάθει κανείς χορό είναι απαραίτητο να ακολουθήσει τα βήματα του δασκάλου. Για να μάθουμε ένα όργανο μουσικής πρέπει να κατανοήσουμε τις νότες και να αποκτήσουμε δεξιότητα στα χέρια. Έτσι και για να φτάσει κανείς στην πίστη αλλά και την θέα του Θεού (που είναι το μόνο τέλειο θείο θαύμα) είναι αναγκαίο να ακολουθήσει βήμα προς βήμα τις οδηγίες της Εκκλησίας (τις εντολές δηλαδή του Χριστού), που είναι η μόνη αρμόδια για να μας δείξει το δρόμο: δηλαδή ταπείνωση, έμπρακτη αγάπη, μυστηριακή ζωή, άσκηση, στροφή της θέλησης προς τον Θεό. Δεν ωφελεί καθόλου να ρωτάμε εγκεφαλικά αν υπάρχει Θεός, εάν πρώτα δεν έχουμε εισέλθει στον δρόμο αυτό, που οδηγεί κατευθείαν προς την φανέρωσή Του.
Η Επιστήμη παρέχει κυρίως γνώσεις και τεχνολογική εφαρμογή αυτών των γνώσεων για την υγεία και καλυτέρευση της ζωής των ανθρώπων, ενώ η Θεολογία και ιδιαίτερα η Εκκλησία παρέχει την ψυχοσωματική θεραπεία και σωτηρία, τον αγιασμό και την θέωση, δια της ασκήσεως, της μυστηριακής ζωής και της αγάπης. Το έργο λοιπόν της Εκκλησίας είναι πολύ ευρύτερο από εκείνο της επιστήμης. Και ο γνήσιος επιστήμονας ή ο διανοούμενος δεν απορρίπτει το θαύμα, αν το συναντήσει, στη ζωή του, διότι η Διανόηση και η Επιστήμη δεν κλείνουν ποτέ δρόμους και τρόπους έρευνας, ούτε τελματώνονται και αποκρυσταλλώνονται σε τελεσίδικες συνταγές και λύσεις. Ο οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να δηλώνει αγνωστικιστής, αλλά προδίδει την αναζήτησή του και τον ίδιο τον εαυτόν του αν δηλώσει άθεος. Η αλήθεια βρίσκεται στο μέλλον της Επιστήμης, αλλά και ο Χριστός έρχεται πάντοτε από το μέλλον, σε κάποια στροφή του υπαρξιακού δρόμου μας, ποτέ από το παρελθόν.
Τα δύο κορυφαία αυτά μεγέθη στη ζωή των ανθρώπων, Πίστη και Επιστήμη, διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι δεν συγκρούονται, μάλλον δε συνεργάζονται αρμονικά για το καλό της ανθρωπότητας. Οπωσδήποτε δηλαδή αλληλοσυμπληρώνονται, και μάλιστα στις ημέρες μας, που τα προβλήματα τα οποία ανακύπτουν είναι πολύπλευρα και χρήζουν πολύπλευρης αντιμετώπισης. Η ανθρωπότητα βρίσκεται πλέον, αν θέλει να επιζήσει, στη φάση της σύνθεσης και συνδιαλλαγής και όχι στη φάση της στείρας αντιπαράθεσης και διαίρεσης. Μας ενδιαφέρει το μέλλον του πλανήτη μας και του σύμπαντος και όχι οι ψευδοσυμφεροντολογικές επιδιώξεις διαφόρων μεμονωμένων εκπροσώπων τους. Όπου πάντως η Θρησκεία βάλλεται από την πλευρά της Επιστήμης, εκεί κάποιοι εκπρόσωποι της Επιστήμης κάνουν ιδεολογικό και μεταφυσικό πόλεμο και όχι επιστημονικό. Η Επιστήμη είναι ουδέτερη στην έρευνά της, δεν έχει ούτε υλιστικές, ούτε θεϊστικές προϋποθέσεις κατά την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας. Και εκεί που η Επιστήμη δυσκολεύεται στο έργο της από θρησκευτικούς εκπροσώπους διαφόρων ομολογιών, εκεί ο ρόλος της Θρησκείας έχει παρεξηγηθεί και αντορθόδοξα ερμηνευθεί.
Βέβαια, έχει γίνει σαφές πλέον στους επιστήμονες ότι κάθε Επιστήμη δεν είναι ένα είδος μαγείας με άπειρες δυνατότητες, ούτε διατείνεται πως κατέχει, χωρίς αδυναμίες, την άκρα βεβαιότητα με τα πορίσματά της περί παντός επιστητού. Η φυσική πραγματικότητα έχει πολλές όψεις, όπως και μια οικοδομή. Και η επιστημονική θεώρηση του κόσμου και της φύσεως έχει γίνει συνείδηση πια πως καταδεικνύει μία μόνο από τις πολλές λειτουργίες του κόσμου. Άλλωστε, η πηγή κάθε γνώσης αδιαμφισβήτητα είναι η πίστη στις δυνατότητες αυτής της γνώσης, ενώ ακόμη και τα βασικά επιστημονικά πιστεύω μας είναι αναπόδεικτα. Οποιαδήποτε ακόμη θεώρηση του κόσμου είναι κατά βάθος εσωτερική και θρησκευτική. Ξεκινάς από εκεί που πιστεύεις ενδόμυχα και προχωράς με πίστη στο αποτέλεσμα. Ο φιλόσοφος Ε. Block αναφέρει: “Υπάρχουν γνώσεις που δεν μπορούμε να αποκτήσουμε παρά μόνο εφόσον το θέλουμε” (Ferdinand Krenzer, όπου ανωτέρω, σελ. 31). Μην ξεχνάμε ότι όλοι οι επιστήμονες, κατά την εργασία τους, επιστημονικές θέσεις και έρευνες άλλων εμπιστεύονται καθημερινά, όσων συναδέλφων τους έχουν προηγηθεί, χωρίς να προσπαθούν να αποδείξουν από την αρχή τα πάντα (βλ. Χωρεπισκόπου Αρσινόης Γεωργίου: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ, Ομιλία στο Σύλλογο “Οι φίλοι του Αγίου Μενίγνου του Κναφέως”, προστάτου των Χημικών, Αθήνα 23.11.2003).
Ως εκ τούτου, διαφαίνεται στις ημέρες μας μια συνεργασία σε όλα τα επίπεδα μεταξύ Επιστήμης και Θρησκείας, και ειδικότερα για μας, μεταξύ Επιστήμης και Χριστιανισμού. Η Επιστήμη χωρίς την Θρησκεία ακουμπά στο ένα της πόδι. Αυτό γιατί “πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής, πανουργία και ου σοφία φαίνεται”, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Η ταπείνωση της Επιστήμης μάλιστα, θα τη σώσει από την αυτάρκεια και απομόνωσή της, όταν αντιλαμβάνεται πλέον πως γνωρίζει τα όρια και τις δυνατότητές της και πως δεν έχει την λύση πάντα έτοιμη σε όλα τα προβλήματα και ερωτήματα της ζωής. Κανείς άλλωστε δεν μπορεί να ζήσει μόνο με τις επιστημονικές γνώσεις. Απαιτούνται επιπλέον ηθική, νόημα, ποιότητα ζωής, αίσθηση του ωραίου, του αγίου, του υψηλού και του δικαίου. Όταν ο Τρίτος Κόσμος και εκατομμύρια συνάνθρωποί μας βρίσκονται κάτω από τα όρια επιβίωσης, δεν ενδιαφέρονται για τα χρωματοσώματα, το DNA, ή για τον αριθμό των πρωτονίων και νετρονίων που αποτελείται ο πυρήνας των κυττάρων τους. Όταν πεθαίνει κανείς από πείνα δεν μπορεί να χορτάσει με quark και υποατομικά σωματίδια. Χριστιανισμός, Επιστήμη και Τεχνολογία είναι γι’ αυτό οι υπηρέτες και διάκονοι προς όφελος του κόσμου, ενόψει μάλιστα της ραγδαίας ανάπτυξης των Βιοεπιστημών και της Βιοτεχνολογίας και μπροστά στα κρίσιμα αδιέξοδα που προκύπτουν. Ο Γερμανός νομπελίστας φυσικός Μαξ Πλανκ λέγει μάλιστα ότι “οι δρόμοι επιστήμης και θρησκείας προχωρούν παράλληλα και συναντιώνται στο αχανές άπειρον, δηλαδή τον Θεόν” (ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Αρχιμ. Τιμοθέου Κοντογιάννη, www.imlarisis.gr).
Επομένως, “τόσο η Επιστήμη όσο και η Τεχνολογία είναι όργανα δοσμένα από το Θεό, που αν χρησιμοποιηθούν ορθά επεκτείνουν τις δυνατότητές μας για το καλό... είναι η κατάχρηση κι όχι η λελογισμένη χρήση της Επιστήμης που επιφέρει κακά, όπως και κάθε κατάχρηση. Αν πάλι κάποιοι άλλοι από πλευράς Επιστήμης ... παρουσιάζονται ως άθεοι, θα πρέπει κι αυτοί να θυμούνται πως η αθεΐα τους δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην Επιστήμη, αλλά είναι απλώς μια υπαρξιακή τοποθέτησή τους... Η σχέση Χριστιανισμού και Θετικών Επιστημών είναι σχέση συμπόρευσης, γιατί θετικοί είναι όλοι οι παράγοντες που τη διαμορφώνουν” (Αρσινόης Γεωργίου, όπου ανωτέρω)
Το δίλημμα λοιπόν “Επιστήμη ή Πίστη” είναι ένα ψευτοδίλημμα. Επιστήμη και Πίστη είναι η διαχρονική απάντηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου