του Γιώργου Ρακκά*
Ξύλο σε κρεοπώλη στο Καπάνι της Θεσσαλονίκης από σπείρα αλλοδαπών που πουλάει λαθραία τσιγάρα. Απόπειρες βιασμού στην πανεπιστημιούπολη της Θεσσαλονίκης από αγνώστους, και σε μόνιμη βάση καταγγελίες για ληστείες, παρενοχλήσεων από τους διακινητές ναρκωτικών, αλλά και κρούσματα ληστείας στο κέντρο της πόλης από σπείρας πορτοφολάδων, και κλεφτών κινητών τηλεφώνων, οι οποίοι τα μεταπωλούν σε διάφορα ‘μαγαζιά μεταχειρισμένων’ που είναι βιτρίνες κλεπταποδόχων.
Αυτή είναι η καθημερινότητα που βιώνουν οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, αλλά και των υπόλοιπων μεγάλων πόλεων της Ελλάδας.
Στον αντίποδα οι συζητήσεις των υποψηφίων Δημάρχων πόρρω απέχουν από το να σκύψουν επάνω στο ζήτημα και να το αντιμετωπίσουν με ειλικρίνεια. Προχθές είχα την τύχη να συμμετάσχω σ’ ένα απ’ τα ντιμπέητ που διοργανώνονται μεταξύ υποψηφίων δημάρχων για την Θεσσαλονίκη. Το ζήτημα τέθηκε από τους
διοργανωτές, αλλά οι περισσότεροι υποψήφιοι ανταποκρίθηκαν μ’ έναν διαγωνισμό του ποιος θα ρίξει την μπάλα μακρύτερα στην εξέδρα. «Όχι στην καταστολή», «είναι ακροδεξιά ατζέντα», «ο δήμος πρέπει να εξομαλύνει τα γκέτο, με σωστό φωτισμό τους, δράσεις και εκδηλώσεις ώστε να αποκτήσουν ζωή». Άλλος υποψήφιος έθεσε ζήτημα αστυνομικής καταστολής των διαδηλώσεων…
Ωραία όλα αυτά, αλλά πλην των παράλληλων δράσεων που όντως οφείλει να κάνει ο κάθε Δήμος για να αντιμετωπίσει το γκέτο και την ανομία, δεν συζητάμε για την ταμπακιέρα: Που είναι η ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας, όχι μάλιστα στην ήπιά της μορφή, που οφείλεται στην κοινωνική εξαθλίωση και προέρχεται από ανθρώπους εγκλωβισμένους στο περιθώριο. Αλλά της εγκληματικότητας – «business», που περιλαμβάνει οργανωμένα δίκτυα, εντατικοποίηση της παρανομίας, υφαρπαγή των ελεύθερων χώρων και φυσικά… υπερκέρδη.
Πέραν της αβελτηρίας της δικαιοσύνης, του μεγάλου αδιεξόδου στο οποίο τελεί το σωφρονιστικό σύστημα, αλλά και τις επιλογές της κυβέρνησης που βαφτίζει την αδιαφορία της «ανοχή» –πλην βεβαίως όσων διαδηλώσεων επιθυμεί να καταστείλει, όπου εξαπολύει συλλήψεις– για να χρησιμοποιεί απλώς την ΕΛ. ΑΣ. ως ‘σεκιούριτι’ των αντιδημοφιλέστατων αξιωματούχων της, το πρόβλημα είναι βαθύτερο και πολιτικότατο.
Υπάρχει μια διάχυτη αντίληψη στην ελληνική πολιτική τάξη πως οποιαδήποτε συζήτηση για την ασφάλεια και την αστυνόμευση συνιστά έμμεση επίκληση της «αστυνομοκρατίας», με μια ύπουλη διάθεση για την περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Πρόκειται για μια επικίνδυνη τύφλωση, που παρά τις στομφώδεις εξαγγελίες, εν τέλει μας οδηγεί στο αντίθετο. Στην ίδια την απαξίωση της δημοκρατίας, στα μάτια μάλιστα των πιο αδύναμων. Ας εξηγηθούμε: Η Δημοκρατία είναι, θεωρητικά πάντα, το πολίτευμα της καθολικής ισχύος του κράτους δικαίου. Η λογική της περιστρέφεται γύρω από την αρχή της ισονομίας όπου –σήμερα, δυστυχώς, θεωρητικά– πλούσιοι και φτωχοί, προστατεύονται στα θεμελιώδη, συνταγματικά τους δικαιώματα με το κράτος να τους εγγυάται ισότιμη πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά. Ένα από αυτά, ακρογωνιαίος λίθος μιας οποιασδήποτε ευνομούμενης κοινωνίας, είναι και εκείνο της ασφάλειας.
Να το κάνουμε πιο λιανά; Η διάχυση της ανομίας στην πόλη έχει πραγματικά θύματα, τα δημοκρατικά δικαιώματα των οποίων δεν περιστέλλονται από την αστυνομοκρατία, αλλά από την αντίθετή της κατάσταση, την έλλειψη αστυνόμευσης. Τι θα πούμε σε όλους αυτούς τους ανθρώπους, τον επαγγελματία που απλώς ζητάει να μην γίνεται λαθρεμπόριο μπροστά στο μαγαζί του, τις φοιτήτριες που μέσα στον χώρο που σπουδάζουν προσβάλλονται τόσο βάναυσα, ή σε όσους πέφτουν θύματα ληστείας; Ότι ναι μεν έχουν δίκιο, αλλά δεν θα τους βοηθήσουμε να το βρουν γιατί εμπλέκονται σε καταστάσεις που μας προκαλούν ιδεολογική δυσφορία, γιατί δεν ταιριάζουν με τον κόσμο που έχουμε στο κεφάλι μας; Ότι θα κάνουμε εκδηλώσεις στις πλατείες;
Πριν λίγα χρόνια, στον Άγιο Παντελεήμονα της Αθήνας, επικρατούσε μια παρόμοια κατάσταση, με τον κρατικό μηχανισμό να βρίσκεται σε αβελτηρία, αφήνοντας έτσι στην τύχη της την καθημερινότητα της γειτονιάς. Η ζωή έγινε σταδιακά αφόρητη για όλους τους κατοίκους της, είτε ήταν Έλληνες, είτε αλλοδαποί που είχαν έρθει τις προηγούμενες δεκαετίες και είχαν καταφέρει να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία. Το αίτημα για αστυνόμευση και αντιμετώπιση του εγκλήματος, ήταν γενικό, απ’ όλους.
Ωστόσο δεν ικανοποιήθηκε, και στο κενό ισχύος του κράτους δικαίου δόθηκε η ευκαιρία στα τάγματα εφόδου να παίξουν το χαρτί της αυτοδικίας, και να πουλήσουν προστασία στην γειτονιά έναντι ψήφων. Η μεταβολή της Χρυσής Αυγής σε κοινοβουλευτική δύναμη, ξεκίνησε από εκείνη τη συνοικία και είχε ως σπόνσορα όλους εκείνους που έσκιζαν τα ιμάτιά τους με περισσή υποκρισία ότι «είναι ρατσιστικό και ακροδεξιό» να μιλάς για εγκληματικότητα, παρ’ όλο που αυτή τυραννούσε τις ζωές όλων των ανθρώπων που ζούσαν εκεί, σε μια γειτονιά φτωχή και χτυπημένη απ’ την κρίση, κι όχι η Εκάλη, ή το Πανόραμα. Τα ίδια θα συμβούν και στην Θεσσαλονίκη, αν συνεχίσουμε να πολιτευόμαστε έτσι και να συγχέουμε πράγματα άσχετα μεταξύ τους. Άλλο είναι η καταστολή των κινητοποιήσεων, για τις Πρέσπες, την οικονομική λεηλασία του τόπου μας, ή κάθε άλλη αδικία των κυβερνώντων, που οφείλει κάθε δημοκρατικός πολίτης να καταγγέλλει, και άλλο πράγμα η γενικευμένη ανομία.
Απαιτείται λοιπόν συντονισμένη παρέμβαση, όχι μόνον από τον Δήμο ή τον Δήμαρχο αλλά απ’ όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις, να δοθεί τέλος σε αυτήν την πολιτική της αδιαφορίας. Στο κάτω κάτω είναι και μαζικό αίτημα της κοινωνίας: Αντί οι κυβερνήσεις να βάζουν την αστυνομία να φυλούν τις ελίτ, ή να καταστέλλουν τις διαδηλώσεις, ας τους δώσουν την ευκαιρία και τους πόρους να εστιάσουν στα κύρια καθήκοντά τους, την προστασία των πολιτών, ιδίως εκείνων που είναι πιο αδύναμοι. Τότε και μόνο τότε θα μπορεί ο Δήμος να οργανώσει αποτελεσματικές δράσεις επανένταξης των περιοχών αυτών στην καθημερινότητα.
* Άρθρο του υποψήφιου δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιώργου Ρακκά, το οποίο δημοσιεύθηκε στο thestival.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου