ΑΠΟ ΤΟ "PRESS-GR"
Ενα πολύ αγαπημένο ζευγάρι φαίνεται πως είναι η νέα υπουργός Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά με τον Αντώνη Λιάκο, που έχει διατελέσει επικεφαλής της αναθεώρησης του προγράμματος σχολικών βιβλίων επί Φίλη και μάλιστα με επεισοδιακό τρόπο.
Οι δυο τους έφτασαν μαζί για την... ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης και
μάλιστα δεν δίστασαν να περπατήσουν χεράκι-χεράκι, δείχνοντας σε
δημοσιογράφους και κάμερες ότι είναι ένα πολύ ερωτευμένο ζευγάρι.
Φωτογραφίες από διακοπές τους στη Ρωσία - Ποζάρουν με το άγαλμα του Λένιν
Ο Αντώνης Λιάκος είναι γνωστός στον πνευματικό χώρο, γνωστότατος και
πέραν της ακαδημαϊκής κοινότητας, ο καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι μια ιδιαιτέρως ισχυρή προσωπικότητα, που
επιχειρεί να αφήσει το δικό του αποτύπωμα στη νεότερη ιστοριογραφία.
Υπήρξε στο παρελθόν προβεβλημένος και εύγλωττος θεωρητικός του
εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, δραστήριο στέλεχος αλλά και πρόεδρος του
ΟΠΕΚ, του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας που
είχε ιδρύσει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης.
Η συμπόρευση με τον ΣΥΡΙΖΑ
Η συμπόρευση με τον ΣΥΡΙΖΑ
Εκτοτε, μετά από μια περίοδο πολιτικής αμηχανίας και καλών σχέσεων με την υπουργό Παιδείας Μαριέττα Γιαννάκου,
αφού κύλησε πολύ νερό στο πολιτικό αυλάκι ο πανεπιστημιακός φαίνεται
πως αποφάσισε να εμβαπτιστεί στο διαφαινόμενο κυρίαρχο ρεύμα της
πολιτικής αντιπροσώπευσης. Παραμονές των κρίσιμων εκλογών του Μαΐου του
’12 άρχισε να αρθρογραφεί με εφηβικό παλμό εν όψει της εκλογικής μάχης,
συμβουλεύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ και επιχειρηματολογώντας υπέρ του. Με την
ιδιότητά του και τη στοχαστική κοσμοαντίληψή του κρίνεται ότι χάρισε
επιπλέον ώθηση προς την εξουσία στο κόμμα της τότε αξιωματικής
αντιπολίτευσης. Αν και στο παρελθόν έχει συνυπογράψει κείμενα υπέρ του
Σχεδίου Ανάν, αλλά και την εκδήλωση απαίτησης από την ελληνική κυβέρνηση
να λογοδοτήσουν οι Ελληνες εθελοντές που πολέμησαν στη Σρεμπρένιτσα,
ρίχνοντας λάδι στη φωτιά μιας υποβόσκουσας μισαλλοδοξίας, από όσους τον
καλωσόρισαν ως ξεχωριστή «μεταγραφή» στην Κουμουνδούρου, του
αναγνωρίζεται ότι χωρίς να γίνει μέλος του κόμματος διεύρυνε τους
ορίζοντες της εκλογικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Ως αποκορύφωμα, της οπτικής του για επαναχαρτογράφηση του παρελθόντος, κρίνεται ένα άρθρο του με τίτλο «Η κατασκευή της ηρωικής εικόνας του Μακεδονικού Αγώνα από την Πηνελόπη Δέλτα φωτίζεται με την έρευνα του Σπύρου Καράβα». Αναφερόμενος στο βιβλίο του τελευταίου «Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας», επιχειρεί να αναψηλαφήσει την ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα, υπό το φως των ωμοτήτων που διαπράχθηκαν από τους υπερασπιστές της ελληνικότατης Μακεδονίας στον αγώνα τους για την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό, την άμυνά τους στη σλαβική απειλή και τις σφαγές των Βουλγάρων κομιτατζήδων. «Με φρίκη τα διεθνή ΜΜΕ αναφέρονται στις ομαδικές εκτελέσεις αιχμαλώτων από φανατικούς εξτρεμιστές του Ισλάμ στο Ιράκ τις μέρες αυτές ή στη Συρία τους προηγούμενους μήνες. Ακόμη μεγαλύτερη φρίκη όταν πρόκειται για αμάχους. Μια παρόμοια ιστορία είναι η ακόλουθη...», γράφει ο καθηγητής αναφερόμενος στα «εγκλήματα κατά αμάχων» στα οποία προέβη «ένοπλη ομάδα που συμμετείχε στον Μακεδονικό Αγώνα με επικεφαλής τον Σπύρο Σπυρομήλιο», μια ιστορία που «τη γνώριζε η Πηνελόπη Δέλτα και τη βρίσκουμε στο αρχείο της». Επωδός του άρθρου η πεπερασμένη ένστασή του για την ύπαρξη Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα στη Βόρεια Ελλάδα.
Κατά τη γνώμη αντικειμενικότερων ιστορικών, πρόκειται για μια μαεστρική, πλην αυθαίρετη, σε εντελώς διαφορετικές, ανόμοιες συνθήκες ετσιθελική και χοντροκομμένη παρομοίωση των ακρωτηριαστικών σφαγών που γίνονται σε Συρία και Ιράκ με αυτές που υποτίθεται έγιναν στην υπόδουλη Μακεδονία κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα. Η δε ταύτιση ενός Μακεδονομάχου ήρωα με τους «φανατικούς εξτρεμιστές του Ισλάμ», όπως γράφει ο καθηγητής, κάτι δηλαδή σαν τζιχαντιστή, εξοργίζει και τον πιο καλοπροαίρετο αναγνώστη, ακόμη κι αν αυτός ασπάζεται την αναθεωρητική άποψη για την Ιστορία, η οποία βασίζεται σε «προφορικές διηγήσεις», στην «κοινωνική ανθρωπολογία» και ιδιαιτέρως στη δήθεν «ψύχραιμη ματιά» της.
Τόσο φλεγματική όσο ήταν και η επιλεκτική απουσία από το σχολικό βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού των ολοκαυτωμάτων στα Καλάβρυτα και στο Δίστομο, των μαζικών εκτελέσεων πατριωτών στην Καισαριανή και το μπλόκο της Κοκκινιάς, μη τυχόν εντυπωθούν στη συνείδηση των μαθητών «ηρωικά πρότυπα» πατριωτικής αντίστασης και υπάρξει ενδεχόμενος μαγνητισμος τους από τα «αποτρόπαια» αυτά μοντέλα της «σχολικής προπαγάνδας».
Ως αποκορύφωμα, της οπτικής του για επαναχαρτογράφηση του παρελθόντος, κρίνεται ένα άρθρο του με τίτλο «Η κατασκευή της ηρωικής εικόνας του Μακεδονικού Αγώνα από την Πηνελόπη Δέλτα φωτίζεται με την έρευνα του Σπύρου Καράβα». Αναφερόμενος στο βιβλίο του τελευταίου «Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας», επιχειρεί να αναψηλαφήσει την ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα, υπό το φως των ωμοτήτων που διαπράχθηκαν από τους υπερασπιστές της ελληνικότατης Μακεδονίας στον αγώνα τους για την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό, την άμυνά τους στη σλαβική απειλή και τις σφαγές των Βουλγάρων κομιτατζήδων. «Με φρίκη τα διεθνή ΜΜΕ αναφέρονται στις ομαδικές εκτελέσεις αιχμαλώτων από φανατικούς εξτρεμιστές του Ισλάμ στο Ιράκ τις μέρες αυτές ή στη Συρία τους προηγούμενους μήνες. Ακόμη μεγαλύτερη φρίκη όταν πρόκειται για αμάχους. Μια παρόμοια ιστορία είναι η ακόλουθη...», γράφει ο καθηγητής αναφερόμενος στα «εγκλήματα κατά αμάχων» στα οποία προέβη «ένοπλη ομάδα που συμμετείχε στον Μακεδονικό Αγώνα με επικεφαλής τον Σπύρο Σπυρομήλιο», μια ιστορία που «τη γνώριζε η Πηνελόπη Δέλτα και τη βρίσκουμε στο αρχείο της». Επωδός του άρθρου η πεπερασμένη ένστασή του για την ύπαρξη Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα στη Βόρεια Ελλάδα.
Κατά τη γνώμη αντικειμενικότερων ιστορικών, πρόκειται για μια μαεστρική, πλην αυθαίρετη, σε εντελώς διαφορετικές, ανόμοιες συνθήκες ετσιθελική και χοντροκομμένη παρομοίωση των ακρωτηριαστικών σφαγών που γίνονται σε Συρία και Ιράκ με αυτές που υποτίθεται έγιναν στην υπόδουλη Μακεδονία κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα. Η δε ταύτιση ενός Μακεδονομάχου ήρωα με τους «φανατικούς εξτρεμιστές του Ισλάμ», όπως γράφει ο καθηγητής, κάτι δηλαδή σαν τζιχαντιστή, εξοργίζει και τον πιο καλοπροαίρετο αναγνώστη, ακόμη κι αν αυτός ασπάζεται την αναθεωρητική άποψη για την Ιστορία, η οποία βασίζεται σε «προφορικές διηγήσεις», στην «κοινωνική ανθρωπολογία» και ιδιαιτέρως στη δήθεν «ψύχραιμη ματιά» της.
Τόσο φλεγματική όσο ήταν και η επιλεκτική απουσία από το σχολικό βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού των ολοκαυτωμάτων στα Καλάβρυτα και στο Δίστομο, των μαζικών εκτελέσεων πατριωτών στην Καισαριανή και το μπλόκο της Κοκκινιάς, μη τυχόν εντυπωθούν στη συνείδηση των μαθητών «ηρωικά πρότυπα» πατριωτικής αντίστασης και υπάρξει ενδεχόμενος μαγνητισμος τους από τα «αποτρόπαια» αυτά μοντέλα της «σχολικής προπαγάνδας».
Εξάλλου ως πνευματικός μέντορας της συγγραφέως, καθηγήτριας Μαρίας Ρεπούση, ο
Αντώνης Λιάκος άσκησε με έξαψη τον ρόλο του διαπρύσιου υποστηρικτή του
πονήματός της. Ενός βιβλίου που κρίθηκε απαράδεκτο και αποσύρθηκε όχι
μόνο επειδή έγραφε ότι «χιλιάδες Ελληνες συνωστίζονταν στο λιμάνι (της
Σμύρνης) προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν», παραπέμποντας
σε τηλεοπτική περιγραφή για την έξοδο του Δεκαπενταύγουστου, αλλά διότι
έπασχε για δεκάδες άλλους λόγους που υπερέβαιναν τον όρο της «πολιτικής
ορθότητας». Επιλεκτική παράθεση γεγονότων, αντιφάσεις, αβλεψίες,
αποσιωπήσεις, αποκρύψεις, εξωραϊσμός της Τουρκοκρατίας, καθώς και
άμβλυνση της εθνικοαπελευθερωτικής διάστασης της Επανάστασης του ’21
μάλλον δεν ελάφρυναν μια αφήγηση επιβαρυμένη από στείρα εθνοκεντρικά
κλισέ.
Αντιθέτως, όπως κρίθηκε από πλειάδα αξιόπιστων ιστορικών μετά τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε, το βιβλίο υπηρετούσε ολέθριες πολιτικές πρακτικές παρά συνέβαλε στον κατευνασμό του εθνικισμού στις βαλκανικές χώρες και μετρίαζε τις εντάσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό το, και παιδαγωγικά άστοχο, βιβλίο στο οποίο αναγραφόταν ότι οι Ελληνες απλώς «απομάκρυναν» τους Ιταλούς από τα ελληνοαλβανικά σύνορα! -με «εντομοαπωθητικόν, άραγε;», όπως διερωτήθη ειρωνικά, πλην δικαίως, ο Κώστας Ζουράρις-, θεωρείται ότι βρήκε στο πρόσωπο του καθηγητή Λιάκου περισσότερο έναν ιεραποστολικό ζηλωτή παρά έναν απολογητικό ρήτορα. Ο επιστήμονας που είχε ζήτησε να μη χρησιμοποιείται ο όρος «Μικρασιατική Καταστροφή» διότι χωρίς φειδώ στις εθνικές υπερβολές θίγεται η αφήγηση των Τούρκων, επιδόθηκε σε ένα ανελέητα πομπώδες λεκτικό μαστίγωμα κατά παντός αντιφρονούντος. Επιδεικνύοντας μάλλον στην εντέλεια μια ιδιοσυγκρασία, η οποία στο γραφικό περιβάλλον των φιλονικιών της πανεπιστημιακής κοινότητας συγκρίθηκε από συναδέλφους του με εκδήλωση χουλιγκανισμού.
Μέσω της νηφάλιας πανεπιστημιακής πένας του εκτιμάται ότι «μουτζούρωσε» απαξιωτικά όσους είχαν εκφράσει αντιρρήσεις τους για το εν λόγω σύγγραμμα. Τους χαρακτήρισε, απλώς, νοικοκυρές, εργάτες, κτηνοτρόφους, αγράμματους, εσμό Αλευρομαγείρων (εκ του ρόλου και της δράσης του ομώνυμου στρατηγού), εθνικιστικό λόμπι, φαιοχίτωνες, ακροδεξιούς, φαιοκόκκινη συμμαχία κ.λπ. Και βέβαια με τη μετριοφροσύνη που διακρίνει έναν αμερόληπτο διανοούμενο περιωπής και έναν ψύχραιμο ηγήτορα ομάδας ιστορικών, κατέταξε συλλήβδην τους αρνητές του βιβλίου στην «ιδεολογικοπολιτική» κατηγορία των ψυχωτικών. Υπό αυτή την παθιασμένη προσέγγιση που απέχει υβριστικά όσο η ήρα από το στάρι, κρίνεται ότι συνέβαλε με το κύρος του ώστε ο διάλογος για το συγκεκριμένο βιβλίο να καταχωρηθεί κάπου ανάμεσα σε φροϊδικό ψυχαναλυτικό ντιβάνι για «κτηνοτρόφους» και σε ανάγνωση από ορθόδοξο προσευχητάρι από «νοικοκυρές» - όπως αρμόζει σε μια εξωραϊσμένη ακαδημαϊκή μενταλιτέ.
Τόσο σίγουρη για τον προοδευτικό και «προχώ» εαυτό της που οι εκπρόσωποί της δεν διανοούνται καν ότι ίσως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ να τους έδειχνε με το δάχτυλο όταν έγραφε στη «Ζωή του Γαλιλαίου» ότι δεν υπάρχουν πιο ανελέητα αντιδραστικοί απ' ό,τι οι απογοητευμένοι καινοτόμοι.
Αντιθέτως, όπως κρίθηκε από πλειάδα αξιόπιστων ιστορικών μετά τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε, το βιβλίο υπηρετούσε ολέθριες πολιτικές πρακτικές παρά συνέβαλε στον κατευνασμό του εθνικισμού στις βαλκανικές χώρες και μετρίαζε τις εντάσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό το, και παιδαγωγικά άστοχο, βιβλίο στο οποίο αναγραφόταν ότι οι Ελληνες απλώς «απομάκρυναν» τους Ιταλούς από τα ελληνοαλβανικά σύνορα! -με «εντομοαπωθητικόν, άραγε;», όπως διερωτήθη ειρωνικά, πλην δικαίως, ο Κώστας Ζουράρις-, θεωρείται ότι βρήκε στο πρόσωπο του καθηγητή Λιάκου περισσότερο έναν ιεραποστολικό ζηλωτή παρά έναν απολογητικό ρήτορα. Ο επιστήμονας που είχε ζήτησε να μη χρησιμοποιείται ο όρος «Μικρασιατική Καταστροφή» διότι χωρίς φειδώ στις εθνικές υπερβολές θίγεται η αφήγηση των Τούρκων, επιδόθηκε σε ένα ανελέητα πομπώδες λεκτικό μαστίγωμα κατά παντός αντιφρονούντος. Επιδεικνύοντας μάλλον στην εντέλεια μια ιδιοσυγκρασία, η οποία στο γραφικό περιβάλλον των φιλονικιών της πανεπιστημιακής κοινότητας συγκρίθηκε από συναδέλφους του με εκδήλωση χουλιγκανισμού.
Μέσω της νηφάλιας πανεπιστημιακής πένας του εκτιμάται ότι «μουτζούρωσε» απαξιωτικά όσους είχαν εκφράσει αντιρρήσεις τους για το εν λόγω σύγγραμμα. Τους χαρακτήρισε, απλώς, νοικοκυρές, εργάτες, κτηνοτρόφους, αγράμματους, εσμό Αλευρομαγείρων (εκ του ρόλου και της δράσης του ομώνυμου στρατηγού), εθνικιστικό λόμπι, φαιοχίτωνες, ακροδεξιούς, φαιοκόκκινη συμμαχία κ.λπ. Και βέβαια με τη μετριοφροσύνη που διακρίνει έναν αμερόληπτο διανοούμενο περιωπής και έναν ψύχραιμο ηγήτορα ομάδας ιστορικών, κατέταξε συλλήβδην τους αρνητές του βιβλίου στην «ιδεολογικοπολιτική» κατηγορία των ψυχωτικών. Υπό αυτή την παθιασμένη προσέγγιση που απέχει υβριστικά όσο η ήρα από το στάρι, κρίνεται ότι συνέβαλε με το κύρος του ώστε ο διάλογος για το συγκεκριμένο βιβλίο να καταχωρηθεί κάπου ανάμεσα σε φροϊδικό ψυχαναλυτικό ντιβάνι για «κτηνοτρόφους» και σε ανάγνωση από ορθόδοξο προσευχητάρι από «νοικοκυρές» - όπως αρμόζει σε μια εξωραϊσμένη ακαδημαϊκή μενταλιτέ.
Τόσο σίγουρη για τον προοδευτικό και «προχώ» εαυτό της που οι εκπρόσωποί της δεν διανοούνται καν ότι ίσως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ να τους έδειχνε με το δάχτυλο όταν έγραφε στη «Ζωή του Γαλιλαίου» ότι δεν υπάρχουν πιο ανελέητα αντιδραστικοί απ' ό,τι οι απογοητευμένοι καινοτόμοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου