Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Δη­μή­τρης Πι­κιώ­νης, ο υπε­ρα­σπι­στής της πε­τραί­ας γης

«Κατά την διάρ­κεια ακόμα των γυ­μνα­σια­κών μου σπου­δών, έκανα συχνά οδοι­πο­ρί­ες εξε­ρευ­νώ­ντας το ατ­τι­κό τοπίο. Από το Μο­σχά­το δια­σχί­ζο­ντας τον ελαιώ­να, έφτα­να ως τους βρά­χους του Φι­λο­πάπ­που και την Ακρό­πο­λη ή ακο­λου­θώ­ντας τις όχθες του Κη­φι­σού, ως την Ιερά Οδό… Αρ­γό­τε­ρα διέ­σχι­ζα το ερη­μι­κό τοπίο ως την Και­σα­ρια­νή. Αλλά ποιος μπο­ρεί να δι­η­γη­θεί επά­ξιά τους τι ήταν για τα μάτια του νέου που απάνω τους ήταν ριγ­μέ­νος ακόμα ο μα­γι­κός πέ­πλος της ποί­η­σης; Τι εσή­μαι­ναν για αυτόν οι μο­να­χι­κές τού­τες οδοι­πο­ρί­ες; Ποιά χαρά εχά­ρι­ζε στην ψυχή η θέα του ανα­σκα­λε­μέ­νου χώ­μα­τος των πε­ρι­βο­λιών που άχνι­ζε κάτω από τις πυρές αχτί­δες του ήλιου!…».

Με αυτά τα λόγια από τα «Αυ­το­βιο­γρα­φι­κά του Ση­μειώ­μα­τα» πε­ρι­γρά­φει την γνω­ρι­μία του με την Φύση που στά­θη­κε γι’ αυτόν ο οδη­γός στην σκέψη και το έργο του, ο αρ­χι­τέ­κτο­νας, ζω­γρά­φος και φι­λό­σο­φος Δη­μή­τρης Πι­κιώ­νης.
Η ση­μα­σία της προ­σω­πι­κό­τη­τας και του έργου του Δη­μή­τρη Πι­κιώ­νη δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται μόνο στο ότι ήταν ένας από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους -αν όχι ο ση­μα­ντι­κό­τε­ρος-από τους αρ­χι­τέ­κτο­νες που ανέ­δει­ξε η Ελ­λά­δα του 20ου αιώνα, αλλά στο γε­γο­νός ότι ο Πι­κιώ­νης ανή­κει με το έργο του και την σκέψη του στην χο­ρεία εκεί­νων των ιε­ρουρ­γών που διε­φύ­λα­ξαν ως κόρη οφθαλ­μού την ιδιο­προ­σω­πεία, την «περ­πα­τη­σιά» του λαού μας μέσα στον απέ­ρα­ντο κόσμο στον οποίο ο ίδιος είχε πλήρη συ­νεί­δη­ση ότι ανήκε και ήθελε να ανή­κει.
Σε όλο το έργο του Δη­μή­τρη Πι­κιώ­νη και στα κεί­με­νά του η αγω­νία του ήταν πρώ­τα-πρώ­τα ο λαός να μην είναι «απαί­δευ­τος» και με τον όρο αυτό δεν εν­νο­ού­σε το «αμόρ­φω­τος», αλλά εν­νο­ού­σε εκεί­νους από τους οποί­ους έλει­πε ένα στοι­χείο, απροσ­διό­ρι­στο πολ­λές φορές, αστάθ­μη­το, που στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα λέ­γε­ται «αρ­χο­ντιά», ένα στοι­χείο που πολ­λές φορές αντα­μώ­νου­με στους πιο τα­πει­νούς, στους «αγράμ­μα­τους».
Όταν ο Πι­κιώ­νης έλεγε να μην «μι­μού­μα­στε τα ξένα», δεν εν­νο­ού­σε να κλει­στού­με στο κα­βού­κι μας, αλλά να συν­θέ­του­με δη­μιουρ­γι­κά και με το δικό μας πνεύ­μα, όλα όσα έρ­χο­νται ως εδώ, καθώς σε τούτο το σταυ­ρο­δρό­μι της γης πάντα οι λαοί αντάλ­λασ­σαν με­τα­ξύ τους στοι­χεία.
Από την άλλη και αυτό έχει με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σία, ο Πι­κιώ­νης υπο­στή­ρι­ζε πως ο κάθε λαός, και βέ­βαια ο δικός μας, έχει οι­κο­δο­μή­σει με­τα­φο­ρι­κά και κυ­ριο­λε­κτι­κά -αρ­χι­τέ­κτο­νας ήταν!- ένα πολύ συ­γκε­κρι­μέ­νο τρόπο ζωής που είναι σε αρ­μο­νία με την φύση και την γε­ω­γρα­φία του τόπου σε μια δια­λε­κτι­κή συ­νύ­παρ­ξη μαζί της. Υπο­στή­ρι­ζε μά­λι­στα πως η ίδια η φύση υπα­γό­ρευ­σε στους αν­θρώ­πους εκεί­νη την αρ­μο­νία και το μέτρο που είναι ται­ρια­στά για την ζωή τους και μά­λι­στα θε­ω­ρού­σε πως αυτός ο τρό­πος οι­κο­δό­μη­σης δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται μόνο στις κα­τοι­κί­ες, αλλά και σε όλα τα δη­μό­σια κτί­ρια!.
Με αυτό το πνεύ­μα, αυτός ο δά­σκα­λος, πάντα προ­έ­τρε­πε τους σύγ­χρο­νούς του να δι­δά­σκο­νται πριν απ’ όλα από τον τρόπο με τον οποίο ο απλός λαός, εναρ­μό­νι­ζε τις δικές του ανά­γκες με το φυ­σι­κό του πε­ρι­βάλ­λον, ενώ ταυ­τό­χρο­να αυτή του η προ­τρο­πή και η πίστη δεν ήταν απλώς μια «τε­χνι­κή» ματιά πάνω στην αρ­χι­τε­κτο­νι­κή αλλά καρ­πός βα­θιάς με­λέ­της της ελ­λη­νι­κής ιστο­ρί­ας και φι­λο­σο­φί­ας.
«Την φύση πήρε για δά­σκα­λο ο άν­θρω­πος στον δρόμο του, στην ζωή του. Σε στενή συ­νερ­γα­σία με εκεί­νη ένιω­σε το πώς μπο­ρεί μόνο να προ­χω­ρή­σει. Μια ιδέα του φυ­σι­κού τού­του δρό­μου μπο­ρού­με σή­με­ρα να πά­ρου­με από τη ζωή του φυ­σι­κού αν­θρώ­που, του χω­ριά­τη. Αν κοι­τά­ξεις, θα δεις πως η φύση είναι εκεί­νη που έβαλε τις βά­σεις και ρύθ­μι­σε την ζωή του. Το ανα­γκαίο, το χρή­σι­μο, τη γε­μί­ζουν τόσο όσο που να μην πε­ρισ­σεύ­ει χώρος για το αυ­θαί­ρε­το και το πε­ριτ­τό. Ας δούμε αίφ­νης πως χτί­ζει το σπίτι του ο χω­ρι­κός. Τον φυ­σι­κό δρόμο που ακο­λου­θεί γι’ αυτό.
Δεν του χρειά­ζε­ται κα­νέ­να γρα­φείο, ούτε μο­λύ­βι, για να αρα­διά­σει μά­ταιες γραμ­μές της φα­ντα­σί­ας του. Κα­νέ­να βι­βλίο αρ­χι­τε­κτο­νι­κής δεν διά­βα­σε. Από ρυθ­μούς και χα­ρα­κτή­ρα δεν νιώ­θει. Μα τα πραγ­μα­τώ­νει ασυ­νεί­δη­τα ακο­λου­θώ­ντας τη φύση.
Ξέρει πλέ­ρια τις ανά­γκες του. Στο έδα­φος απάνω θα χα­ρά­ξει το χώρο το χρή­σι­μο για την κα­τοι­κία του. Τη φα­ντά­ζε­ται κιό­λας έτσι στο χώρο, υψω­μέ­νη μπρο­στά του με τις πέ­τρες που ο ίδιος έχει πε­λε­κή­σει, ο μά­στο­ρας αρ­χί­ζει το έργο του. Εξόν από το να προ­σέ­ξει να βάλει τις πιο γερές, τα αγκω­νά­ρια στις γω­νί­ες και στις πα­ρα­στά­δες της θύρας ή των πα­ρα­θυ­ριών, άλλο τί­πο­τε δεν έχει να σκε­φτεί. Γερό μόνο να είναι το χτί­σι­μο, και η φύση θα ανα­λά­βει μόνη της τα άλλα. Το σχήμα, το χρώμα, οι πέ­τρες, το δέ­σι­μο θα είναι η αρ­χι­τε­κτο­νι­κή αξία του τοί­χου. Όσο για τις ανα­λο­γί­ες, οι ανά­γκες πάλι, ανά­γκες φυ­σι­κές και γι’ αυτό αλη­θι­νές και ωραί­ες, και η φύση του υλι­κού, αυτά τα δύο θα τις ρυθ­μί­σουν” έγρα­φε στα κεί­με­νά του
Ο Δη­μή­τρης Πι­κιώ­νης γεν­νή­θη­κε στον Πει­ραιά το 1887 και όπως ση­μειώ­νει ο ίδιος στα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά του ση­μειώ­μα­τα, ο πα­τέ­ρας του είχε κλίση στην ζω­γρα­φι­κή. Η μη­τέ­ρα του, το γένος Συ­ριώ­τη ήταν αδελ­φή με την μη­τέ­ρα του ποι­η­τή Λά­μπρου Πορ­φύ­ρα.
“Στους κυ­ρια­κά­τι­κους πε­ρι­πά­τους μας στο λι­μά­νι με τον θείο μου τον Συ­ριώ­τη και τα ξα­δέλ­φια μου, ο πα­τέ­ρας μου δεν μπο­ρού­σε να μη στα­μα­τή­σει μπρο­στά σ’ ένα όμορ­φο σκαρί για να μας δεί­ξει την ομορ­φιά του και να μας κάνει να το προ­σέ­ξου­με. Συχνά με στα­μα­τού­σε μπρο­στά σ’ ένα σπίτι και μου εξη­γού­σε πως οι ανα­λο­γί­ες του θα κέρ­δι­ζαν πολύ αν ήταν τό­σους πό­ντους, λχ …ψη­λό­τε­ρο.
Όσο για την μη­τέ­ρα μου ήταν ένας σπά­νιος ηθι­κός τύπος. Εις το άκρον ευαί­σθη­τη, συ­μπά­σχο­ντας βα­θύ­τα­τα εις τις ατυ­χί­ες των άλλων, μα ταυ­τό­χρο­να αυ­στη­ρή και δί­καιη κι ανι­διο­τε­λής, πο­θώ­ντας πάντα το καλό της Ελ­λά­δας.
Είχα το σπά­νιο προ­νό­μιο να ‘χω ξά­δελ­φο έναν ποι­η­τή. Από το στόμα του πρω­τά­κου­σα τα τρα­γού­δια του λαού μας, του Σο­λω­μού και των άλλων. Μα­γι­κός κό­σμος ανοί­χτη­κε στα μάτια του παι­διού…»
Ο Δη­μή­τρης Πι­κιώ­νης εκ­δή­λω­σε από νωρίς την κλίση του στην ζω­γρα­φι­κή, το 1903 τε­λεί­ω­σε το Γυ­μνά­σιο και το 1904 μπήκε στο Πο­λυ­τε­χνείο, από όπου απο­φοί­τη­σε το 1908 ως Πο­λι­τι­κός Μη­χα­νι­κός. Το 1906 γνω­ρί­στη­κε με τον ζω­γρά­φο Κων­στα­ντί­νο Παρ­θέ­νη ενώ είχε συν­δε­θεί φι­λι­κά με τους Ανα­στά­σιο Ορ­λάν­δο, Ιωσήφ Πε­στα­ρί­νη, Τζόρ­τζιο ντε Κί­ρι­κο, Δη­μή­τρη Κα­μπού­ρο­γλου και Πε­ρι­κλή Γιαν­νό­που­λο. Το 1908 πήγε στο Μό­να­χο συ­νο­δευό­με­νος από τον πα­τέ­ρα του να σπου­δά­σει ζω­γρα­φι­κή κα­τό­πιν προ­τρο­πής του Κων­στα­ντί­νου Παρ­θέ­νη και του Πε­ρι­κλή Γιαν­νό­που­λου
Ζώ­ντας στο Μό­να­χο ο Πι­κιώ­νης δι­ψού­σε για μά­θη­ση, ενώ ανα­πο­λού­σε την Ελ­λά­δα δια­βά­ζο­ντας Αι­σχύ­λο που έκανε τα μάτια του να δα­κρύ­ζουν. Το 1909, θα βρε­θεί στο Πα­ρί­σι, με αφορ­μή κά­ποια έργα του Πωλ Σεζάν στα οποία απέ­δω­σε την τρίτη διά­στα­ση στον πί­να­κα, μόνο με χρώμα.
Ο Πι­κιώ­νης έμει­νε στο Πα­ρί­σι ως το 1912, ωστό­σο «ο δρό­μος που ακο­λου­θού­σα, το ‘νιωθα, ήταν μα­κρύς, μα­κρύ­τε­ρος απ’ τις συν­θή­κες μου τις οι­κο­νο­μι­κές. Τα χρέη που θα είχα ν’ αντι­με­τω­πί­σω στο γυ­ρι­σμό μου ήταν σκλη­ρά… Στε­νε­μέ­νος από την αδή­ρι­τη τούτη ανά­γκη, επήρα την σκλη­ρήν από­φα­ση ν’ αφιε­ρώ­σω το υπό­λοι­πο του χρό­νου στη με­λέ­τη της Αρ­χι­τε­κτο­νι­κής».
Όταν το βα­πό­ρι έφτα­σε στην Πάτρα, η κρύα ακτι­νο­βό­λα ασπρά­δα ενός μαρ­μά­ρου που κεί­το­νταν απάνω στο λα­σπω­μέ­νο χώμα, μου φά­ντα­ξε στα μάτια, κι ευθύς είπα μέσα μου: «πρέ­πει ν’ ανα­θε­ω­ρή­σω ότι έμαθα». Τόση ήταν η κρύα αντί­θε­ση της ασπρά­δας του με τα τρι­γύ­ρω.
Στον Πει­ραιά, γυ­ρί­ζο­ντας μια μέρα στο πα­τρι­κό το σπίτι, αι­σθα­νό­μουν τον ήλιο να φλο­γί­ζει την επι­δερ­μί­δα μου, μα μπαί­νο­ντας στη σκιά, η κρυά­δα της μ’ έκανε να ρι­γή­σω… Ανα­λο­γί­στη­κα πως οι βί­αιες τού­τες αντι­θέ­σεις του κλί­μα­τος, όπως τις αντι­κρί­ζα­με επί αιώ­νες θα ‘ταν οι αι­τί­ες που διέ­πλα­σαν τις αντι­θέ­σεις του χα­ρα­κτή­ρα της ρά­τσας μας.
Οι αρ­χαί­οι στο­χά­στη­κα, είχαν υπο­τά­ξει τού­τες τις αντι­θέ­σεις στην κα­τα­το­μή των γεί­σων και των κυ­μα­τί­ων τους. Και δεν πέ­ρα­σαν δύο μέρες που στα λαϊκά χα­μό­σπι­τα του Πει­ραιά είδα στην οξεία γωνία που σχη­μα­τί­ζει η μο­νό­ρι­χτη στέγη τους, στο ση­μείο όπου αντα­μώ­νει τον πίσω τοίχο, υλο­ποι­η­μέ­νη την αντί­θε­ση τούτη. Οι πα­ρα­τη­ρή­σεις τού­τες, μ’ έκα­ναν πα­ρα­τώ­ντας την συμ­βα­τι­κή μά­θη­ση, να μπω σε ένα αυ­τό­νο­μο δρόμο που με δί­δα­σκε η φύση. Από τότε, η ανά­γκη του «κοι­νού» και του «κύ­ριου» που μας μι­λά­ει ο Σο­λω­μός, ήταν η έμ­μο­νη επι­δί­ω­ξή μου».
Ο Δη­μή­τρης Πι­κιώ­νης επι­στρα­τεύ­ε­ται στην διάρ­κεια των Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων και απο­στρα­τεύ­ε­ται με τον βαθμό του λο­χα­γού. Έχτι­σε το πρώτο του σπίτι στις Τζι­τζι­φιές το 1923 και το δεύ­τε­ρο το 1925 στην οδό Ηρα­κλεί­ου 1 στα Πα­τή­σια. Το Σχο­λείο του Λυ­κα­βητ­τού χτί­στη­κε το 1933 και δεν τον ικα­νο­ποί­η­σε. «Είναι τότε που στο­χά­στη­κα πως το οι­κου­με­νι­κό πνεύ­μα πρέ­πει να συ­ντε­θεί με το πνεύ­μα της εθνό­τη­τας, είναι από τις σκέ­ψεις τού­τες που βγή­καν: Το Πει­ρα­μα­τι­κό Σχο­λείο της Θεσ­σα­λο­νί­κης 1935, η πο­λυ­κα­τοι­κία Χέ­ϋ­δεν 1938, το σπίτι της γλύ­πτριας Φρό­σως Ευ­θυ­μιά­δη το 1949, η έπαυ­λη Άνω Φι­λο­θέ­ης 1954, ο Ξε­νώ­νας των Δελ­φών 1955, όμοια και τα προ­σχέ­δια του Συ­νοι­κι­σμού Αι­ξω­νής στην Γλυ­φά­δα και το Ανα­παυ­τή­ριο του Αγίου Δη­μη­τρί­ου Λου­μπαρ­διά­ρη το 1957».
Το έργο που πραγ­μα­το­ποί­η­σε ο Δη­μή­τρης Πι­κιώ­νης στην Ακρό­πο­λη ήταν ένα από τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα και απο­κα­λυ­πτι­κό­τε­ρα των αντι­λή­ψε­ών του.
Βήμα το βήμα ο Δη­μή­τρης Πι­κιώ­νης είχε δια­μορ­φώ­σει την αντί­λη­ψη ότι η γήινη κα­τα­γω­γή του αν­θρώ­που είναι εξί­σου αλη­θι­νή στην ασια­τι­κή, την λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή ή την ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση. Συ­νε­πώς η γη κου­βα­λά μέσα της μνή­μες, και δεν μπο­ρεί να είναι ένα «ου­δέ­τε­ρο» έδα­φος πάνω στο οποίο οι­κο­δο­μεί­ται μια πόλη.
Σε ότι αφορά την δια­μόρ­φω­ση του χώρου γύρω από την Ακρό­πο­λη που είναι δύο σπει­ροει­δείς δια­δρο­μές εκ των οποί­ων η μία προ­σπε­λά­ζει τον αρ­χαιο­λο­γι­κό χώρο του ιερού της Αθη­νάς και η άλλη στον λόφο του Φι­λο­πάπ­που απο­μα­κρύ­νε­ται από τον ιερό βράχο για να κα­τα­λή­ξει συ­στρε­φό­με­νη σε ένα πλά­τω­μα, το Άν­δη­ρο, από όπου ο πε­ρι­πα­τη­τής θε­ά­ται τον βράχο της Ακρό­πο­λης, ενώ στην δια­δρο­μή αυτή πα­ρεμ­βάλ­λε­ται και μια αυλή γύρω από την οποία βρί­σκε­ται το ανα­κα­τα­σκευα­σμέ­νο εκ­κλη­σά­κι του Αγίου Δη­μη­τρί­ου του Λου­μπαρ­διά­ρη, στις δια­δρο­μές αυτές λοι­πόν, ο Πι­κιώ­νης δια­μόρ­φω­σε τον χώρο χρη­σι­μο­ποιώ­ντας θραύ­σμα­τα πέ­τρας. Γιατί; Γιατί το ίδιο το θέμα βρι­σκό­ταν εκεί στα χώ­μα­τα και τις πέ­τρες του πε­ρι­βάλ­λο­ντος χώρου, στα ίδια τα θραύ­σμα­τα της ιστο­ρί­ας γύρω από τον ιερό βράχο. Συ­νε­πώς στον χώρο αυτό, το θέμα δεν μπο­ρού­σε να ει­σα­χθεί, έπρε­πε να ανα­δει­χθεί από τα ίδια του τα υλικά. Το ίδιο το ιστο­ρι­κό τοπίο, “έδει­χνε” τον τρόπο της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής δια­μόρ­φω­σης του πε­ρι­βάλ­λο­ντος χώρου του.
Το τρα­γι­κό και πικρό στοι­χείο αυτής της ιστο­ρί­ας είναι το γε­γο­νός ότι η δια­μόρ­φω­ση αυτού του χώρου από τον Δη­μή­τρη Πι­κιώ­νη, δια­μόρ­φω­ση που οπωσ­δή­πο­τε ση­μά­δε­ψε την ταυ­τό­τη­τα μας ως λαού στο πολύ πρό­σφα­το πα­ρελ­θόν, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε την ίδια ακρι­βώς εποχή που το μυ­θι­κό ατ­τι­κό τοπίο, οι μνή­μες χι­λιά­δων χρό­νων ιστο­ρί­ας θα­βό­ταν κάτω από τό­νους τσι­μέ­ντου, καθώς η ίδια η πόλη κα­τα­βρο­χθι­ζό­ταν από το τέρας της αντι­πα­ρο­χής και τα αδη­φά­γα σα­γό­νια του “ερ­γο­λά­βου”.
“Όταν η Ελ­λά­δα ύστε­ρα από τους σκλη­ρό­τα­τους αγώ­νες της λευ­τε­ρώ­θη­κε από έναν επά­ρα­το ζυγό, ήταν φυ­σι­κό να βρε­θεί απο­στε­ρη­μέ­νη από τις στοι­χειώ­δεις εκεί­νες γνώ­σεις και έξεις που είναι ίδιες ενός φτα­σμέ­νου πο­λι­τι­σμού. Εδώ ο λόγος για τις κα­τα­στρο­φές που κάνει ο άν­θρω­πος στο φυ­σι­κό τοπίο. Ισως φταί­νε γι’ αυτό και οι αρ­χι­τέ­κτο­νες, ντό­πιοι και ξένοι που ζού­σαν τότες στην Αθήνα.
Κι όμως λίγο πριν την απε­λευ­θέ­ρω­ση έγινε αυτό που θα σας δι­η­γη­θώ. Όταν ο Αν­δρού­τσος πο­λιορ­κού­σε τους Τούρ­κους που κρά­τα­γαν την Ακρό­πο­λη εξαίφ­νης ακού­στη­καν κρό­τοι μαρ­μά­ρων που θραύ­ο­νται. Τους είχε λεί­ψει το μο­λύ­βι κι έσπα­γαν τα μάρ­μα­ρα για να εξοι­κο­νο­μή­σουν από τους γόμ­φους των ενώ­σε­ων. Τους στέλ­νει ο Αν­δρού­τσος τέσ­σε­ρα πα­λι­κά­ρια για να μά­θουν ποιος ο λόγος που οι Τούρ­κοι τα ‘σπα­ζαν τα μάρ­μα­ρα. Κι όταν γύ­ρι­σαν κι ανέ­φε­ραν στον αρ­χη­γό τους την αιτία, ετού­τος έστει­λε στους Τούρ­κους με­ρι­κά τσου­βά­λια από βόλια. Φυ­σι­κά στην πράξη αυτή θα τον πα­ρόρ­μη­σε ο γραμ­μα­τι­κός του, ο πρώ­τος Έλ­λη­νας αρ­χαιο­λό­γος που ξέ­ρου­με, ο αεί­μνη­στος Πιτ­τά­κης.
Όταν επι­τέ­λους άρ­χι­σε να χτί­ζε­ται η νέα πρω­τεύ­ου­σα, καμία πρό­νοια δεν πήραν οι αρ­χι­τέ­κτο­νες του και­ρού εκεί­νου, δεν λέω μόνο για να την απο­μα­κρύ­νουν όσο γι­νό­ταν μα­κρύ­τε­ρα από την Ακρό­πο­λη και τον αρ­χαιο­λο­γι­κό χώρο του αρ­χαί­ου άστε­ως. Αλλά ακόμα και τώρα που τόσο συ­ζη­τιέ­ται το ζή­τη­μα της αρ­χαιό­τε­ρης συ­νοι­κί­ας των Αθη­νών, της Πλά­κας, ένας δια­κε­κρι­μέ­νος αρ­χαιο­λό­γος μου ‘λεγε πως ο ακρι­βής χάρ­της της αρ­χαί­ας Αθή­νας δεν έχει ακόμη εξα­κρι­βω­θεί.
Σύγ­χρο­να με την ανί­δρυ­ση της νέας πρω­τεύ­ου­σας άρ­χι­σε και η λα­το­μία των λόφων, εκεί­νης της θαυ­μα­στής σύ­ντα­ξης των λόφων που αρ­χί­ζο­ντας από τα Τουρ­κο­βού­νια και πε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας το Λυ­κα­βητ­τό, την Ακρό­πο­λη και τους λό­φους των Μου­σών, της Πνυ­κός και των Νυμ­φών, κα­τα­λή­γαν ως το λόφο της Σι­κε­λί­ας, απο­σβή­νο­ντας ως το φα­λη­ρι­κό αλί­πε­δο.
Από τους πρώ­τους λό­φους της ίδρυ­σης της Νέας Αθή­νας που ελα­το­μή­θη είναι ο πε­ρί­ο­πτος Λυ­κα­βητ­τός και κα­τε­στρά­φη το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τα­το πε­ρί­γραμ­μά του. Ήταν του λόφου το πε­ρί­γραμ­μα όμοιο με τους έλι­κες ενός δρά­κο­ντα που πο­ρευό­ταν προς την Ακρό­πο­λη, προς της θεάς του το ανα­φαί­ρε­το βάθρο, εκεί­νης το ανα­πό­σπα­στο σύμ­βο­λο. Και δεν απέ­μει­νε έκτο­τε από το ελι­κοει­δές σχήμα ειμή του κυ­ρί­ου όγκου το θαυ­μα­στό σχήμα κι εκεί­να τα πυ­ρα­μι­δοει­δή , τόπων του βορά ίδια, ξένα προς της Ατ­τι­κής το πνεύ­μα.
Και την ίδια εποχή είναι που ελα­το­μή­θη ο αρ­χαιό­τα­τος λόφος των Μου­σών και του Φι­λο­πάπ­που. Για να τε­λειώ­νω με τις κα­τα­στρο­φές των λόφων γύρω από την Ακρό­πο­λη πρέ­πει να πω ότι η πιο με­γά­λη είναι η μα­κρύ­τα­τη και βα­θύ­τα­τη λα­τό­μη­ση των δυ­τι­κών υπω­ρειών του λόφου των Νυμ­φών.
Το όλον το­πί­ον το αθη­ναϊ­κόν ήλ­λα­ξεν όψιν. Από λο­φώ­δες και ευ­κί­νη­τον, ημ­βλύν­θη, ισο­πε­δώ­θη από τον οδο­στρω­τή­ρα των και­ρών…
Οι πρό­γο­νοι είχαν βαθιά συ­νεί­δη­ση του τι απα­ρά­μιλ­λη γη ήταν τούτη, εκεί­νοι είχαν κάνει το χρέος των απέ­να­ντί της.
Η σοφία τους ήταν η σοφία αυτής της ίδιας γης που κα­τοι­κού­σαν. Απέ­ρα­ντη είναι η αγάπη τους για τα δύο πο­τά­μια της γης τους, τα δύο αγιά­σμα­τά της όπως τα ονό­μα­ζαν, τον Ιλισό και τον Κη­φι­σό.
Τότες ήτανε τόποι άβα­τοι που κα­νέ­νας δεν μπο­ρού­σε να πα­ρα­βιά­σει, ούτε το όνομά τους να το προ­φέ­ρει. Εκεί ήτανε ιερά και άβατα κα­τώ­φλια ντυ­μέ­να με χαλκό που ανή­καν σε φο­βε­ρές χθό­νιες θεές…
Μα αυτά τα ιερά της ευ­σέ­βειας ενός πα­νάρ­χαιου λαού είναι για πάντα χα­μέ­να γιατί σε κα­νέ­να κα­τα­στα­τι­κό χάρτη των Αθη­νών δεν είναι κα­τα­γραμ­μέ­να όχι μόνο για να ξέ­ρου­με που βρί­σκο­νται μα για να μπο­ρεί να γίνει η αρ­μό­δια με τα σύγ­χρο­να ιε­ραρ­χι­κή σύν­δε­ση. Και αυτό γιατί; Γιατί στην ιε­ραρ­χία των δη­μο­σί­ων υπη­ρε­σιών φαί­νε­ται πως πε­ρά­σα­νε άτομα ανι­στό­ρη­τα, άν­θρω­ποι απαί­δευ­τοι και αντι­πνευ­μα­τι­κοί. Ως εδώ και λίγα χρό­νια, η κοίτη του Ιλι­σού σω­ζό­τα­νε πολύ πέρα από το τω­ρι­νό Βυ­ζα­ντι­νό Μου­σείο. Αλλά η από­φα­ση να ρί­ξουν μέσα εκεί τις υπο­νό­μους των εσή­μα­νε την τε­λι­κή κα­τα­δί­κη της επι­βαλ­λό­με­νης λύσης. Ο εγκι­βω­τι­σμός δεν είναι λύση, ση­μαί­νει την πα­ραί­τη­ση από κάθε λύση. Μήπως πρά­ξα­με το κα­θή­κον μας απέ­να­ντι στην Ελευ­σί­να, το ιερό της Ψυχής, που το πνί­ξα­με ανά­με­σα σε ένα ερ­γο­στά­σιο τσι­μέ­ντων, ένα σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό και ένα φρι­κτό λα­το­μείο; Αυτή η τάξη των πραγ­μά­των θα φταί­ει και για του ευ­γε­νέ­στε­ρου βου­νού της Ατ­τι­κής, της Πε­ντέ­λης, εντός βρα­χυ­τά­του χρό­νου, την σε γη και σποδό με­τα­βο­λή”.
Για σύν­θε­ση του οι­κου­με­νι­κού πνεύ­μα­τος με εκεί­νου της εθνό­τη­τας μιλά ο Πι­κιώ­νης, και αυτή ακρι­βώς η αντί­λη­ψη είναι που κάνει το έργο του δια­χρο­νι­κό. Από τις αρχές της δε­κα­ε­τί­ας του ’20 και για τα επό­με­να πε­ρί­που 40 χρό­νια εξα­πλώ­θη­κε το ρεύμα της Μο­ντέρ­νας Αρ­χι­τε­κτο­νι­κής σε πα­γκό­σμια κλί­μα­κα. Ο Πι­κιώ­νης με το έργο του αμ­φι­σβή­τη­σε αυτό το ρεύμα και συν­δέ­θη­κε με τον τόπο μας, όχι τόσο στην ιστο­ρι­κή ή εθνι­κή του διά­στα­ση η οποία χα­ρα­κτη­ρί­ζει την Ελ­λά­δα στην ολό­τη­τά της αλλά πε­ρισ­σό­τε­ρο πο­λι­τι­σμι­κά, καθώς ιδιαί­τε­ρα το πο­λι­τι­στι­κό στοι­χείο είναι εκεί­νο που «γεννά μορ­φές».
Για τον Πι­κιώ­νη η Ελ­λά­δα με την πο­λι­τι­σμι­κή διά­στα­ση, δεν ήταν «τόπος», αλλά «τόποι» από τους οποί­ους αντλού­σε έμπνευ­ση για το έργο του. Δια­φο­ρε­τι­κά έχτι­ζαν στον Βορρά από ότι στο Νότο, δια­φο­ρε­τι­κά έχτι­ζαν στην Στε­ριά από ότι στα νησιά.
Τα υλικά των κα­τα­σκευών και οι ιδιαί­τε­ρες συν­θή­κες κάθε πε­ριο­χής κα­θό­ρι­ζαν και τους δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους οι­κο­δό­μη­σης κα­τοι­κιών κλπ. Υπήρ­χαν επί­σης και άλλες πο­λι­τι­σμι­κές δια­φο­ρές που όλες μαζί συ­νέ­θε­ταν ένα πο­λύ­χρω­μο μω­σαϊ­κό. Αυτό ακρι­βώς το μω­σαϊ­κό πε­ριέ­γρα­φε στο έργο του ο Πι­κιώ­νης με με­γά­λη κα­θα­ρό­τη­τα.
Το εν­δια­φέ­ρον του για την λαϊκή τέχνη ήταν αδιά­πτω­το. Αλλά έχει ση­μα­σία να το­νί­σου­με ότι το εν­δια­φέ­ρον του Πι­κιώ­νη δεν ήταν φολ­κλο­ρι­κό. Δεν υπέ­τασ­σε την σκέψη και τον κα­νό­να του αρ­χι­τέ­κτο­να στην όποια λαϊκή τέχνη. Υπο­στή­ρι­ζε ότι η λαϊκή τέχνη είναι στην αρχή ενός δρό­μου που πρέ­πει να ακο­λου­θή­σει ο αρ­χι­τέ­κτο­νας. Ο δρό­μος αυτός ξε­κι­νά, ή πρέ­πει να ξε­κι­νά από την υπο­χρε­ω­τι­κή σύν­δε­ση του κτι­ρί­ου με ανα­φο­ρές στην ποι­η­τι­κή της τέ­χνης και της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής του συ­γκε­κρι­μέ­νου τόπου στον οποίο χτί­ζε­ται αυτό.
Στην ουσία ο Πι­κιώ­νης προ­εί­δε το κενό που θα δη­μιουρ­γού­σε η μο­ντέρ­να αρ­χι­τε­κτο­νι­κή η οποία υπο­τάσ­σο­ντας τα πάντα στην λει­τουρ­γι­κό­τη­τα των κτι­ρί­ων, τε­λι­κά οδη­γή­θη­κε σε αυτό το κενό, δη­μιουρ­γώ­ντας κτί­ρια ξένα προς οποια­δή­πο­τε πνευ­μα­τι­κό­τη­τα του κάθε φορά συ­γκε­κρι­μέ­νου τόπου.
Το 1934 ο Δη­μή­τρης Πι­κιώ­νης κάνει τα σχέ­δια για τον τάφο του ποι­η­τή Λά­μπρου Πορ­φύ­ρα, το 1936 σχε­διά­ζει πο­λυ­κα­τοι­κία επί της οδού Χέ­ϋ­δεν με κά­το­ψη του αρ­χι­τέ­κτο­να Μη­τσά­κη, ενώ από το 1935 ως το 1937 μαζί με τον Χα­τζη­κυ­ριά­κο-Γκί­κα εκ­δί­δει το πε­ριο­δι­κό «Τρίτο Μάτι».
Το 1943 εκλέ­γε­ται τα­κτι­κός κα­θη­γη­τής του ΕΜΠ. Το 1946-47 ερ­γά­ζε­ται στο υπουρ­γείο Ανοι­κο­δό­μη­σης επι­κε­φα­λής ομά­δας αρ­χι­τε­κτό­νων για την εκ­πό­νη­ση σχε­δί­ων προ­τύ­πων λαϊ­κών πο­λυ­κα­τοι­κιών στον Πει­ραιά και την Λαμία.
Επί­σης με­τα­βαί­νει στην Ρόδο για με­λέ­τη των πλα­στι­κών προ­βλη­μά­των της Δω­δε­κα­νή­σου ενό­ψει της μελ­λο­ντι­κής ανοι­κο­δό­μη­σης της.
Το 1948 εκ­δί­δει με τον τίτλο «Πι­να­κο­θή­κη της Τέ­χνης του Ελ­λη­νι­κού Λαού» και με εντο­λή του Συλ­λό­γου «Ελ­λη­νι­κή Λαϊκή Τέχνη» τα «Αρ­χο­ντι­κά της Κα­στο­ριάς» και τα «Σπί­τια της Ζα­γο­ράς» που βρα­βεύ­τη­καν από την Ακα­δη­μία Αθη­νών.
Το 1958 απο­σύ­ρε­ται από το ΕΜΠ μετά από 35ετή θη­τεία. Το 1961 εκλέ­γε­ται αντε­πι­στέλ­λον μέλος της Ακα­δη­μί­ας Καλών Τε­χνών του Μο­νά­χου, το 1966 εκλέ­γε­ται τα­κτι­κό μέλος της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών.
Ο Έλ­λη­νας Δη­μιουρ­γός, Δη­μή­τρης Πι­κιώ­νης “έφυγε” στις 28 Αυ­γού­στου 1968 στην Αθήνα.
Υπε­ρα­σπι­ζό­με­νος την μνήμη της πε­τραί­ας γής μας, το από­σταγ­μα της οποί­ας μας ενώ­νει με τους λαούς όλου του κό­σμου ο Δη­μή­τρης Πι­κιώ­νης μας δί­δα­ξε να ανα­ζη­τού­με το μέτρο και την αρ­μο­νία στην οι­κο­δό­μη­ση σε όσα η φύση γύρω μας επι­τάσ­σει. Βαθιά ελ­λη­νι­κός και ταυ­τό­χρο­να πα­γκό­σμιος, ο Πι­κιώ­νης άφησε έργο και ταυ­τό­χρο­να πα­ρό­τρυ­νε στην δη­μιουρ­γία έργου πλή­ρους ιστο­ρι­κής μνή­μης, έργου που δεν απο­ξε­νώ­νει τους αν­θρώ­πους.
Συ­ζη­τώ­ντας για τον Πι­κιώ­νη με ένα φίλο πο­λι­τι­κό μη­χα­νι­κό, μου είπε: “Η πα­ρα­κα­τα­θή­κη του Πι­κιώ­νη είναι ότι ο αρ­χι­τέ­κτο­νας είναι ο πρω­το­μά­στο­ρας, ο αρ­χιερ­γά­της, δεν μπο­ρεί να είναι στο γρα­φείο με ένα χά­ρα­κα κι ένα χαρτί. Πρέ­πει να είναι εκεί, να σκα­λί­ζει το χώμα, να αγ­γί­ζει τις πέ­τρες, να μυ­ρί­ζει τα φυτά, να βλέ­πει το παι­χνί­δι της σκιάς και του φωτός. Αυτά είναι ο Πι­κιώ­νης”.
Ολο­κλη­ρώ­νο­ντας το σύ­ντο­μο αυτό ση­μεί­ω­μα για τον με­γά­λο δη­μιουρ­γό θα πα­ρα­θέ­σου­με λόγια του Γιάν­νη Τσα­ρού­χη για τον Πι­κιώ­νη. «Ένα βράδυ στο Σύ­νταγ­μα, μου εξή­γη­σε, τι ωραία που ήταν τα νε­ο­κλα­σι­κά σπί­τια τα βρά­δυα με το λίγο φω­τι­σμό, κι έλεγε πως ο πα­λιω­μέ­νος σοβάς είναι σαν δέρμα αν­θρώ­πι­νο» έγρα­ψε ο Γιάν­νης Τσα­ρού­χης, προ­σθέ­το­ντας στο ση­μεί­ω­μά του ότι “το πα­ρά­δειγ­μά του πέρα από τις μορ­φές που δη­μιούρ­γη­σε, ήταν το πα­ρά­δειγ­μα ενός θάρ­ρους χωρίς το οποίο δεν γί­νε­ται τί­πο­τα. (…) Πολ­λοί νέοι τον έβρι­σκαν ζω­γρά­φο. Αυτό ήταν μοι­ραίο, όταν πα­ρου­σιά­στη­κε πε­νή­ντα χρό­νια του­λά­χι­στον πριν την ωρί­μαν­ση των ιδεών του. Ήταν ο δά­σκα­λος όλων όσοι ήθε­λαν να κά­νουν κάτι αυ­θε­ντι­κό. Υπήρ­χε όμως και ο σα­χλός μα­θη­τής που δεν κα­τα­λά­βαι­νε και άναβε αναι­δώς το τσι­γά­ρο του την ώρα που ο δά­σκα­λος μι­λού­σε. Πολ­λές από τις ιδέες του επι­κρά­τη­σαν και γί­νη­καν ωραία πράγ­μα­τα, αλλά δεν έδωσε συ­ντα­γές.
Προ­σπά­θη­σε να κάνει τον Έλ­λη­να ελεύ­θε­ρο και πε­ρι­φρο­νη­τή των σα­χλών κα­θη­κό­ντων του. Τα σχέ­διά του και οι ζω­γρα­φι­κές του δεί­χνουν ποιος με­γά­λος άν­θρω­πος έζησε μαζί τους.
Συχνά ήταν υπερ­βο­λι­κός, αλλά υπερ­βο­λι­κά ήταν και τα λάθη των αν­θρώ­πων της ει­δι­κό­τη­τάς του””.

Πηγή: Δη­μό­σια σε­λί­δα ΑΠΕ / Γιώρ­γος Μη­λιώ­νης
Εν­δει­κτι­κή βι­βλιο­γρα­φία
Δ. Πι­κιώ­νη: Κεί­με­να (Πρό­λο­γος: Ζή­σι­μος Λο­ρεν­τζά­τος, Επι­μέ­λεια: Αγνή Πι­κιώ­νη-Μι­χά­λης Πα­ρού­σης) – Μορ­φω­τι­κό Ίδρυ­μα Εθνι­κής Τρα­πέ­ζης.
Γιάν­νης Τσα­ρού­χης: Αγα­θόν το Εξο­μο­λο­γεί­σθαι – Εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη.
Έν­θε­το “Επτά Ημέ­ρες” της εφη­με­ρί­δας “Κα­θη­με­ρι­νή” αφιε­ρω­μέ­νο στον Δη­μή­τρη Πι­κιώ­νη της Κυ­ρια­κής 16 Οκτω­βρί­ου 1994.


 https://atexnos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου