Η έναρξη της επανάστασης στη Νότιο Ελλάδα είχε σχεδιαστεί για την 25η Μαρτίου 1821, αλλά για διάφορους λόγους ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποφάσισε να κινηθεί ενωρίτερα στη Μολδοβλαχία. Κατά τον αγωνιστή και λόγιο της Επανάστασης Μιχαήλ Οικονόμου (1798 – 1879), το σχέδιο ήταν ο Αλ. Υψηλάντης να κινηθεί προς την Πελοπόννησο και να βρίσκεται εκεί την 25 Μαρτίου. Έτσι έλαβε υπ’ όψη το χρόνο που χρειαζόταν γι’ αυτή τη μετακίνηση.
Ταυτόχρονα, αποφάσισε να κινηθεί ενωρίτερα διότι είχαν πέσει στα χέρια των Τούρκων έγγραφα με την υπογραφή του, με τα οποία μπορούσε να εκθέσει τον τσάρο της Ρωσίας και να προκαλέσει την οργή του. Επίσης μπορούσε να συλληφθεί μετά από αίτημα της Πύλης, (όπως ο Ρήγας και άλλοι) αφού υπήρχε αμοιβαία συμφωνία των δύο κυβερνήσεων για παράδοση των καταζητούμενων. Κατά τον επίσης σύγχρονο της Επανάστασης ιστορικό Ηλία Φωτεινό, στην πρόωρη κίνηση του Υψηλάντη συνέβαλε και ο θάνατος
του ηγεμόνα Αλεξάνδρου Σούτσου.
Το γενικό σχέδιο των Φιλικών για την εξέγερση στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ξεκινώντας να διαμορφώσουν τους επαναστατικούς σχεδιασμούς τους για την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, οι Φιλικοί στόχευαν σε μια πανβαλκανική εξέγερση των λαών της χερσονήσου κατά της Οθωμανικής Αρχής, σύμφωνα με την ιδέα που πρώτος είχε συλλάβει ο Ρήγας Φεραίος. Συμπαραστάτης στα σχέδιά τους ήταν ο Ρουμάνος ηγέτης των πανδούρων (χωρικών) Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, με τον οποίο μάλιστα είχαν υπογράψει και σύμφωνο[3]. Παρόμοια έγγραφα υπογράφτηκαν και με τους ηγέτες των Σέρβων και Βουλγάρων εθνικιστών, όπως και με τους Αλβανούς (κύρια Αρβανίτες που υπηρετούσαν στη φρουρά των Ηγεμονιών).
Ωστόσο, τα πιο συντηρητικά και αντιδραστικά μέλη της Εταιρείας δεν έβλεπαν με ευνοϊκή διάθεση τη μετατροπή του ελληνικού χώρου σε πεδίο μιας γενικευμένης σύρραξης και για το λόγο αυτό πίεζαν στην κατεύθυνση του να υπάρξει μια περιορισμένη εξέγερση, δεδομένου ότι τα πιο μάχιμα τμήματα της τουρκικής στρατιωτικής δύναμης της Μοριά ήταν απασχολημένα με την εκστρατεία εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Επιπρόσθετα, διάφορες ταξικές αντιθέσεις αλλά και η αθέτηση των αρχικών συμφωνιών μεταξύ των συμμάχων υποδούλων ηγεσιών, οδήγησαν σε μια μεταβολή του αρχικού προγραμματισμού.
Ο Υψηλάντης, αποφασισμένος να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία που του παρείχε η ευμενής ουδετερότητα την οποία τήρησαν οι Ρώσικες συνοριακές φρουρές[4], άλλαξε τον αρχικό προσανατολισμό του και αποφάσισε οριστικά να αρχίσει την επανάσταση από τις Παραδουνάβιες επαρχίες και όχι από την Πελοπόννησο. Σε αυτό συνέτειναν οι πληροφορίες που είχε για γνωστοποίηση των σχεδίων του στην Υψηλή Πύλη μέσω Άγγλων κατασκόπων. Οι ελπίδες των επαναστατών ενισχύονταν από την πεποίθηση ότι τόσο οι Σέρβοι του Μίλος Οβρένοβιτς όσο και οι υπόλοιποι εξεγερμένοι λαοί θα συνένωναν τις δυνάμεις τους και θα βάδιζαν μετά κατά της ΚΠολης [5]. Επιπλέον, οι επαναστάτες είχαν ενισχυθεί με χρήματα, πολεμικό υλικό και εθελοντές μαχητές από το Ρωσικό φιλελληνικό κίνημα, αλλά και τους Δεκεμβριστές[6] Η συνολική δύναμη του Υψηλάντη έφτασε έτσι να αριθμεί περίπου 7.000 στρατιώτες, εκ των οποίων μόνο τα 2/3 ήταν ελληνικής καταγωγής.
Χαρακτήρας της επανάστασης στις Ηγεμονίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τόσο από την ελληνική πλευρά, όσο και τη ρουμανική, οι ηγέτες της εξέγερσης σκόπευαν σε αγαστή στρατιωτική συνεργασία, ενώ η πολιτική επιδίωξή τους ήταν να προκαλέσουν την συμμετοχή στο κίνημα των αγροτικών μαζών, αφού τόσο ο Βλαδιμηρέσκου στο «Μανιφέστο» του «Προς το λαό του Βουκουρέστ και των άλλων πολιτειών και χωριών της Ρουμάνας Τσάρας»[7] (Ρουμάνικη χώρα) όσο και οι αρχικές στοχεύσεις του Υψηλάντη προσανατολίζονταν σε κατάργηση της φεουδαρχίας, απελευθέρωση δουλοπάροικων και στην επίτευξη ενός καθεστώτος ευρείας κοινωνικής πρόνοιας υπέρ των φτωχών και σε βάρος των προνομιούχων γαιοκτημόνων (κοινωνική μεταβολή).
Ωστόσο, ενώ ο Βλαδιμηρέσκου επέμεινε στο στόχο αυτό, ξεσηκώνοντας υπό τις διαταγές του τους Ρουμάνους χωριάτες και καλλιεργητές, ο Υψηλάντης, επηρεασμένος τόσο από τις αρχικές επιτυχίες στο στρατιωτικό πεδίο, όσο και από τις διαμαρτυρίες των συντηρητικών φιλικών αλλά και των ντόπιων διανοούμενων (Φαναριωτών) και μεγαλοϊδιοκτητών (Βογιάρων) οπισθοχώρησε. Αποτέλεσμα αυτής της διάστασης υπήρξε η σύγκρουσή του με τον Βλαδιμηρέσκου, στην οποία συνετέλεσαν και οι μηχανορραφίες πρακτόρων της Αγγλίας και της Αυστρίας.
Έτσι χάθηκε η ευκαιρία μιας συντονισμένης επιθετικής επιχείρησης κατά της Τουρκίας από Έλληνες και Ρουμάνους, δεδομένου ότι ο Βλαδιμηρέσκου ανατράπηκε και συνελήφθη με εντολή του Υψηλάντη από το Γ. Ολύμπιο σε συνεννόηση με Ρουμάνους οπλαρχηγούς, παραπέμφθηκε σε δίκη από έκτακτο στρατοδικείο κατηγορούμενος για προδοσία του κινήματος και αθέτηση των συμφωνιών και τελικά εκτελέστηκε στο Τεργκοβίστε ενώ η εξέγερση βρισκόταν ακόμη σε πλήρη εξέλιξη (27 Μαΐου 1821)[8], τα δε στρατεύματά του, εμπνεόμενα από τους οραματισμούς του για εγκαθίδρυση εθνικού κράτους, με πολιτική οργάνωση, φορογικές ελαφρύνσεις και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, αριθμούσαν ήδη 6.000 πεζούς αλλά και αξιοσημείωτη δύναμη ιππικού (2.500 άνδρες) με τα οποία είχε εισέλθει στο Βουκουρέστι απελευθερώνοντάς το, μια εβδομάδα πριν φτάσει εκεί η ελληνική δύναμη.
Η εξέλιξη των επιχειρήσεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στις 21 Φεβρουαρίου στο Γαλάτσι ο επικεφαλής του Ρωσικού προξενείου Δημήτριος Αργυρόπουλος κήρυξε την Επανάσταση και σε συνεργασία με το Δ. Αρβανιτάκη και το Βασίλειο Καραβία κινήθηκαν κατά της Οθωμανικής φρουράς. Το σώμα των εξεγερμένων αποτελούνταν από Κεφαλλήνες και άλλους Ελλήνες ενόπλους και 30 μισθοφόρους «Αλβανούς»[9] υπό τον καπετάν Βασίλειο Καραβιά, χωροφύλακα της πόλης. Φονεύθηκαν περίπου 80 εξέχοντες οθωμανοί και 17 συνελήφθησαν, ενώ αιχμαλωτίστηκαν και 11 οθωμανικά πλοία.[10]
Στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 ο Υψηλάντης επικεφαλής των επαναστατικών δυνάμεων πέρασε τον ποταμό Προύθο και αποβιβάστηκε στα υπό κατάληψη εδάφη, κηρύσσοντας την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Με προκήρυξή του που τιτλοφόρησε «Μάχου υπέρ Πίστεως και Ελπίδος», την οποία εξέδωσε δυο μέρες αργότερα (24 Φεβρουαρίου) στο Ιάσιο, απευθύνθηκε έμμεσα στις ευρωπαϊκές αυλές ταυτόχρονα με την προσπάθειά του να εξυψώσει το ηθικό όλων των υποδούλων Ελλήνων, αφού έκανε λόγο για μια κραταιά δύναμη (υπονοώντας την τσαρική Ρωσία) η οποία σύντομα θα τασόταν στο πλευρό των εξεγερμένων.
Άλλη προκήρυξη απηύθυνε ο Υψηλάντης «Προς το έθνος της Μολδοβλαχίας» με ημερομηνία 23-2-1821.[11] Ο Υψηλάντης απευθυνόταν σε όλους τους χριστιανούς υποτελείς κατοίκους των ηγεμονιών και όχι μόνο στους ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς, ελπίζοντας να προκαλέσει γενική εξέγερση εναντίον των Οθωμανών, σύμφωνα με τα κελεύσματα του Ρήγα Φεραίου. Επί τόπου μαζί με τους άνδρες τους έσπευσαν δυο ικανοί οπλαρχηγοί που ήδη δρούσαν στην περιοχή, ο Ιωάννης Φαρμάκης και ο Γεωργάκης Ολύμπιος.
Οι Έλληνες, παρασυρμένοι από το πάθος και την επιθυμία τους για απελευθέρωση, εκτράπηκαν σε υπερβασίες και σε αρκετές περιπτώσεις πρόεβησαν σε βιαιοπραγίες κατά ντόπιων μουσουλμάνων προύχοντων και εμπόρων (σημειώθηκαν μάλιστα και μερικές δολοφονίες), με αποτέλεσμα οι κάτοικοι των ηγεμονιών να τρομοκρατηθούν και τελικά να μη συμμετάσχουν μαζικά στην εξέγερση. Ο Υψηλάντης δεν κατόρθωσε να στρατολογήσει περισσότερους από 2.000 εθελοντές.
Ακολούθησαν έρανοι μεταξύ των κατοίκων, από τους οποίους συγκεντρώθηκε ένα χρηματικό ποσό της τάξης του ενός εκατομμυρίου γροσιών, ενώ συγκροτήθηκε επίσημα (με λάβαρα, σημαία κλπ) ο Ιερός Λόχος, ένα επίλεκτο στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελούσαν περίπου 500 νεαροί Έλληνες φοιτητές που σπούδαζαν κυρίως στην Ευρώπη. Αρχηγός του ορίσθηκε ο Νικόλαος Υψηλάντης, ένας εκ των αδελφών του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Μάλιστα, ο επίσκοπος Λιτίτσης Σωφρόνιος που ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας (η επισκοπή Λιτίτσης είχε έδρα το Ορτάκιοϊ Βόρειας Θράκης), συγκρότησε επαναστατικό σώμα από Ορτακινούς και Μανδριτσιώτες, δηλαδή Έλληνες κατοίκους του Ορτάκιοϊ και της Μανδρίτσας, οι οποίοι αφού διέσχισαν την τότε τουρκοκρατούμενη Βουλγαρία, ενώθηκαν με τα στρατεύματα του Αλέξανδρου Υψηλάντη.[12]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου