Είχα την τύχη και την ατυχία να έχω μεγάλο πατέρα. Μας χώριζαν 58 χρόνια. Ατυχία, γιατί δεν ήταν ότι πιο ευχάριστο να με ρωτάνε τα άλλα παιδιά στην παιδική χαρά αν ήμουν εκεί με τον παπού μου. Ατυχία, αφού πέθανε όταν καλά καλά δεν είχε πήξει το μυαλό μου. Προσγειώθηκα απότομα μπροστά σε ένα τραπεζίτη που μου ζητούσε να υπογράψω στη θέση του πατέρα μου. Τύχη όμως γιατί άρχισε έγκαιρα η μύησή μου στην πραγματική ζωή.Βέβαια μερικές φορές η απόσταση δημιουργούσε απλώς ευτράπελες καταστάσεις, όπως τότε που ακούγοντας τον αδελφό μου να προσφωνεί ένα φίλο του χρησιμοποιώντας την γνωστή λέξη που υποδηλώνει τον αυτοϊκανοποιούμενο σεξουαλικά, ο πατέρας ρώτησε την μητέρα μας “Γιατί τον υβρίζει;” Για να ακολουθήσει η επεξήγηση ότι οι νέοι συχνά μιλάνε μεταξύ τους έτσι. “ Α μάλιστα” είπε εκείνος και συνέχισε το φαγητό του.
Μου πήρε χρόνια να καταλάβω την τύχη που αναφέρω παραπάνω. Πέρα απο τα προφανή που αφορούν την κληρονομιά και τη συνακόλουθη δυνατότητα να προχωρήσω χωρίς τις πρακτικές δυσκολίες που πολλοί φίλοι μου αντιμετώπιζαν στο ξεκινημα της ζωής τους, η πρώιμη ευθύνη έφερε τη σύνεση και φυσικά την επίγνωση ότι στη ζωή τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Περνώντας όμως τα χρόνια και ευρισκόμενος σήμερα στην ηλικία που εκείνος με κρατούσε αγκαλιά σε μια απο τις ελάχιστες φωτογραφίες που έχω, αναθυμούμαι άλλες φευγαλέες παρακαταθήκες που μου άφησε.
Σήμερα θα μιλήσω για την πατρίδα του πατέρα μου.
Γεννήθηκε στις Οιννούσες τα τέλη του προπροηγούμενου αιώνα, το 1897 σαν Οθωμανός υπήκοος. Στις λιγοστές του αφηγήσεις μου μιλουσε για τον Τούρκο πασά που πειράζοντας τον του έλεγε “θα έλθω να σου πάρω τον μικρό αδελφό”. Κι αυτός μικρο παιδάκι έτρεχε στην καπετάνισσα μητέρα του να την ενημερώσει για τον κίνδυνο. Τον πείραζε ο πασάς, μισογελούσε κι ο πατέρας μου όταν μεγάλος πια θυμόταν τα παιδικά του χρόνια στην τουρκοκρατούμενη Αιγνούσα (σ.σ Οιννούσες).
Εκτός όμως απο το φλεγματικό του γελάκι, δεν θα ξεχάσω ποτέ την συγκίνησή του όταν έβλεπε το Αβέρωφ να μπαίνει στο λιμάνι της Χίου. Μαθητής αυτός στο Γυμνάσιο του Κοραή έμενε αναγκαστικά στη Χίο κι έτσι έζησε την είσοδο του θωρηκτού στο λιμάνι του νησιού και τον κόσμο να ζητωκραυγάζει.
Ενδιαφέρον όμως έχει πως έγινε η αφήγηση αυτή από τον εξαιρετικά λιγομίλητο πατέρα μου.
Είχε μόλις πέσει η Χούντα. Ο πατέρας μου με φλεγματική διάθεση παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Εγώ αυθάδης νεανίας και αριστερών πεποιθήσεων, αν είναι δυνατόν να μιλάμε για πεποιθήσεις στις ηλικίες αυτές, σκέφτηκα να του “κολλήσω” με αφορμή μια έκτακτη εισφορά είχε επιβάλει η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στα υψηλά εισοδήματα λόγω των ειδικών καταστάσεων. Η αλήθεια είναι ότι το έκανα πολύ ήπια ρωτώντας τον όμως με υφάκι ‘Τι λές τώρα που σας βάλανε φορολογία;” Προφανώς θεωρούσα ότι ο πατέρας μου ήταν μόνο κεφαλαιοκράτης και με την ερώτησή μου αυτή ήθελα να επιβεβαιώσω ότι όλοι οι καπιταλιστές βάζουν πάνω απο όλα την τσέπη τους. Φυσικά απο την τσέπη του γέρου πατέρα μου ζούσα κι εγώ, αλλά αυτά δεν τα σκεφτόμασταν τότε.
Κι ό πατέρας μου αντί να αμυνθεί ιδεολογικά, αντί να αντιπαρατεθεί μαζί μου, αντί να με επιπλήξει, αντί να κάνει ότι κάθε επιχειρηματίας με ταξική συνείδηση, που λέγαμε τότε, σταματάει με κοιτάζει κατάματα και με φωνή τρεμάμενη μου λέει :
“Για την Πατρίδα παιδί μου, για την πατρίδα ...”
και ενώ τα δάκρυζε συνέχισε
“Θυμάμαι τον Κουντουριώτη να μπαίνει με το Αβέρωφ... και εμείς να γινόμαστε πάλι Έλληνες υπήκοοι ... θυμάμαι τη χαρά μας...”
Σκουπίζοντας τα δάκρυά της συγκίνησης χωρίς άλλη κουβέντα πήγε στο το γραφείο του, όπου συνήθως διάβαζε τα Ναυτικά Χρονικά, τα Χημικά Χρονικά και την Εστία λύνοντας πάντα το δύσκολο σταυρόλεξο και μετα διάβαζε τα βιβλία του. Αυτός στον κόσμο του κι εμείς στο δικό μας προσπαθώντας πάντα να αλλάξουμε τον δικό του.
Εγώ έμεινα εκεί αμήχανος να προσπαθώ να καταλάβω τι έκρυβαν εκείνα τα δάκρυα.
Μου πήρε χρόνια να τα καταλάβω. Ήρθαν και σε μένα σαν οφειλή και απάντηση σήμερα το πρωί που έβλεπα στην τηλεόραση το υπερήφανο θωρηκτό να αποπλέει για το ναυπηγείο.
Ταξίδι είναι η πατρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου