γράφει ο Μανώλης Βολουδάκης
Στις μέρες μας βιώνουμε καταστάσεις και γεγονότα, που είναι αυτούσια με αυτά της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Δυστυχώς η έλλειψη μελέτης της Ιστορίας, μας οδηγεί στην επανάληψη των ιδίων λαθών και από ό,τι φαίνεται και στο ίδιο αποτέλεσμα, που θα είναι η ολοκληρωτική άλωση της Ελλάδος από τους δυτικούς.
Με αφορμή αυτή την ιστορική τραγωδία η αγαπημένη μου συγγραφεύς, Νινέττα Βολουδάκη, έγραψε ένα υπέροχο άρθρο, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ενοριακή Ευλογία» του Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Πευκακίων Αθηνών και το αναδημοσιεύω αυτούσιο, προσυπογράφοντας και επικροτώντας το κείμενό του από την αρχή μέχρι το τέλος.
Στις μέρες μας βιώνουμε καταστάσεις και γεγονότα, που είναι αυτούσια με αυτά της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Δυστυχώς η έλλειψη μελέτης της Ιστορίας, μας οδηγεί στην επανάληψη των ιδίων λαθών και από ό,τι φαίνεται και στο ίδιο αποτέλεσμα, που θα είναι η ολοκληρωτική άλωση της Ελλάδος από τους δυτικούς.
Με αφορμή αυτή την ιστορική τραγωδία η αγαπημένη μου συγγραφεύς, Νινέττα Βολουδάκη, έγραψε ένα υπέροχο άρθρο, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ενοριακή Ευλογία» του Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Πευκακίων Αθηνών και το αναδημοσιεύω αυτούσιο, προσυπογράφοντας και επικροτώντας το κείμενό του από την αρχή μέχρι το τέλος.
Στις
29 του μηνός Μαΐου, θα έχουν περάσει 563 χρόνια από τη μέρα που σήμανε
το τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και, επειδή η ύπαρξή της
ταυτίστηκε με την ύπαρξη της Πόλης του Κωνσταντίνου, στις 11 του ίδιου
μηνός, θα έχουν περάσει 1686 χρόνια από τη μέρα που «γεννήθηκε», αν
θεωρήσουμε σαν «γέννησή» της τη μέρα των εγκαινίων της και όχι τη μέρα
που ο... ιδρυτής της αποφάσισε να βγάλει από τη λήθη της την παλιά
ξεχασμένη αποικία των Μεγαρέων, που ονομαζόταν Βυζάντιο.
Από την πρώτη πόλη δεν είχε απομείνει τίποτα άλλο εκτός από τα ερείπια της ακρόπολής της, πάνω σ’ ένα λόφο, το βλέμμα του ιδρυτή της όμως προσπέρασε τα ερείπια και τον ένα λόφο, προσπέρασε το παρελθόν και την παρακμή του. Το βλέμμα του ιδρυτή της, είδε! Είδε τους επτά λόφους που του θύμισαν τη Ρώμη, είδε πέρα και πάνω από το χρόνο, τους λαούς που θα διάβαιναν από αυτό το σταυροδρόμι της Ανατολής προς τη Δύση και της Δύσης προς την Ανατολή, είδε την ομορφιά και τον πλούτο ενός τόπου που είχε όλες τις προϋποθέσεις να γίνει ο παράδεισος πάνω στη γη. Και έτσι, έκτισε την Πόλη του και την ονόμασε Νέα Ρώμη, γιατί την έχτισε να γίνει πιο όμορφη, πιο πλούσια, πιο ένδοξη, αλλά, κυρίως, πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη, πιο ενάρετη από την παλαιά.
Ο ιδρυτής της ήταν ένας άνθρωπος μεγάλος που, σαν όλους τους μεγάλους ανθρώπους, δεν είχε ανάγκη να προβάλλει τον εαυτό του. Είχε ζήσει και την καταφρόνια των ανθρώπων και το μίσος τους και το ψέμμα τους και την προδοσία τους, γι’ αυτό και η δόξα τους δεν του έλεγε και πολλά. Δεν έδωσε το όνομά του στη νέα πόλη, όπως συνήθιζαν να κάνουν άλλοι, που θεωρούσαν τον εαυτό τους σπουδαίο και έσπερναν πόλεις με το όνομά τους από όπου περνούσαν.
Επειδή όμως το δικό του πέρασμα τράνταζε τη γη και το δικό του φως δεν ήταν δυνατόν να κρυφτεί, οι άνθρωποι έδωσαν στην πόλη του το όνομά του, που δεν το έδωσε ο ίδιος. Και έτσι, το Βυζάντιο και η Νέα Ρώμη ονομάστηκε η πόλη του Κωνσταντίνου, η Κωνσταντινούπολη. Και με τα χρόνια πήρε πολλά ονόματα, η Βασιλεύουσα, η Επτάλοφη, η Πόλη και έγινε μεγάλη και ένδοξη, το αντικείμενο του πόθου, του φθόνου και της αγάπης πολλών, ακριβώς σαν τον ιδρυτή της.
Με κάποιο μυστηριακό τρόπο, ο αυτοκράτορας που έφερε την άνοιξη στη χειμωνιάτικη ζωή της ειδωλολατρικής παρακμής, «έδεσε» την πόλη του με τον ωραιότερο μήνα της άνοιξης και με το όνομά του. Στις 11 του Μαΐου έγιναν τα εγκαίνιά της. Στις 22 του Μαΐου άφησε αυτόν τον κόσμο ο ιδρυτή της και πήγε να συναντήσει το δικό του Βασιλέα και Κύριο και πήρε τη θέση του στη Βασιλεία που δεν θα γνωρίσει ποτέ τέλος και παρακμή. Και στις 29 Μαΐου, ένας άλλος Κωνσταντίνος, ο τελευταίος, έπεσε μαζί με την πόλη του, που δεν κατάφερε μεν να τη σώσει, αλλά που δεν την πρόδωσε και δεν την παρέδωσε. Του την πήραν από τα χέρια του, όταν αυτά δεν είχαν πια άλλη ζωή για να την υπερασπιστούν.
Ο μεγάλος άνθρωπος που διέκρινε την ανάγκη να χωρίσει τον κόσμο σε Δύση και Ανατολή, δεν το έκανε τυχαία. Είχε γνωρίσει πολύ καλά και τους δύο κόσμους. Είχε ζήσει τη νεότητά του στη Δύση και πρωτο-πήρε την ηγεμονία του από τη Δύση, από τα Βρετανικά νησιά. Δεν την αγάπησε όμως ποτέ τη Δύση. Δεν αγάπησε τη Ρώμη, αλλά και η Ρώμη δεν τον αγάπησε. Ούτε η Δύση τον αγάπησε, αλλά τον δυσφήμισε –και εξακολουθεί να τον δυσφημεί.
Η Δύση δεν αγάπησε ούτε την πόλη του. Την ένοιωθε τόσο ξένη, όσο ξένο ένοιωθε και τον ιδρυτή της, την πολέμησε, την εκμεταλλεύτηκε όσο περισσότερο μπόρεσε, την έφθειρε και, τελικά, έμεινε να παρακολουθεί το θάνατό της με παγερή αταραξία. Και μετά, έμεινε μόνη και ελεύθερη, χωρίς αντίπαλο και αντίζηλο και γιόρτασε τη δική της «αναγέννηση».
Τι άλλο είναι η Αναγέννηση, από το θρίαμβο της Παλαιάς Ρώμης που, επιτέλους, αφάνισε την αντίπαλη και αντίζηλη Νέα Ρώμη, προκειμένου να συνεχίσει τη γραμμή και τη νοοτροπία της παλιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας;
Πώς κατέκτησε την τότε οικουμένη η παλαιά Ρώμη; Με την υπεροπλία και τη τεχνολογία της και την κουλτούρα του ελληνικού πολιτισμού που τον προσάρμοσαν στο δικό τους τρόπο ζωής.
Πώς κατέκτησε τον κόσμο η Δύση, μετά το 1453; Με τη στρατιωτική δύναμη και τη φιλοσοφική και τεχνολογική Γνώση που πήρε από τον πολιτισμό της νεκρής ανατολικής αυτοκρατορίας.
Πόσα χρόνια ζωής έχει ο θρίαμβος της Δύσης; Αν κρίνει κανείς από τα σημεία της παρακμής και από τα αδιέξοδα που κάθε μέρα πληθαίνουν, όχι πολλά.
Αλλά, ο χρόνος που θα έρθει, είναι κρυμμένος από τα μάτια των θνητών και ορατός μόνο από ελάχιστους, που –δυστυχώς– δεν γίνονται πιστευτοί από τους πολλούς. Για να επιβεβαιωθεί και ο αρχαίος σοφιστής όταν έλεγε: «θεοί μέν γάρ μελλόντων άνθρωποι δε γιγνομένων, σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται» και συμπληρώνει ο ποιητής: «….ενώ εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί…»
Από την πρώτη πόλη δεν είχε απομείνει τίποτα άλλο εκτός από τα ερείπια της ακρόπολής της, πάνω σ’ ένα λόφο, το βλέμμα του ιδρυτή της όμως προσπέρασε τα ερείπια και τον ένα λόφο, προσπέρασε το παρελθόν και την παρακμή του. Το βλέμμα του ιδρυτή της, είδε! Είδε τους επτά λόφους που του θύμισαν τη Ρώμη, είδε πέρα και πάνω από το χρόνο, τους λαούς που θα διάβαιναν από αυτό το σταυροδρόμι της Ανατολής προς τη Δύση και της Δύσης προς την Ανατολή, είδε την ομορφιά και τον πλούτο ενός τόπου που είχε όλες τις προϋποθέσεις να γίνει ο παράδεισος πάνω στη γη. Και έτσι, έκτισε την Πόλη του και την ονόμασε Νέα Ρώμη, γιατί την έχτισε να γίνει πιο όμορφη, πιο πλούσια, πιο ένδοξη, αλλά, κυρίως, πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη, πιο ενάρετη από την παλαιά.
Ο ιδρυτής της ήταν ένας άνθρωπος μεγάλος που, σαν όλους τους μεγάλους ανθρώπους, δεν είχε ανάγκη να προβάλλει τον εαυτό του. Είχε ζήσει και την καταφρόνια των ανθρώπων και το μίσος τους και το ψέμμα τους και την προδοσία τους, γι’ αυτό και η δόξα τους δεν του έλεγε και πολλά. Δεν έδωσε το όνομά του στη νέα πόλη, όπως συνήθιζαν να κάνουν άλλοι, που θεωρούσαν τον εαυτό τους σπουδαίο και έσπερναν πόλεις με το όνομά τους από όπου περνούσαν.
Επειδή όμως το δικό του πέρασμα τράνταζε τη γη και το δικό του φως δεν ήταν δυνατόν να κρυφτεί, οι άνθρωποι έδωσαν στην πόλη του το όνομά του, που δεν το έδωσε ο ίδιος. Και έτσι, το Βυζάντιο και η Νέα Ρώμη ονομάστηκε η πόλη του Κωνσταντίνου, η Κωνσταντινούπολη. Και με τα χρόνια πήρε πολλά ονόματα, η Βασιλεύουσα, η Επτάλοφη, η Πόλη και έγινε μεγάλη και ένδοξη, το αντικείμενο του πόθου, του φθόνου και της αγάπης πολλών, ακριβώς σαν τον ιδρυτή της.
Με κάποιο μυστηριακό τρόπο, ο αυτοκράτορας που έφερε την άνοιξη στη χειμωνιάτικη ζωή της ειδωλολατρικής παρακμής, «έδεσε» την πόλη του με τον ωραιότερο μήνα της άνοιξης και με το όνομά του. Στις 11 του Μαΐου έγιναν τα εγκαίνιά της. Στις 22 του Μαΐου άφησε αυτόν τον κόσμο ο ιδρυτή της και πήγε να συναντήσει το δικό του Βασιλέα και Κύριο και πήρε τη θέση του στη Βασιλεία που δεν θα γνωρίσει ποτέ τέλος και παρακμή. Και στις 29 Μαΐου, ένας άλλος Κωνσταντίνος, ο τελευταίος, έπεσε μαζί με την πόλη του, που δεν κατάφερε μεν να τη σώσει, αλλά που δεν την πρόδωσε και δεν την παρέδωσε. Του την πήραν από τα χέρια του, όταν αυτά δεν είχαν πια άλλη ζωή για να την υπερασπιστούν.
Ο μεγάλος άνθρωπος που διέκρινε την ανάγκη να χωρίσει τον κόσμο σε Δύση και Ανατολή, δεν το έκανε τυχαία. Είχε γνωρίσει πολύ καλά και τους δύο κόσμους. Είχε ζήσει τη νεότητά του στη Δύση και πρωτο-πήρε την ηγεμονία του από τη Δύση, από τα Βρετανικά νησιά. Δεν την αγάπησε όμως ποτέ τη Δύση. Δεν αγάπησε τη Ρώμη, αλλά και η Ρώμη δεν τον αγάπησε. Ούτε η Δύση τον αγάπησε, αλλά τον δυσφήμισε –και εξακολουθεί να τον δυσφημεί.
Η Δύση δεν αγάπησε ούτε την πόλη του. Την ένοιωθε τόσο ξένη, όσο ξένο ένοιωθε και τον ιδρυτή της, την πολέμησε, την εκμεταλλεύτηκε όσο περισσότερο μπόρεσε, την έφθειρε και, τελικά, έμεινε να παρακολουθεί το θάνατό της με παγερή αταραξία. Και μετά, έμεινε μόνη και ελεύθερη, χωρίς αντίπαλο και αντίζηλο και γιόρτασε τη δική της «αναγέννηση».
Τι άλλο είναι η Αναγέννηση, από το θρίαμβο της Παλαιάς Ρώμης που, επιτέλους, αφάνισε την αντίπαλη και αντίζηλη Νέα Ρώμη, προκειμένου να συνεχίσει τη γραμμή και τη νοοτροπία της παλιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας;
Πώς κατέκτησε την τότε οικουμένη η παλαιά Ρώμη; Με την υπεροπλία και τη τεχνολογία της και την κουλτούρα του ελληνικού πολιτισμού που τον προσάρμοσαν στο δικό τους τρόπο ζωής.
Πώς κατέκτησε τον κόσμο η Δύση, μετά το 1453; Με τη στρατιωτική δύναμη και τη φιλοσοφική και τεχνολογική Γνώση που πήρε από τον πολιτισμό της νεκρής ανατολικής αυτοκρατορίας.
Πόσα χρόνια ζωής έχει ο θρίαμβος της Δύσης; Αν κρίνει κανείς από τα σημεία της παρακμής και από τα αδιέξοδα που κάθε μέρα πληθαίνουν, όχι πολλά.
Αλλά, ο χρόνος που θα έρθει, είναι κρυμμένος από τα μάτια των θνητών και ορατός μόνο από ελάχιστους, που –δυστυχώς– δεν γίνονται πιστευτοί από τους πολλούς. Για να επιβεβαιωθεί και ο αρχαίος σοφιστής όταν έλεγε: «θεοί μέν γάρ μελλόντων άνθρωποι δε γιγνομένων, σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται» και συμπληρώνει ο ποιητής: «….ενώ εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου