ΟΙ ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΙ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Ένα πρωί πριν
τρία χρόνια,ήταν τις παραμονές των Χριστουγέννων,η κυρα-Πράπω η
Σκαλιώτισσα,μια ψηλή,χοντρή γυναικάρα πενήντα οκτώ χρονών,είχε σηκωθεί
να πάει να κάνει επίσκεψη στη νονά της στα Πατήσια.Είχε σπιτάκια με
μεγάλη αυλή,σε μιαν άκρη της πόλης,οπού έτρεφε γίδες και προβατίνες και
κότες και φραγκόκοτες και περιστέρια.Το γάλα το πουλούσε ογδόντα λεπτά
την οκά,με το δικό της το μετρίδι.Τα περιστέρια,μόνο σε έκτακτες
περιστάσεις,χωρίς ορισμένο τιμολόγιο,αν της είχε πνίξει κανένα η γάτα ή
αν έβρισκε πελάτες Γάλλους ή Ιταλούς του θεάτρου.Τα αυγά,προς 15 λεπτά
το ένα,τη Σαρακοστή.Αυτή,αν τραβούσε η όρεξή της να φάει αβγά,πράγμα
σπάνιο,θα πήγαινε στην μεγάλη αγορά να τα ψωνίσει.Τα έβρισκε προς μια
δεκάρα τα τρία, σπασμένα,αλλά φρέσκα,και με δοκιμή.Πού να... γελαστεί
αυτή!Εκείνο το πρωί είχε σηκωθεί με την απόφαση να πάει να κάνει
επίσκεψη στη νονά της,που ήταν αρχόντισσα με το σπίτι στα Πατήσια.
Έρχονταν Χριστούγεννα,κι επιθυμούσε να της προσφέρει κατιτί.Τι άλλο από
αβγά,που στο εμπόριό τους είχε ειδικότητα; Ήξερε ότι θα έβρισκε εκεί το
νονό της,το γιο της γριάς,κι αυτός θα είχε το φιλότιμο να της πληρώσει
καλά το δώρο της.Μέτρησε όσα αβγά είχε,και τα βρήκε δεκατέσσερα.«Να τους
τα πάει όλα;Έχουμε και λέμε,14 αβγά,από μία δεκάρα,14 δεκάρες,μια και
σαράντα,κι από μια πεντάρα ακόμα,14 πεντάρες,7 δεκάρες,70 λεπτά.70 και
1,40 (μέτρησε στα δάχτυλα),δύο και δέκα.Τότε θα έχανε μια
δεκάρα.
Γιατί,βέβαια,δε θα της έδινε παραπάνω από δύο δραχμές ο νονός για
το δώρο της.Να τους πάει τα δεκατρία,έχουμε και λέμε,βγάλε τα 15
λεπτά,1,95, θα κέρδιζε μια πεντάρα.Γιατί,όσα και να πήγαινε,πάντα δυο
δραχμές θα της τα πλήρωνε ο νονός της.Ας είναι τα 13.Μα το 13 λένε πως
δεν είναι καλό νούμερο. Να τους πάει τα 12;…Είπαμε πόσα;1,90,τα
δεκατρία;Πόσα είπαμε;2,10 τα δεκατέσσερα…Βγάλε τα 15,μένουν 1,95.Ναι,μια
κι 95.Βγάλε τα 15,κάνουν 1,80 τα δώδεκα.Ας τους πάει τα δώδεκα που
είναι και καλό νούμερο.Δεν θα της δώσει παρακάτω από ένα δίδραχμο ο
νονός της,και ρέστα δεν θα καταδεχτεί να πάρει, και πού να έχει αυτή
ρέστα πάνω της;Ναι,τα δώδεκα θα τους πάει.»Τα τύλιξε σε άσπρη,καθαρή
πετσέτα,και ξεκίνησε πεζή,κούτσα κούτσα,γιατί δεν ήταν και τόσο γερή στα
πόδια,για τα Πατήσια.Είχε υπολογίσει την ώρα που θα έβρισκε εκεί το
νονό της,όταν θα είχε έρθει λίγο πριν από το γραφείο του,αλλά όχι
αμέσως,λίγο αργότερα,μόλις θα τέλειωναν το μεσημεριανό φαγητό,οπόταν θα
τους έβρισκε σε καλή διάθεση.Ποτέ της δε θα έκανε,αυτή,το σφάλμα να
εμφανιστεί την ώρα ακριβώς του φαγητού.
Η κυρα-Πράπω πέτυχε και με το
παραπάνω.Δέχτηκαν τα αβγά (που πρέπει να το πούμε πως ήταν φρέσκα),της
τα πλήρωσε ο νονός της ένα δίδραχμο,με μικρό μορφασμό της νονάς,που όμως
δεν μπόρεσε να μην την καλέσει να καθίσει στο ίδιο τραπέζι της,για να
χορτάσει με τα αποφάγια.Η κυρα-Πράπω δεν ήταν εντελώς νηστική,αλλά είχε
φάει πρωινό στις δέκα.Έπειτα ο αέρας της εξοχής της είχε ανοίξει την
όρεξη.Αφού μίλησε για διάφορα πράγματα, ύστερα,χωρίς αδεξιότητα,ανάμεσα
σε άλλα είπε πως είχε έρθει πεζή,και παραπονέθηκε για τα πόδια
της…κλάφτηκε και για τα γεράματα του συζύγου της,του μπαρμπα-Πράπη,που
δεν ήταν πια ικανός για τίποτα.Ο νονός,που είχε έρθει σε πολύ καλή
διάθεση ύστερα από δύο ποτήρια δυνατό κρασί και από ένα ποτηράκι λικέρ
σαρτρέζ με τον καφέ,έβγαλε και της έδωσε δύο ή τρείς δεκάρες, για να
πληρώσει το λεωφορείο στην επιστροφή.Νέος μορφασμός της νονάς,που
σκεφτόταν πως τα αβγά της βαφτισιμιάς κανείς δεν τα είχε προσκαλέσει να
κάνουν τον κόπο να μεταφέρουν στα Πατήσια το χοντρό της σώμα.Στο τέλος
πήρε το θάρρος να μαζέψει λίγες πεπονόφλουδες,που είχαν μείνει πάνω στο
τραπέζι,για την κατσίκα της,τις τύλιξε στην πετσέτα κι έφυγε.Είχε
ξεκουραστεί πολύ και δεν νόμιζε πως ήταν ανάγκη να ανέβει στο
λεωφορείο.Γύρισε πεζή.Πέρασε από ένα εξοχικό σπιτάκι,όπου κατοικούσε μια
περιβολάρισσα ξαδέρφη της,νυχτώθηκε,και γύρισε στην πόλη κρατώντας ένα
μεγάλο δέμα κάτω από την μασχάλη της.
Είκοσι βήματα πριν φτάσει στο σπίτι
της,την ώρα που είχαν ανάψει το φανάρι του γκαζιού που ήταν εκεί,βλέπει
ένα μικρό παιδάκι μοναχό του,που έκλαιγε.-Τι έχεις, παιδί μου;Το παιδί
ψέλλισε κάτι ζητώντας τη μητέρα στο σπίτι.-Τίνος είσαι, μικρό μου;Το
παιδί δεν ήξερε να πει τίνος ήταν.-Πώς τη λένε τη μάνα σου;-Μαμά.-Και
τον πατέρα σου;-Μπαμπά.Η κυρα-Πράπω ήταν σε αμηχανία.Πήρε το παιδί από
το χέρι και το έφερε ως την πόρτα της μάντρας όπου ήταν το σπίτι
της.Εκεί στάθηκε για λίγα λεπτά,φώναξε με την ψηλή και τραχιά φωνή της
την κόρη της,τη Μαρίνα,να την ξαλαφρώσει,και όταν αυτή ήρθε,της έδωσε το
δέμα με τις φλούδες και τα εξωτερικά φύλλα των φυτών,όσα έφερνε,κι
έπειτα έμεινε διστακτική,να ρωτάει με δυνατή φωνή τις γειτόνισσες,αν
καμιά από αυτές γνώριζε το παιδί.Πολλές το κοίταξαν κάτω από το φως του
γκαζιού,το έψαξαν,το γύρισαν.
Καμιά δεν έτυχε να το γνωρίζει.Κατά
τύχη,όπως συνηθίζεται στα παραμύθια,συνέπεσε να περνώ από εκεί.Άλλωστε
ήμουν γείτονας,και ήταν η ώρα που συνήθως κατέβαινα στην συνοικία.Η
κυρα-Πράπω με είδε και με φώναξε:-Έλα…εσύ που έχεις γουρλίδικο χέρι,μου
λέει.Μου θύμισε αμέσως ότι πριν από λίγους μήνες είχε τύχει να χαθεί ένα
παιδί,κι εκείνο,όπως τώρα,είχε πέσει στα χέρια της,την ίδια βραδινή
ώρα.Ότι εγώ,όταν το είδα να κλαίει στα χέρια της και να ζητάει τη μαμά
του,του έδωσα μια δεκάρα για να μερώσει.Ότι, κατά καλή σύμπτωση,αμέσως
μετά τη δεκάρα,έτυχε να παρουσιαστεί η μητέρα του παιδιού,που το
αναζητούσε ώρες πριν,και να έρθει να το συμμαζέψει.Έσκυψα και κοίταξα το
παιδί.Δεν του έδωσα μια δεκάρα,έκανα κάτι καλύτερο.Το γνώρισα.-Αυτό το
παιδί είναι ο Γιώργος,του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού, είπα.
Ὁ
μαστρο-Δημήτρης ὁ Χωριανὸς ἠγάπα τὰ δύο παιδιά του μὲ τόσον ἔνθερμον
ἀγάπην,ὅσον ὀλίγοι γονεῖς εἰς τὸν κόσμον.Τόσον,ὥστε ὁ ἴδιος τοὺς ἔκαμνε
τὴν μητέρα,καὶ τοῦτο ὄχι δι᾽ ἔλλειψιν μητρός,ὁπότε τὸ πρᾶγμα θὰ ἦτο
εὐεξήγητον,ἀλλὰ διότι ἡ μήτηρ τοὺς ἔκαμνε…τὸν ἄγγελον τῆς
ἑστίας.Φαντάζομαι μέλαθρον,χριστιανικὴν οἰκίαν ἑλληνικὴν ζωγραφισμένην
μὲ τὰς δύο κλίσεις τῆς στέγης,ὡς δύο πτέρυγας ἀγγέλου-γυναικὸς
τανυομένας ἐπάνω τῆς ἑστίας.Τοιαύτη μήτηρ ἦτο ἡ Γιακουμίνα,ἡ φαμίλια τοῦ
μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ.Ἦτο μία χαρὰ νὰ βλέπῃ τις τὸν
μαστρο-Δημήτρην νὰ κρατῇ εἰς τὴν ἀγκάλην τὸν τριετῆ υἱόν του,καὶ νὰ σύρῃ
ἀπὸ τὴν χεῖρα τὸ πενταετὲς θυγάτριον,νὰ ὁδηγῇ τὰ δύο παιδιὰ εἰς τὸ
πλησίον μικρὸν μπακάλικον,τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευε καὶ ὡς ζαχαροπωλεῖον διὰ
τὴν γειτονιάν,διὰ νὰ τοὺς ἀγοράσῃ λιαλιὰ-κοκκὰ νὰ τὰ φιλεύσῃ.Τὰ δύο
παιδιὰ ἤστραπτον ἀπὸ καθαριότητα,καὶ ἦσαν ὡραῖα καὶ καλοθρεμμένα.Ὅλα τὰ
ἀποτελέσματα ταῦτα ἦσαν ἔργον τοῦ ἀγγέλου τῆς ἑστίας,καὶ ἦσαν προϊὸν τῶν
κόπων καὶ τῶν μισθῶν τοῦ μαστρο-Δημήτρη,ὅστις ἦτο ἀσπριστὴς ἢ
χρωματιστὴς τὴν τέχνην, καὶ πρᾶγμα σπάνιον,εἶχε κατορθώσει μόνον μὲ τὴν
φιλοπονίαν καὶ τὰ ἡμεροδούλια του νὰ κτίσῃ καὶ ν᾽ ἀποκτήσῃ (ἦτο καὶ
ὀλίγον κτίστης) ἕνα μικρὸν σπιτάκι,κάτω εἰς τὴν ἐσχατιὰν τῆς
πόλεως,ἐκεῖθεν τοῦ Μεταξουργείου.
Καὶ ἡ φαμίλια του στὸ σπίτι ἔπλυνε,κ᾽
ἐσφουγγάριζε, κ᾽ ἔρραπτε,κ᾽ ἐμβάλωνε,κ᾽ ἐζύμωνε,κ᾽ ἐμαγείρευε,καὶ ἦτο
ὅλη χάρις καὶ χαρὰ τῆς ἑστίας.Ποτὲ δὲν εἶδαν οἱ γείτονες τόσον
καμαρωμένον ἀνδρόγυνον.Φαντασθῆτε,ἡ Γιακουμίνα,ὁμοία μὲ χελιδόνα
μητέρα,νὰ στρώνῃ,νὰ συγυρίζῃ,νὰ ἑτοιμάζῃ τὴν φωλεάν,καὶ ὁ πατὴρ ὅμοιος
μὲ πελαργόν,φέροντα τὰ χελιδονάκια τῆς ἀνοίξεως,νὰ φέρῃ,νὰ βαστάζῃ καὶ
νὰ κουβαλῇ τὰ δύο παιδιά,τὰ ὁποῖα ὠνόμαζε συνήθως ψέματα, ἤξευρεν αὐτὸς
διατί.Διότι,πρὶν ἀποκτήσῃ τὰ δύο ταῦτα παιδιά,ἦτο «χαροκαμένος».Τοῦ
εἶχαν ἀποθάνει ἄλλα δύο.Τὸν Γιῶργο τὸν ὠνόμαζεν ἕνα ψέμα,διότι ἦτο
μικρὸς καὶ τρυφερός.Καὶ τὴν Παρασκευὴν τὴν ὠνόμαζε ψευτρού,ἴσως διότι
ἀνῆκεν εἰς τὸ φῦλον τὸ πλέον ψεύτικον.
Τὰ ἠγάπα πράγματι ὁλοψύχως,τὰ
ἠγάπα πολύ-ὄχι ὅμως περισσότερον παρ᾽ ὅσον ἠγάπα ὁ μπαρμπα-Στέργιος ὁ
Παρκιώτης τὰ ἰδικά του πέντε ἢ ἕξ παιδιά,μισὴν δωδεκάδα σωστήν. Καὶ ὁ
μὲν Δημήτρης ὁ Χωριανὸς ἦτο νέος καὶ ἀκμαῖος ἀκόμη,ὁ δὲ μπαρμπα-Στέργιος
ἦτο γέρων καὶ ἀσθενής.Ἔπασχεν ἀπὸ τὴν νόσον τὴν ὁποίαν ἰάτρευε κρυφὰ ὁ
Νικόλας ὁ Μανάβης.Ὁ Νικόλας ὁ Μανάβης εἶχε τὴν δικαιοδοσίαν του
ἐκτεινομένην τριγύρω εἰς τοῦ Ψυρρῆ,εἰς τοῦ Τάτση τὴν Βρύσιν,εἰς τοῦ
Τριγκέτα,εἰς τὸν Ἁι-Θανάσην,μέχρι τῆς πλατείας Κουμουνδούρου.Ἦτον σχεδὸν
τόσον κρυφὸς εἰς τὸ ἐμπόριον,ὅσον καὶ εἰς τὴν ἰατρικήν.Αὐτὸς καὶ ὁ
γάιδαρός του δὲν ἔβγαζαν ποτὲ λέξιν οὔτε φωνήν.Εἶναι ὁ μόνος μανάβης
ὅστις διατρέχει τακτικά,κάθε πρωὶ καὶ μεσημέρι καὶ βράδυ, μὲ τὸ
γαϊδουράκι του,ὅλους αὐτοὺς τοὺς δρόμους καὶ τοὺς δρομίσκους,χωρὶς νὰ
ἐξέρχεται γρῦ ἀπὸ τὸ στόμα του.
Κάποτε μουρμουρίζει ἢ μασᾷ κάτι
τι-λάχανα,σέλινα,ἢ κουνουπίδια-ἀλλὰ τόσον χαμηλά,ὥστε μόνος αὐτὸς τ᾽
ἀκούει.Καὶ τὸ γαϊδουράκι του ποτὲ δὲν ἠκούσθη νὰ βγάλῃ
ὀγκανισμόν.Ὁρμεμφύτως μιμεῖται τὸν ἀφέντην του.Καμμίαν φοράν, ὁ Νικόλας,
ἐνῷ διατρέχει τοὺς δρόμους, περιμένων νὰ τὸν ἰδῇ καμμία πτωχὴ οἰκοκυρὰ
νὰ τὸν κράξῃ,διὰ νὰ σταματήσῃ (ἴσως ἔχει τακτικοὺς μουστερῆδες,κρυφοὺς
ὅσον καὶ αὐτός,ἔχοντας πεποίθησιν ὅτι δὲν πωλεῖ ξίκικα),τὸ
ἀπομεσήμερον,ἢ τὸ βράδυ-βράδυ,βάλλει τὸν μικρὸν τριετῆ υἱόν του εἰς τὰ
κάπουλα, ἀνάποδα,βλέποντα πρὸς τὴν οὐράν,ἀκουμβῶντα τὰ νῶτα ἐπὶ τῶν
καλάθων,καὶ τοῦ λέγει νὰ κρατῇ τὴν οὐρὰν τοῦ γαϊδάρου,ἀλλ᾽ ὁ μικρὸς δὲν
ἔχει τὴν ἱκανότητα,ὅθεν ὁ πατὴρ ἀναγκάζεται νὰ βαδίζῃ σιμὰ-σιμά,κρατῶν
αὐτὸς τὴν οὐρὰν τοῦ ζῴου,διὰ νὰ μὴ γλιστρήσῃ καὶ πέσῃ ὁ υἱός του.
Αὐτὸ
καὶ μόνον τὸ θέαμα θὰ μὲ καθίστα ἔνθουν, ἐὰν εἶχα λεπτὰ διαθέσιμα,ὥστε
ν᾽ ἀποφασίσω ν᾽ ἀγοράσω,ὄχι μόνον ὅλα τὰ λαχανικὰ τοῦ Νικόλα,μαζὶ μὲ τὰ
κοφίνια,ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν γάιδαρόν του.Πλὴν δὲν εἶμαι βέβαιος ἂν τὸν
πωλεῖ,διότι ποῦ νὰ εὕρῃ ἄλλο γαϊδουράκι τόσον κρυφόν,βωβὸν καὶ
διακριτικόν,ἱκανὸν νὰ μιμῆται τὸν ἀφέντην του,ὅστις εἶναι τόσον
κρυφός,ὥστε μόνον κατὰ συγκυρίαν συνέβη νὰ μάθω τὴν ἰατρικὴν
εἰδικότητα,τὴν ὁποίαν ἔχει εἰς τὸ νὰ θεραπεύῃ κρυφὴν νόσον;Νόσον ἐξ ἧς
ἔπασχεν ὁ μπαρμπα-Στέργιος ὁ Παρκιώτης,ὅστις ἀνέτρεφε μισὴν δωδεκάδα
παιδιὰ μὲ τὴν καλήν του προαίρεσιν.Καὶ ἡ ἐργασία του συνίστατο,τὸν
χειμῶνα εἰς τὸ νὰ μαζεύῃ καὶ κουβαλῇ
ἀγριολάχανα-ραδίκια,ζοχάρια,πικραλίδες, βροῦβες,βλαστάρια (τὰ ὁποῖα
ἤξευρεν ὅλα τὰ χλοώδη καὶ ἀπάτητα μέρη διὰ ν᾽ ἀνέρχεται νὰ τὰ
μαζεύῃ),καὶ τὸ καλοκαίρι,εἰς τὸ νὰ κουβαλῇ κληματόφυλλα,τὰ ὁποῖα ἐπώλει
εἰς τὰ μπακάλικα πρὸς εἴκοσι λεπτὰ τὴν ὀκάν.Οἱ δὲ ἀμπελοκτήμονες τῆς
Ἀττικῆς πεδιάδος ὄχι μόνον τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ μαζεύῃ κληματόφυλλα ἀπὸ τ᾽
ἀμπέλια των,ἀλλὰ τὸν ἐπαρακαλοῦσαν νὰ τὸ κάμνῃ,διότι τοὺς ἐγλύτωνεν ἀπὸ
ἔξοδα καὶ ἀπὸ μεροκάματα.
Ἦτο τεχνίτης καὶ ἤξευρε νὰ «ἀργολογᾷ» καὶ νὰ
ξεφυλλίζῃ καλῶς, ἀπαλλάττων τὰ κλήματα ἀπὸ ὅλα τὰ περιττὰ
φύλλα.Ἀγαθοποιὸς καὶ ὄχι κακοποιός,ἐργάτης καὶ ὄχι κηφήν, χριστιανός,ὄχι
ἀπάνθρωπος.Ἦτο συγκινητικὸν νὰ τὸν βλέπῃ τις,ὡς ζυγαριὰν
ἔμψυχον,φορτωμένον ἕνα σάκκον γεμᾶτον λάχανα ἢ φύλλα εἰς τὴν πλάτην
ὄπισθεν,καὶ νὰ φέρῃ,ἀχώριστον ἀπὸ τὸ σῶμά του, ἄλλον ὀγκώδη σάκκον
κρεμασμένον ἔμπροσθεν,εἰς τὴν πολύπτυχον βράκαν του.
Ἦτο αὐτὴ ἡ νόσος,τὴν
ὁποίαν ἐθεράπευε κρυφὰ ὁ Νικόλας ὁ Μανάβης.Ἔζησεν ἐν ἱδρῶτι τοῦ
προσώπου του,καὶ ἀνέθρεψε πέντε ἢ ἓξ παιδιά,τὰ ὁποῖα…δὲν ἦσαν ἰδικά
του.Ἀπέθανεν, ὁ πτωχός,πρὸ τεσσάρων ἢ πέντε ἐτῶν,καὶ εὗρεν ἀνάπαυσιν τῶν
κόπων του.Τὸ σῶμά του,τὸ ἀποκαμωμένον καὶ βασανισμένον,τὸ κυρτωθὲν ἀπὸ
τὸ σκύψιμον καὶ ἀπὸ τὸ φόρτωμα,ἴσαξε καὶ ἔγινεν εὐθὺ ἐπὶ τῆς νεκρικῆς
κλίνης.Ἐλπίζω καὶ πιστεύω ὅτι θὰ ἐπῆγεν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον,ὁ
πτωχός,πολὺ σιμὰ εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον.Ναί, σιμά,πολὺ σιμά.Δὲν ἦσαν
ἰδικά του.Δὲν εἶχεν ἀποκτήσει ποτὲ παιδιά, ἀπὸ τὴν φαμίλια του.Εἶχε
πάρει ἀπὸ τὸ Νηπιακὸν Ὀρφανοτροφεῖον (ἴσως εἶναι πολλοὶ ὁποὺ φοβοῦνται
νὰ διέλθωσιν ἔξωθεν τοῦ ἱδρύματος ἐκείνου,καὶ δὲν ἠξεύρουν ποῦ τῶν
Ἀθηνῶν κεῖται),εἶχε πάρει ἓν ἔκθετον κατ᾽ ἀρχάς,εἶτα δεύτερον καὶ
τρίτον,εἶτα τέταρτον καὶ πέμπτον.Μέχρι τοῦ τρίτου ὀρφανοῦ,τοῦ ἔδιδαν,διὰ
τὸ καθέν,τὰς κανονισμένας 15 δραχμὰς τὸν μῆνα.Ὅταν ἐζήτησε νὰ πάρῃ
τέταρτον καὶ πέμπτον,τοῦ τὰς εἶχαν κόψει τὰς 45 δραχμάς,ἀλλ᾽ αὐτὸς
ἐδήλωσεν ὅτι τοῦ ἤρκουν αἱ 30,τὰς ὁποίας ἐλάμβανε διὰ τὰ δύο
τελευταῖα.Δὲν εἶχαν μεγαλώσει ἀκόμη ἀρκετὰ τὰ τρία πρῶτα,ὥστε νὰ εἶναι
χρήσιμα.Ἦσαν ἀπὸ 6 ἕως 8 ἐτῶν.Πλὴν ἦτο εὐχαριστημένος.Καὶ ἡ φαμίλια του
τὰ εἶχε πονέσει,καὶ τὰ ὑπερηγάπα,καὶ δὲν ἤθελε ν᾽ ἀποχωρισθῇ ἀπ᾽
αὐτά.
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτο ἐπόπτης ἢ σύμβουλος, ἢ δὲν ἠξεύρω τί,τοῦ
ἱδρύματος ἐκείνου,εἷς κύριος ἄγαμος,μὲ γυαλιά, μὲ ἀσημένια δόντια,μὲ
παγωμένον μειδίαμα.Οὗτος ἠγάπα τὰ ὀρφανὰ ὡς νὰ ἦσαν ἰδικά του.Καὶ τίς
ἠξεύρει ἂν δὲν ἦσαν!Ἐπροστάτευε τὰ ἐσωτερικά,καὶ δὲν ἤθελε νὰ δώσῃ
παραπάνω ἀπὸ 25 δραχμὰς εἰς τὸν μπαρμπα-Στέργιον.Τέλος ἐπείσθη νὰ δώσῃ
τὰς 30.Ὁ ἄγαμος κύριος μὲ τὰ γυαλιὰ δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ τὰ
φιλανθρωπικά,καὶ ἦτο πάντοτε μέσα εἰς διαχειρίσεις καὶ ἐπιμελητείας,καὶ
εἰς ὅλας τὰς ὀνομασίας τὰς ἐμπεριεχούσας χεῖρα καὶ μέλι.Τοιοῦτοι
αὐστηροὶ ἄνθρωποι χρειάζονται πράγματι εἰς τὰ εὐαγῆ καθιδρύματα.Τὰ δύο
παιδία τοῦ μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ ἦσαν τόσον ἰδικά του,ὅσον καὶ ἡ
μισὴ δωδεκὰς ἦτο τοῦ μπαρμπα-Στέργιου,τοῦ Παρκιώτη.Καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὸ
ἐκθετοτροφεῖον τὰ εἶχον λάβει.Ἡ μόνη διαφορὰ ἦτον ὅτι ὁ μαστρο-Δημήτρης
ἦτο «χαροκαμένος»,καὶ τὰ ἠγάπα μὲ ἀγάπην διπλῆν αὐτὸς καὶ ἡ Γιακουμίνα,ἡ
φαμίλια του.Τὴν ἑσπέραν λοιπὸν ἐκείνην,καθὼς εἶπα ἐν ἀρχῇ,ἀνεγνώρισα
τὸν Γιῶργον εἰς τὰς χεῖρας τῆς κυρα-Πράπως,καὶ εἶπα:-Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι
τοῦ μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ.-Ἄ!μπασταρδέλι;μοῦ λέγει ἡ
κυρα-Πράπω.-Δὲν ξέρω, μπάστα…τῆς λέγω μασήσας τὸ ἥμισυ τῆς λέξεως.Μὰ τὸ
σπίτι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὄχι πολὺ μακριά,ἐδῶ κάτω,πέρα ἀπ᾽ τὸ
Μεταξουργεῖο...Τὴν στιγμὴν ὁποὺ ἐπρόφερα τὴν μισὴν ἐκείνην λέξιν,
ἀκουσίως ἐνθυμήθην ὅτι ἡ κυρα-Πράπω εἶχε συχνὰ ἰταλίδες νοικάρισσες,εἰς
τὰ δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ της,ἀλλ᾽ ὅμως δὲν εἶχε κατορθώσει ποτὲ νὰ μάθῃ
ἄλλην λέξιν ἀπὸ τὸ στόμα των εἰμὴ πάνε καὶ ντανάρο καὶ ἀμόρε καὶ ἦτο
πολὺ μακρὰν τοῦ νὰ γνωρίζῃ,καὶ ρωμέικα ἀκόμη,τί σημαίνει μπάστα.Εὐθὺς
ὕστερον εὑρέθη εἷς καλὸς χριστιανός,ὅστις ἐγνώριζε τὸν πατέρα καὶ τὴν
οἰκίαν,ἀλλ᾽ ὄχι καὶ τὸ παιδίον,πρόθυμος νὰ ὁδηγήσῃ τὸν μικρὸν πλησίον
τῶν θετῶν γονέων του.Καθησύχασα καὶ ἀπῆλθον.
Τὴν ἐπαύριον ἦλθε καὶ μ᾽
εὗρεν ὁ Δημήτρης ὁ Χωριανός,μὲ τὸ πρόσωπον ἀκτινοβόλον.Μοῦ διηγήθη διὰ
μακρῶν,καὶ μὲ πολλὰς ἀφελεῖς ταυτολογίας καὶ ἐπαναλήψεις,τὸν πόνον καὶ
τὸν καημὸν καὶ τὸν φόβον καὶ τὴν τρεμούλαν τῆς καρδιᾶς ὁποὺ εἶχαν λάβει,
αὐτὸς καὶ ἡ φαμίλια του,ἡ Γιακουμίνα,τὴν προτεραίαν τὸ
ἀπομεσήμερον,ὅταν ἐκ λυπηρᾶς ἀπροσεξίας τῆς μητρὸς εἶχεν ἐξέλθει καὶ
εἶχεν ἀποπλανηθῆ τὸ παιδίον· καθὼς καὶ τὴν χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν καὶ τὸ
ξαναγέννημα ὁποὺ ᾐσθάνθησαν,τώρα ποὺ ἔρχονται τὰ Γεννητούρια τοῦ Χριστοῦ
μας,ὁποὺ ἐκαταδέχθη νὰ γεννηθῇ ὡς παιδίον,καὶ ἀγαπᾷ καὶ φυλάγει καὶ
μαζώνει πλησίον του ὅλα τὰ παιδία,ὁποὺ ᾐσθάνθησαν,λέγω,χύνοντες δάκρυα
ἀκράτητα, κλαίοντες ὡς μικρὰ παιδία,ἅμα ἀνευρέθη τὸ μικρόν,οἱ δύο
τους,μὲ τὴν Γιακουμίναν,τὴν φαμίλια του.Ὁ ἄνθρωπος μ᾽ ἐγέμισε καὶ μ᾽
ἐφόρτωσεν εὐχαριστήρια,ὅσα δὲν ἠμποροῦσα νὰ σηκώσω οὔτε νὰ χωρέσω,μὲ τὴν
συνείδησιν ὅτι μόνον κατὰ τύχην εἶχα κάμει τὸ ἁπλούστερον κοινωνικὸν
χρέος.Κ᾽ ἡ κυρα-Πράπω,θαρρῶ πὼς ἐπῆρε τὰ βρεθίκια της.
(1895)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου