Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Αθεϊσμός: Μια παράλογη κοσμοθεωρία

-του Δρ Jason Lisle-



Οι αθεϊστές «βγαίνουν από το καβούκι τους» και φωνάζουν πιο δυνατά το μήνυμά τους ότι «δεν υπάρχει Θεός». Ο καθηγητής Richard Dawkins (κορυφαίος αθεϊστής της Μεγάλης Βρετανίας) ενθαρρύνει εκείνους που υποστηρίζουν τις απόψεις του, να εκφράσουν την γνώμη τους. Ο συγγραφέας της Περί Θεού Αυταπάτης, Dawkins λέει ότι θέλει τα παιδιά να «ελευθερωθούν από την κατήχηση με τη θρησκεία των γονέων τους ή της κοινότητάς τους»1. Οι Χριστιανοί είναι έτοιμοι «να δώσουν μια απάντηση» στους ισχυρισμούς των αθεϊστών; 2
Ο υλιστικός αθεϊσμός είναι μία από τις ευκολότερες κοσμοθεωρίεs για να αντικρουστεί. Ένας υλιστής άθεος θεωρεί ότι η φύση είναι όλο ό,τι υπάρχει. Πιστεύει ότι δεν υπάρχει κανένας υπέρτατος Θεός που..
επιτηρεί και συντηρεί τη δημιουργία. Πολλοί αθεϊστές πιστεύουν ότι η κοσμοθεωρία τους είναι λογική και επιστημονική. Εντούτοις, με το αγκάλιασμα του υλισμού, ο αθεϊστής έχει καταστρέψει τη δυνατότητα της γνώσης, καθώς επίσης και την επιστήμη και την τεχνολογία. Με άλλα λόγια, εάν ο αθεϊσμός ήταν αληθινός, θα ήταν αδύνατο να αποδείξει τίποτα!
Εδώ είναι το γιατί:
Ο συλλογισμός περιλαμβάνει τη χρησιμοποίηση των νόμων της λογικής. Αυτοί περιλαμβάνουν το νόμο της μη-αντίφασης που λέει ότι δεν μπορείτε να έχετε το Α και το όχι-Α συγχρόνως και στην ίδια συνάφεια. Παραδείγματος χάριν, η δήλωση «το αυτοκίνητό μου είναι στο χώρο στάθμευσης, και δεν είναι η περίπτωση που το αυτοκίνητό μου είναι στο χώρο στάθμευσης» είναι αναγκαστικά ψεύτικη από το νόμο της μη-αντίφασης. Οποιοδήποτε λογικό πρόσωπο θα δεχόταν αυτόν τον νόμο. Αλλά γιατί είναι αυτός ο νόμος αληθινός; Γιατί θα έπρεπε να υπάρξει ένας νόμος της μη-αντίφασης, ή για εκείνο το θέμα, οποιοιδήποτε νόμοι της λογικής; Ο Χριστιανός μπορεί να απαντήσει σε αυτήν την ερώτηση. Για το Χριστιανό υπάρχει ένα απόλυτο πρότυπο για τη λογική. Διαμορφώνουμε τις σκέψεις μας σύμφωνα με τις σκέψεις του Θεού. Οι νόμοι της λογικής είναι μια αντανάκλαση του τρόπου που ο Θεός σκέφτεται. Ο νόμος της μη-αντίφασης δεν είναι απλά μια άποψη του προσώπου σχετικά με το πώς οφείλουμε να σκεφτούμε, μάλλον προέρχεται από την αυτοσυνεπή φύση του Θεού. Ο Θεός δεν μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του (Β΄ Τιμόθεον 2:13), και έτσι, ο τρόπος που ο Θεός διατηρεί το σύμπαν θα είναι απαραιτήτως μη-αντιφατικός.
Οι νόμοι της λογικής είναι το κριτήριο του Θεού για τη σκέψη. Δεδομένου ότι ο Θεός είναι ένα αμετάβλητο, κυρίαρχο, άϋλο Ον, οι νόμοι της λογικής είναι άϋλες, καθολικές, αμετάβλητες έννοιες. Με άλλα λόγια, δεν αποτελούνται από ύλη-αυτές ισχύουν παντού και πάντα. Οι νόμοι της λογικής εξαρτώνται από την αμετάβλητη φύση του Θεού. Και είναι απαραίτητοι για το λογικό συλλογισμό. Κατά συνέπεια, ο λογικός συλλογισμός θα ήταν αδύνατος χωρίς τον βιβλικό Θεό.
Ο υλιστής άθεος δεν μπορεί να έχει τους νόμους της λογικής. Θεωρεί ότι όλα που υπάρχουν είναι ύλη-μέρος του φυσικού κόσμου. Αλλά οι νόμοι της λογικής δεν είναι φυσικοί. Δεν μπορείτε να χτυπήσετε το δάκτυλο του ποδιού σας σε έναν νόμο της λογικής. Οι νόμοι της λογικής δεν μπορούν να υπάρξουν στον κόσμο του άθεου, όμως τους χρησιμοποιεί για να προσπαθήσει να επιχειρηματολογήσει. Αυτό είναι ασυνεπές. Δανείζεται από τη χριστιανική κοσμοθεωρία για να μιλήσει ενάντια στη χριστιανική κοσμοθεωρία. Η άποψη του άθεου δεν μπορεί να είναι λογική, επειδή χρησιμοποιεί πράγματα (νόμοι της λογικής) που δεν μπορούν να υπάρξουν σύμφωνα με την ομολογία του.
Η συζήτηση πάνω στην ύπαρξη του Θεού είναι λίγο όπως μια συζήτηση πάνω στην ύπαρξη του αέρα3. Μπορείτε εσείς να φανταστείτε κάποιον που υποστηρίζει ότι ο αέρας δεν υπάρχει πραγματικά; Θα πρόσφερε φαινομενικά τις άριστες «αποδείξεις» ενάντια στην ύπαρξη του αέρα, ταυτόχρονα αναπνέοντας τον αέρα και αναμένοντας ότι μπορούμε να ακούσουμε τα λόγια του καθώς ο ήχος διαβιβάζεται μέσω του αέρα. Για να ακούσουμε και καταλάβουμε τον ισχυρισμό του, θα πρέπει να είναι λανθασμένος. Παρόμοια, ο άθεος, επιχειρηματολογώντας ότι ο Θεός δεν υπάρχει, πρέπει να χρησιμοποιήσει τους νόμους της λογικής που έχουν νόημα μόνο εάν ο Θεός υπάρχει. Για να έχει νόημα το επιχείρημά του, θα έπρεπε να είναι λανθασμένο.
Πώς μπορεί ο άθεος να απαντήσει;
Ο άθεος μπορεί να πει, «καλά, εγώ μπορεί να συζητήσω λογικά πολύ καλά, και να μην πιστεύω στον Θεό». Αλλά αυτό δεν είναι τίποτε διαφορετικό από τον κριτικό του αέρα που λέει, «καλά, εγώ μπορεί να αναπνέω πολύ καλά, και να μην πιστεύω στον αέρα». Αυτό δεν είναι μια λογική απάντηση. Η αναπνοή απαιτεί τον αέρα, όχι μια ομολογία της πίστης στον αέρα. Παρόμοια, ο λογικός συλλογισμός απαιτεί τον Θεό, όχι μια ομολογία της πίστης σε Αυτόν. Φυσικά ο άθεος μπορεί να σκεφτεί λογικά επειδή ο Θεός έχει φτιάξει το μυαλό του και του έχει δώσει την πρόσβαση στους νόμους της λογικής -και αυτό είναι το σημείο. Είναι επειδή ο Θεός υπάρχει, ότι ο συλλογισμός είναι δυνατός. Ο άθεος μπορεί να σκεφτεί λογικά, αλλά μέσα στη κοσμοθεωρία του δεν μπορεί να αιτιολογήσει τη δυνατότητά του να σκέφτεται λογικά.
Ο άθεος μπορεί να απαντήσει, «οι νόμοι της λογικής είναι συμβάσεις που δημιουργήθηκαν από τον άνθρωπο». Αλλά οι συμβάσεις είναι (εξ ορισμού) συμβατικές. Δηλαδή όλοι συμφωνούμε με αυτές και έτσι αυτές δουλεύουν-όπως η οδήγηση στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Αλλά εάν οι νόμοι της λογικής ήταν συμβατικοί, τότε οι διαφορετικοί πολιτισμοί θα μπορούσαν να εγκρίνουν διαφορετικούς νόμους της λογικής (όπως την οδήγηση στην αριστερή πλευρά του δρόμου). Έτσι, σε μερικούς πολιτισμούς μπορεί να είναι εντελώς εντάξει να αντιφάσκεις με τον εαυτό σου. Σε μερικές κοινωνίες η αλήθεια θα μπορούσε να είναι αυτοαντιφατική. Σαφώς αυτό δεν θα λειτουργήσει. Εάν οι νόμοι της λογικής είναι απλώς συμβάσεις, τότε δεν είναι καθολικοί νόμοι. Η λογική συζήτηση θα ήταν αδύνατη εάν οι νόμοι της λογικής ήταν συμβατικοί, επειδή οι δύο αντίπαλοι θα μπορούσαν απλά να επιλέξουν διαφορετικά κριτήρια για τον συλλογισμό. Κάθε ένας θα ήταν σωστός σύμφωνα με τα αυθαίρετα κριτήριά του.
Ο άθεος μπορεί να απαντήσει, «οι νόμοι της λογικής είναι υλικοί-αυτοί αποτελούνται από τις ηλεκτροχημικές συνδέσεις στον εγκέφαλο». Αλλά τότε οι νόμοι της λογικής δεν είναι καθολικοί. Δεν θα επεκτείνονταν πέρα από τον εγκέφαλο. Με άλλα λόγια, δεν θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι οι αντιφάσεις δεν μπορούν να εμφανιστούν στον Άρη, επειδή κανενός ο εγκέφαλος δεν είναι στον Άρη. Στην πραγματικότητα, εάν οι νόμοι της λογικής είναι απλώς ηλεκτροχημικές συνδέσεις στον εγκέφαλο, τότε θα διέφεραν κάπως από πρόσωπο σε πρόσωπο, επειδή ο καθένας έχει διαφορετικές συνδέσεις στον εγκέφαλό του.
Μερικές φορές ένας άθεος θα προσπαθήσει να απαντήσει με μια περισσότερο ρεαλιστική απάντηση: «Χρησιμοποιούμε τους νόμους της λογικής επειδή λειτουργούν». Δυστυχώς για αυτόν, αυτή δεν είναι η ερώτηση. Όλοι συμφωνούμε ότι οι νόμοι της λογικής λειτουργούν. Λειτουργούν επειδή είναι αληθινοί. Η ερώτηση είναι γιατί υπάρχουν κατά πρώτο λόγο; Πώς μπορεί ο αθεϊστής να απολογηθεί για απόλυτα κριτήρια συλλογισμού όπως οι νόμοι της λογικής; Πώς μπορούν μη υλικά πράγματα όπως οι νόμοι να υπάρξουν εάν ο κόσμος είναι υλικός μόνο;
Σαν τελευταία λύση, ο άθεος μπορεί να εγκαταλείψει μια αυστηρά υλιστική άποψη και να συμφωνήσει ότι υπάρχουν μη υλικοί, καθολικοί νόμοι. Αυτό είναι μια τεράστια παραχώρηση. Σε τελευταία ανάλυση, εάν ένα πρόσωπο είναι πρόθυμο να παραδεχθεί ότι μη υλικές, καθολικές, αμετάβλητες έννοιες μπορούν να υπάρξουν, τότε πρέπει να εξετάσει τη πιθανότητα ο Θεός να υπάρχει. Αλλά αυτή η παραχώρηση δεν σώζει τη θέση του άθεου. Πρέπει ακόμα να αιτιολογήσει τους νόμους της λογικής. Γιατί υπάρχουν; Και ποιο είναι το σημείο της επαφής μεταξύ του υλικού φυσικού κόσμου και του μη υλικού κόσμου της λογικής; Με άλλα λόγια, γιατί ο υλικός κόσμος αισθάνεται αναγκασμένος να υπακούει σε άϋλους νόμους; Ο άθεος δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις. Η κοσμοθεωρία του δεν μπορεί να δικαιωθεί. Είναι αυθαίρετη και έτσι παράλογη.
Συμπεράσματα
Σαφώς, ο αθεϊσμός δεν είναι μια λογική κοσμοθεωρία. Αυτοαντικρούεται επειδή ο άθεος πρέπει πρώτα να υποθέσει το αντίθετο αυτού που προσπαθεί να αποδείξει, προκειμένου να είναι σε θέση να αποδείξει οτιδήποτε. Καθώς ο Δρ Cornelius VanTil το τοποθέτησε, «Ο Αθεϊσμός προϋποθέτει το θεϊσμό». Οι νόμοι της λογικής απαιτούν την ύπαρξη του Θεού-και όχι απλώς οποιουδήποτε Θεού, αλλά του χριστιανικού Θεού. Μόνο ο Θεός της Βίβλου μπορεί να είναι το θεμέλιο για τη γνώση (Παροιμίες 1:7, Κολοσσαείς 2:3). Δεδομένου ότι ο Θεός της Αγίας Γραφής είναι άϋλος, κυρίαρχος, και πέρα από το χρόνο, έχει νόημα να έχει νόμους της λογικής που είναι άϋλοι, καθολικοί, και αμετάβλητοι. Δεδομένου ότι ο Θεός έχει αποκαλυφθεί στον άνθρωπο, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε και να χρησιμοποιούμε τη λογική. Δεδομένου ότι ο Θεός έκανε το σύμπαν και δεδομένου ότι ο Θεός έφτιαξε το μυαλό μας, έχει νόημα το μυαλό μας να έχει τη δυνατότητα να μελετάει και να κατανοεί το σύμπαν. Αλλά εάν ο εγκέφαλος είναι απλά το αποτέλεσμα των ά-νους (χωρίς νου) εξελικτικών διαδικασιών που μεταβίβασαν κάποιο είδος αξίας επιβίωσης στο παρελθόν, γιατί θα έπρεπε να εμπιστευθούμε τα συμπεράσματά του; Εάν το σύμπαν και το μυαλό μας είναι απλά τα αποτελέσματα του χρόνου και της τύχης, καθώς ο άθεος υποστηρίζει, γιατί θα προσμέναμε ότι ο νους θα μπορούσε να βγάλει νόημα απ’ το σύμπαν; Πώς θα μπορούσαν η επιστήμη και η τεχνολογία να είναι δυνατές;
Η λογική σκέψη, η επιστήμη, και η τεχνολογία έχουν νόημα σε μια χριστιανική κοσμοθεωρία. Ο Χριστιανός έχει μια βάση για αυτά τα πράγματα, ο άθεος όχι. Αυτό δεν πρόκειται να πει ότι οι αθεϊστές δεν μπορούν να είναι λογικοί για μερικά πράγματα. Μπορούν επειδή επίσης δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα του Θεού και έχουν πρόσβαση στους νόμους της λογικής του Θεού. Αλλά δεν έχουν καμία λογική βάση για τον ορθολογισμό μέσα στη κοσμοθεωρία τους. Επιπλέον, οι αθεϊστές μπορούν να είναι ηθικοί, αλλά δεν έχουν καμία βάση για εκείνη την ηθική σύμφωνα με αυτό που υποστηρίζουν ότι πιστεύουν. Ένας άθεος είναι ένα σύνολο από αντιφάσεις. Σκέφτεται λογικά και κάνει επιστήμη, όμως αρνείται τον ίδιο τον Θεό που καθιστά το συλλογισμό και την επιστήμη πιθανούς. Απ’ την άλλη μεριά, η χριστιανική κοσμοθεωρία είναι συνεπής και έχει νόημα για την ανθρώπινη λογική και εμπειρία.
Αναφορές
1.       “Atheists arise: Dawkins spreads the A-word among America’s unbelievers” The Guardian, October 1st, 2007. (http://www.guardian.co.uk/usa/story/0,,2180901,00.html )
2.       Δείτε Α΄ Πέτρου 3:15.

3.       Ο χριστιανός φιλόσοφος Δρ Greg Bahnsen χρησιμοποιεί συχνά αυτήν την αναλογία. Ο Δρ Bahnsen είναι γνωστός ως «ο άνθρωπος που οι αθεϊστές περισσότερο φοβούνται».

(Μετάφραση κατόπιν αδείας από την ιστοσελίδα ANSWERSINGENESIS.ORG. Τίτλος πρωτότυπου άρθρου: ATHEISM: AN IRRATIONAL WORLDVIEW
www.answersingenesis.org/articles/am/v2/n4/atheism-irrational)

"Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία"
"Ω, άπιστοι, δεν είσθε δύσπιστοι. Είσθε οι πλέον εύπιστοι! Δέχεσθε τα πιο απίθανα, τα πιο παράλογα, τα πιο αντιφατικά, για να αρνηθήτε το θαύμα, την Αλήθεια"
Άγιος Αυγουστίνος
Του Αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Νυξ αφεγγής τοις απίστοις, Χριστέ, τοις δε πιστοίς φωτισμός.
Αθεΐα! Τίτλος μεγάλος και καύχημα για τον σημερινόν άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει (και για να τον αποχτήσει, φτάνει να χειροτονηθεί μοναχός του άπιστος),γίνεται παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός, κι' ας είναι αμόρφωτος, σοβαρός, κι' ας είναι γελοίος, επίσημος κι' ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι' ας είναι ανάξιος, επιστήμονας κι' ας είναι κουφιοκέφαλος.
    Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δεν μπορεί, με όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια μέσα στον άνθρωπο, που δεν μπορεί να την καταλάβει. Όπως και νάναι, οι άνθρωποι που αγωνίζουνται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας. Γι' αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουμε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε σε κείνον τον πατέρα που είχε άρρωστο το παιδί του, και παρεκάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. Και Κείνος του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τη απιστία», δηλαδή «έχω πόθο να πιστέψω, κι' εσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον». Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μονάχα δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε εκείνος ο δυστυχισμένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νοιώσανε πως έχουνε γι' αυτό καμμιά ευθύνη, κανένα φταίξιμο. Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού, που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει: «Ελάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλείστε μαζί μου όπως μιλάτε μεταξύ σας, αναλύσετέ με μέ τη χημεία σας, κομματιάστε με μέ το μαχαίρι της ανατομίας σας, ζυγίστε με, μετρείστε με, ικανοποιήσετε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάσετε τ' αχόρταγο λογικό σας!».
    Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, σε καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον αγέρα της περηφάνειας κι' από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα. Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως που μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί, κι' αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς, τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου. Ενώ ο άπιστος είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός, και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του, και που γι' αυτό θαρρεί πως δεν υπάρχουνε.
Κι' από την ανοησία του κορδώνεται, και μιλά με καταφρόνεση για κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός ο δυστυχής είναι τυφλός και κουφός, και θαρρεί πως τα' ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα. Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποια «υπέρ αίσθησιν». Ο άπιστος πώς να πάρει είδηση από κείνον τον μυστικόν κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι' αλλόκοτα μηνύματα εκείνου του κόσμου, αφού ο δυστυχής δεν έχει τις κεραίες που χρειάζουνται για να τα πιάσει;
Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μονάχα αυτός, για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός, και τι μπορεί να νοιώσει ο άπιστος: Λαλούμε, λέγει, τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο, και που είναι κρυμμένη, τη σοφία που την προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας, και που δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (δηλ. τους σοφούς της κοσμικής σοφίας), και που ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε μάτι, και που δεν τ' άκουσε αυτί, και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούνε. Αλλά σε μας τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του το άγιο. Επειδή, το άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, και τα βάθη του Θεού.
Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το μέσα του ανθρώπου, παρά μονάχα το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μονάχα το Πνεύμα του Θεού. Κι' εμείς δεν επήραμε το πνεύμα του κόσμου (δηλ. τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε μας ο Θεός. Κι' αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με τα λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικόν τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος που έχει την σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες, και δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως ανακρίνεται πνευματικά. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν δεν ανακρίνεται».
Η απιστία υπήρχε πάντα
. Μα σήμερα, με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σαν στενόμυαλος κι' ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα. Λογαριάζεται για "βλαμμένος" από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να τα καταφέρνει στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν».
Για τούτο, χρειάζεται να έχει θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό.
Ενώ εκείνον που καυχιέται πως δεν πιστεύει σε τίποτα, α') Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, μάλιστα όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός που φανερώνει ο έξυπνος και σοβαρός κόσμος στο πρόσωπό του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαρειά λόγια, αράθυμος κι' απότομος, «θετικός άνθρωπος», « γερό μυαλό». β') Όλα του έρχουνται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: Εδώ κάτω, λέγει, είναι η Κόλαση κι' ο Παράδεισος. Η ζωή είναι για να την απολαβαίνουνε οι έξυπνοι. Οι κοιμισμένοι κι' οι αφιονισμένοι ας πεθάνουνε».

Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχα κουμπί, κι' όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωμιά, «οι λίθοι άρτοι».
Λέγει λοιπόν ο έξυπνος : «Να κάθεσαι, άνθρωπος με τετρακόσα μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες, σαν τις γρηές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια, με θυμιατά, με δισκοπότηρα, με παπάδες και με καλόγρηες! Και σε ποια εποχή; Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος;».
Αυτά λένε για τους πιστούς οι έξυπνοι και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε μυαλό γερό, και επιτυχαίνουνε σε ότι καταπιαστούνε.
Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, μ' έναν λόγο, η απιστία είναι «η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά «εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». «Πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, « και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην».
Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με τη βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι' αυτό σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται, κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή».Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η υπερηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.
Πριν καιρό έγραψα με συντομία πέντε- έξη άρθρα για τα θαύματα που γίνουνται σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης, με τον τίτλο «Φρικτά μυστήρια». Πολλοί αναγνώστες συγκινηθήκανε στο έπακρο, ιδίως οι ταπεινοί κι' αγράμματοι άνθρωποι, «τα μωρά του κόσμου και τα εξουθενημένα». Οι έξυπνοι όμως κι' οι τετραπέρατοι δεν δώσανε σημασία, και κάποιοι απ' αυτούς με περιγελάσανε και μου γράψανε πως λέγω ανοησίες.
Αλλά, «Θεός ου μυκτηρίζεται». Από τότε ως τα σήμερα τα θαύματα δεν πάψανε, κι ολοένα γίνουνται πυκνότερα και τρομαχτικώτερα. Οι άνθρωποι που τα βλέπουνε μου τα γράφουνε με όλα τα καθέκαστα, κι απ' αυτά κάνω ένα βιβλίο που θα είναι σαν πυρωμένο σίδερο για τις άπιστες γλώσσες (Πρόκειται για το βιβλίο «Σημείον μέγα» που εξέδωσε ο « Αστήρ»). Αυτόν τον καιρόν γίνουνται ανασκαφές, για να βρεθεί η αρχαία εκκλησία με τα λείψανα εκείνων που φανερώνονται ολοζώντανοι μπροστά στους απλούς ανθρώπους, στον ύπνο και στον ξύπνο τους, καθώς κι εικόνες και τα' άλλα κειμήλια. Θα είχανε βρεθεί όλα, και θα ξεσκεπαζότανε γρήγορα ολότελα αυτός ο φοβερός κρατήρας, που θα σάρωνε τους άπιστους με την αγιασμένη λάβα του, αν υπήρχανε περισσότερα μέσα στα χέρια των φτωχών ανθρώπων που σκάβουνε με μια πίστη που είναι σαν φωτιά.
Μα, όπως και να είναι, με τη χάρη του Θεού «την τ' ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν», θα βγάλουνε σε καλό τέλος το βλογημένο αυτό έργο, και θα θριαμβέψει η ακατάλυτη πίστη μας, και θα ακουστεί ως τα πέρατα του άπιστου κόσμου η βροντερή φωνή: «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος!».

Γιατί οι άνθρωποι εχθρεύονται την αλήθεια;

«Και ελθόντι αυτώ εις το ιερόν προσήλθον αυτώ διδάσκοντι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι τον λαού λέγοντες εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς, και τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην;» (Μτ. 21, 23).
Γιατί έκαναν στον Κύριο Ιησού Χριστό μία τέτοια ερώτηση; Και είναι σίγουρο ότι τον ρώτησαν με θυμό. «Πώς τολμάς εσύ να διδάσκεις το λαό; Ποιος σου το επέτρεψε, ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα; Εμείς μόνον έχουμε την εξουσία να διδάσκουμε το λαό».

Την απάντηση που τους έδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να δώσει. Αν στη θέση του βρισκόταν κάποιος που δεν είχε εξουσία να διδάσκει θα έχανε τον εαυτό του μπροστά στους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους και το πρώτο πράγμα που θα προσπαθούσε να κάνει θα ήταν να δικαιολογήσει τον εαυτό του......

Ο Χριστός δεν τους απάντησε ευθέως. Τους έδωσε μία απάντηση που δεν την περίμεναν. Αντί να δικαιολογεί τον εαυτό του και να τους προβάλλει επιχειρήματα, που να δικαιολογούσαν την εξουσία του να διδάσκει τον λαό, τους ελέγχει και τους αναγκάζει να παραδεχτούν πως δεν έχουν δίκαιο σ' αυτά που λένε.

Τους είπε: «Ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα, ον εάν είπητέ μοι, καγώ υμίν ερώ εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ. Το βάπτισμα Ιωάννου πόθεν ην, εξ ουρανού ή εξ ανθρώπων; οι δε διελογίζοντο παρ' εαυτοίς λέγοντες? εάν είπωμεν, έξ ουρανού, ερεί ημίν, διατί ουν ουκ επιστεύσατε αυτώ? εάν δε είπωμεν, εξ ανθρώπων, φοβούμεθα τον όχλον? πάντες γαρ έχουσι τον Ιωάννην ως προφήτην. Και αποκριθέντες τω Ιησού είπον? ουκ οίδαμεν. έφη αυτοίς και αυτός? ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ» (Μτ. 21, 24-27).

Μ' αυτή την απάντηση ο Κύριος τους έφερε σε αδιέξοδο. Τους ανάγκασε να αποκαλύψουν μπροστά σε όλους τη δολιότητα και την ακαθαρσία τους. Και αφού όλοι είδαν την υποκρισία και την πονηριά τους, πως τολμούν να Τον ρωτάνε με ποια εξουσία το κάνει; Γι' αυτό Του είπαν μόνο" «ουκ οίδαμεν».

Ήξεραν, ήξεραν πάρα πολύ καλά, αλλά δεν ήθελαν να απαντήσουν. Γνώριζαν ότι το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν από τον Θεό. Όλος ο απλός λαός, άνθρωποι με καθαρή καρδιά, πίστευε ότι το βάπτισμα του Ιωάννου ήταν από τον Θεό. Με προσοχή και ευλάβεια άκουγε ο λαός το κήρυγμα της μετανοίας. Είναι αδύνατον να μην καταλάβαιναν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού ότι ο Ιωάννης είναι μεγάλος προφήτης και απεσταλμένος του Θεού. Μερικοί απ' αυτούς πήγαν στον Ιωάννη και έλαβαν το βάπτισμά του, αλλά τέτοιοι ήταν λίγοι. Οι περισσότεροι δεν το δεχόταν γιατί είχαν στο νου τους τον εξής λογισμό: «Είναι δυνατόν εμείς οι πνευματικοί ηγέτες του λαού να πάμε στον Ιωάννη; Πώς θα λάβουμε το βάπτισμ? του; Πώς θα μετανοήσουμε ενώπιον όλου του λαού; Αν το κάνουμε αυτό θα πληγεί το κύρος μας. Ο λαός μάς θεωρεί μεγάλους πνευματικούς ηγέτες, δεν μπορούμε εμείς να πάμε στον Ιωάννη, για να μην πέσουμε στα μάτια του λαού».

Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πλανεμένοι, δεν ήθελαν να παραδεχτούν την αλήθεια, δεν ήθελαν να ακολουθήσουν την οδό της δικαιοσύνης γιατί αυτό δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Πώς να παραχωρήσουν τα πρωτεία τους στον Ιωάννη ή στον Ιησού; Η καρδιά τους δεν μπορούσε να ησυχάσει? παρακολουθούσαν το Χριστό, το κήρυγμά Του και Τον ζήλευαν. Έβλεπαν τη δύναμη του λόγου Του, έβλεπαν πως ο λαός Τον ακολουθεί και αυτό τους τρόμαζε. Αν ακολουθούν το Χριστό, τότε αυτό σημαίνει ότι προτιμούν Αυτόν. Γι' αυτό Τον μισούσαν και Του δημιουργούσαν εμπόδια...

Αυτοί λοιπόν ήταν οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Αλλά και μεταξύ μας υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Τέτοιοι υπήρχαν πάντα αρκετοί σ' όλες τις εποχές και σ' όλους τους λαούς. Πολλές φορές δεν θέλουμε να παραδεχτούμε την αλήθεια, η οποία είναι φανερή και το καταλαβαίνουμε στο βάθος της καρδιάς μας. Στασιάζουμε εναντίον της αλήθειας, αυτή μας εμποδίζει γιατί η οδός που ακολουθούμε δεν είναι η οδός της δικαιοσύνης. Μόνοι μας βάλαμε για μας τους σκοπούς που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή μας. Και οι σκοποί αυτοί απέχουν μακριά από τους πραγματικούς που είναι η αγιότητα και η δικαιοσύνη. Έτσι και ο δρόμος που ακολουθούμε είναι σύμφωνος με τους σκοπούς μας. Γι' αυτό όταν βλέπουμε το φως της αλήθειας να λάμπει μπροστά μας, την πρώτη στιγμή χάνουμε τον εαυτό μας, μετά αρχίζουμε να μισούμε την αλήθεια, να την αποστρεφόμαστε και στο τέλος να την πολεμάμε.

Δεχόμαστε μόνο εκείνες τις διδασκαλίες που τρέφουν την φιλαυτία και τον εγωισμό μας και μάς βοηθάνε να ακολουθούμε το δικό μας δρόμο, το δρόμο της αμαρτίας. Πολεμάμε κάθε τι που έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς μας, κάθε τι που ελέγχει την ματαιότητα του λανθασμένου δρόμου μας. Πολεμάμε την αλήθεια γιατί ακολουθούμε τις διδασκαλίες που μόνοι μας δημιουργήσαμε ή που τις έχουμε ακούσει από τους άλλους. Αυτές που είναι σύμφωνες με την επιθυμία μας, για να ζούμε καλά σ' αυτή τη ζωή.

Ότι συμφωνεί με τους σκοπούς μας και το δρόμο που έχουμε διαλέξει, το θεωρούμε αληθινό. Το δεχόμαστε ανεπιφύλακτα και το προβάλλουμε ως επιχείρημα για να υπερασπίσουμε τις δικές μας πεποιθήσεις και τις λανθασμένες διδασκαλίες που ακολουθούμε, οι οποίες δεν συμφωνούν μ' αυτά που δίδασκε ο Χριστός και για τις οποίες στο βάθος της καρδιάς μας γνωρίζουμε πως δεν είναι σωστές. Και όταν ακούμε το κήρυγμα του Χρίστου προβάλλουμε αντιρρήσεις όσο περισσότερες μπορούμε. Μπορεί και να μην είναι αλήθεια αυτό που λέμε, αυτό όμως δεν μάς σταματάει.

Μήπως και κάποιος από μας, αν βρισκόταν στη θέση που βρέθηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού, θα έκανε αυτό που έκαναν και εκείνοι και στην ερώτηση του Κυρίου θα απαντούσε: «Δεν γνωρίζω»; Μπορεί. Αλλά θα μπορούσε να κάνει και κάτι χειρότερο - αντί να παραδεχτεί την αλήθεια, να άρχιζε να την διαστρεβλώνει, να ψευδολογεί και να την βλασφημά. Αυτό συναντάμε πολλές φορές στους ανθρώπους που έχουν αρνηθεί τον Χριστό και ακολουθούν το δικό τους δρόμο.

Απ' αυτό να μάς φυλάξει ο Κύριος, να μη γίνουμε όμοιοι με τους γραμματείς και τους φαρισαίους. Να μάς βοηθήσει να ακολουθούμε πάντα την οδό της δικαιοσύνης μέσα στο φως του Χρίστου. Αμήν.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΘΕΪΣΜΟ


Η βασική έννοια του αθεϊσμού συνίσταται στην άποψη πως δεν υπάρχει Θεός. Φυσικά ο αθεϊσμός δεν αποτελεί απλά μια αρνητική θέση, αφού οι περισσότεροι αθεϊστές δεν θεωρούν τους εαυτούς τους ως αντι-θεϊστές, αλλά απλά ως μη-θεϊστές.  Αυτό σημαίνει πως οι ίδιοι δεν επιχειρούν να αποδείξουν τη θέση τους, αλλά προσπαθούν να ασκήσουν μια κριτική στη θεϊστική αντίληψη του κόσμου, δείχνοντας ότι είναι ανεπαρκής και ίσως αντιφατική στην ερμηνεία που προσφέρει.
Σημαντικό ακόμη είναι να αναφέρουμε πως και οι ίδιοι οι αθεϊστές αναγνωρίζουν πως τα επιχειρήματά τους ενάντια στην ύπαρξη του Θεού, δεν είναι τελεσίδικα, αλλά απλά τα καλύτερα που μπορούν να διαθέσουν. Τα επιχειρήματα που θα παραθέσουμε αφορούν δύο κατηγορίες αντιρρήσεων: Ηθικές αντιρρήσεις και κοσμολογικές αντιρρήσεις στην ύπαρξη του Θεού.

Ηθικές αντιρρήσεις για την ύπαρξη του Θεού

Ο διάσημος φιλόσοφος Μπέρτναντ Ράσσελ στο περίφημο έργο του «Γιατί δεν είμαι Χριστιανός», αναπτύσσει αυτή την αντίρρηση: «Αν υπάρχει ένας ηθικός νόμος, τότε αυτός ή προέρχεται από την βούληση του Θεού ή υπάρχει ανεξάρτητα από Αυτόν. Αν προέρχεται από την βούληση του Θεού, τότε ο νόμος αυτός είναι αυθαίρετος. Αυτό που λέμε «καλό» ή «ηθικό» δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αυτό που ο Θεός αποφάσισε αυθαίρετα. (Πράγματι ο Θεός θα μπορούσε εξίσου να ανακηρύξει την βία, τη σκληρότητα ή το μίσος ως καλά). Αν από την άλλη, το αγαθό δεν προέρχεται από τον Θεό, τότε ακόμη και ο ίδιος ο Θεός υπόκειται σε αυτό, επειδή αυτό το Αγαθό αποτελεί την πρωταρχική έννοια στην οποία υποτάσσεται και ο Ίδιος. Αν όμως ο Θεός υποτάσσεται σ’ αυτή την έννοια του Αγαθού, τότε δεν είναι απόλυτος. Μόνον αυτή η έννοια είναι βασική, αναλλοίωτη και απόλυτη. Έτσι ή ο Θεός δεν είναι Θεός επειδή αποφασίζει για το αγαθό αυθαίρετα, ή δεν είναι απόλυτος επειδή υπάρχει μια απόλυτη έννοια του Αγαθού πάνω από Αυτόν. Και συνεπώς ένας τέτοιος Θεός δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο λατρείας εκ μέρους του ανθρώπου».
Το δίλημμα αυτό του Ράσσελ είναι όμως εσφαλμένο. Ο ηθικός νόμος δεν είναι ανεξάρτητος και ανώτερος του Θεού, αλλά ούτε και αποτελεί μια αυθαίρετη εκλογή εκ μέρους του Θεού. Αντί να πηγάζει από τη Βούληση του Θεού, ο ηθικός νόμος προέρχεται από τη Φύση του Θεού.  Αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε το παραπάνω δίλημμα έχει λυθεί. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχουν απόλυτα αγαθά υπεράνω του Θεού. Θα λέγαμε ότι ο Θεός τότε υπόκειται στο καλό που εκπηγάζει από τηφύση Του. Ο Θεός δεν μπορεί να είναι λιγότερο από απόλυτα αγαθός. Η ίδια η φύση Του απαιτεί να είναι απόλυτα αγαθός. Δεν είναι ούτε αυθαίρετος, επειδή δεν μπορεί να επιθυμεί κάτι ενάντια στην φύση Του. Η βούληση του Θεού συνεπώς είναι σε πλήρη συμφωνία με τη φύση Του, για ότι αφορά το αγαθό.

Η ύπαρξη του κακού στον κόσμο και η ευθύνη του Θεού

Μια δεύτερη αντίρρηση αφορά τη σχέση θεϊσμού και ανθρωπισμού. Μπορεί κανείς να πιστεύει στον Θεό και ταυτόχρονα να είναι ανθρωπιστής; Ο διάσημος υπαρξιστής Αλμπέρ Καμύ λέει πως όχι. Στην περίφημη νουβέλα του «Η πανούκλα», ο Καμύ θέτει το παρακάτω δίλημμα: «Ή θα πρέπει να ταχθεί κανείς στο πλευρό του γιατρού Μπερνάρ Ριέ, για να καταπολεμήσει την πανούκλα που έστειλε ο Θεός, ή θα πρέπει να ταχθεί στο πλευρό του ιερέα Πανελού και να αρνηθεί να τα βάλλει με την πανούκλα, φοβούμενος μήπως τα βάλλει με τον  Θεό που έστειλε την πανούκλα στην πόλη. Συνεπώς ή θα είναι κανείς ανθρωπιστής  στο πλευρό του γιατρού προσπαθώντας να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο, ή διαφορετικά θα θεωρεί κανείς τον πόνο σαν τη νομοτέλεια που όρισε ο Θεός για τον κόσμο και θα αρνηθεί να εναντιωθεί σ’ Αυτόν».
Το συμπέρασμα που βγάζει ο Καμύ είναι πως αν ο ανθρωπισμός είναι σωστός, τότε η πίστη στον Θεό είναι λάθος, επειδή ο Θεός συμπεριφέρεται απάνθρωπα και αδιάφορα προς τον πόνο και τα δεινά.  Συνεπώς αποτελούν έννοιες αλληλοαποκλειόμενες.
Το δίλημμα αυτό του Καμύ βασίζεται σε μια εσφαλμένη διχοτόμηση: Υποστηρίζει πως υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στην πίστη στον Θεό και στην προσπάθεια εξάλειψης του πόνου. Αντίθετα, θα μπορούσαμε ως Χριστιανοί να υποστηρίξουμε πως το να μάχεται κανείς την πανούκλα σημαίνει πως εργάζεται για τον Θεό, ο οποίος είναιενάντιος σε κάθε θλίψη και πόνο, επειδή αυτά είναι ξένα και αντίθετα προς την Φύση Του ως αγαθού Θεού.
Ο Καμύ εσφαλμένα υποστηρίζει την άποψη ότι ο Θεός ευθύνεται για την πανούκλα, και ότι μόνο ένας ανθρωπιστής έχει το δικαίωμα να εναντιώνεται σ’ αυτή. Η χριστιανική απάντηση όμως σ’ αυτή την θέση, είναι πως η πανούκλα και κατ’ επέκταση όλα τα δεινά και οι θλίψεις δεν είναι το αποτέλεσμα της θείας νομοτέλειας, αλλά το αποτέλεσμα της αμαρτίας, της αποξένωσης του ανθρώπου από τον Θεό. Η θλίψη, ο πόνος και το φυσικό κακό έρχονται ως αποτέλεσμα της αποστασίας του ανθρώπου, και αυτά ήταν και είναι πάντοτε ξένα από αυτά που δημιούργησε ο Θεός αρχικά. Ο πόνος και η θλίψη είναι κάτι το παρείσακτο και το παρασιτικό στην δημιουργία του Θεού.    Σύμφωνα με την Γένεση, ο Θεός δημιούργησε έναν κόσμο απ’ τον οποίο απουσίαζε η θλίψη, η φθορά, η ασθένεια και ο θάνατος. Κάθε φορά που μάχεται κανείς το κοινωνικό κακό και τα δεινά, μάχεται καταστάσεις ξένες προς τον Θεό. Μόνο ο Χριστιανός μπορεί να είναι ανθρωπιστής, επειδή μόνο αυτός έχει το κριτήριο (την αγαθότητα του Θεού) με βάση το οποίο μπορεί και διακρίνει το αγαθό, που είναι σύμφωνο με τον χαρακτήρα του Θεού, από το κακό που είναι ξένο προς τον χαρακτήρα του Θεού. Αν λοιπόν, το φυσικό κακό – στην προκειμένη περίπτωση, η πανούκλα- δεν είναι νομοτέλεια θεσπισμένη απ’ τον Θεό, αλλά είναι παρείσακτη, τότε όχι μόνο δεν εναντιωνόμαστε στον Θεό, αλλά αντίθετα, μαχόμαστε στο πλευρό Του, επειδή Αυτός πρώτιστα μισεί και αντιμάχεται το κακό.

Τρίτη αντίρρηση

Μια τρίτη αντίρρηση αφορά την ηθική βούληση του ανθρώπου, και συγκεκριμένα κύριος υποστηρικτής της υπήρξε ο Ζαν Πωλ Σαρτρ. Σύμφωνα με μια περίφημη ρήση του ο άνθρωπος «είναι καταδικασμένος να είμαι ελεύθερος». Το επιχείρημά του συνοψίζεται ως εξής: Αν είμαι ελεύθερος, τότε δεν υπάρχει Θεός. Η ελευθερία σημαίνει και υπευθυνότητα για τις πράξεις μου. Αν όμως υπάρχει Θεός, τότε δεν είμαι πλήρως υπεύθυνος γι’ αυτές. Στην πραγματικότητα αν υπάρχει Θεός δεν είμαι ελεύθερος, επειδή η ελευθερία μου περιορίζεται από τη βούλησή Του. Αλλά όμως είμαι πλήρως ελεύθερος. Δεν μπορώ να διαλέξω να μην είμαι ελεύθερος, επειδή αυτή η επιλογή μου συνιστά μια πράξη ελευθερίας και δείχνει πόσο ελεύθερος είμαι. Συνεπώς η ελευθερία μου εξαλείφει την πιθανότητα της ύπαρξης Θεού. Επειδή ή είμαι απόλυτα ελεύθερος να καθορίζω τον εαυτό μου ή αλλιώς δεν είμαι ελεύθερος, επειδή ο Θεός καθορίζει την ελευθερία μου. Είμαι όμως πράγματι ελεύθερος, οπότε δεν υπάρχει Θεός.
Όσο εύλογο κι αν είναι το επιχείρημα του Σαρτρ, ο συλλογισμός του είναι ανεπαρκής. Στηρίζεται και αυτό σε μια λάθος διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον Θεό και στην ανθρώπινη ελευθερία. Το λάθος οφείλεται στη σύγχυση που υπάρχει στις έννοιες «προκαθορίζω» και «προγνωρίζω». Πρόκειται σαφώς για δύο διαφορετικές έννοιες.
Ο Θεός δημιούργησε όντα με πραγματικά ελεύθερη βούληση. Επίσης ο Θεός ελέγχει τον κόσμο, με το να γνωρίζει τι θα κάνουν οι άνθρωποι με την ελεύθερη βούλησή τους. Προγνωρίζοντας τι θα κάνουν οι άνθρωποι με την βούλησή τους, δεν σημαίνει πως ο Θεός προκαθορίζει τι θα πρέπει να κάνουν ενάντια στην βούλησή τους. Η άποψη που θέλει έναν Θεό να προκαθορίζει  είναι ασύμβατη με έναν Θεό αγάπης, αλλά η άποψη σύμφωνα με την οποία ο Θεός απλά προγνωρίζει φαίνεται να είναι απόλυτα συμβατή με τον χαρακτήρα Του. Η αγάπη του Θεού είναι πειστική αλλά ποτέ  εξαναγκαστική, επιτρέποντας στους ανθρώπους να καθορίζουν οι ίδιοι ελεύθερα τις πράξεις τους.
Επιπρόσθετα τόσο ο Θεός όσο και ο άνθρωπος είναι υπεύθυνοι για πράξεις που αφορούν την ελεύθερη βούληση. Ο Θεός επειδή δημιούργησε ελεύθερα όντα, και αυτά με την σειρά τους είναι υπεύθυνα επειδή διαλέγουν ελεύθερα –κι όχι εξαναγκαστικά- το καλό  ή το κακό. Ο Θεός ευθύνεται μόνο για το γεγονός της ελεύθερης βούλησης, αλλά οι άνθρωποι ευθύνονται για τον τρόπο με τον οποίο τη χρησιμοποιούν.

Γιατί ένας καλός Θεός επιτρέπει το κακό;

Η τέταρτη αντίρρηση έχει να κάνει με τα δεινά που πλήττουν πολλές φορές αθώους. «Πώς ένας πανάγαθος και παντοδύναμος Θεός επιτρέπει την αδικία και τον πόνο αθώων;» ρωτούν.  Η βία, η σκληρότητα, ο θάνατος και η αρρώστια χτυπούν πολλές φορές αθώους και – σύμφωνα με τους αθεϊστές- ένας αγαθός Θεός δεν θα το επέτρεπε. Συνεπώς –κατ’ αυτό το επιχείρημα- είτε ο Θεός είναι παντοδύναμος αλλά δεν είναι καλός ή ο Θεός είναι καλός αλλά δεν είναι παντοδύναμος.
Είναι όμως λάθος πως Θεός δεν υπάρχει αν τα δεινά πλήττουν αθώους. Και αυτό γιατί είναι πιθανόν τα δεινά να μας αξίζουν, εξαιτίας της αμαρτίας, διότι αυτή είναι που τα προκάλεσε και επίσης το έλεος του Θεού είναι που πολλές φορές μας γλιτώνει από περισσότερα. Ακόμη, αυτό που πρέπει να αποδείξουν δεν είναι ότι υποφέρουν αθώοι, αλλά ότι τα δεινά δεν πρόκειται να δικαιώσουν τους λόγους για τους οποίους ο Θεός τα επιτρέπει.         Τα δεινά δεν θα έχουν την τελευταία λέξη στην ιστορία του ανθρώπου. Αυτός δεν είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος που θα μπορούσε να υπάρχει, αλλά είναι ο καλύτερος δυνατός τρόπος για να προκύψει ο καλύτερος δυνατός κόσμος. Μήπως όμως αν τα δεινά αποτελούν την μέθοδο του Θεού για τον καλύτερο δυνατό κόσμο, θα ήταν λάθος να προσπαθήσουμε να τα σταματήσουμε ή να τα εξαλείψουμε; Όχι. Τα δεινά δεν προωθούνται από τον Θεό, αλλά απλά επιτρέπονται. Ο Θεός ποτέ δεν δημιούργησε έναν κόσμο γεμάτο δεινά και δυστυχία. Η δυστυχία και τα δεινά οφείλονται στην αμαρτία του ανθρώπου. Γι’ αυτό ο Θεός τελικά «θα εξαλείψει κάθε δάκρυ…και ο θάνατος δεν θα υπάρχει πλέον× ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος δεν θα υπάρχουν πλέον× επειδή τα πρώτα παρήλθαν» (Αποκάλυψη 21:4).

Οι Κοσμολογικές αντιρρήσεις για την ύπαρξη του Θεού-

1. Γιατί ο Θεός δεν έχει αιτία
Ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσσελ υποστήριξε πως αν τα πάντα χρειάζονται μια αιτία για να υπάρχουν , τότε το ίδιο και ο Θεός. Αν από την άλλη ο Θεός δεν χρειάζεται αιτία, τότε δεν χρειάζεται και ο κόσμος. Αν όμως ο κόσμος δεν χρειάζεται αιτία, τότε ο Θεός δεν υπάρχει. Συνεπώς είτε τα πάντα χρειάζονται αιτία, είτε δεν υπάρχει Θεός.
Στην πραγματικότητα, το επιχείρημα αυτό δεν συνιστά απόδειξη της ανυπαρξίας του Θεού, αλλά απλά αποτελεί διόρθωση ενός εσφαλμένου επιχειρήματος που προβάλλονταν παλαιότερα από τους θεϊστές, ως απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Ράσσελ πως αν όλα χρειάζονται μια αιτία, τότε ακόμη και ο Θεός χρειάζεται μια αιτία, και τελικά αυτή η λογική δεν καταλήγει στον Θεό αλλά σε μια ατέρμονη αλληλουχία αιτιών και αποτελεσμάτων. Η σωστή χρήση του επιχειρήματος διατυπώνεται ως εξής: Μόνο πεπερασμένα, μεταβλητά και εξαρτώμενα πράγματα χρειάζονται αιτία, ενώ ο Θεός είναι άπειρος, αναλλοίωτος και αμετάβλητος. Αυτό το επιχείρημα, δεν μας οδηγεί σε αντιφατικά συμπεράσματα για τον Θεό. Επειδή μόνο αν πεπερασμένα όντα και πράγματα χρειάζονται αιτία, καταλήγει κάποιος σε ένα μη πεπερασμένο ον το οποίο είναι αναίτιο. Είναι δηλαδή η πρώτη αναίτια Αιτία όλων των πεπερασμένων πραγμάτων.
2. Μπορεί να φτιάξει μια πέτρα που να…μην μπορεί να τη σηκώσει;
Μια άλλη αντίρρηση σε σχέση  με τον Θεό αφορά την έννοια της παντοδυναμίας Του. Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ η σύντροφος του Ζαν Πωλ Σάρτρ έκανε κάποτε τη δήλωση ότι ο Θεός των χριστιανών χαρακτηρίζεται από κάθε λογής αντιφάσεις, τις λεγόμενες αντινομίες. Η έννοια λοιπόν ενός παντοδύναμου Θεού, αποτελεί έναν αντιφατικό όρο, επειδή ένας τέτοιος Θεός θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε, όπως το να φτιάξει μια πέτρα τόσο βαριά ώστε να μην μπορεί να τη σηκώσει ή να την ελέγξει. Αν όμως ο Θεός μπορεί να φτιάξει κάτι το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει, τότε δεν είναι παντοδύναμος. Συνεπώς δεν υπάρχει ένας τέτοιος Θεός. Αν μπορεί να φτιάξει μια πέτρα βαριά, τότε σίγουρα μπορεί και να την ελέγξει. Μπορεί να την συντηρεί στην ύπαρξη και μπορεί να τη θέσει εκτός ύπαρξης. Αυτός είναι αποτελεσματικός έλεγχος από τη δύναμη του Θεού.
3. Ο Κόσμος δεν χτίστηκε μέσα στον χρόνο
Μια άλλη υποτιθέμενη αντινομία αφορά την δημιουργία του κόσμου. Ο κόσμος δεν είναι αιώνιος. Μόνο ο Θεός είναι αιώνιος. Λένε «Αν όμως ο κόσμος δημιουργήθηκε μέσα στο χρόνο, τότε θα πρέπει να υπήρχε χρόνος πριν τον χρόνο, κάτι το αδύνατο. Συνεπώς δεν υπάρχει Θεός που δημιούργησε τον κόσμο μέσα στο χρόνο». Όμως αυτή η αντίρρηση καταρρέει με μια πιο προσεκτική ματιά:
Είναι λάθος να λέμε ότι η δημιουργία συντελέστηκε μέσα στο χρόνο. Αυτό θα προϋπόθετε ότι ο χρόνος υπάρχει υπεράνω του Θεού. Το σωστό είναι ότι η δημιουργία έγινε μαζί με το χρόνο. Έτσι ο χρόνος άρχισε να υπάρχει όταν ο Θεός έφερε στην ύπαρξη τον κόσμο. Το μόνο που υπήρχε «πριν» από τον χρόνο ήταν ο αιώνιος Θεός. Τα «πριν» και τα «μετά» υφίστανται μέσα στον χρόνο. 17 Αιώνες πριν ο Αυγουστίνος διατύπωσε την περίφημη φράση του «όχι εν τω χρόνω, αλλά συν τω χρόνω εποίησε ο Θεός τον κόσμον». Και παραδόξως η μοντέρνα φυσική υποστηρίζει ακριβώς αυτή την άποψη.
4. Οι ατέλειες των ζωντανών οργανισμών
Η πιο δημοφιλής αντίρρηση αφορά τις υποτιθέμενες «ατέλειες» στη κατασκευή των ζωντανών οργανισμών. Ισχυρίζονται ότι η βιολογία συγκεκριμένα, μας αποκαλύπτει πως οι ζώντες οργανισμοί έχουν σχεδιαστικές ατέλειες στη κατασκευή τους, και ότι  αυτό συνιστά ισχυρή ένδειξη ενάντια στην ύπαρξη ενός Σοφού Σχεδιαστή.
Συγκεκριμένα ο εξελικτικός βιολόγος Douglas Futuyma στο βιβλίο του Science on trial  γράφει τα εξής: «Κάθε οργανισμός έχει υπολειμματικά όργανα και δομές τα οποία είναι άχρηστα απομεινάρια από εξελικτικές προσαρμογές στο παρελθόν….βρίσκουμε μήπως σ’ αυτά ένδειξη για σοφό σχεδιασμό;». Κατά τη γνώμη του αυτές οι ατέλειες μαρτυρούν ότι η ζωή είναι το αποτέλεσμα ιστορικών συμπτώσεων και όχι ενός τέλειου σχεδιασμού. Ωστόσο θα πρέπει να κάνουμε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στον λεγόμενο φαινομενικό σχεδιασμό και στον λεγόμενο ιδεατό σχεδιασμό από την μια μεριά, και στον ευφυή σχεδιασμό από την άλλη. Ο φαινομενικός σχεδιασμός αναφέρεται σε κάτι που δίνει την εντύπωση ότι είναι σχεδιασμένο, ενώ δεν είναι.  Ο ιδεατός σχεδιασμός δεν υφίσταται, παρά μόνο σαν μια ιδεατή φιλοσοφική αντίληψη. Ούτε η πρώτη, ούτε η δεύτερη μορφή σχεδιασμού δεν πρέπει να συγχέωνται με τον ευφυή σχεδιασμό. Πολλοί βιολόγοι προσπαθούν να καταρρίψουν τον ευφυή σχεδιασμό, υπαγάγοντάς τον σε μια από τις άλλες δύο κατηγορίες, ιδεατό ή φαινομενικό. Όμως κάτι τέτοιο είναι υπεκφυγή. Τα αυτοκίνητα π.χ. είναι ευφυώςσχεδιασμένα, με την έννοια ότι για τον σχεδιασμό τους ευθύνεται κάποια νοημοσύνη, αλλά δεν είναι παράδειγμα ούτε ιδεατού, ούτε φαινομενικού σχεδιασμού. Είναι λάθος να ισχυριζόμαστε ότι ένα σύστημα δεν είναι ευφυώς σχεδιασμένο, επειδή τυγχάνει να βρίσκουμε σ’ αυτό «ατέλειες».
Επίσης το ερώτημα «γιατί υπάρχουν ατέλειες στους ζώντες οργανισμούς», μπορεί να το απαντήσει η ιστορία της Πτώσης . Σύμφωνα με την διήγηση της Γένεσης, η αρχική δημιουργία του Θεού διεφθάρηκε από την αμαρτία. Ο απόστολος Παύλος θα τονίσει ότι «η κτίση υπετάχθη εις την ματαιότητα» (Ρωμ. 8:20).  Συνεπώς το «λίαν καλό» (Γένεση 1:31) που αρχικά δημιούργησε ο Θεός έχει διαστρεβλωθεί και αυτό ισχύει ο κανόνας πλέον στη φύση. Η φθορά και η ασθένεια, ο πόνος και ο θάνατος κυριαρχούν. Συνεπώς λόγω της Πτώσης στην αμαρτία, βλέπουμε σήμερα ατέλεια και φθορά. Αντί να ερμηνεύονται αυτές οι ατέλειες ως το αποτέλεσμα μιας τυχαίας εξελικτικής διαδικασίας, μπορούμε να τις δούμε  ως αποτέλεσμα της Πτώσεως από μια δημιουργία που ήταν αρχικά «λίαν καλή».
Πεποίθησή μας είναι πως ο αθεϊσμός σαν προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου είναι εσφαλμένος. Είναι πιο λογικό η ζωή και ο άνθρωπος να προήλθαν από μία πάνσοφη Νόηση, έναν Θεό που έκανε τον Εαυτό Του γνωστό πρώτα στη φυσική Δημιουργία και έπειτα στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΓΙΑΝΝΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου