Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Ο Ντοστογιέφσκυ διαβάζει Χέγκελ στη Σιβηρία και κλαίει!…


Σύγχρονο τοπίο στη Σιβηρία (από εδώ)


Laszlo Foldeny ΑΝΤΙΦΩΝΟ
Απόσπασμα από την ομότιτλη έκδοση (Αρμός-2009)

Μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε θεῖο στρατήγημα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκυ πείστηκε γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς Θείας Πρόνοιας ἀκριβῶς στὴν Σιβηρία, σ’ αὐτὴ τὴν no man’s land, τὴν τάχα ἀποκλεισμένη ἀπὸ τὴ Θεία Πρόνοια. Ἐγκαταλείποντας τὴν Ἁγία Πετρούπολη τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων, στὶς 24 Δεκεμβρίου 1849, δύο μέρες μετὰ τὴν εἰκονικὴ ἐκτέλεσή του, ὁ Ντοστογιέφσκυ ἐγκατέλειπε ὄχι μόνο τὴν φωτισμένη πόλη, ἀλλὰ γυρνοῦσε καὶ τὴν πλάτη του στὴν Εὐρώπη. Καὶ ὅταν περνοῦσε τὰ Οὐράλια, ἦταν σὰν νὰ ἐγκατέλειπε τὸ χῶρο ἀλλὰ καὶ τόν (ἱστορικό) χρόνο τῆς Εὐρώπης. «Ἁξιοθρήνητη ἦταν ἡ στιγμὴ ὅταν περνούσαμε τὰ Οὐράλια», θυμᾶται σὲ ἕνα γράμμα γραμμένο τέσσερα χρόνια μετά. «Ἄλογα καὶ ἅμαξες χάθηκαν μέσα σὲ σωροὺς ἀπὸ χιόνια. Ἡ χιονοθύελλα λυσσομανοῦσε. Κατεβήκαμε ἀπὸ τὶς ἅμαξες, μέσα στὴ νύχτα, καὶ

περιμέναμε, ὄρθιοι, πότε θὰ μᾶς πάρουν ἀπὸ κεῖ. Γύρω μας, τὸ χιόνι, ἡ θύελλα· τὸ ὅριο τῆς Εὐρώπης, μπροστά μας: ἡ Σιβηρία, ὅπου δὲν ξέραμε τί μᾶς περίμενε· καὶ πίσω μας: ὅλο τὸ παρελθόν· ἦταν ἀξιοθρήνητα καὶ μὲ πῆραν τὰ κλάματα»[24].

Καὶ ὅμως: ἡ συνέχεια τοῦ γράμματος ἐπιτρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὸ τὸ μυστηριῶδες πεπρωμένο τοῦ ἐπιφύλασσε κάτι ποὺ ἴσως δὲν θὰ εἶχε δεχτεῖ παραμένοντας σπίτι του, στὴν Εὐρώπη. Ἡ ὀδύνη καὶ ἡ ἀπελπισία ἔγιναν ἀμέτρητα καὶ τὸν ὁδήγησαν στὴν ἐμπειρία τοῦ ἀπείρου (τοῦ θείου) – ἐκ τῶν κάτω, ἀπὸ τὸν ἀντίστροφο δρόμο, ἀποφεύγοντας ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ γνωρίσει στὴν Εὐρώπη. «Δὲν θὰ σοῦ πῶ τίποτα γιὰ ὅσα συνέβησαν στὴν ψυχή μου, στὰ πιστεύω μου, στὸ μυαλό μου καὶ στὴν καρδιά μου, αὐτὰ τὰ τέσσερα χρόνια. Χρειάζεται χρόνος πολὺς νὰ σ’ τὰ λέω. Πάντως, ἡ συνεχὴς αὐτοσυγκέντρωση[25], στὴν ὁποία κατέφυγα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσω τὴν πικρὴ πραγματικότητα, ἔφερε τοὺς καρπούς της. Σήμερα ἔχω ἀρκετὲς ἀνάγκες καὶ ἐλπίδες ποὺ ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχαν παρουσιαστεῖ.

Ἁλλὰ αὐτὸ παραμένει μυστήριο, γι’ αὐτὸ σταματῶ». Ἁργότερα προσθέτει: «Εἶμαι εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν ζωή μου». Αὐτὰ τὰ ἔγραφε τὸ 1854, ἔχοντας ἐκτίσει τὴ μισὴ ποινή του, ἴσως μάλιστα ἕνα βράδυ ποὺ θὰ εἶχε σκύψει καὶ πάλι στὸν Χέγκελ μαζὶ μὲ τὸν Βράνγκελ.

Ποιό νὰ ἦταν ἄραγε αὐτὸ τὸ μυστήριο; Ὁ Ντοστογιέφσκυ ἀφιέρωσε ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο στὴν περιγραφὴ τῆς ἐμπειρίας του. Τοῦ ἔδωσε τὸν παράξενο τίτλο Ἁναμνήσεις ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν πεθαμένων, ἐπειδὴ σ’ αὐτὸ γίνεται λόγος μόνο γιὰ ζωντανοὺς οἱ ὁποῖοι, ἐπιπλέον, δὲν θὰ ἐκτελεστοῦν. Ἁμέτρητα πρόσωπα ξεπροβάλλουν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, καὶ θυμίζουν μᾶλλον καταραμένους παρὰ νεκρούς. Καταραμένους οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο ἐκτοπίστηκαν ἀπὸ τὴν Εὐρώπη στὴν Σιβηρία (γιὰ πολιτικοὺς λόγους), ὄχι μόνο σβήστηκαν ἀπὸ τὰ κατάστιχα τῆς ἱστορίας (μὲ βάση τὴν ἑγελιανὴ ὀρθολογικότητα), ἀλλὰ καὶ ἐξορίστηκαν ἀπὸ τὸ βασίλειο τῆς σωτηρίας στὴν Κόλαση. 

Αὐτὴ δὲν διαφέρει καὶ πολὺ ἀπὸ τὴν Κόλαση τοῦ Δάντη – στὴν ὁποία, ἕναν αἰώνα ἀργότερα, ὁ Ὀσὶπ Μαντελστάμ, καὶ αὐτὸς στὴν Σιβηρία, θὰ εὕρισκε παρηγοριά. Μὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο, ὁ Ντοστογιέφσκυ ἔγραψε τὴν βίβλο τῆς Κόλασης – βίβλο ποὺ ὁ παλαιότερός του Οὐίλιαμ Μπλαίηκ ἔλεγε ὅτι γνωρίζει καλὰ στὸ Πάντρεμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς κόλασης, διευκρινίζοντας ὅτι ὁ κόσμος θὰ τὴ δεχόταν ἀπὸ τὰ χέρια του ἤθελε δὲν ἤθελε. Καὶ γιατί χρειαζόταν ὁπωσδήποτε μιὰ βίβλος; Νά ἡ ἀπάντηση τοῦ Μπλαίηκ: «Ὁ ἄνθρωπος πρέπει καὶ μπορεῖ νὰ ἔχει κάποια θρησκεία· ἂν δὲν εἶναι ἡ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ, θὰ εἶναι ἡ θρησκεία τοῦ Σατανᾶ, καὶ τότε θὰ στήσει τὴν συναγωγὴ τοῦ Σατανᾶ, καλώντας Θεὸ τὸν Πρίγκιπα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ ἐξοντώνοντας ὅλους ὅσοι δὲν λατρεύουν τὸν Σατανὰ ὡς Θεό»[26].

Αὐτὸ τὸ βιβλίο μᾶς δείχνει τὴν Κόλαση – ἀποκλειστικὰ τὴν Κόλαση. Ἁλλὰ ὁ Ντοστογιέφσκυ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δώσει μιὰ τόσο πρωτότυπη καὶ λεπτομερειακὴ περιγραφή, ἂν δὲν ἦταν πεπεισμένος γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Καθαρτηρίου, δηλαδὴ τοῦ Παραδείσου. Βέβαια οὔτε τὸ ἕνα οὔτε ὁ ἄλλος ἀναφέρονται, ἀλλὰ τὸ ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκυ περιγράφει τὴν κόλαση σὰν μιὰ ὑπερβολὴ δείχνει ὅτι μέσα στὸ πεπερασμένο ἀναζητοῦσε πρὶν ἀπ’ ὅλα τὸ ἄπειρο. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν ἰδιοφυῆ ψυχολόγο· ὅμως, ἂν ἡ σιβηρικὴ κόλαση ποὺ περιγράφει εἶναι τόσο συγκλονιστική, δὲν εἶναι γιατὶ ἦταν τέλειος παρατηρητής, ἀλλὰ γιατὶ μέσα σὲ ὅ,τι ἦταν περιορισμένο αὐτὸς ἀνακάλυπτε τὸ ἄπειρο. Ἁναζητοῦσε τὸ θεῖο, ἂν καὶ χρησιμοποιεῖ σχετικὰ ἐλάχιστα αὐτὴ τὴ λέξη σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο. Ἁναζητοῦσε τὸ θεῖο ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ ἦταν πολὺ φανερὸ ὅτι ἀπουσίαζε. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἡ προϋπόθεση νὰ βροῦμε τὸν Θεὸ εἶναι νὰ βγοῦμε ἐκτὸς ἱστορίας, στὴν ὁλοφάνερη κόλαση.

Μποροῦμε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν Κόλαση, ἡ σωτηρία εἶναι δυνατή. Γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκυ, ἡ σωτηρία εἶναι ἀδιανόητη χωρὶς τὴν ἐμπειρία τῆς κόλασης. Εἶπε μιὰ μέρα στὸν Βσέβολοντ Σολοβιόφ, τὸν ἀδελφὸ τοῦ φιλόσοφου Βλαντίμηρ: «Ὤ, ἦταν μεγάλη εὐτυχία γιὰ μένα ἡ Σιβηρία, τὸ κάτεργο[27]! Λένε ὅτι εἶναι φρίκη, ντροπή, κάνουν λόγο γιὰ δικαιολογημένη ἀντίδραση… ἕνα κάρο βλακεῖες! Μόνο ἐκεῖ ἄρχισα νὰ κάνω μιὰ σωστή, εὐτυχισμένη ζωή, ἐκεῖ κατάλαβα τὸν ἑαυτό μου… ἐκεῖ ἔνιωσα τὸν Χριστό… τὸν Ρῶσο ἄνθρωπο, καὶ ἐκεῖ ἔνιωσα ὅτι καὶ ’γὼ ἤμουν Ρῶσος, παιδὶ τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ. Τότε μοῦ ἦρθαν οἱ καλύτερες σκέψεις, τώρα ξανάρχονται ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο καθαρές! Ὤ, ἂν κατορθώνατε καὶ σεῖς νὰ σᾶς στείλουν στὸ κάτεργο!». Ἕνας ἄλλος γνώριμός του, ὁ Μιλιοῦκοφ, σημειώνει τὰ ἑξῆς: «Ὁ Ντοστογιέφσκυ… εὐγνωμονοῦσε τὴ μοίρα ποὺ τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀποκτήσει μὲ τὴν ἐξορία του μιὰ βαθειὰ γνώση τοῦ Ρώσου ἀνθρώπου, καὶ ἔτσι νὰ γνωρίσει καλύτερα τὸν ἑαυτό του τὸν ἴδιο». Ὁ Ρασκόλνικοφ βιώνει ἐπίσης τὴν Σιβηρία ὡς σωτηρία: ἡ ζωὴ ἐκεῖ εἶναι «[ἡ] ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαναγεννήθηκε σιγά-σιγά, ποὺ ἔγινε καινούργιος ἄνθρωπος, ποὺ πέρασε ἀπὸ ἕνα κόσμο σὲ ἕναν ἄλλον, ποὺ μυήθηκε σὲ μιὰ νέα ἄγνωστη πραγματικότητα», γράφει ὁ Ντοστογιέφσκυ στὸ τέλος τοῦ βιβλίου του Ἔγκλημα καὶ τιμωρία.

Αὐτὸ εἶναι ποὺ τὸν διακρίνει ἀπὸ τὸν Χέγκελ, ὁ ὁποῖος ἐντούτοις ἔχει πιὸ συχνὰ τὴ λέξη «Θεὸς» στὸ στόμα του. Ὁ Χέγκελ δὲν θέλει νὰ ξέρει τίποτε γιὰ ἕναν ἄλλο ἄγνωστο κόσμο: νομιμοποιεῖ μόνο τὴν ἐξέλιξη τοῦ γνωστοῦ, σύγχρονου κόσμου. Δὲν ὑπάρχουν ρήγματα στὴν συνέχεια τῆς πραγματικότητας ὡς συνόλου· ὁ Χέγκελ εἶναι ὀπαδὸς τῶν ἤπιων, μὴ βίαιων ἀλλαγῶν, δηλαδὴ ἀλλαγῶν μὲ μέτρο. Νά γιατί ἐφαρμόζει μὲ ἐπιμονὴ καὶ στενοκεφαλιὰ τὴ διαλεκτικὴ μέθοδο: στὰ χέρια του ἡ διαλεκτικὴ εἶναι ἕνα μέσο νὰ βολεύεται ἄνετα μέσα στὸ δεδομένο, μέσα στὸ ὑπαρκτό, αὐτὸ εἶναι τὸ ὅπλο τῆς ὀρθολογικότητας. Σχετικὰ μὲ τὴν ὀρθολογικότητα, ὁ Κίρκεργκωρ θὰ σημειώσει «πρόκειται γιὰ μιὰ χίμαιρα, ἡ ὁποία, στὸν Χέγκελ, καλεῖται νὰ ἐξηγήσει τὰ πάντα καὶ ποὺ παράλληλα εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ ἐκεῖνος δὲν ἔνιωσε ποτὲ τὴν ἀνάγκη νὰ ἐξηγήσει»[28]. Δὲν εἶναι καθόλου ἐντυπωσιακὸ ποὺ ὁ Χέγκελ δὲν τὸ ἔκανε: ἡ διαλεκτική του εἶναι, τελικά, ἐπικουρικὴ τῆς ἀπώθησης, τῶν ἀποσιωπημένων πραγμάτων. Καί, ὡς ἐπιχείρημα ἐπινοημένο νὰ ἐξηγήσει τὰ πάντα, εἶναι καὶ μέσο νὰ ἐκθρονίσει τὸν Θεό.

Ὁ Χέγκελ δὲν γνωρίζει τὴν κόλαση. Ἁπὸ τὴ μιά, συγκρινόμενος μὲ τὸν Ντοστογιέφσκυ, εὐνοήθηκε ἀπὸ τὴ μοίρα του. Ἁπὸ τὴν ἄλλη, τὴν ἀγνοοῦσε γιὰ λόγους ἀρχῆς. Στὸ ὄνομα τῆς ὀρθολογικότητας, ἡ ἐκκοσμικευμένη προσέγγιση τῆς ἱστορίας στερεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ὑπερβατικότητα. Ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ διάβολο – ἀπὸ τὴν Κόλαση ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Εἶναι ἀποκαλυπτικὸ ἀπὸ τὴ μεταχείριση ποὺ ἐπιφυλάσσει στὴν Ἁφρική, ποὺ τὴν ἀποκλείει ἀπὸ τὴν ἱστορία, ὅτι ὁ Χέγκελ νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ δεῖ σ’ αὐτὴν μιὰ φρικτὴ προβολὴ τῆς πραγματικότητας ὡς συνόλου. Στὴν Ἁφρικὴ βλέπει μόνο πράγματα ποὺ θὰ ταίριαζαν στὴν πένα τοῦ Δάντη. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς γιατὶ ἐξορίζει ἀπὸ τὴν ἱστορία αὐτὴ τὴν ἤπειρο. Κάνοντάς το αὐτό, ὑπακούει σὲ μία ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς τοῦ νεωτερικοῦ πολιτισμοῦ: ἐξάλειψη τοῦ πόνου ἀπὸ τὴν ζωὴ ἀκόμα καὶ μὲ τίμημα μεγαλύτερους πόνους. Ἁντὶ νὰ προσπαθήσει νὰ καταλάβει, ἔστω μόνο στὰ βαθύτερα τῆς συνείδησής του, τὴν ἀφρικανικὴ κόλαση (ἐπειδὴ ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς πραγματικότητας ὡς συνόλου, στὸν ἴδιο βαθμὸ μὲ τὸ πρωσικὸ καθεστώς, γιὰ παράδειγμα), τὴν ἀποστρέφεται μὲ ἀηδία. 

Δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν φύση τῶν Ἁφρικανῶν, λέει· εἶναι ξένοι γιὰ τὴ συνείδησή μας, ὑποστηρίζει, ἀποφεύγοντας ἔτσι κάθε ἀνάλυση. Ἁλλὰ αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει ἐπίσης ὅτι ἀγνοεῖ ἐξίσου τὸν Παράδεισο πού, μὲ τρόπο χαρακτηριστικό, διακρίνει ἀκριβῶς στὴν φρικτὴ Ἁφρική. Κόλαση καὶ Παράδεισος ὑποθέτουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἁλλὰ ὁ Χέγκελ θέλει νὰ ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὴν ἱστορία. Δηλαδὴ δείχνει νὰ κατανοεῖ ἀποκλειστικὰ μιὰ κατάσταση τοῦ κόσμου, τοῦ ὁποίου τὸ πλέον χαρακτηριστικὸ γνώρισμα εἶναι ὅτι θεωρεῖ ὡς φυσιολογικὰ τὰ ὅρια ποὺ τοῦ ἐπιβάλλονται· ὅσο γιὰ τὸν πειρασμὸ τῆς παραβίασης (τὸ βῆμα ποὺ γίνεται πρὸς τὸ θεῖο), τὸν θεωρεῖ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του ὡς ἀντίθετο στὴν φύση, δηλαδὴ ἐπιλήψιμο. «Τὸ μυαλό μας ἀφομοίωσε τόσες παραδοξότητες κατὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία του, ἔγραψε ἀργότερα ὁ Λέων Σεστόβ, ὥστε ἔχασε τὸ ἀμυντικὸ ἔνστικτο καὶ δέχεται ὅ,τι τοῦ προσφέρουμε, μὲ ἐξαίρεση πράγματα ἐναντίον τῶν ὁποίων τὸ προειδοποιοῦμε: ἂν ἀποκλείσουμε τὴν φαντασία –τὸ θαῦμα, μὲ ἄλλα λόγια– τὴν πράξη χωρὶς αἰτία [ἐντούτοις] ἡ ἐξέλιξη τοῦ σύμπαντος δὲν εἶναι καθόλου φυσιολογική: τὸ φυσιολογικὸ θὰ ἦταν νὰ μὴν ὑπῆρχε ἀπολύτως τίποτε, οὔτε σύμπαν, οὔτε ἐξέλιξη».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[24]. Γράμμα στν κ. Μ. Ντοστογιέφσκυ, 30 ανουαρίου- 20 Φεβρουαρίου 1854, στ Dostoievski: Correspondance, τόμος Ι, éditions Bartillat,  1998.

[25]. πιβεβαίωση ατο χουμε π τν γιο Σιλουαν τν θωνίτη († 24-9-1938): «λλ Κύριος μ σπλαχνίστηκε κα μ δίδαξε διος πς πρέπει ν ταπεινωθ: “Κράτα τ νο σου στν δη κα μν πελπίζεσαι”. Μ’ ατ τν τρόπο νικνται ο χθροί» (ρχιμανδρίτου Σωφρονίου, γιος Σιλουανς θωνίτης, κδ. ερς Μονς Τιμίου Προδρόμου-σσεξ γγλίας, 1988, σ. 335 –   σ.τ.μ.)

[26]. William Blake, Jerusalem. Παρόμοια εναι διαπίστωση κα διατύπωση το κορυφαίου ποιητ Τ. S. Elliot πρν 70 χρόνια, λίγο πρν ξεσπάσει Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: «ν δ θέλετε τ Θεό (κα Θες εναι ζηλιάρης) ν ποβάλετε τ σέβη σας στν Χίτλερ τν Στάλιν» (T. S. Elliot, δέα μις χριστιανικς κοινωνίας, μτφρ. Λένα Παπαθεμελ, κδ. Παρατηρητής, 1991, σ. 89 – σ.τ.μ.).

[27]. Μ τ διο κριβς πνεμα κφράζεται κα σύγχρονός μας Σέρβος γιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς († 5-3- 1956) γι τν μπειρία γκλεισμο του στ Νταχάου: «Στ στρατόπεδο νά τί γίνεται: κάθεσαι σ μι γωνι κα λς στν αυτό σου: “Κύριε εμαι γ κα σποδός, πάρε τν ψυχή μου!”. Τότε ψυχ ψώνεται στ οράνια κα ντικρύζεις τ Θε πρόσωπο πρς πρόσωπο. μως δν τ ντέχεις κα λές: “Δν εμαι κόμα τοιμος, φησέ με ν κατέβω πάλι”. Μ δυ λόγια θ δινα λη τ ζω πο μο πομένει γι μι ρα στ Νταχάου!» (ερομόναχου Μακαρίου Σι- μωνοπετρίτου, Νέος Συναξαριστς τς ρθοδόξου κκλησίας, κδ. νδικτος, 2006 – σ.τ.μ.).

[28]. S. Kierkegaard, Crainte et tremblement.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου