Η σημαντική οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ανάκαμψη του Βυζαντίου την εποχή των Κομνηνών δε θα μπορούσε παρά να συνοδευτεί από μια εκπληκτική άνοδο σε επίπεδο τέχνης και πολιτισμού. Μπορεί οι ορθόδοξοι αυτοκράτορες να αποθάρρυναν, ακόμη και να εδίωξαν τις δυνάμεις που προωθούσαν την αναγέννηση των αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών ιδεών του αριστοτελισμού και του πλατωνισμού, αλλά το Βυζαντινό κράτος παρέμενε ο φωτοδότης της Ευρώπης όσον αφορά το αρχαιοελληνικό και το ρωμαϊκό πνεύμα.Γενικά η αρχαιοελληνική γραμματεία αντιμετωπιζόταν με διάφορους τρόπους. Αρκετοί φανατικοί χριστιανοί την αποστρέφονταν, αλλά η επίσημη γραμμή της αυτοκρατορίας ήταν διαφορετική. Ο Όμηρος, οι αρχαίοι ιστορικοί και πολλοί φιλόσοφοι (όσοι τουλάχιστον επιτρέπονταν από την Εκκλησία) μελετούνταν με μεγάλη σπουδή και επιμέλεια. Η πριγκίπισσα Άννα Κομνηνή καυχιόταν πως είχε άριστη γνώση των αρχαίων ελληνικών συγγραμμάτων. Η Κωνσταντινούπολη ήταν γεμάτη με αρχαιοελληνικά αγάλματα.
Οι Βυζαντινοί συνέχιζαν να αποκαλούν τους
εαυτούς τους Ρωμαίους, αλλά αυτήν την περίοδο λαμβάνει χώρα μία πολύ
σημαντική εξέλιξη: στο κείμενο «Τιμαρίων» του Ψευδο-λουκιανού για πρώτη
φορά το όνομα Έλληνας σημαίνει τον εθνικά Έλληνα χριστιανό, όχι τον
ειδωλολάτρη. Φαίνεται όμως πως η αλλαγή αυτή δεν επεκτάθηκε. Το όνομα
«Έλλην» άρχισε να αποενοχοποιείται μετά το 1204 και την περίοδο που
εξετάζουμε εξακολουθούσε να είναι προσβλητικό, περιγράφοντας τον
παγανιστή, το μη χριστιανό.
Επί Κομνηνών η δημοτική ποίηση αναπτύχθηκε, και εικάζεται πως δύο από
τις πολλές παραλλαγές του έπους του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα γράφτηκαν
τότε. Η εποχή αυτή έχει να παρουσιάσει ένα τεράστιο όγκο αξιοθαύμαστων
πραγματειών και έργων του πνεύματος. Την αρχή έκανε ο ίδιος ο
αυτοκράτορας Αλέξιος Α’, που έγραψε τις Μούσες, ένα έμμετρο κείμενο με
400 δωδεκασύλλαβους στίχους, κάτι σαν οδηγό με συμβουλές για το γιο και
διάδοχο του Ιωάννη. Επίσης ο αδελφός του Αλέξιου, Ισαάκιος, μελέτησε τα
ομηρικά έπη και τα παραλειπόμενα τους, όπως και τις νεοπλατωνικές ιδέες
(παρότι ως ανώτατος αξιωματούχος τις κυνήγησε ως ανατρεπτικές), και τα
συμπύκνωσε όλα αυτά σε 5 συγγράμματα.
Την εποχή που εξετάζουμε συναντάμε πολλούς ενδιαφέροντες ιστοριογράφους.
Ο Νικηφόρος Βρυέννιος, επιφανής αριστοκράτης και ικανός στρατιωτικός, σύζυγος της Άννας Κομνηνής παρέδωσε την Ύλη Ιστορίας, που όμως έμεινε ημιτελής, με το θάνατο να σταματά το συγγραφέα ενώ είχε εξιστορήσει τα γεγονότα ως το 1079. Το έργο του έμελλε να συνεχίσει η πριγκίπισσα σύζυγος του. Η Άννα Κομνηνή είχε λάβει από μικρή τεράστια μόρφωση και ήταν ίσως η πιο καλλιεργημένη γυναίκα στον τότε κόσμο. Έζησε όλα τα γεγονότα που συντάραξαν τη βασιλεία του πατέρα της από κοντά, και είχε την τύχη να συναντήσει και να συζητήσει με πολλές σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Βοημούνδος του Τάραντα.
Το μνημειώδες και λεπτομερές έργο της, γραμμένο σε αρχαΐζουσα γλώσσα, ονομάστηκε Αλεξιάς, γιατί προπάντων καταγράφει τη ζωή και το έργο του αυτοκράτορα πατέρα της, από τότε που διέπρεπε σαν στρατηγός στα είκοσι του, ως το τέλος της ζωής του. Η Αλεξιάς είναι ένα λαμπρό έργο, όχι μόνο γιατί δίνει σαφείς πληροφορίες από ένα πρόσωπο που συμμετείχε στις εξελίξεις -άρα είναι αρκετά αξιόπιστο- αλλά και γιατί είναι υψηλής λογοτεχνικής και γλωσσικής ποιότητας. Η συγγραφέας από την αρχή υποστηρίζει πως πρόκειται για ένα έργο ειλικρινές και ουδέτερο, δεν αποφεύγει όμως να υμνεί τον αγαπημένο της πατέρα. Και η Άννα και ο Νικηφόρος χρησιμοποίησαν ως πηγές για παλαιότερα γεγονότα τρεις σπουδαίους ιστορικούς που προηγήθηκαν, το Σκυλίζτη, τον Ψελλό και τον Ατταλειάτη.
Την εποχή του Μανουήλ Α’ ένας γραμματέας των ανακτόρων γράφει τη δική του ιστορία. Ο Ιωάννης Κίνναμος υπήρξε πιστός συνοδός και ακόλουθος του μεγάλου αυτοκράτορα Μανουήλ σε κάθε πόλεμο, μάχη και εκστρατεία, φαίνεται μάλιστα πως έζησε από πρώτο χέρι τον όλεθρο του Μυριοκεφάλου. Στην Επιτομή του περιγράφει όλα τα γεγονότα που συνέβησαν επί της δυναστείας των Κομνηνών, με μεγαλύτερη έμφαση βέβαια σε αυτά που έζησε αυτοπροσώπως, τη βασιλεία δηλαδή του Μανουήλ.
Πέρα από την ιστοριογραφία, υπάρχουν και χρονογραφίες. Ο Ιωάννης Ζωναράς, επίσης γραμματέας των ανακτόρων όπου έζησε μετά το 1100, συγγράφει τα συμβάντα από κτίσεως κόσμου, που για τους Βυζαντινούς ήταν το 5.508 π.Χ. μέχρι το 1118. Δεύτερος έρχεται ο Κωνσταντίνος Μανασσής. Η Χρονική Σύνοψη που συνέγραψε στη σλαβονική γλώσσα είναι έμμετρη, αποτελούμενη από 6.773 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ολοκληρώθηκε δε στις αρχές της βασιλείας του Μανουήλ Α’, η διήγηση όμως σταματά το 1081.
Από τη συγγραφή δε θα μπορούσε να απέχει ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μανουήλ, που συνέταξε θεολογικές πραγματείες. Εκτός από αυτές, έγραψε και ένα κείμενο για να υπερασπίσει την αστρολογία, στην οποία έδινε μεγάλη βάση όσο ζούσε, προς μεγάλη δυσφορία των αρχιερέων του, που θεωρούσαν τους αστρολόγους απατεώνες και σατανικούς μάγους.
Μεγάλη προσωπικότητα της εποχής ήταν ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, που έγραψε για την ιστορία, τη θεολογία και για φιλολογικά θέματα. Αυτός παρότρυνε το Μανουήλ να καταργήσει τη δουλεία. Έγραψε σπουδαία σχόλια πάνω στον Όμηρο και στα έργα του Πινδάρου, τα δεύτερα όμως έχουν χαθεί. Ως το 1175 δίδασκε σε πανεπιστήμιο στη Βασιλεύουσα, οπότε άρχισε να ανελίσσεται ιεραρχικά, ώσπου το 1178 διορίστηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Το 1185 υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής της πόλης του και της σφαγής του ποιμνίου του από τους Νορμανδούς επιδρομείς, γεγονότα που περιγράφει γλαφυρά σε κείμενα του.
Στον τομέα της εκκλησιαστικής συγγραφής, η Πανοπλία Δογματική του μοναχού Ευστάθιου Ζηγαβινού κάνει εμφανή την πολιτική των Κομνηνών απέναντι στους αιρετικούς. Το κείμενο αυτό, που γράφτηκε επί της βασιλείας του Αλέξιου Α’, αποτελεί σύνοψη των θέσεων της ορθοδοξίας. Ταυτόχρονα κατακεραυνώνει κάθε αιρετική ή γενικά παρεκκλίνουσα διδασκαλία. Ο αυτοκράτορας και γενικά η δυναστεία των Κομνηνών παρουσιάζονται, τόσο στο γραπτό κείμενο όσο και στις μικρογραφίες, ως κυρίαρχοι ελέω Θεού και αγαπημένοι εκλεκτοί του Χριστού, αμείλικτοι τιμωροί των εχθρών της ορθοδοξίας. Αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα κρατικής προπαγάνδας την περίοδο που εξετάζουμε.
Η τέχνη γνώρισε μεγάλη άνθιση εκείνη την εποχή. Τα ψηφιδωτά επανέρχονται στους τοίχους των εκκλησιών και των μεγάρων και γίνονται πιο ζωντανά, σχεδόν τρισδιάστατα, με ζωηρά, φωτεινά χρώματα, δείχνοντας πέρα από μορφές αγίων, και σκηνές ζώων, φυτών και φυσικών τοπίων. Η ζωγραφική ανθεί επίσης, όπως και η αρχιτεκτονική. Στην τελευταία αναπτύχθηκαν δύο σχολές, αυτή της Κωνσταντινούπολης και η ελλαδική, οι αρχιτέκτονες και οι τεχνίτες των οποίων οικοδόμησαν πολλές εκκλησίες σε νέα, επαναστατικά σχέδια και ρυθμούς. Κορυφαίο παράδειγμα της ζωγραφικής της εποχής είναι οι τοιχογραφίες της εκκλησίες του Αγίου Παντελεήμονος στο Νέρεζι της πρώην Γιουγκοσλαβίας και η διάσημη εικόνα της Παναγίας του Βλαδιμήρ, ενώ όσον αφορά τα ψηφιδωτά ίσως το καλύτερο να είναι αυτό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, με το αυτοκρατορικό ζεύγος Ιωάννη Β’ και Ειρήνης να πλαισιώνει την Παναγία Βρεφοκρατούσα. Στην Αγία Σοφία επίσης σώζεται το ψηφιδωτό του πρωτότοκου γιου του Ιωάννη πρίγκιπα Αλέξιου, που πέθανε όμως πριν τον πατέρα του. Αξιόλογα είναι και τα ψηφιδωτά της Μονής του Δαφνίου. Η μικροτεχνία γνωρίζει επίσης ακμή, με εκατοντάδες εργαστήρια σε όλη την επικράτεια να φτιάχνουν δισκοπότηρα, πιάτα, δίσκους, κύπελλα, μαγειρικά σκεύη, λιβανιστήρια, μανουάλια, κηροπήγια και δοχεία από χρυσό, ασήμι ή και πιο φθηνά μέταλλα, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του πελάτη.
Όλος ο κόσμος επηρεάζεται από το Βυζάντιο. Οι μεγάλοι καθεδρικοί του Παλέρμο (Μαρτοράνα, Παλατιανό Παρεκκλήσι) και του Αγίου Μάρκου της Βενετίας διακοσμούνται από Έλληνες τεχνίτες ή από εντόπιους που όμως αντιγράφουν τη βυζαντινή τεχνοτροπία. Και οι ορθόδοξοι Ρώσοι βρίσκουν στο Βυζάντιο των Κομνηνών ένα μέντορα που θα τους εμπνεύσει για να φιλοτεχνήσουν. Οι νέες εκκλησίες και μονές γίνονται σε καινοτόμα αρχιτεκτονικά σχέδια, που θα αποτελέσουν τη βάση με την οποία, μερικές δεκαετίες αργότερα, οι Δυτικοί θα υψώσουν στα ουράνια τους δικούς τους καθεδρικούς ναούς.
Του Μάριου Νοβακόπουλου, αναδημοσίευση από Νέα Πολιτική
Την εποχή που εξετάζουμε συναντάμε πολλούς ενδιαφέροντες ιστοριογράφους.
Ο Νικηφόρος Βρυέννιος, επιφανής αριστοκράτης και ικανός στρατιωτικός, σύζυγος της Άννας Κομνηνής παρέδωσε την Ύλη Ιστορίας, που όμως έμεινε ημιτελής, με το θάνατο να σταματά το συγγραφέα ενώ είχε εξιστορήσει τα γεγονότα ως το 1079. Το έργο του έμελλε να συνεχίσει η πριγκίπισσα σύζυγος του. Η Άννα Κομνηνή είχε λάβει από μικρή τεράστια μόρφωση και ήταν ίσως η πιο καλλιεργημένη γυναίκα στον τότε κόσμο. Έζησε όλα τα γεγονότα που συντάραξαν τη βασιλεία του πατέρα της από κοντά, και είχε την τύχη να συναντήσει και να συζητήσει με πολλές σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Βοημούνδος του Τάραντα.
Το μνημειώδες και λεπτομερές έργο της, γραμμένο σε αρχαΐζουσα γλώσσα, ονομάστηκε Αλεξιάς, γιατί προπάντων καταγράφει τη ζωή και το έργο του αυτοκράτορα πατέρα της, από τότε που διέπρεπε σαν στρατηγός στα είκοσι του, ως το τέλος της ζωής του. Η Αλεξιάς είναι ένα λαμπρό έργο, όχι μόνο γιατί δίνει σαφείς πληροφορίες από ένα πρόσωπο που συμμετείχε στις εξελίξεις -άρα είναι αρκετά αξιόπιστο- αλλά και γιατί είναι υψηλής λογοτεχνικής και γλωσσικής ποιότητας. Η συγγραφέας από την αρχή υποστηρίζει πως πρόκειται για ένα έργο ειλικρινές και ουδέτερο, δεν αποφεύγει όμως να υμνεί τον αγαπημένο της πατέρα. Και η Άννα και ο Νικηφόρος χρησιμοποίησαν ως πηγές για παλαιότερα γεγονότα τρεις σπουδαίους ιστορικούς που προηγήθηκαν, το Σκυλίζτη, τον Ψελλό και τον Ατταλειάτη.
Την εποχή του Μανουήλ Α’ ένας γραμματέας των ανακτόρων γράφει τη δική του ιστορία. Ο Ιωάννης Κίνναμος υπήρξε πιστός συνοδός και ακόλουθος του μεγάλου αυτοκράτορα Μανουήλ σε κάθε πόλεμο, μάχη και εκστρατεία, φαίνεται μάλιστα πως έζησε από πρώτο χέρι τον όλεθρο του Μυριοκεφάλου. Στην Επιτομή του περιγράφει όλα τα γεγονότα που συνέβησαν επί της δυναστείας των Κομνηνών, με μεγαλύτερη έμφαση βέβαια σε αυτά που έζησε αυτοπροσώπως, τη βασιλεία δηλαδή του Μανουήλ.
Πέρα από την ιστοριογραφία, υπάρχουν και χρονογραφίες. Ο Ιωάννης Ζωναράς, επίσης γραμματέας των ανακτόρων όπου έζησε μετά το 1100, συγγράφει τα συμβάντα από κτίσεως κόσμου, που για τους Βυζαντινούς ήταν το 5.508 π.Χ. μέχρι το 1118. Δεύτερος έρχεται ο Κωνσταντίνος Μανασσής. Η Χρονική Σύνοψη που συνέγραψε στη σλαβονική γλώσσα είναι έμμετρη, αποτελούμενη από 6.773 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ολοκληρώθηκε δε στις αρχές της βασιλείας του Μανουήλ Α’, η διήγηση όμως σταματά το 1081.
Από τη συγγραφή δε θα μπορούσε να απέχει ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μανουήλ, που συνέταξε θεολογικές πραγματείες. Εκτός από αυτές, έγραψε και ένα κείμενο για να υπερασπίσει την αστρολογία, στην οποία έδινε μεγάλη βάση όσο ζούσε, προς μεγάλη δυσφορία των αρχιερέων του, που θεωρούσαν τους αστρολόγους απατεώνες και σατανικούς μάγους.
Μεγάλη προσωπικότητα της εποχής ήταν ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, που έγραψε για την ιστορία, τη θεολογία και για φιλολογικά θέματα. Αυτός παρότρυνε το Μανουήλ να καταργήσει τη δουλεία. Έγραψε σπουδαία σχόλια πάνω στον Όμηρο και στα έργα του Πινδάρου, τα δεύτερα όμως έχουν χαθεί. Ως το 1175 δίδασκε σε πανεπιστήμιο στη Βασιλεύουσα, οπότε άρχισε να ανελίσσεται ιεραρχικά, ώσπου το 1178 διορίστηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Το 1185 υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής της πόλης του και της σφαγής του ποιμνίου του από τους Νορμανδούς επιδρομείς, γεγονότα που περιγράφει γλαφυρά σε κείμενα του.
Στον τομέα της εκκλησιαστικής συγγραφής, η Πανοπλία Δογματική του μοναχού Ευστάθιου Ζηγαβινού κάνει εμφανή την πολιτική των Κομνηνών απέναντι στους αιρετικούς. Το κείμενο αυτό, που γράφτηκε επί της βασιλείας του Αλέξιου Α’, αποτελεί σύνοψη των θέσεων της ορθοδοξίας. Ταυτόχρονα κατακεραυνώνει κάθε αιρετική ή γενικά παρεκκλίνουσα διδασκαλία. Ο αυτοκράτορας και γενικά η δυναστεία των Κομνηνών παρουσιάζονται, τόσο στο γραπτό κείμενο όσο και στις μικρογραφίες, ως κυρίαρχοι ελέω Θεού και αγαπημένοι εκλεκτοί του Χριστού, αμείλικτοι τιμωροί των εχθρών της ορθοδοξίας. Αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα κρατικής προπαγάνδας την περίοδο που εξετάζουμε.
Η τέχνη γνώρισε μεγάλη άνθιση εκείνη την εποχή. Τα ψηφιδωτά επανέρχονται στους τοίχους των εκκλησιών και των μεγάρων και γίνονται πιο ζωντανά, σχεδόν τρισδιάστατα, με ζωηρά, φωτεινά χρώματα, δείχνοντας πέρα από μορφές αγίων, και σκηνές ζώων, φυτών και φυσικών τοπίων. Η ζωγραφική ανθεί επίσης, όπως και η αρχιτεκτονική. Στην τελευταία αναπτύχθηκαν δύο σχολές, αυτή της Κωνσταντινούπολης και η ελλαδική, οι αρχιτέκτονες και οι τεχνίτες των οποίων οικοδόμησαν πολλές εκκλησίες σε νέα, επαναστατικά σχέδια και ρυθμούς. Κορυφαίο παράδειγμα της ζωγραφικής της εποχής είναι οι τοιχογραφίες της εκκλησίες του Αγίου Παντελεήμονος στο Νέρεζι της πρώην Γιουγκοσλαβίας και η διάσημη εικόνα της Παναγίας του Βλαδιμήρ, ενώ όσον αφορά τα ψηφιδωτά ίσως το καλύτερο να είναι αυτό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, με το αυτοκρατορικό ζεύγος Ιωάννη Β’ και Ειρήνης να πλαισιώνει την Παναγία Βρεφοκρατούσα. Στην Αγία Σοφία επίσης σώζεται το ψηφιδωτό του πρωτότοκου γιου του Ιωάννη πρίγκιπα Αλέξιου, που πέθανε όμως πριν τον πατέρα του. Αξιόλογα είναι και τα ψηφιδωτά της Μονής του Δαφνίου. Η μικροτεχνία γνωρίζει επίσης ακμή, με εκατοντάδες εργαστήρια σε όλη την επικράτεια να φτιάχνουν δισκοπότηρα, πιάτα, δίσκους, κύπελλα, μαγειρικά σκεύη, λιβανιστήρια, μανουάλια, κηροπήγια και δοχεία από χρυσό, ασήμι ή και πιο φθηνά μέταλλα, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του πελάτη.
Όλος ο κόσμος επηρεάζεται από το Βυζάντιο. Οι μεγάλοι καθεδρικοί του Παλέρμο (Μαρτοράνα, Παλατιανό Παρεκκλήσι) και του Αγίου Μάρκου της Βενετίας διακοσμούνται από Έλληνες τεχνίτες ή από εντόπιους που όμως αντιγράφουν τη βυζαντινή τεχνοτροπία. Και οι ορθόδοξοι Ρώσοι βρίσκουν στο Βυζάντιο των Κομνηνών ένα μέντορα που θα τους εμπνεύσει για να φιλοτεχνήσουν. Οι νέες εκκλησίες και μονές γίνονται σε καινοτόμα αρχιτεκτονικά σχέδια, που θα αποτελέσουν τη βάση με την οποία, μερικές δεκαετίες αργότερα, οι Δυτικοί θα υψώσουν στα ουράνια τους δικούς τους καθεδρικούς ναούς.
Του Μάριου Νοβακόπουλου, αναδημοσίευση από Νέα Πολιτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου