του Κώστα Μελά
Μία από τις αιτίες της αρνητικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ το 2016 και των χαμηλότερων ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας την διετία 2017-2018 από τους στόχους που είχαν τεθεί, ήταν και το γεγονός ότι περικόπηκαν οι δημόσιες επενδύσεις σε σχέση με τους στόχους που είχαν τεθεί στο πλαίσιο των αντίστοιχων κρατικών προϋπολογισμών.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων υποεκτελέστηκε κατά 462 εκατ. ευρώ το 2016, κατά 800 εκατ. ευρώ το 2017 και κατά 513 εκατ. ευρώ το 2018. Επιπλέον, το 2019 το ίδιο Πρόγραμμα μειώθηκε κατά 550 εκατ. ευρώ σε σχέση με την πρόβλεψη του Μεσοπρόθεσμου
Προγράμματος 2019-2022 που είχε εγκριθεί τον Ιούνιο 2018.
Οι περικοπές έγιναν από το σκέλος των εθνικών πόρων του Προγράμματος, έτσι ώστε να είναι δυνατή να προστεθεί η μείωση των δαπανών στο πρωτογενές πλεόνασμα και να δημιουργηθεί το υπερπλεόνασμα. Να σημειωθεί ότι όταν οι περικοπές γίνονται από το σκέλος που συγχρηματοδοτείται από τα ευρωπαϊκά κονδύλια δεν μπορεί να δημιουργηθεί δημοσιονομικό πλεόνασμα, αφού η μείωση των δαπανών συνοδεύεται από ανάλογη μείωση των εσόδων. Συνολικά, το 2016-18 το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων περικόπηκε ή υποεκτελέστηκε κατά 1.775 εκατ. ευρώ.
Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 58% των πόρων που χορηγήθηκαν την ίδια περίοδο για έκτακτα κοινωνικά επιδόματα. Η δαπάνη της επιδοματικής πολιτικής (κοινωνικό μέρισμα) ανήλθε σε 617 εκατ. ευρώ το 2016, 717 εκατ. ευρώ το 2017 και 885 εκατ. ευρώ το 2018. Αντιστοιχεί σε περίπου 20% του υπερπλεονάσματος της περιόδου 2016-18. Προσθέτοντας τα 800 εκατ. ευρώ της ενίσχυσης των συνταξιούχων το 2019, η συνολική δαπάνη των επιδομάτων ανέρχεται σε 3 δισ. ευρώ κατά το 2016-19.
Όσοι αντιτίθενται στην επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ συνδέουν ευθέως την πολιτική αυτή με την υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Όμως, από τα στοιχεία προκύπτει ότι η συνολική δαπάνη (κοινωνικό μέρισμα) αποτελεί μόνο το 20% του παραχθέντος υπερπλεονάσματος την τριετία 2016-2018 ύψους 11.010 εκατ. ευρώ.
Συνεπώς, το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι το ακόλουθο: ποια ήταν η λογική που στηρίζει αυτή τη συμπεριφορά, δηλαδή τη μη πλήρη εκτέλεση του Προγράμματος και μάλιστα από ένα κόμμα που ρητορικά-ιδεολογικά είναι υπέρ των δημοσίων επενδύσεων; Τι θα συνέβαινε αν τα σωρευμένα πρωτογενή υπερπλεονάσματα ήταν 9 δις και όχι 11 δις; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου και των κομμάτων!
Δεδομένα τα οφέλη
Ανεξαρτήτως, πάντως, των «μεταφυσικών εξηγήσεων» η απόλυτη προσαρμογή, μέχρι υπερβάσεων, στη λογική του μνημονιακού προγράμματος αποτελεί μια θεμιτή εξήγηση.Τα οφέλη από την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων είναι δεδομένα και δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν. Η αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης επαναπροσδιορίζει το μέγεθος και τη σύνθεση της εγχώριας ζήτησης και επιφέρει αμεσότερα και ισχυρότερα θετικά αποτελέσματα στη συνολική ζήτηση και στο προϊόν από ό,τι μια αντίστοιχη αύξηση της δημόσιας δαπάνης για κατανάλωση.
Μέσω εξωτερικών οικονομιών δημιουργεί προστιθέμενη αξία, η οποία διαχέεται σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Oι επενδύσεις σε υποδομές έχουν σημαντικά βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα οικονομικά οφέλη, αφού δημιουργούν ζήτηση και θέσεις απασχόλησης στις κατασκευές και άλλους οικονομικούς κλάδους, με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για τη συνολική ζήτηση και το ΑΕΠ.
Πρόσφατες μελέτες τεκμηριώνουν ότι ο οικονομικός πολλαπλασιαστής των δημοσίων δαπανών είναι σημαντικά μεγαλύτερος όταν η οικονομία είναι σε ύφεση, με το ΑΕΠ να υπολείπεται από το επίπεδο δυνητικής παραγωγής, όπως στην Ελλάδα κατά την έξοδο από την κρίση. Ο πολλαπλασιαστής δημοσίων επενδύσεων σε συνθήκες ύφεσης έχει εκτιμηθεί, με βάση τη διεθνή εμπειρία, περίπου στο 1,9. Για κάθε ευρώ που το κράτος επενδύει στις υποδομές το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 1,9 ευρώ.
Πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα
Υψηλότερα μεγέθη έχουν εκτιμηθεί για την ελληνική οικονομία όπου υπολογίζεται ότι μια αύξηση των δημοσίων επενδύσεων κατά 1 ευρώ αυξάνει το ΑΕΠ από 2,91 ευρώ μέχρι 3,99 ευρώ σε ορίζοντα 12 τριμήνων (τριετίας). Επίσης, σε πρόσφατη εμπειρική διερεύνηση της Τραπέζης της Ελλάδος, εξετάζεται η επίδραση μιας μόνιμης ceteris paribus αύξησης των δημόσιων επενδύσεων κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, η οποία λαμβάνει χώρα στις αρχές του 2018, στο πραγματικό ΑΕΠ, τις πραγματικές ιδιωτικές επενδύσεις και την απασχόληση.Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων έχει θετική επίδραση στο ΑΕΠ, η οποία γίνεται ορατή ήδη από την πρώτη περίοδο και ισχυροποιείται με την πάροδο του χρόνου. Ειδικότερα, εάν το 2018 οι δημόσιες επενδύσεις είχαν αυξηθεί κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ σε σχέση με το 2017, αντί της μείωσης που παρουσίασαν, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2018 θα ήταν κατά 0,79% υψηλότερος από ό,τι εν τέλει καταγράφηκε.
Η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα μεσομακροπρόθεσμα, οδηγώντας σε σωρευτική αύξηση του επιπέδου του ΑΕΠ κατά 1,14% μετά από 10 έτη και 1,9% σε περίοδο μεγαλύτερη των 10 ετών, σε σχέση με το 2017.
Ταυτόχρονα, η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων επιφέρει μόνιμη αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και της απασχόλησης. Ο λόγος είναι ότι οι δημόσιες επενδύσεις αυξάνουν την παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα και δημιουργούν κίνητρα για την ανάληψη νέων ιδιωτικών επενδύσεων με θετικό αντίκτυπο στην απασχόληση.
από το «https://slpress.gr/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου