Συνέντευξη της «Ρήξης» με τον Κωνσταντίνο Φουντουλάκη, καθηγητή Ψυχιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δημοσιεύθηκε στο φ. 163 (Δεκέμβριος 2020).
Η έρευνά σας, που δημοσιεύθηκε στη διεθνή επιθεώρηση Journal of Affective Disorders, έκανε αίσθηση στον ελληνικό Τύπο, ιδίως σε ό,τι αφορά στα ευρήματά σας σχετικά με το μέρος του πληθυσμού που φλερτάρει με αντισυμβατικές ερμηνείες της πανδημίας. Εφτά στους δέκα ενδέχεται να επηρεάζονται από αυτές τις θεωρίες…
Κ. Φουντουλάκης: Κατ’ αρχάς, θα ήταν καλό να τοποθετήσουμε τα νούμερα στο σωστό τους πλαίσιο. Είναι το 1/3, που είναι απολύτως αρνητικό απέναντι στις θεωρίες συνωμοσίας, άλλο 1/3 που προβληματίζεται σε σχέση με αυτές και 1/3 που είναι απόλυτα πεπεισμένο για την εγκυρότητά τους. Άρα, αν αφαιρέσουμε το 1/3 που έχει απολύτως αρνητική στάση, έχουμε ένα 70% που δέχεται κάποια επίδραση από αυτές, αλλά που δεν είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι «σκληροί ακόλουθοι» αυτών των θεωριών.
Κάτι ακόμα, που οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε, είναι ότι ούτε το 30% εκείνων που τις αποδέχονται ολοκληρωτικά είναι ένας δείκτης που λέει όλη την αλήθεια. Αν πάμε σε εντελώς παράδοξες εκδοχές των θεωριών αυτών, όπως το 5G ή οι εξωγήινοι, εκεί έχουμε μια πολύ χαμηλή αποδοχή, της τάξης του 3%-5%. Όταν όμως πάμε σε θεωρίες πολιτικο-ιδεολογικής υφής, για την ύπαρξη μιας εβραϊκής συνωμοσίας ή εκείνης της Λέσχης Μπίντελμπεργκ, εκεί προσεγγίζουμε ή υπερβαίνουμε το 50%.
Πώς ερμηνεύετε τη στάση αυτή που εντοπίζεται σ’ ένα μέρος του πληθυσμού;
Κ.Φ: Κατά πάσα πιθανότητα, πρόκειται για ένα βασικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Θεωρίες τέτοιου τύπου υπήρχαν πάντοτε στον κόσμο, μάλλον ήδη από την αρχαιότητα. Τα τελευταία χρόνια, και λόγω του διαδικτύου και της εντυπωσιακής ανάπτυξης της επικοινωνίας, είναι πιο εύκολο να εμφανιστούν και να κυκλοφορήσουν.
Είναι μια ανθρώπινη ανάγκη, απέναντι στον φόβο και το άγχος που προκαλεί μια πραγματικότητα που γίνεται απειλητική. Οι θεωρίες συνωμοσίας δίνουν μια ψευδαίσθηση ελέγχου. Δηλαδή, έχουμε έναν χαοτικό κόσμο, όπου ο οποιοσδήποτε μπορεί να πατήσει ένα κουμπί και να γίνει ένας πυρηνικός πόλεμος, αλλά κάτι τέτοιο αποτρέπεται, επειδή υποτίθεται υπάρχει η λέσχη Μπίντελμπεργκ που ελέγχει τα πάντα. Από την μια η ύπαρξη της συνιστά απειλή, από την άλλη όμως, είναι ανακουφιστική, γιατί δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να βγει εκτός ελέγχου και να πατήσει αυτό το κουμπί. Είναι δυσπροσαρμοστικός ο ψυχολογικός μηχανισμός αυτός, βέβαια, διότι αφήνει ανοιχτή την πόρτα σε παρατράγουδα πολιτικού τύπου. Αλλά σε ψυχολογικό επίπεδο είναι ανακουφιστικός.
Άρα, αν το συναρτήσουμε με την πανδημία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας μηχανισμός άμυνας;
Κ.Φ: Θα έλεγα καλύτερα ότι είναι ένας μηχανισμός προσαρμογής. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι δεν φαίνεται να παίζει ιδιαίτερο ρόλο η εκπαίδευση ή η ευφυΐα στη λειτουργία του. Υπάρχουν τουλάχιστον δυο νομπελίστες ιατρικής, ο Luc Montagnier και ο Kary Mullis, οι οποίοι ήταν οπαδοί διάφορων θεωριών συνωμοσίας. Αντιεμβολιαστής ήταν ο George Bernard Shaw ενώ επίσης η Λευκορωσίδα Νομπελίστας Λογοτεχνίας Svetlana Alexievich υποστηριζει τη σχέση COVID-19 και 5G! Άνθρωποι υψηλής μόρφωσης και ευφυΐας, που διολισθαίνουν σε τέτοιες θεωρίες. Επομένως, δεν είναι θέμα εκπαίδευσης, και αυτό το τονίζω διότι πολλοί καταλογίζουν την εξάπλωση των θεωριών αυτών στην «αμορφωσιά» κ.λπ. Δεν είναι αυτό. Είναι μια πολύ βαθιά ανάγκη πίσω ψυχολογικού τύπου. Όλος αυτός ο κόσμος δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι χαμηλής ευφυίας, αμόρφωτος ή εμφανίζει κάποια ψύχωση. Πρόκειται για έναν προβληματικό «παράλογο» τρόπο καθημερινής προσαρμογής.
Το σημαντικό είναι ότι οι θεωρίες αυτές δεν καθορίζουν απόλυτα την συμπεριφορά, αλλά την επηρεάζουν μόνο σε κάποιον βαθμό. Δηλαδή, κάποιος που πιστεύει ότι μας ψεκάζουν δεν βγαίνει ποτέ έξω με την ομπρέλα. Κάποιος που πιστεύει ότι το φθόριο είναι δηλητήριο δεν κάθεται να αποφθοριώσει το νερό. Κάθεται όμως να το συζητήσει στον (ψηφιακό σήμερα) καφενέ. Σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για μια λεκτική εκτόνωση, παρά για κάποια πίστη.
Μιλήσατε για πολιτικά παρατράγουδα, προηγουμένως, θέλετε να επεκταθούμε λίγο σε αυτό;
Κ.Φ: Οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν κάποια βασικά χαρακτηριστικά πολιτικού τύπου. Το ένα είναι ότι απορρίπτουν τη γνώμη των ειδικών, τους οποίους θεωρούν πουλημένους, μία πουλημένη ελίτ, με αντιλαϊκά χαρακτηριστικά. Όχι μόνο δηλαδή δεν συνδέεται με τον λαό, αλλά τον αντιμετωπίζει ως εχθρό και συνωμοτεί εναντίον του.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι τηρούν επιφυλακτική στάση απέναντι στη δημοκρατία. Στη δημοκρατία παίρνεις τη γνώμη του «ειδικού» και μετά μπαίνεις σε μια διαδικασία ν’ αποφασίσεις, ψηφίζεις δηλαδή, είτε ο ίδιος είτε οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί σου. Οι θεωρίες συνωμοσίας απορρίπτουν αυτήν την διαδικασία. Σου λέει, «αν αποφασίσεις να βγάλεις ένα νόμο για τις μάσκες,καταρρακώνεις τα ατομικά μου δικαιώματα». Άρα, εδώ μπαίνουμε σε μια αντιεξουσιαστικού-αναρχικού τύπου ιδεολογία, αρκετά ιδιότυπη –δεν έχει να κάνει δηλαδή με την κλασσική θεωρία του αναρχισμού, τον Μπακούνιν κ.λπ. Είναι ένας ιδιότυπος αντιεξουσιασμός καθώς ταυτόχρονα βασίζεται σε κάποιους «γκουρού», εκείνους που διδάσκουν τις θεωρίες αυτές.
Αυτά τα χαρακτηριστικά παραπέμπουν σε πρωτοφασιστικά φαινόμενα. Ας μην ξεχνάμε ότι, το περιβάλλον μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1910, με την εμπειρία του Πρώτου Πολέμου, την οικονομική κρίση, αλλά και την Ισπανική Γρίπη, οδήγησε στην έξαρση θεωριών συνωμοσίας –μην ξεχνάτε τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών– και την ανάπτυξη αποκρυφιστικών κινημάτων· αυτά όλα δημιούργησαν ένα υπόστρωμα πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε ο ναζισμός, που ενσωμάτωσε πολλά από αυτά τα στοιχεία. Αυτό είναι όλο το πακέτο του Μεσοπολέμου, και παρόμοιες σχέσεις βλέπουμε και σημερα μεταξύ ρευμάτων.
Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι της έρευνάς σας είναι ότι
φωτίζει τις ψυχολογικές επιπτώσεις από τα μέτρα που λαμβάνονται. Κυρίως
σε ό,τι αφορά στον εγκλεισμό και στο τι προκαλεί στον ανθρώπινο ψυχισμό…
Κ.Φ: Ο εγκλεισμός είναι κάτι το αρκετά αφύσικο για τον άνθρωπο, ο οποίος είναι κατά βάση κοινωνικό ον. Δεν είναι τόσο λογικό ον, όσο είναι συναισθηματικό και κοινωνικό. Ο αποκλεισμός του από την κοινωνική διαντίδραση γεννάει άγχος.
Υπάρχει ο συνδυασμός του φόβου με τον αποκλεισμό. Στο πρώτο λοκντάουν, δεν ήταν τόσο φοβερό και παρ’ όλα αυτά είχαμε διπλασιασμό ή και τριπλασιασμό της κατάθλιψης και της αυτοκτονικότητας. Σε αυτό εδώ το λοκνταουν, υπάρχει πολύ πιο έντονος ο φόβος, η κόπωση και το φάσμα της οικονομικής κρίσης. Πιθανόν λίγο πιο ζόρικα τα πράγματα.
Βέβαια, στο ενδεχόμενο που θα έχουμε μια εντυπωσιακή έξοδο από την πανδημία με την έλευση των εμβολίων, θα υπάρξει μια ανάταση. Οι μεγάλες και απότομες αλλαγές έχουν μεγάλο ψυχολογικό αποτέλεσμα. Αυτό όμως είναι μια υπόθεση εργασίας. Όσον αφορά το «εδώ και τώρα» η εκτίμησή μου είναι ότι έχουμε ποσοστά ψυχολογικής πίεσης υψηλότερα από τον πρώτο εγκλεισμό. Ακριβή στοιχεία δεν έχω, αλλά έχουμε έρευνα σε εξέλιξη και θα ξέρουμε σύντομα.
Στις μετρήσεις μας υπάρχει και κάτι ακόμα που είναι ενδιαφέρον. Είδαμε ότι το 77% των ανθρώπων που κυκλοφορούν στον δρόμο φοράει τη μάσκα με τον σωστό τρόπο. Το ποσοστό αυτό αφορά μεσοσταθμικά σε όλη την Ελλάδα. Αν λοιπόν υπολογίσουμε και εκείνους που την έχουν στο σαγόνι, βρίσκουμε ότι τουλάχιστον ένα 15-20% δεν τη φοράει καθόλου. Αν λάβουμε υπόψη μας και άλλες δημοσκοπήσεις, όλα τα ευρήματα δείχνουν ότι υπάρχει ένα 15%-20% το οποίο είναι σκληρά «αντισυμβατικό», με έναν τρόπο ξεκάθαρα αντιδραστικό.
Θεωρείτε ότι πρόκειται για μια κρίσιμη μάζα, η στάση της οποίας έχει επιπτώσεις στην εφαρμογή της γενικότερης πολιτικής;
Κ.Φ: Έχει, ναι. Το 15%-20% είναι ένα οριακό ποσοστό για να έχει πραγματικές επιπτώσεις, αλλά σίγουρα αποτελεί κερκόπορτα. Γιατί είναι εκείνο το κομμάτι που δεν σου επιτρέπει τον πλήρη έλεγχο της πανδημίας. Όσοι έχουν ταξιδέψει στην Άπω Ανατολή, σε χώρες όπως είναι η Σιγκαπούρη, η Ιαπωνία ή η Κορέα, θα καταλάβουν αμέσως τη διαφορά. Δεν μιλάω για τους δημοκρατικούς θεσμούς –γιατί οι χώρες είναι δημοκρατικές, όχι όμως με τον τρόπο που το εννοούμε στη Δύση.
Το σημαντικό σε αυτές τις κοινωνίες είναι η αυτοπειθάρχηση. Δεν χρειάζεται καν να λάβουν μέτρα καταστολής. Στη Σιγκαπούρη, αν πετάξεις αποτσίγαρο στο δρόμο, έχεις την αίσθηση ότι διέπραξες εσχάτη προδοσία. Εκεί, όταν θα τους πουν «φορέστε μάσκα», δεν χρειάζεται να το πουν και δεύτερη φορά. Εδώ, έχουμε ένα 20% που είναι ολοκληρωτικά απορριπτικό.
Πιστεύετε ότι η πολιτεία θα μπορούσε να παρέμβει υποστηρικτικά ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο θα μπορούσατε να εισηγηθείτε;
Κ.Φ.: Τα δεδομένα από το πρώτο λοκντάουν δείχνουν ότι δεν ήταν οριζόντια η επίπτωση στον πληθυσμό. Επηρεάστηκαν κυρίως οι ευάλωτες ομάδες. Το θέμα είναι ότι με το δεύτερο λοκντάουν οι ευάλωτες ομάδες σίγουρα έχουν αυξηθεί, διότι αυξήθηκε η οικονομική κρίση και η πίεση είναι αυξημένη. Η αίσθησή μου όμως είναι ότι, ακόμη και τώρα, δεν είναι οριζόντια η πίεση και συνεπώς δεν θα είναι οριζόντιες οι ανάγκες. Με την άρση της ιστορίας αυτής, σε 2, 3, ή 4 μήνες, και πάλι δεν θα είναι οριζόντιες οι ψυχολογικές ανάγκες. Η πολιτεία θα πρέπει να βοηθήσει, αλλά όχι οριζόντια.
Εάν πάρει οριζόντια μέτρα, δεν θα είναι τόσο αποτελεσματικά. Θα έχει πολύ μεγάλη σπατάλη πόρων. Τα περισσότερα κράτη προσπαθούν να κάνουν κάθετες παρεμβάσεις, αλλά δεν τα πολυκαταφέρνουν, και ο λόγος είναι πρακτικός. Δεν μπορείς εύκολα να ανιχνεύσεις τις ευάλωτες ομάδες, οπότε μπαίνεις σε μια διαδικασία οριζόντιων μέτρων, και λες «ό,τι πιάσω». Γι’ αυτό για παράδειγμα και τα μέτρα για την πρόληψη των αυτοκτονιών έχουν συνολικά αποτύχει.
Όταν ηρεμήσουν τα πράγματα και θα έχουμε χρόνο και άνεση για σχεδιασμό, νομίζω ότι θα πρέπει να προβλέψουμε αυτόν τον παράγοντα· θα πρέπει και η πολιτική προστασία να τον συμπεριλάβει στον σχεδιασμό της. Το ενδεχόμενο ότι ο πληθυσμός μπορεί να καταρρεύσει, κατά ένα 20-25%, είναι κάτι που αυξάνει πάρα πολύ την πίεση στο σύστημα και θα πρέπει να κληθείς να το διαχειριστείς. Το ότι άλλο ένα 15-20% δε θα συνεργάζεται στα μέτρα επίσης πρέπει να το λάβεις υπόψη σου.
Πρέπει να έχουμε ένα σύστημα υγείας το οποίο να μπορεί να ανταπεξέλθει σε τέτοιου είδους καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα έρθει: Μία θερμή κρίση με την Τουρκία ή μια νέα πανδημία μέσα σε δέκα χρόνια ή, ακόμα, ένας μεγάλος σεισμός.
Δεν έχουμε τηλεϊατρική, για παράδειγμα τηλεψυχιατρική. Υπολειπόμαστε
σε πάρα πολλά πράγματα και η λύση δεν μπορεί να έρθει ξαφνικά από πάνω,
να μαζευτούμε δηλαδή πέντε άτομα και να πούμε ότι θα κάνουμε
τηλεψυχιατρική, και να τη στήσουμε. Δε γίνεται με μαγικά κάτι τέτοιο.
Άρα υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα, αυτό των υποδομών.
Κ.Φ: Βεβαίως, γιατί πας να κάνεις τηλεκπαίδευση στα δημοτικά και πέφτουν οι γραμμές. Εδώ πέφτουν και χωρίς να έχουμε τηλεκπαίδευση. Αυτά είναι θέματα τα οποία είχαν παραμεληθεί τις τελευταίες δεκαετίες, για διάφορους λόγους, και όχι μόνο οικονομικούς, εγώ δεν είμαι σίγουρος ότι αυτός ήταν ο λόγος.
Επίσης, χρειάζεται πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, σίγουρα. Εξαρτάται όμως τι εννοείς πρωτοβάθμια φροντίδα. Χρειάζεται ένα δίκτυο το οποίο να ασκεί επίβλεψη και κυρίως να έχει λογοδοσία, να ξέρουμε τι κάνει καθένας. Γράφει απλά συνταγές στους ηλικιωμένους;
Η πρωτοβάθμια φροντίδα απαιτεί ένα δικτυωμένο σύστημα, το οποίο να έχει και υποστήριξη από πιο ειδικούς. Να μπορείς να κάνεις μεταφορά δεδομένων. Εάν, λογουχάρη, χρειαστεί κάποιος άνθρωπος ξαφνικά να νοσηλευτεί στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, να μπορεί να πάει ο φάκελός του από το πρωτοβάθμιο επίπεδο που τον παρακολουθεί.
Δεν έχουμε τα βασικά που δε στοιχίζουν και τίποτα. Εάν πάει κανείς στο εθνικό σύστημα υγείας της Αγγλίας, είτε μπαίνεις στο νοσοκομείο του Νιουκάστλ είτε στο νοσοκομείο του Ντέβονσαϊρ είναι το ίδιο πράγμα. Έχει τις ίδιες διαδικασίες τυποποιημένες, μη σας πω ότι και οι τοίχοι είναι βαμμένοι στο ίδιο χρώμα, που λέει ο λόγος.
Στην Ελλάδα, τίποτε δεν είναι προτυποποιημένο. Ούτε καν τα φύλλα νοσηλείας. Κάθε κλινική μπορεί να έχει τα δικά της. Ειδικά αυτό που σας λέω τώρα δεν είναι δύσκολο να γίνει. Με την προτυποποίηση μπορείς να κάνεις μία προκήρυξη για συμβάσεις, και εκείνος που θα έρθει, να είναι λειτουργικός την επόμενη μέρα. Να μη χρειάζεται μια βδομάδα για να μάθει πως θα κινείται. Όταν κάνεις οικονομία χρόνου και δυνάμεων, γίνεσαι εξαιρετικά ευέλικτος.
Πολύς λόγος γίνεται για τις αιφνίδιες αλλαγές που θα επιφέρει η πανδημία, εσείς τι βλέπετε να συμβαίνει στα πεδία που συζητάμε;
Κ.Φ: Κυκλοφορούν διάφοροι τίτλοι σε άρθρα του τύπου «ήρθε η πανδημία να αλλάξει τον κόσμο». Όμως, εάν σκεφτείτε τα γεγονότα από το 1990 και μετά, θα βρείτε τόσα πολλά γεγονότα που άλλαξαν τον κόσμο: Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η οικονομική κρίση στην Ασία του 1996-1997, η άνοδος της Κίνας ή η οικονομική κρίση του 2008-10. Κάθε πέντε δέκα χρόνια συμβαίνει κάτι που αλλάζει τον κόσμο.
Κάθε τι το οποίο συμβαίνει, αναδεικνύει τις ανάγκες και πιέζει προς μια προσαρμογή. Και η πανδημία δείχνει ως προς αυτό κάποια πράγματα. Το πρώτο είναι ότι έχουμε μία σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία. Ο αιώνας μας θα είναι αιώνας απειλής των πανδημιών. Άρα πρέπει να υπάρξει μία παγκόσμια πολιτική υγειονομικής επιτήρησης ευαίσθητων περιοχών από τις οποίες ξεκινάνε οι επιδημίες και σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάτι στο οποίο πρέπει να συμφωνήσουν τα κράτη, γιατί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είναι ένας πολιτικός οργανισμός και δεν διαθέτει τα εργαλεία να το κάνει. Οι επιδημίες ξεκινούν από περιοχές που έχουν χαμηλή επιτήρηση. Αυτή η παράμετρος ενέχει και πολιτικά ζητήματα, γιατί μιλάμε για κράτη κυρίαρχα, που δεν μπορείς να τους πεις «ξέρετε κάτι; Θα κάνετε αυτό». Είναι ευαίσθητα θέματα, τα οποία πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διεθνών συνθηκών.
Το δεύτερο σημείο έχει να κάνει με την ιατρική. Το νέο εμβόλιο με το mRNA ενδέχεται να σηματοδοτήσει μία σοβαρή επανάσταση, γιατί μπορεί να αποτελέσει όχημα για νέου τύπου θεραπείες, οι οποίες ως τώρα δεν ήταν εφικτές. Αυτό μπορεί να είναι το πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο. Δηλαδή, ένα κομμάτι της τεχνολογίας που επιταχύνεται για να δημιουργήσει απαντήσεις στην πανδημία.
Βέβαια, για την τελευταία βγαίνουν και συμπεράσματα προς την αντίθετη κατεύθυνση: Για παράδειγμα, η πανδημία έδειξε ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει τηλεκπαίδευση σε παιδιά δημοτικού. Επίσης, έδειξε ότι η τηλεργασία είναι μια πολύ υπερτιμημένη ιστορία. Σε ένα σπίτι 60-70 τ.μ., δηλαδή, μπορεί η μάνα, ο πατέρας να κάνουν τηλεργασία και ταυτόχρονα τα δυο παιδιά από δίπλα να κάνουν τηλεκπαίδευση; Οι ψηφιακές ουτοπίες, στις οποίες κάποιοι σκέφτονταν ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε τα πάντα με τηλεκοντρόλ και τηλεπάθεια· λοιπόν, μάθαμε ότι αυτά δεν γίνονται, ή τουλάχιστον δε μπορεί να είναι η κυρίαρχη προσέγγιση σε κοινωνίες όπως η δική μας. Στη Σουηδία που το 50% του πληθυσμού μένει μόνο του μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα.
Αυτές οι επιλογές διαδραματίζουν συμπληρωματικό ρόλο και άρα μπορούμε να τις εκμεταλλευτούμε σε αυτήν την κατάσταση. Ένα παράδειγμα: Δε θα έπρεπε εδώ και 10-15 χρόνια να είχε ανεβάσει το Υπουργείο Παιδείας μαθήματα σε βίντεο. ακόμα και στο you tube; Εγώ το κάνω μόνος μου αυτό, εδώ και πολύ καιρό. Το πρόβλημα ήταν ότι μέχρι πρόσφατα όταν μιλούσε κανείς για ηλεκτρονικά συγγράμματα, online ή μαγνητοσκοπημένα μαθήματα και εκπαιδευτικά βοηθήματα υπήρχε μια σαφής περιρρέουσα αρνητική και σαφώς τεχνοφοβική ατμόσφαιρα. Και έτσι, καλούμαστε να τα υλοποιήσουμε αυτά τώρα, ενώ θα έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και μια δεκαετία.
Τέλος, μια άλλη διάσταση. Επειδή φαίνεται ότι θα αντιμετωπίσουμε ξανά θέματα κλεισίματος, πρέπει να υπάρχει μια ελάχιστη αυτάρκεια σε κάποια βασικά θέματα. Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με τις συμφωνίες του παγκόσμιου εμπορίου. Αλλά φαίνεται ότι δεν μπορείς να βασίζεσαι στο ότι θα σου στείλουν υγειονομικό υλικό οι Κινέζοι σε στιγμή κρίσης, όταν θα τις χρειάζονται και οι ίδιοι. Υπάρχουν ζητήματα τα οποία, ενώ γνωρίζαμε ότι υπάρχουν, τώρα τα είδαμε μπροστά μας. Όμως, τόσον καιρό λέγαμε, «θα τα συζητήσουμε αύριο αυτά τα πράγματα». Αυτό δεν ισχύει πια, πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε τώρα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου