Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Οι μετακεϋνσιανοί και ο νεοφιλελευθερισμός



Θεωρητικές Ιδέες και Πολιτική Πρακτική

του Σπύρου Στάλια*
Πρόλογος
Το άρθρο αυτό χωρίζεται σε πέντε μέρη.
Στο πρώτο μέρος υπάρχει μια ενδιαφέρουσα και θλιβερή ιστορία συνάμα. Μια ιστορία που με ευθύνη της αριστεράς, της δεξιάς και των καθηγητών των πανεπιστημίων δεν έχει λεχθεί ξεκάθαρα στη χώρα μας. Πως από το 1933 που άρχισαν να εφαρμόζονται οι μετακεϋνσιανές πολιτικές και ακόμα πιο έντονα από το 1945 και μετά, ο νεοφιλελευθερισμός δεν πέθανε, αλλά από το 1980 και μετά, ξαναγύρισε θριαμβευτικά στη ζωή μας, ως το κυρίαρχο υπόδειγμα που αποτελεί και την βάση συνύπαρξης μας στην ευρωζώνη.

Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται ο νεοφιλελευθερισμός της ευρωζώνης, ως θεωρητικό οικοδόμημα, αλλά και ως στοχευμένη πολιτική και οικονομική εφαρμογή, με άλλα λόγια τι ακριβώς εξυπηρετεί. Ο νεοφιλελευθερισμός ως σχολή σκέψης έλκει την καταγωγή της από τους Marshall, Walras, Wicksell, Hayek (Mount Pelerin Society), Friedman κά.
Στο τρίτο μέρος παρουσιάζεται η κεϋνσιανή και η μετακεϋνσιανή ακαδημαϊκή θεωρία, που έλκει την καταγωγή της, από τους Μάρξ, Καλέτσκι, Κέυνς, Σράφα, Λέρνερ κά. και πως αυτή η σχολή σκέψης ασκεί κριτική και καταρρίπτει τις υποθέσεις του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος.
Στο τέταρτο μέρος παρουσιάζεται η μετακεϋνσιανό υπόδειγμα ως ολοκληρωμένη πολιτική και οικονομική εφαρμογή και σε τι ακριβώς στοχεύει, με άλλα λόγια πως η έκδοση του χρήματος και η διαχείριση του επιστρέφει στη δικαιοδοσία του λαού.
Τέλος στο πέμπτο μέρος, που αποτελεί και τον επίλογο αυτού του άρθρου, διατυπώνονται ορισμένες πολιτικές προτάσεις με βάση την μέχρι τώρα γνωστή επιστημονική γνώση και την γνώση από την οικονομική ιστορία.
Εδώ θα πρέπει να τονίσω ότι το άρθρο αυτό, έχει γραφεί με επιστημονική εντιμότητα και καθ οιονδήποτε τρόπο δεν έχει εξάρτηση από οποιαδήποτε ιδεολογία οιουδήποτε χρώματος. Είναι ένα επιστημονικό άρθρο.
Η αιτία για να γραφεί αυτό το άρθρο είναι οι πρόσφατες εκλογές κατά τι οποίες οι Έλληνες υπερψήφισαν τα κόμματα του ευρώ, και συνεπώς ανέδειξαν τον νεοφιλελευθερισμό ως την μοναδική πολιτική λύση για να προχωρήσει η χώρα στο μέλλον, πάρα την δεκαετή ατελέσφορη λιτότητα που θα συνεχιστεί, ως προδιαγεγραμμένη φτωχοποίηση, ως το 2060.
Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι οι Έλληνες με την ψήφο τους επέδειξαν πλήρη αγνωσία, αγραμματοσύνη και ανευθυνότητα. Τι αλήθεια προσδοκούν μετά από δέκα χρόνια λιτότητας.
Καίτοι η κριτική αυτή με μια πρώτη ματιά φαίνεται εύλογη, εν τούτοις δεν μπορεί να εκληφθεί ως σοβαρή κριτική. Κανείς λαός δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει σε ποια γνώση μια οικονομική πολιτική στηρίζεται και ασκείται και ποιους εξυπηρετεί. Αυτό είναι καθήκον των πολιτικών και των πολιτικών σχηματισμών, μέσω των ΜΜΕ, να εξηγήσουν στο λαό γιατί η άσκηση μιας συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής είναι η δέουσα. Αλλά από ποιους οι πολιτικοί μαθαίνουν τα θέματα της οικονομίας; Μα από τους οικονομολόγους. Και οι οικονομολόγοι μαθαίνουν οικονομία στα Πανεπιστήμια. Έτσι φαίνεται.
Δεν υπάρχει κάτι που λέμε στην οικονομία που ως γνώση να μην έχει ρίζα στα Πανεπιστήμια. Ας αρχίσουμε από εδώ, από την γνώση.

Μέρος Πρώτο

1. Η μεγάλη ήττα

Πράγματι τα τελευταία σαράντα χρόνια ο νεοφιλελευθερισμός στα πανεπιστήμια έχει εξορίσει κάθε άλλη γνώση ή άλλο τρόπο σκέπτεσθαι στην οικονομία. Οι φοιτητές των οικονομικών σε όλα τα Πανεπιστήμια μαθαίνουν τα νεοφιλελεύθερα οικονομικά από το πρώτο έτος έως ότου τελειώσουν, με βαθμό δυσκολίας τα ίδια και τα ίδια να ντύνονται με μαθηματικά και να μαθαίνουν να δημιουργούν μοντέλα προβλεπτικών δυνατοτήτων. Επί της ουσίας δέχονται ότι η οικονομία είναι θετική (μαθηματική) επιστήμη και άρα η πραγματική οικονομία διέπεται από νόμους σταθερούς και αναλλοίωτους, δεν αλλάζουν με ανθρώπινες ενέργειες. Με δυό λόγια, οι νόμοι αυτοί μας λένε ότι αν οι αγορές αφεθούν να λειτουργήσουν ελεύθερες χωρίς την παρέμβαση του κράτους μακροχρόνια θα υπάρξει πλήρης απασχόληση και ευημερία. Από εδώ ξεκινούν όλες οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Οποιαδήποτε άλλη σχολή σκέψης δεν διδάσκεται, και αν οι φοιτητές τις συναντήσουν, θα είναι ή στην ιστορία των οικονομικών θεωριών ή στη θεωρία της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά με τρόπο επικριτικό και αποδοκιμαστικό.
Πως φθάσαμε σε αυτό το σημείο, μια γνώση να θεωρείται φυσική, και ταυτόχρονα αυτή η γνώση να εξυπηρετεί κοινωνικά μια τάξη ανθρώπων, πρωταρχικά την τάξη των τραπεζιτών και των κεφαλαιούχων και αυτών που συμπορεύονται μαζί τους, και αυτό να το αποδέχεται η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων και Ευρωπαίων; Πως φθάσαμε σε αυτή την κατάσταση, όλοι οι λαοί της ευρωζώνης να πιστεύουν ότι είναι θέλημα της φύσης να διοικούμαστε από την ΕΚΤ και από μια δράκα γραφειοκρατών στις Βρυξέλλες που πουθενά δεν απολογούνται;
Πως είναι δυνατόν αυτά να ισχύουν μετά την κρίση του 2008 που συνεχίζεται; Πως αυτό το αποδέχτηκε η λαϊκή δεξιά, η σοσιαλδημοκρατία και η ευρωπαϊκή αριστερά; Δεν αναφέρομαι στην αριστερά του «σταλινικού υποδείγματος» γιατί αυτή την αιωνιότητα των νόμων της ιστορίας, άλλη μεταφυσική αυτή, διαφορετική από την νεοφιλελεύθερη πλην όμως μεταφυσική, την περιέκλεισε στο τρίπτυχο «ένα αλάνθαστο κόμμα, ένας αρχηγός, ένα πλάνο». Όλα καλά.
Η ιστορία της επανόδου των νεοφιλελεύθερων οικονομικών του 19ου αιώνα και του μισού του 20ου αιώνα (έως το 1945), σχηματικά από το 1980 και μετά, αρχίζει το 1973 όταν ο OPEC επέβαλε μια τεράστια αύξηση στην τιμή του αργού πετρελαίου. Ένα κύμα επιταχυνόμενου πληθωρισμού και στασιμότητας άρχισε να εξαπλώνεται σε όλες τις δυτικές οικονομίες.
Το επικρατούν τότε υπόδειγμα του μπάσταρδου κεϋνσιανισμού, που ονομαζόταν «νεοκλασική σύνθεση», γέννημα κατ΄ εξοχήν των Hicks και Samuelson, ήταν μία νεοκλασική εκδοχή του Κέυνς, με άλλα λόγια δεν στηριζόταν τόσο στον Κέυνς όσο στην κλασσική οικονομία, αφού τα αξιώματα των κλασσικών εμπεριέχονται στο υπόδειγμα τους, ενώ ο Κέυνς τα είχε απορρίψει συλλήβδην. Έτσι χωρίς να περιέχει την θεωρία του Κέυνς για τον πληθωρισμό των τιμών των εμπορευμάτων και των μισθών, δεν μπόρεσε να δώσει απάντηση στο αιφνίδιο αυτό φαινόμενο. Το υπόδειγμα τους απέκλειε την ταυτόχρονη ύπαρξη πληθωρισμού και ύφεσης (stagflation) σε αντίθεση με το υπόδειγμα του Κέυνς.
Θεωρώντας και αυτοί την οικονομία ως φυσική επιστήμη, που σημαίνει ότι οι στατιστικές σειρές μας υποδεικνύουν αλάνθαστα το μέλλον, υπέδειξαν ότι σε κάθε χώρα υπάρχει μια αντισταθμιστική σχέση μεταξύ πληθωρισμού και ανεργίας. Αυτό σημαίνει ότι μια αύξηση της ανεργίας θα μειώσει τον πληθωρισμό και αντιστρόφως. Άρα η ενδεδειγμένη πολιτική για όλες τις κυβερνήσεις θα ήταν να ασκήσουν πολιτικές αύξησης της ανεργίας για να μειωθεί ο πληθωρισμός. Αυτές οι πολιτικές ασκήθηκαν με αποτέλεσμα και ο πληθωρισμός να αυξηθεί και η ανεργία. Καθολική αποτυχία της νεοκλασικής «κεϋνσιανής» σύνθεσης.
Την εποχή εκείνη του στασιμοπληθωρισμού, ο Μίλτον Φρίντμαν, κλασσικός θεωρητικός, διατύπωσε την άποψη ότι κάθε οικονομία έχει ένα «φυσικό ποσοστό ανεργίας», ότι και να γίνει, και δεν υπάρχει κάποια μακροχρόνια σχέση μεταξύ μεταβολών της απασχόλησης και του πληθωρισμού. Σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής αυτό σήμαινε ότι αν επιχειρήσετε να αυξήστε την ανεργία δεν έπεται ότι θα μειώστε τον πληθωρισμό. Αντ’ αυτού εισηγήθηκε απελευθέρωση των αγορών από την εποπτεία του κράτους και την παραίτηση του κράτους από κάθε άσκηση οικονομικής πολιτικής. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός θα επανέφερε την οικονομία σε ισορροπία.
Μετά από αυτά τα γεγονότα του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970, ο Κέυνς εξοστρακίστηκε από τα Πανεπιστήμια, χωρίς καμμία ευθύνη του, και τα νεοφιλελεύθερα οικονομικά μέχρι σήμερα είναι αυτά που διδάσκονται όλοι οι φοιτητές του κόσμου.
Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι οι νεοκλασικοί ποτέ δεν εγκατέλειψαν την μάχη να γίνουν το κυρίαρχο ρεύμα, από το 1933 που ο Ρούζβελτ ανέλαβε την εξουσία και κυρίως από το 1945 που επιβλήθηκε διεθνώς η συνθήκη του Μπρέττον Γούντς.
Εκατοντάδες τράπεζες και κεφαλαιούχοι χρηματοδότησαν πανεπιστήμια, καθηγητές, ιδρύματα, οικονομικά περιοδικά, πολιτικά περιοδικά, κινήματα εφημερίδες τηλεοράσεις, πολιτικούς, δημοσιογράφους να αναδείξουν ξανά την κλασσική θεωρία ως την φυσική κύρια θεωρία της οικονομίας.
Η αποθέωση της νεοφιλελεύθερης θεωρίας έγινε με την «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» το 1989 και με την «Συνθήκη του Μάαστριχτ» το 1992, που μέσα από αυτές, υποτίθεται ότι τα σημερινά οικονομικά εμπεριέχουν την συμβατική σοφία που κάθε κοινωνία θα πρέπει να υιοθετεί. Η γνώση αυτή έγινε κυρίαρχη γνώση, διδάσκεται ως αυθεντική γνώση σε όλα τα Πανεπιστήμια, και πήρε τον δρόμο της για να γίνει πολιτική θεωρία και πρακτική και πίστη στις κοινωνίες, χωρίς βία αλλά με δημοκρατικές διαδικασίες, καίτοι η γνώση αυτή έχει ανάγκη τον περιορισμό της δημοκρατίας.
Σε αυτή την τέλεια γνώση στηρίζεται το «υπόδειγμα» υπό το οποίο λειτουργεί η ευρωζώνη ή η τέλεια παγκοσμιοποίηση. Με τον όρο «υπόδειγμα», ή «παράδειγμα», ορίζουμε μια σειρά προτάσεων (θα τις συναντήσουμε παρακάτω), με βάση τις οποίες αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε την πραγματικότητα και συμφώνως προς αυτές ενεργούμε.
Οι αρχές αυτές, αποτελούν την βάση της συνύπαρξης μας, διότι υπό αυτές διοικούμεθα, κατέχουμε την περιουσία μας, δουλεύουμε, παράγουμε και διανέμουμε τον πλούτο που δημιουργείται.
Παρά τις περιφερειακές κρίσεις που επισυνέβησαν από το 1980 και μετά, παρά τις δύο παγκόσμιες κρίσεις και με αυτή την επιμένουσα του 2008, παρά τις πολιτικές λιτότητας και της αναδιανομής του εισοδήματος εις βάρος της εργασίας και υπέρ των τραπεζιτών και των κεφαλαιούχων, κάνεις δεν τολμά να αμφισβητήσει αυτή την γνώση και εάν την αμφισβητήσει θα δεχτεί λοιδορία και ύβρεις. Γιατί; Μία γνώση που γίνεται πολιτική θεωρία και πράξη, πρέπει να παρουσιάζεται, για να σταθεί στο λαό, ως γνώση αυθεντική, κάτι σαν την εξ αποκαλύψεως θεολογία, όχι κάτι το θύραθεν. Η επιτυχία της γκεμπελικής προπαγάνδας του νεοφιλελευθερισμού το κατάφερε αυτό, παρουσιάστηκε στο λαό ως αυθεντική γνώση, και έτσι ο λαός ενώ είναι σε πλήρη άγνοια για το τι συμβαίνει, θεωρεί πως ότι γίνεται, η εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού, είναι κανονικότητα, και έτσι βρίσκεται σε διαρκή υπάκοη παθητικότητα.

Μέρος Δεύτερο: Τι είναι ο νεοφιλελευθερισμός της ευρωζώνης

2.1 Ορισμοί

O νεοφιλελευθερισμός εμφανίζεται με πολλούς τίτλους στην οικονομία, όπως κλασσικά ή νεοκλασσικά οικονομικά, οικονομικά της προσφοράς, θεωρία των αποτελεσματικών αγορών, μονεταριστικά οικονομικά, κυρίαρχο οικονομικό ρεύμα, θεωρία των ορθολογικών προσδοκιών, θεωρία του πραγματικού επιχειρηματικού κύκλου, νεοκεϋνσιανά οικονομικά, θεωρία των παιγνίων, νεοκλασική σύνθεση, Arrow-Debrew-Walarasian οικονομικά, οικονομικά της συμπεριφοράς, ίσως και άλλα, και αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της ευρωζώνης.
Τι ενώνει τους νεοφιλελεύθερους, που εκκινούν από τις παραπάνω σχολές σκέψης; Το κεντρικό στοιχείο που τους ενώνει είναι η μικροοικονομική έννοια της μεγιστοποίησης της ωφέλειας των ατόμων και των κατασκευασμάτων τους (επιχειρήσεις, εταιρίες, τράπεζες κά) που δρουν οικονομικά. Αυτή δε επιτυγχάνεται στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς.
Σύμφωνα με την νεοκλασική θεωρία και πολιτική πρακτική, η ελεύθερη αγορά αποτελεί τον έσχατο επιστημονικό τρόπο κατανόησης της οικονομίας και επίλυσης κάθε προβλήματος που μπορεί να ανακύψει κατά την λειτουργία της, που θα έχει αιτία εξωτερικό σοκ, δεδομένου του έσχατου δόγματος ότι ο άνθρωπος δρα στην οικονομία για να μεγιστοποίηση την ωφελιμότητα του.
Με τον όρο ελεύθερη αγορά εννοούμε μια σειρά προτάσεων, που με την σειρά τους καθίστανται πολιτική θεωρία και οικονομική εφαρμογή, υπό ένα δήθεν δημοκρατικό μανδύα της πλήρους ατομικής ελεύθερης δράσης στην οικονομία
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν κοινωνίες, έθνη, κράτη, τάξεις αλλά άτομα που δρουν με στόχο την μεγιστοποίηση της ατομικής τους ωφέλειας. Από εδώ έλκουν την καταγωγή τους και η ποικίλης μορφής δικαιωματιστές.

2.2 Οι θεμελιώδεις προτάσεις των νεοφιλελεύθερων της ΕΖ

2.2.1 Αγορά Εργασίας

Η απασχόληση καθορίζεται στην «αγορά εργασίας» με τον ορισμό της τιμής του μισθού της εργασίας. Όπως η τιμή, ας πούμε της πατάτας, καθορίζεται στην αγορά της πατάτας από την προσφορά και ζήτηση, έτσι και εδώ, η εργασία αντιμετωπίζεται ως πατάτα, ως ένα κοινό προϊόν. Με άλλα λόγια η απασχόληση εξαρτάται από την ζήτηση για εργασία από τις επιχειρήσεις, που είναι τόσο μεγαλύτερη όσο ο πραγματικός μισθός (ονομαστικός μισθός/επίπεδο τιμών) είναι μικρότερος. Από την άλλη, η προσφορά εργασίας είναι τόσο πιο μεγάλη όσο ο πραγματικός μισθός είναι υψηλότερος. Αλλά όσο υψηλότερος είναι, τόσο η ζήτηση θα είναι μικρότερη. Στο σημείο που συναντάται η προσφορά και η ζήτηση καθορίζεται το ύψος του μισθού και ταυτόχρονα καθορίζεται και ο όγκος της απασχόλησης. Έτσι απλά επιλύεται το πρόβλημα της ανεργίας, και γι’ αυτό στα σύγχρονα πανεπιστημιακά εγχειρίδια η αναφορά στο θέμα της απασχόλησης, είναι έως ασήμαντη. Αυτό το μέγα κοινωνικό θέμα της απασχόλησης επιλύεται έτσι απλά.

2.2.2 Ανεργία

Δεδομένου αυτού, η ύπαρξη της ανεργίας οφείλεται στις ατέλειες της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, ατέλειες που άμα αρθούν η ανεργία, ως φαινόμενο, θα εκλείψει. Με τον όρο ατέλειες στην αγορά εργασίας, ουσιαστικά εννοούν την παρέμβαση του κράτους στην αγορά εργασίας, με νομοθεσία που προστατεύει την εργασία, ή την ύπαρξη εργατικών συνδικάτων και άλλων υπέρ των εργαζομένων πλαισίων. Όλα αυτά παρεμποδίζουν την φυσική έκφραση της προσφοράς και ζήτησης για εργασία και έτσι ανακύπτει η ανεργία. Οίκοθεν νοείται ότι με την αποκατάσταση της ανεμπόδιστης λειτουργίας της αγοράς εργασίας, η υπάρχουσα τυχόν παραμένουσα ανεργία είναι θεληματική, με άλλα λόγια ένας εργάτης δεν εργάζεται με εκείνο το μεροκάματο που καθορίζει η αγορά εργασίας επειδή έτσι αυτός επιλέγει. Το πως επιβιώνει είναι μια άλλη ιστορία, αλλά τουλάχιστον μεγιστοποιεί την απόλαυση της τεμπελιάς του! Συνοψίζοντας η ανεργία είναι επιθυμητή κατάσταση αυτών που δεν θέλουν να δουλέψουν.

– Αποταμιεύσεις-Επενδύσεις-Ανάπτυξη

Η τρίτη πρόταση των νεοφιλελεύθερων αφορά στη σχέση επενδύσεων και αποταμιεύσεων που αποκλείει κάθε οικονομική κρίση. Ο συλλογισμός εδώ αρχίζει με την υπόθεση ότι οι καταναλωτές στοχεύουν στην μεγιστοποίηση της ωφέλειας τους όταν καταναλώνουν. Το υπόλοιπο της κατανάλωσης, που αποκαλείται αποταμίευση, δανείζονται οι επιχειρήσεις και την επενδύουν. Ο μηχανισμός που εξισώνει τις αποταμιεύσεις με τις επενδύσεις είναι το φυσικό επιτόκιο. Έτσι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει κρίση και ο νόμος του Σαί, «η προσφορά δημιουργεί την αντίστοιχη ζήτηση», πάντα ισχύει, εξ ου και η ονομασία οικονομικά της προσφοράς. Η προσφορά και η ζήτηση συμπίπτουν, και συνεπώς κρίση από έλλειψη ζήτησης αξιωματικά αποκλείεται να υπάρξει. Συνεπώς, η αιτιότητα του μηχανισμού έχει ως εξής, κατανάλωση-αποταμίευση-επένδυση. Με άλλα λόγια οι επενδύσεις εξαρτώνται από τις αποταμιεύσεις (αυτό θα το ακούτε με την φράση ότι η οικονομία δεν παράγει αποταμιεύσεις και έτσι οι τράπεζες δεν έχουν καταθέσεις, από τις αποταμιεύσεις, για να δανείσουν. Υψίστη ανοησία).

2.2.3 Ανταλλακτική Οικονομία

Η προηγούμενη πρόταση αποτελεί την εισαγωγή στην έννοια της ανταλλακτικής οικονομίας. Τι σημαίνει αυτό; Αφού η προσφορά και η ζήτηση αξιωματικά συμπίπτουν τότε στην αγορά ανταλλάσσουμε προϊόντα. Ουσιαστικά το χρήμα το χρησιμοποιούμε έτσι ώστε η πράξη της ανταλλαγής να γίνεται πιο εύκολη. Επί της ουσίας ανταλλάσσουμε αυγά με παπούτσια, ψωμί με τυρί, υπολογιστές με καρότα κτλ. Ο στόχος των παραγωγών δεν είναι το χρηματικό κέρδος, αλλά η απόκτηση χρήματος για την αγορά άλλων αγαθών, από την πώληση των δικών τους αγαθών, ίσης αξίας. Αρά αποθησαυρισμός χρήματος δεν μπορεί να υπάρξει. Το χρήμα πάντα επιστρέφει στην αγορά.

2.2.4 Η ουδετερότητα του χρήματος

Από εδώ ακριβώς οδηγούμαστε στην περίφημη αντίληψη των νεοφιλελεύθερων ότι το χρήμα είναι ουδέτερο και καθορισμένο, με άλλα λόγια δεν επηρεάζει την απασχόληση και την παραγωγή. Έτσι η οικονομία μπορεί να κοπεί στα δύο. Υπάρχει η πραγματική οικονομία των παραγωγής και των υπηρεσιών και η χρηματική οικονομία. Αυτό ονομάζεται «κλασσική διχοτόμηση» της οικονομίας και μας παραπέμπει δυο αιώνες πίσω, στις εργασίες του Ρικάρντο και του Σαί.
Αφού το χρήμα είναι ουδέτερο ως προς την παραγωγή και την απασχόληση και δεδομένο, το μόνο που επηρεάζεται από μια μεταβολή της ποσότητας του χρήματος είναι προφανώς οι τιμές. Αυτή την πραγματικότητα την απεικονίζει η διάσημη εξίσωση των ανταλλαγών ΜV=PY. Όπου Μ αντιπροσωπεύει την ποσότητα του χρήματος, V την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος, P το επίπεδο των τιμών και Υ το πραγματικό εθνικό εισόδημα. Αφού το εθνικό εισόδημα Υ προσδιορίζεται από τους πραγματικούς παράγοντες της οικονομίας και κυρίως από την τρέχουσα κατανάλωση των νοικοκυριών, τότε καλώς μπορούμε να υποθέσουμε ότι το V είναι σταθερό και κάθε μεταβολή της ποσότητας του χρήματος Μ, επηρεάζει το επίπεδο των τιμών P και μόνον. Εξ ου το γνωστό, αν αυξηθεί η ποσότητα του χρήματος θα έχουμε πληθωρισμό και όχι πραγματική μεταβολή του ΑΕΠ, έστω και αν έχουμε ανεργία, όπως έχουμε τώρα στην Ελλάδα και σε όλη την ευρωζώνη. Συνοψίζοντας, η εξίσωση ΜV=PY διαβάζεται πάντα από αριστερά προς τα δεξιά και έτσι αυστηρά θα πρέπει να διαχωρίζουμε την οικονομία σε πραγματική και χρηματική.

2.2.5 Το εμπόριο στην ευρωζώνη

Το εμπόριο μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης στηρίζεται στην θεωρία των σχετικών πλεονεκτημάτων που κάθε χώρα διαθέτει έναντι των άλλων χωρών της ευρωζώνης. Η θεωρία υποθέτει ότι δεν υφίσταται ακούσια ανεργία, ότι υπάρχει ένα αυτόματος μηχανισμός προσαρμογής του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών μέσω του επιτοκίου, του ύψους των μισθών και της διακίνησης κεφαλαίων και έτσι το ευρώ παραμένει ουδέτερο, όπως και στην εσωτερική οικονομίας. Τέλος υποθέτοντας μια ευρωζωνική κατανομή εργασίας με δεδομένες παραγωγικές ικανότητες και δυνατότητες, και βραδείς ρυθμούς αλλαγής τεχνολογιών υπόσχεται κέρδη για όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Με άλλα λόγια η θεμελιώδης θεωρία υποθέτει ένα αυτόματο μηχανισμό μακροοικονομικής και χρηματοδοτικής προσαρμογής υπό τον οποίο το εμπόριο μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, ακολουθεί το σχετικό πλεονέκτημα που κάθε χώρα διαθέτει και έτσι όλα τα έθνη της ευρωζώνης θα είναι κερδισμένα.

2.2.6 Ο κόσμος της οικονομίας είναι προβλέψιμος και σταθερός

Με βάση τα παραπάνω ο κόσμος της ευρωζώνης είναι σταθερός και στατιστικά προβλέψιμος, δηλαδή οι ιστορικές στατιστικές σειρές μας βοηθούν να προβλέψουμε το μέλλον με σιγουριά. Ο κόσμος είναι εργοδικός. Στα μαθηματικά ο όρος «εργοδικός» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα δυναμικό σύστημα το οποίο, σε γενικές γραμμές, έχει την ίδια συμπεριφορά με μέσο όρο τον χρόνο, καθώς και κατά μέσο όρο τον χώρο (έργον+οδός). Συνεπώς κάθε επένδυση είναι αποτέλεσμα ενός καλού υπολογισμού, με μολύβι και χαρτί και με τους υπολογιστές ακόμα καλύτερα και πιο εύκολα, των μελλοντικών εσόδων σε σχέση με την εξέλιξη του μελλοντικού κόστους. Η εργοδικότητα του υποδείγματος του ευρώ είναι πρόδηλη από το γεγονός ότι τα μνημόνια προβλέπουν πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2060. Η πρόβλεψη εκ των πραγμάτων ξεπερνάει τα όρια της μεταφυσικής.

2.2.7 Πολιτική εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού της ΕΖ

Από τις παραπάνω αρχές ένα πλήθος πολιτικών λιτότητας παράγονται που πρέπει να εφαρμοστούν, έτσι ώστε η ελεύθερη αγορά να είναι αποτελεσματική, δηλαδή δίκαιη και επωφελής για όλους ξεχωριστά. Ο καθένας δικαιούται ότι η αγορά του καθορίσει.
Οι πολιτικές αυτές αρχίζουν με την σύσταση Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ανεξάρτητης από κάθε κυβέρνηση, για την έκδοση του χρήματος και την άσκηση της νομισματικής πολιτικής με στόχο την σταθερότητα του νομίσματος (έλεγχος πληθωρισμού και μόνον) και με τον καθορισμό της συναλλαγματικής και δασμολογικής πολιτικής.
Αλλά με τον τρόπο αυτό το κάθε κράτος μετατρέπεται σε ιδιώτη, αφού για να βρει χρήμα, που πια δεν εκδίδει, θα πρέπει να δανειστεί από τις τράπεζες ή να εξάγει. Έτσι η δημοσιονομική πολιτική, εμμέσως πλην σαφώς, είναι και αυτή υπό τον έλεγχο των τραπεζών, πάρα υπό τον έλεγχο μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτής της δημοσιονομικής πολιτικής οφείλει λοιπόν η κυβέρνηση να θεσπίσει νομοθεσία ελαχιστοποίησης των δράσεων του κράτους στην οικονομία, δραστικής μείωσης των κρατικών δαπανών, μείωσης των φόρων όταν απαιτείται. Επίσης η Κυβέρνηση θα πρέπει να έχει ισοσκελισμένο ή πλεονασματικό προϋπολογισμό (Συνθήκη του Μάαστριχτ, Σύμφωνο Σταθερότητας). Στο πλαίσιο της εισοδηματικής πολιτικής (ύψος αμοιβών), η χώρα για να γίνει ανταγωνιστική, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να θεσπίσει νομοθεσία για ελάχιστα εργατικά δικαιώματα, ευέλικτους μισθούς προς τα κάτω, δηλαδή να ξεκαθαρίσει την επονομαζόμενη «αγορά εργασίας».
Με άλλα λόγια οι πέντε πολιτικές που ασκεί κάθε επικυρίαρχη κυβέρνηση στον κόσμο, νομισματική πολιτική, δημοσιονομική πολιτική, συναλλαγματική πολιτική, δασμολογική/εμπορική πολιτική και εισοδηματική πολιτική, είναι υπό την αίρεση των τραπεζών, και στην ευρωζώνη υπό την ΕΚΤ και την γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Η λίστα αυτή, επεκτείνεται και σε άλλες επιμέρους πολιτικές, είναι λίαν εκτενής, και περιλαμβάνει πολιτικές που αφορούν ακόμα και στην ιδιωτική μας ζωή (θυμηθείτε την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ) και δεν πρέπει να παραλείψουμε την ιδιωτικοποίηση της περιουσίας του κράτους και των κρατικών επιχειρήσεων και κοινωφελών οργανισμών, την ιδιωτικοποίηση των συντάξεων, και την πλήρη απελευθέρωση των αγορών από κάθε κανονιστικό πλαίσιο.
Όλες αυτές οι πολιτικές λιτότητας υποτίθεται ότι τιθασεύουν τον πληθωρισμό εσαεί, ήτοι θα προστατεύουν την αξία του νομίσματος, θα αυξάνουν το ρυθμό ανάπτυξης και την παραγωγικότητα, και θα δημιουργούν σταθερές θέσεις εργασίας. Ο στόχος πάντα είναι μέσω της ευελιξίας των αγορών όλοι να ωφεληθούμε, φυσικά μακροχρονίως.
Με δυο λόγια ο νεοφιλελευθερισμός: Ο μηχανισμός, εύκαμπτες τιμές, ευέλικτοι μισθοί και ελεύθερα κυμαινόμενο επιτόκιο συνιστούν ένα αυτορρυθμιζόμενο μηχανισμό, που όλα τα διορθώνει σε τυχόν ανωμαλία που θα προέλθει από εξωτερική αιτία. Αυτός δρα πάντα σωστά και δίκαια αν αφεθεί να λειτουργήσει απρόσκοπτα.
Ένα θα μένει πάντα σταθερό στη διαδικασία αυτή αποκατάστασης της ισορροπίας, η αξία του νομίσματος αλλά και τα χρέη. Μα άλλα λόγια οι τραπεζίτες θα περνούν πάντα καλά αφού πάντα θα χρωστάμε.

Μέρος Τρίτο

3.1 Ενεργός ζήτηση- Ο Κέυνς περιληπτικά

Αλλά ας αρχίσουμε από την αιτία που έγραψε ο Κέυνς την «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος» που παρουσίασε το 1936 στο σινάφι του τους οικονομολόγους, για να ερμηνεύσει την μεγάλη κρίση του 1929, αλλά κυρίως να την θεραπεύσει, που ως αιτία είχε την πριν το 1929 ασκηθείσα νεοφιλελεύθερη πολιτική και το βάθεμα της κρίσης από το 1929 και μετά, από τις πολιτικές που η νεοφιλελεύθερη πολιτική και πάλι επέβαλε, που μας οδήγησαν στον φασισμό, στον ναζισμό, στις δικτατορίες του μεσοπολέμου και τελικά στην καταστροφή του Β΄ΠΠ.
Βεβαίως οι αιτίες που προκάλεσαν την κρίση του 1929, επανήλθαν βιαιότερες με την επικράτηση των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων από το 1980 και μετά, με 25 περιφερειακές κρίσεις, την κρίση του 2002, και την παγκόσμια κρίση του 2008 που ακόμα δεν έχει ξεπεραστεί 11 χρόνια μετά την έναρξη της, μαζί με την περιφρόνηση της δυτικής δημοκρατίας. Όλα αυτά καθιστούν τον Κέυνς και πάλι επίκαιρο όπως και την μακροοικονομία που γεννήθηκε μέσα από την «Γενική Θεωρία». Πριν τον Κέυνς δεν υπήρχε μακροοικονομία.
Με λίγα λόγια ο Κέυνς μας δίδαξε ότι σε μια οικονομία που επικυριαρχεί η αγορά που χρησιμοποιεί χρήμα, ήτοι η παραγωγή γίνεται με σκοπό το κέρδος, οι ατέλειες της πλευράς της προσφοράς, συμπεριλαμβανομένων των σταθερών μισθών, τιμών και της παγίδας ρευστότητας, δεν αποτελούν αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη ανεργίας και μείωσης της παραγωγής.
Ακόμα ο Κέυνς κατέδειξε ότι οι ευέλικτοι μισθοί, οι εύκαμπτες τιμές, και η επικράτηση του πλήρους ανταγωνισμού δεν αποτελούν επαρκείς όρους για πλήρη απασχόληση και αύξηση της παραγωγής.
Ο Κέυνς έστρεψε την προσοχή του στην πλευρά της ζήτησης και διατύπωσε το αξίωμα της ενεργού ζήτησης, που ενώνει όλους τους μετακεϋνσιανούς ασχέτου προελεύσεως που μας λέει: σε μια οικονομία η απασχόληση και η παραγωγή εξαρτώνται από την συνολική ζήτηση και όχι από την ατομική συμπεριφορά της καθ’ έκαστα προσφοράς. Με άλλα λόγια η συνολική ζήτηση και προσφορά δεν συμπίπτουν, η ζήτηση καθορίζει την προσφορά (παραγωγή και απασχόληση) βραχυχρονίως και μακροχρονίως.
Εφ’ όσον η απόφαση κάποιου να μην δαπανήσει για φαγητό σήμερα, όπως ο ίδιος ο Κέυνς τόνισε, δεν συνεπάγεται ότι θα δαπανήσει αύριο, αυτό σημαίνει ότι από τις επενδύσεις εξαρτώνται οι αποταμιεύσεις και όχι το αντίθετο, όπως ισχυρίζονται οι νεοφιλελεύθεροι.
Επιπλέον δεν υπάρχει αυτόματος μηχανισμός που μπορεί να εξαφανίσει την ανεργία και να θέσει σε λειτουργία την υπάρχουσα παραγωγική δυναμικότητα.
Το επιτόκιο είναι καθαρά χρηματικό φαινόμενο και δεν εξαρτάται από την παραγωγικότητα και την αρετή της φειδούς. Δεν υπάρχει φυσικό επιτόκιο που εξισώνει τις αποταμιεύσεις με τις επενδύσεις και έτσι μια αύξηση των αποταμιεύσεων σημαίνει περισσότερη ανεργία και λιγότερη παραγωγή.
Αφού ο ιδιωτικός τομέας αποταμιεύει και προκαλεί μείωση της παραγωγής και αύξηση της ανεργίας το κράτος που εκδίδει το δικό του νόμισμα οφείλει να δαπανήσει έως ότου πετύχει την πλήρη απασχόληση.
Αυτή είναι επί της ουσίας η Κεϋνσιανή Επανάσταση στην οικονομική επιστήμη, που από μια μελαγχολική επιστήμη την μετέτρεψε σε ανθρωπιστική και αισιόδοξη επιστήμη, την έκανε κοινωνική επιστήμη του πολιτισμού, δηλαδή της δημοκρατίας, της δίκαιης κατανομής του εισοδήματος και της προώθησης της ισότητας στην κοινωνία, στο πλαίσιο της παρέμβασης του κράτους, που εκδίδει το δικό του νόμισμα στην οικονομία, δηλαδή χρήμα υπό κοινωνικό έλεγχο.
Κεϋνσιανισμός, με άλλα λόγια, σημαίνει ότι ο λαός δια της πολιτικής, κυριαρχεί επί της οικονομικής ζωής και η δημοκρατία εξαπλώνεται από την πολιτική σφαίρα στην οικονομική σφαίρα με τρόπο ειρηνικό.
Όλα αυτά σε αντίθεση με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της ευρωζώνης, όπου μια μικρή ομάδα τραπεζιτών και γραφειοκρατών επικυριαρχούν, μέσω της έκδοσης ιδιωτικού χρήματος και του δανεισμού σε κράτη, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, στην πολιτική ζωή, κάνοντας τους πολιτικούς υπαλλήλους τους και βάζοντας τον λαό στην άκρη, αφού οι εκλογές είναι παρωδία. Γίνονται μεν, αλλά η πολιτική δεν μεταβάλλεται.

3.2 Οι μετακεϋνσιανοί και η απόρριψη των θεμελιωδών προτάσεων των νεοφιλελεύθερων της ΕΖ

3.2.1 Ο σκοπός της παραγωγής δεν είναι η ανταλλαγή προϊόντων, η οικονομία δεν είναι ανταλλακτική. Σκοπός της παραγωγής είναι το κέρδος.

Όπως τονίστηκε παραπάνω, η οικονομία της ευρωζώνης θεωρείται ανταλλακτική, στην οποία υπάρχουν εμπορεύματα και υπηρεσίες προς ανταλλαγή. Το κίνητρο της παραγωγής είναι γι’ αυτή καθ’ αυτή την ανταλλαγή. Συνεπώς το χρήμα, το ευρώ εν τω προκειμένω, δεν υπάρχει, και αν υπάρχει, απλά διευκολύνει την ανταλλαγή. Δεν επηρεάζει με άλλα λόγια την παραγωγή και την απασχόληση. Ο Μάρξ χρησιμοποίησε τον τύπο C-M-C, και που ο Κέυνς χρησιμοποίησε στο πρώτο γραπτό κείμενο της Γενικής του Θεωρίας, για να περιγράψει αυτού του είδους την οικονομία, που την ονόμασε απλή εμπορευματική παραγωγή. Τι μας λέει αυτός ο τύπος; Μας λέει ότι οι άνθρωποι παράγουν εμπορεύματα (C), αυτά που παράγουν τα πωλούν, και αγοράζουν μετά άλλα προϊόντα (C) ίσης αξίας αλλά διαφορετικά, που έχουν ανάγκη. Στον τύπο C-M-C το C της αρχής με αυτό του τέλους διαφέρει ποιοτικά αλλά είναι ίσης αξίας. Η παρέμβαση του χρήματος (Μ) είναι διευκολυντική. Άρα σε αυτόν τον κόσμο δεν έχεις κάτι να αποθησαυρίσεις, και δεν υπάρχει λόγος να το κάνει κάποιος.
Αλλά όπως τονίζει ο Κέυνς αυτός ο κόσμος που περιγράφουν οι νεοφιλελεύθεροι κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε. Και δεν ζούμε σε αυτόν τον κόσμο, γιατί η οικονομία στην οποία ζούμε είναι καπιταλιστική, που σημαίνει ότι το μέλλον είναι μη προβλέψιμο, αφού οι προσδοκίες για τα κέρδη, που γι’ αυτά γίνεται η παραγωγή, διαρκώς μεταβάλλονται, μπορεί και να καταρρεύσουν και να έχουμε κρίση.
Ο κόσμος στον οποίο ζούμε μπορεί να συνοψιστεί με τον τύπο του Μάρξ, που ο Κέυνς δεν συμπεριέλαβε στην τελική έκδοση της Γενικής Θεωρίας, M-C-C’-M’. Τι μας λέει αυτός ο τύπος; Ο τύπος αυτός μας λέει ότι το χρήμα δεν είναι ουδέτερο και ότι παίζει ρόλο στην παραγωγή και στην απασχόληση. Με άλλα λόγια, ο επιχειρηματίας ξεκινάει με ένα χρηματικό ποσό (Μ), με το οποίο αγοράζει τα μέσα παραγωγής και την εργασία (C) ίσης αξίας με το (Μ). Με τα προϊόντα που αγόρασε (εργασία και μέσα παραγωγής), παράγει προϊόντα διαφορετικά και μεγαλύτερης αξίας (C’), που ελπίζει ότι θα τα πουλήσει στην αγορά, αποκομίζοντας το χρηματικό ποσό (Μ’) μεγαλύτερο του (Μ), που κατέβαλε στην αρχή της παραγωγικής διαδικασίας. Άρα Μ’-Μ=C’-C=με το κέρδος του επιχειρηματία. Αν ο καπιταλιστής δεν έχει πειστεί ότι η παραγωγή θα είναι γι αυτόν κερδοφόρα (Μ΄>Μ), τότε δεν θα αρχίσει την παραγωγική διαδικασία και δεν θα δανειστεί ή δεν θα δανείσει τα χρήματά του (Μ) στην επιχείρηση του, αλλά θα τα αποταμιεύσει ή θα τα αποθησαυρίσει όπως λένε οι νεοφιλελεύθεροι, ή θα προτιμήσει να έχει ρευστότητα όπως είπε ο Κέυνς. Συνεπώς θα προκύψει κρίση και κάποιος θα πρέπει να παρέμβει να καλύψει το χρήμα που λείπει με άλλα λόγια να επενδύσει και αυτό είναι το κράτος.

3.2.2 Οι επενδύσεις καθορίζουν το εισόδημα και τις αποταμιεύσεις

Στον καπιταλισμό τις επενδυτικές αποφάσεις τις παίρνουν οι επιχειρήσεις και οι επιχειρηματίες, και οι αποφάσεις αυτές δεν είναι απότοκες της καταναλωτικής συμπεριφοράς των νοικοκυριών και των ατομικών καταναλωτών σε σχέση με το τρεχούμενο εισόδημα τους. Είναι οι επενδύσεις εκείνες που καθορίζουν το εισόδημα και τις δαπάνες, αν αφήσουμε προς στιγμήν, απ’ έξω το κράτος και τις εξαγωγές, για να δούμε το θέμα στην πιο απλή του μορφή. Με άλλα λόγια, οι επενδύσεις είναι η ανεξάρτητη μεταβλητή που καθορίζει την παραγωγή, την απασχόληση, το ύψος του εισοδήματος, με εξηρτημένη μεταβλητή την κατανάλωση και κατά συνέπεια τις αποταμιεύσεις, που αυξάνονται ή μειώνονται ανάλογα με την μείωση ή την αύξηση του εισοδήματος. Άρα η αλυσίδα αιτιότητας εδώ, έχει την κατεύθυνση επενδύσεις-εισόδημα-κατανάλωση-αποταμιεύσεις και όχι εισόδημα-κατανάλωση-αποταμιεύσεις-επενδύσεις όπως στην νεοφιλελεύθερη αφήγηση.
Οίκοθεν νοείται ότι αφού η οικονομία καθορίζεται από τις επενδύσεις, η θεωρητική ανάλυση του καπιταλισμού θα πρέπει να αρχίζει με τις επενδύσεις, που καθορίζονται από την κερδοφορία των επενδύσεων που με την σειρά τους από τις προσδοκίες μέσα σε ένα αβέβαιο μέλλον και εν τέλει από την διαχείριση της ζήτησης. Φαίνεται βλακώδες η θεωρητική ανάλυση του καπιταλισμού και η πρακτική του, να αρχίζει από την μεγιστοποίηση της ωφέλειας του καταναλωτή όπως κάνουν οι νεοφιλελεύθεροι.

3.2.3 Το χρήμα δεν είναι ουδέτερο ως προς την παραγωγή και την απασχόληση. Αντιθέτως, χωρίς αυτό δεν γίνεται παραγωγή και έχουμε ανεργία.

Συνεπώς από τα παραπάνω προκύπτει, ότι το χρήμα δεν είναι ουδέτερο ως προς την παραγωγή και την απασχόληση, και κατά συνέπεια η οικονομία είναι μία και όχι δύο, όπως ισχυρίζονται οι νεοφιλελεύθεροι, χρηματική και πραγματική. Αφού ο καπιταλιστής, για να κάνει μια επένδυση, απαιτείται από την αρχή της παραγωγικής διαδικασίας να δαπανήσει κεφάλαια, και στο τέλος, μετά την πώληση της παραγωγής, να τα πάρει πίσω με το προσδοκώμενο κέρδος, μπαίνει κατ’ ανάγκη το θέμα της παροχής πιστώσεων, ή αλλιώς μπαίνει το θέμα της χρηματοδότησης των επενδύσεων. Αυτή η ανάγκη γεννά το χρέος, και το χρέος έχει σημασία, αφού συνδέει το παρόν, δηλαδή την τωρινή παραγωγή με το μέλλον, δηλαδή με την πώλησή της, με το προσδοκώμενο κέρδος, με την εξόφληση του δανεισμού.
Το συμπέρασμα λοιπόν που προκύπτει είναι ότι δεν μπορούμε να αναλύουμε τον καπιταλισμό της ευρωζώνης σαν να είναι ανταλλακτική οικονομία, γιατί το χρήμα μας προκύπτει ευθύς εξ αρχής, και όχι ως ουδέτερο και σε μεταγενέστερο στάδιο.

3.2.4 Η απόρριψη της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος

Η ποσοτική θεωρία του χρήματος ΜV=PY, όπως τονίστηκε παραπάνω, στηρίζεται στην υπόθεση ότι το χρήμα είναι ουδέτερο, και συνεπώς κάθε αύξηση της ποσότητας του χρήματος, θα επιφέρει αύξηση των τιμών και πληθωρισμό και δεν επηρεάζει την απασχόληση και την παραγωγή. Άρα έχουμε δυο κόσμους τον κόσμο τον νομισματικό και τής πραγματικής οικονομίας.
Η θεωρία αυτή, η ουδετερότητα του χρήματος και η ποσοτική θεωρία του χρήματος, απορρίφθηκε από τον Κέυνς και τους μετακεϋνσιανούς, στη βάση ότι το χρήμα δεν είναι εμπόρευμα σπάνιο, ορισμένο, εξωγενές ήτοι πέφτει από τον ουρανό. Το χρήμα είναι ενδογενές
. Τι σημαίνει αυτό; Αφού οι επιχειρήσεις πρέπει στην αρχή της παραγωγικής διαδικασίας να προκαταβάλουν κεφάλαια για την έναρξη της παραγωγής, κατ’ ανάγκη αυτά τα χρήματα θα τα δανειστούν. Άρα οι τραπεζικές πιστώσεις (δάνεια), μετατρέπονται σε καταθέσεις και κατά συνέπεια αυξάνεται η ποσότητα του χρήματος. 
Με άλλα λόγια, η αύξηση της ποσότητας του χρήματος προκαλείται από την ζήτησή του. Οι μεταβολές λοιπόν της επενδυτικής δραστηριότητας στην οικονομία, είναι η αιτία της μεταβολής της ποσότητας του χρήματος. Άρα το χρήμα δεν είναι ορισμένο και καθορισμένο. Η νομισματική πολιτική κατά συνέπεια, έχει σχέση με το ύψος του επιτοκίου, που με ένα καθορισμένο επιτόκιο, οι τράπεζες πωλούν όσο χρήμα ζητηθεί και όχι στη βάση μιάς δεδομένης ποσότητα χρήματος. Αν οι τράπεζες αυτό δεν το κάνουν προκαλούν ηθελημένη ύφεση όπως κάνει η ΕΚΤ στην ευρωζώνη.
Η εξίσωση λοιπόν της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος ΜV=PY, διαβάζεται από δεξιά προς τα αριστερά ή αλλιώς η αλυσίδα της αιτιότητας είναι από τα δεξιά προς τα αριστερά.

3.2.5 Ο πληθωρισμός δεν είναι χρηματικό φαινόμενο

Αυτή η διαπίστωση μας ανοίγει το θέμα του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός δεν έχει αιτία την αύξηση της ποσότητας του χρήματος, όπως η ΕΚΤ ισχυρίζεται, αλλά ο πληθωρισμός είναι η αιτία της αύξησης της ποσότητας του χρήματος. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο πληθωρισμός είναι παράγωγο της αγοράς της παραγωγής, με άλλα λόγια, παράγωγο κακής εισοδηματικής πολιτικής (πληθωρισμός κόστους) που μπορεί να εκδηλωθεί ακόμα και πριν την πλήρη απασχόληση, ή από αύξηση των τιμών των προϊόντων (πληθωρισμός κερδών). Στην περίπτωση λοιπόν εκδήλωσης πληθωρισμού απαιτούνται μέτρα εισοδηματικής πολιτικής και ελέγχου των τιμών.

3.2.6 Δεν υπάρχει αγορά εργασίας. Ο όγκος της απασχόλησης καθορίζεται από την ενεργό ζήτηση.

Ας πάμε τώρα στην επονομαζόμενη «αγορά εργασίας» των νεοφιλελεύθερων. Είναι η αγορά στην οποία υποτίθεται, ότι καθορίζεται το ύψος του πραγματικού μισθού (ονομαστικός μισθός/επίπεδο τιμών) μέσω της ζήτησης εργασίας από τις επιχειρήσεις, και της προσφοράς εργασίας από τους εργαζομένους. Το θεμελιώδες αξίωμα εδώ είναι ότι όσο πιο χαμηλός είναι ο πραγματικός μισθός τόσο πιο πολλούς εργάτες θα προσλάβουν οι επιχειρήσεις. Αν κάποιος ρωτήσει, αποκλείεται η ζήτηση για εργασία να αυξηθεί αν η ζήτηση προϊόντων αυξηθεί; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Ποιος είναι ο συλλογισμός που κρύβεται πίσω από αυτή την απάντηση και που είναι η αιτία τα μνημόνια να επιμένουν στις μειώσεις των πάσης φύσεως αμοιβών;
Αν η ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών αυξηθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, αυτό δεν σημαίνει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας θα αυξηθεί, με άλλα λόγια η ανά εργαζόμενο αύξηση της παραγωγής, ή του ΑΕΠ. Η ζήτηση για εργασία στηρίζεται στο αξίωμα της οριακής παραγωγικότητας της εργασίας (= ο τελευταίος προσλαμβανόμενος εργάτης φέρνει τον μισθό του στην επιχείρηση), που παραμένει ανεπηρέαστη από την αύξηση της ζήτησης για προϊόντα. Κατά συνέπεια αν η ζήτηση για προϊόντα αυξηθεί, για να προσλάβουν πιο πολλούς εργαζόμενους οι επιχειρήσεις, θα πρέπει να μειωθούν οι ονομαστικοί μισθοί, και εντεύθεν οι πραγματικοί μισθοί, για να ανέβει η παραγωγικότητα. Αλλά αν μειώσουν τους πραγματικούς μισθούς, εδώ μπαίνει η προσφορά εργασίας, κανείς εργάτης δεν θα έλθει για δουλειά, αλλά αντίθετα νυν εργαζόμενοι θα παραιτηθούν. Δεδομένου αυτού, οι επιχειρήσεις πρέπει να αυξήσουν πάλι τους πραγματικούς μισθούς για να αποκαταστήσουν την παραγωγή εκεί που ήταν πριν η ζήτηση αυξηθεί. Άρα ξαναγυρνάμε από εκεί που αρχίσαμε. Η μείωση των μισθών είναι η μόνη θεραπεία της ανεργίας. Τελεία και παύλα.
Στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης του 1930, η κλασσική θεωρία των μισθών και της απασχόλησης, όπως και η φυσική τάση των επιχειρηματιών, θεωρούσε ως αυταπόδεικτη αλήθεια, ότι η κρίση και η ανεργία ήταν προϊόν των υψηλών μισθών που οι εργαζόμενοι είχαν επιτύχει, και η άμεση επάνοδος στην απασχόληση και την ανάπτυξη θα επιτυγχάνετο με την δραστική μείωση των μισθών. Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής μας οδήγησε στον Β΄ΠΠ. Η εφαρμογή της ίδιας πολιτικής σήμερα, μέσα στην ευρωζώνη, πάλι οδηγεί σε καταστροφή την Ευρώπη. Ενώ οι μισθοί μειώνονται δραστικά η ανεργία παραμένει.
Ο Κέυνς και η μετακεϋνσιανοί απέρριψαν πλήρως την νεοφιλελεύθερη απεικόνιση της «αγοράς εργασίας» που αυτορυθμίζεται και ισορροπεί στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης.
Πρώτον, η εργατική δύναμη δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί σαν ένα άλλο προϊόν που καταναλώνεται, ή επενδύεται και στα οποία εφαρμόζεται η προσφορά και η ζήτηση αδιακρίτως. Η εργασία είναι μια ροή μεταβλητή, που δεν αποθηκεύεται και η οποία αν δεν χρησιμοποιηθεί για πάντα χάνεται. Αφού η εργασία έχει αυτή την ιδιότητα, να καταστρέφεται αν δεν χρησιμοποιηθεί, το μοντέλο της προσφοράς και ζήτησης είναι σαφώς ακατάλληλο για την ανάλυση της.
Δεύτερον, η διαδικασία καθορισμού του ύψους του μισθού γίνεται σε καθορισμένα πολιτιστικά, κοινωνικά και ιστορικά πλαίσια, πράγμα που συνεπάγεται ένα διαρκή διάλογο, ειρηνικό ή όχι, μεταξύ κράτους, εργοδοσίας και εργατών. Το ύψος της αμοιβής δεν είναι η τιμή ενός άλλου τυχαίου προϊόντος που δεν απαιτεί την προηγούμενη σχέση προσφοράς (εργαζομένων) και ζήτησης (εργοδοτών) όπως υποθέτει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο.
Τρίτον, και ίσως το πιο σημαντικό που εξορίζει από την οικονομία την έννοια της «αγοράς εργασίας», και την εργασία (μισθοί, ύψος απασχόλησης, παραγωγή), τη θεμελιώνει στην ενεργό ζήτηση.
Σε αντίθεση με την μεταβολή της τιμής των άλλων προϊόντων, η μεταβολή των μισθών, επιφέρει δραματικές επιπτώσεις στην συνολική ζήτηση και προσφορά, οι οποίες με την σειρά τους επηρεάζουν τις αποφάσεις των επιχειρήσεων για την απασχόληση και την παραγωγή. Και αυτό γιατί οι μισθοί δεν είναι απλώς ένα στοιχείο κόστους για τις επιχειρήσεις. Η μείωση των μισθών έχει άμεση επίπτωση στην συνολική κατανάλωση και κατά συνέπεια στη συνολική ζήτηση. Όπως ο Κέυνς τόνισε «η μείωση των μισθών δεν έχει την διαρκή τάση να αυξάνει την απασχόληση, αλλά έχει εν δυνάμει επίπτωση στην οριακή ροπή για κατανάλωση ολόκληρης της κοινωνίας, ή στην οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου, ή στο επιτόκιο«. Με άλλα λόγια οι μεταβολή των μισθών, έχουν επίπτωση στη ζήτηση και αυτές οι επιπτώσεις λειτουργούν προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που ισχυρίζονται οι νεοφιλελεύθεροι, δηλαδή στην αύξηση της απασχόλησης και την παραγωγής, αλλά στη μείωση της παραγωγής και στην αύξηση της ανεργίας.
Ας το ξεκαθαρίσουμε λίγο. Οι νεοφιλελεύθεροι του ευρώ ισχυρίζονται ότι οι πραγματικοί μισθοί εξαρτώνται από τους ονομαστικούς μισθούς. Και αν οι εργάτες αποδεχθούν ένα χαμηλότερο μισθό θα έχουμε αύξηση της απασχόλησης. Αν υποθέσουμε ότι μειώνονται οι ονομαστικοί μισθοί, τότε το οριακό κόστος της παραγωγής κατ’ ανάγκη θα μειωθεί και άρα οι επιχειρήσεις θα παράξουν περισσότερο. Αφού θα παράξουν περισσότερο, θα αυξηθεί η προσφορά αγαθών και σύμφωνα με τους νεοφιλελεύθερους θα μειωθούν οι τιμές των προϊόντων. Αλλά αν οι ονομαστικοί μισθοί μειωθούν και οι τιμές των προϊόντων μειωθούν επίσης, τότε ο πραγματικός μισθός παραμένει ο ίδιος. Με άλλα λόγια αν με μισθό 100 ευρώ αγοράζονται 10 καρβέλια ψωμί, αλλά ο μισθός μειωθεί στα 50 ευρώ αλλά και η τιμή του ψωμιού μειωθεί στα 5 ευρώ, πάλι θα αγοράζονται 10 καρβέλια ψωμί. Άρα η μεταβολή των ονομαστικών μισθών δεν επηρεάζει τους πραγματικούς μισθούς σκεπτόμενοι νεοφιλελεύθερα.
Το ύψος των ονομαστικών μισθών εξαρτάται από τις πολιτιστικές και κοινωνικές συνθήκες που αντανακλώνται στην δύναμη των επιχειρήσεων και των εργατών και στη διαμεσολαβητική ικανότητα του κράτους. Από την άλλη, οι τιμές των αγαθών εξαρτώνται από την δύναμη των επιχειρήσεων να επιβάλουν τις τιμές τους, και από την χρηματοδότηση των επενδύσεών τους. Αν οι επενδύσεις αυξάνονται, πράγμα που δείχνει εκ μέρους των επιχειρήσεων αισιοδοξία ότι οι τιμές των προϊόντων τους θα είναι μεγαλύτερες από το οριακό τους κόστος, οι τιμές θα αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό απ’ ότι οι μισθοί και συνεπώς οι πραγματικοί μισθοί θα συμπιέζονται προς τα κάτω. Άρα οι πραγματικοί μισθοί εξαρτώνται, όχι από τους ονομαστικούς μισθούς αλλά από τις επενδύσεις και τον ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης. Συνεπώς, αντίθετα από τα υποστηριζόμενα από τους νεοκλασικούς του ευρώ, η μείωση των μισθών δεν μπορεί να προκαλέσει αύξηση της απασχόλησης αν οι ονομαστικοί μισθοί και οι πραγματικοί μισθοί κινούνται προς αντίθετες κατευθύνσεις. Αν υποθέσουμε ότι και οι τιμές μειώνονται, τότε ο πραγματικός μισθός μπορεί να αυξηθεί, μπορεί να μείνει αμετάβλητος ή και να μειωθεί, αναλόγως του ρυθμού μείωσης των τιμών.
Επιπροσθέτως μια μείωση των ονομαστικών μισθών σε σχέση με τις τιμές θα έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της κατανάλωσης και της απασχόλησης. Ταυτόχρονη μείωση των τιμών και των μισθών, κάνει ακόμα τα πράγματα δυσκολότερα, αφού έτσι θα μειωθεί η συνολική ζήτηση για επενδύσεις και κατά συνέπεια η απασχόληση.
Οι σταθεροί μισθοί και οι σταθερές τιμές λοιπόν δεν αποτελούν αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη ανεργίας και μείωσης της παραγωγής, αλλά ούτε οι ευέλικτοι μισθοί, οι εύκαμπτες τιμές, δεν αποτελούν επαρκείς όρους διαβεβαίωσης για πλήρη απασχόληση και αύξηση της παραγωγής.
Συνεπώς δεν είναι επιστημονικά αληθές ότι ο όγκος της απασχόλησης καθορίζεται από την προσφορά εργασίας και την ζήτηση εργασίας και κατ’ ανάγκη δεν υπάρχει αυτό που λέγεται «αγορά εργασίας».
Ο όγκος της απασχόλησης καθορίζεται από την συνολική ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών και με δεδομένη την ζήτηση για εργασία, εκ μέρους των επιχειρήσεων, ο μισθός καθορίζεται από τον όγκο της απασχόλησης.

3.2.7 Δεν υπάρχει συγκριτικό πλεονέκτημα αλλά μόνο απόλυτο πλεονέκτημα

Το υπόδειγμα που διέπει τις εμπορικές σχέσεις των κρατών της ευρωζώνης βασίζεται στη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος του Ρικάρντο. Η θεωρία αυτή δεν ισχύει, επί της ουσίας ποτέ δεν ίσχυε, αφού και οι τρεις θεμελιώδεις υποθέσεις της καταρρίπτονται στο σύγχρονο καπιταλισμό.
1.Το εμπορικό υπόδειγμα της ευρωζώνης υποθέτει ότι υπάρχει μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης πλήρης απασχόληση, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην διεθνή πραγματικότητα, είτε αναφερόμαστε σε προηγμένες οικονομίες, είτε σε αναπτυσσόμενες οικονομίες ή στην ευρωζώνη.
2.Το υπόδειγμα ακόμα υποθέτει επίσης ότι ένας μαγικός μηχανισμός λειτουργεί αυτόματα, που αίρει τυχόν ανωμαλίες στο εμπόριο της ευρωζώνης, με άλλα λόγια προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών, κατά τον οποίο η ταχεία διακίνηση κεφαλαίων και οι μεταβολές των μισθών αποκαθιστούν το πρόβλημα, επιβεβαιώνοντας ακόμα μια φορά την ουδετερότητα του ευρώ ως προς την παραγωγή και την απασχόληση και την κυριαρχία των τραπεζών στην ευρωζώνη. Οίκοθεν νοείται η ανυπαρξία τέτοιου μηχανισμού. Η διαζωνική κίνηση κεφαλαίων είναι αυτόνομη και εξαρτάται από τις προτιμήσεις των τραπεζών και των κεφαλαιούχων για το που θέλουν να τοποθετήσουν τα κεφάλαια τους και όχι να χρηματοδοτήσουν το εμπόριο της ευρωζώνης. Ούτε οι ευέλικτοι μισθοί αποτελούν επαρκή όρο διαβεβαίωσης για πλήρη απασχόληση και αύξηση της παραγωγής.
3.Τέλος το υπόδειγμα υποθέτει μια ευρωζωνική κατανομή της εργασίας με δεδομένη παραγωγική ικανότητα και ίδια τεχνολογία που σαφώς είναι πέραν πάσης λογικής και πραγματικότητας.
Η θέση του Κέυνς και των μετακεϋνσιανών μπορεί να συνοψιστεί με δύο λέξεις. Το θεώρημα τού συγκριτικού πλεονεκτήματος δεν ισχύει. Παράγεις οτιδήποτε οπουδήποτε. Είναι προτιμότερο λοιπόν να απασχολείς το εργατικό δυναμικό παράγοντας στη χώρα σου, έστω με μεγαλύτερο κόστος, αν η εναλλακτική είναι να μην παράγεις και να έχεις ανεργία. Με άλλα λόγια η πολιτική, κοινό νόμισμα, ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, προϊόντων και εργασίας και ο καθορισμός των επιτοκίων από την ΕΚΤ, είναι ασύμβατη με τον στόχο της πλήρους απασχόλησης στην ευρωζώνη, της ταχείας ανάπτυξης και της όσο είναι δυνατόν σύγκλησης των οικονομιών της ευρωζώνης. Η λύση για την ευρωζώνη, θα ήταν σταθερή ισοτιμία νομισμάτων, καθορισμός των επιτοκίων από κάθε κεντρική τράπεζα και απόλυτος περιορισμός της διακίνησης κεφαλαίων που δεν έχει σχέση με το πραγματικό εμπόριο και τις επενδύσεις στην παραγωγή. Όπως τόνισε ο Κέυνς «είναι αδύνατον να ελέγξουμε τα επιτόκια εάν η διακίνηση των κεφαλαίων δεν περιοριστεί».

3.2.8 Ο κόσμος της οικονομίας δεν είναι εργοδικός αλλά αβέβαιος και απρόβλεπτος.

Τέλος ο Κέυνς και οι μετακεϋνσιανοί απορρίπτουν το εργοδικό αξίωμα, που μας έρχεται από τον 19ο αιώνα με το κλασσικό υπόδειγμα της απόλυτης βεβαιότητας, που επανεμφανίστηκε με την μορφή των μικροοικονομικών ορθολογικών προσδοκιών στις αρχές του ’60 και με την ασφαλιστική στατιστική σιγουριά άλλων μοντέλων αργότερα. Σύμφωνα με το νέο υπόδειγμα οι παρελθούσες στατιστικές σειρές της οικονομίας καταδεικνύουν και αποκαλύπτουν το μέλλον. Με άλλα λόγια η θεωρία των ορθολογικών προσδοκιών, ισχυρίζεται ότι οι ανταγωνιστικά δρώντες στην οικονομία, συλλέγουν και χρησιμοποιούν όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες που είναι αμερόληπτες, αποτελεσματικές, αποδοτικές και χωρίς συνεχή και επιμένοντα λάθη, και δημιουργούν προσδοκίες για το μέλλον οι οποίες είναι μακροχρονίως λογικές και δικαιολογημένες. Δηλαδή η ελεύθερη αγορά, πάντα με βάση το παρελθόν, αξιολογεί κάθε μελλοντικό κίνδυνο και τον τιμολογεί ορθά, αφού κάθε κίνδυνος στην οικονομία έχει χαρακτήρα ασφαλιστικό. Άρα εσαεί η ελεύθερη οικονομία μπορεί να προλέξει το μέλλον και ο χρόνος, καθώς περνάει, δεν παίζει κανένα ρόλο στην οικονομία. Είναι, όπως και το χρήμα, ουδέτερος. Και τελειώνοντας πάσα επέμβαση του κράτους στην οικονομία είναι εκ των προτέρων καταστροφική.
Βεβαίως οι διαδοχικές κρίσεις της ελεύθερης αγοράς, παγκόσμιες και περιφερειακές, από τον 19ο αιώνα έως αυτή την επιμένουσα του 2008, κατέδειξαν -εν τοις πράγμασι- την σφαλερότητα των ισχυρισμών αυτών. Η οικονομία δεν είναι εργοδική. Η οικονομία είναι μη-εργοδική που σημαίνει ότι δεν υφίστανται κοινωνικοί και οικονομικοί νόμοι, νόμοι σαν της νευτώνειας φυσικής, που μπορούμε να τους διδαχτούμε και με βάση αυτούς να δρούμε στην οικονομία. Για αποφάσεις που αφορούν στις επενδύσεις, δαπάνη τώρα και εισπράξεις μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι δεν γνωρίζουν τι το μέλλον επιφυλάσσει. Ο Κέυνς γλαφυρά το έχει ξεκαθαρίσει «Οι κλασσικοί θεωρητικοί μοιάζουν με Ευκλείδειους γεωμέτρες οι οποίοι μέσα σε έναν μη Ευκλείδειο κόσμο, ανακαλύπτουν με την εμπειρία ότι οι ευθείες παράλληλες γραμμές, συχνά τέμνονται, και επιπλήττουν τις γραμμές που δεν παραμένουν παράλληλες, ως το μοναδικό φάρμακο για τα ατυχή οικονομικά γεγονότα. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία θεραπεία, εκτός από το να πετάξουμε από πάνω μας το αξίωμα των παραλλήλων γραμμών και να δουλέψουμε μία μη Ευκλείδεια γεωμετρία. Κάτι παρόμοιο απαιτείται σήμερα στην οικονομία».

Μέρος Τέταρτο

4.1 Μετακεϋνσιανές Πολιτικές Στόχων και Μέσων.

Ο Κέυνς δεν ήταν οικονομολόγος με την τρεχούμενη έννοια της λέξεως, δηλαδή ένας επιστήμονας που δεν μπορεί να είναι χρήσιμος στην κοινωνία όπως ένας υδραυλικός, αλλά ένας φιλόσοφος ανθρωπιστής που η οικονομία στην φιλοσοφία του έχει την θέση της ηθικής και όχι μόνον αυτό, αλλά από την ηθική του προκύπτει και η οντολογία του και η γνωσιολογία του. Άρα, όλ’ αυτά για να επιτευχθούν, είναι στο χέρι του ανθρώπου, και όχι σε νόμους που διέπουν την ατομική και κοινωνική ζωή του ανθρώπου.
Ο πυρήνας της φιλοσοφίας του μπορεί να συνοψιστεί με την θέση, ότι η επιδίωξη του πλούτου δεν είναι σκοπός αλλά μέσο και ο σκοπός είναι να ζούμε σοφά, ευχάριστα και καλά. Με άλλα λόγια ήταν βαθιά αντί-ντετερμινιστής και τον ντετερμινισμό στην ανθρώπινη ιστορία τον θεωρούσε προσβολή για το ανθρώπινο πνεύμα και την ανθρώπινη βούληση.
Η θεωρία του αντικατόπτριζε τις πρακτικές ανάγκες της ζωής, που παίρνει την μορφή ενός ρεαλιστικού σχεδίου δράσης που ο σκοπός του υποβάλλεται στον έλεγχο της ηθικής του.
Ποίοι είναι οι στόχοι του Κέυνς στην οικονομία και που συνδέουν τους μετακεϋνσιανούς; Οι στόχοι είναι η πλήρης απασχόληση, ο χαμηλός θετικός πληθωρισμός, η δίκαιη κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου και η σταθερότητα του πιστωτικού συστήματος. Οι νεοφιλελεύθερη πολιτική αγνοεί τον πρώτο, τρίτο και τέταρτο στόχο και ασχολείται μόνο με τον χαμηλό πληθωρισμό (σταθερότητα της αξίας του νομίσματος) και μέσω της επίτευξης αυτού μας διαβεβαιώνει ότι ή οικονομία μακροχρονίως θα είναι σε ισορροπία, με μοναδικό εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου το φυσικό επιτόκιο που ορίζει η «ανεξάρτητη» ΕΚΤ.
Στην οικονομία ισχύει ο νόμος που λέει όσους στόχους έχει μία πολιτική, τόσα εργαλεία θα πρέπει να έχει για να την υλοποιήσεις. Τα εργαλεία-πολιτικές των μετακεϋνσιανών, για την επίτευξη των παραπάνω καθολικών πολιτικών στόχων, είναι η νομισματική πολιτική, η δημοσιονομική πολιτική, η εισοδηματική πολιτική, ή τιμολογιακή πολιτική, και η εξωτερική εμπορική πολιτική (δασμοί, ισοτιμία νομίσματος). Αυτές τις πολιτικές θα εξετάσουμε με συντομία που αγνοούν πλήρως οι νεοφιλελεύθεροι του ευρώ.

4.2 Μετακεϋνσιανές Πολιτικές

4.2.1 Νομισματική Πολιτική

Δεδομένου ότι οι μετακεϋνσιανοί έχουν, θεωρητικά και πρακτικά, απορρίψει τον Νόμο του Σαί, την κλασσική διχοτόμηση της οικονομίας, την δημιουργία του χρήματος εξωγενώς, την θεωρία του φυσικού επιτοκίου που καθορίζεται ενδογενώς, έχουν απορρίψει την θεωρία της σταθερότητας της ελεύθερης αγοράς κεφαλαίων και χρήματος, η ρεαλιστική νομισματική πολιτική που εισηγούνται έχει σαν στόχο το όσον το δυνατόν χαμηλό επιτόκιο. Τα χαμηλά επιτόκια είναι η καρδιά της νομισματικής πολιτικής των μετακεϋνσιανών και αυτό επειδή το επιτόκιο επηρεάζει και την παραγωγή, την απασχόληση και τις τιμές.
Μία αύξηση του επιτοκίου έχει άμεση επίδραση στην ενεργό ζήτηση μέσω πέντε οδών. Μέσω της πτώσης της αξίας των χρηματοοικονομικών τίτλων, με αύξηση των τιμών των καταναλωτικών προϊόντων και άρα με πτώση της αποταμίευσης, με αύξηση του κόστους παροχής πιστώσεων, με αύξηση της εξωτερικής αξίας του νομίσματος και τέλος επιδρά στην ανακατανομή του εισοδήματος υπέρ των πλουσιοτέρων τάξεων, των τραπεζών και των κεφαλαιούχων εις βάρος των φτωχοτέρων τάξεων αλλά και εις βάρος των παραγωγών και του κόσμου της εργασίας.
Οίκοθεν νοείται ότι μια τέτοια πολιτική θα συναντήσει την αντίδραση του χρηματικού κεφαλαίου με το επιχείρημα ότι το χρήμα είναι ουδέτερο. Αφού όμως αυτό το επιχείρημα έχει καταρριφθεί, και για να επιβληθεί μια τέτοια νομισματική πολιτική, απαιτείται η Κεντρική Τράπεζα να είναι υπό τον έλεγχο της δημοκρατικής πολιτείας και το τραπεζικό σύστημα να επανασχεδιαστεί και να δανείζει την παραγωγή και τις υπηρεσίες, έτσι ώστε στο μέλλον να μην υπάρξουν κρίσεις σαν του 2008, αποτέλεσμα της μετατροπής του τραπεζικού συστήματος σε καζίνο χρηματοδοτώντας φούσκες.
Και μια τελευταία παρατήρηση. Τα επιτόκια έχουν μειωθεί και η ποσοτική χαλάρωση (QE) του απερχόμενου σούπερ Μάριο όμως έχει αποτύχει, όπως άλλωστε απέτυχε και στην Αμερική και στην Βρετανία. Για τους μετακεϋνσιανούς αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη. Δεδομένου ότι από την κρίση ο ιδιωτικός τομέας βγήκε καταχρεωμένος, επιθυμία του είναι να απαλλαγεί από τα χρέη και άρα αποταμιεύει παρά καταναλώνει, ή επενδύει. Συνεπώς παρά τα χαμηλά επιτόκια η ζήτηση για πιστώσεις μειώνεται όπως και η προσφορά. Η ποσοτική χαλάρωση από την άλλη παρ’ ότι μειώνει τα επιτόκια εκείνο που κάνει είναι να μεταβάλει την σύνθεση των χαρτοφυλακίων και να προσθέτει ελάχιστα στην ενεργό ζήτηση.
Κατά συνέπεια καίτοι τα χαμηλά επιτόκια είναι αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη δεν είναι όμως ικανή συνθήκη.
Ο Κέυνς είναι ο πρώτος ένθερμος θιασώτης του κοινωνικού ελέγχου των επενδύσεων, πίστη που μοιράζονται όλοι οι μετακεϋνσιανοί, και είπε ότι η νομισματική πολιτική είναι ανεπαρκής να επιτελέσει το έργο της ανάπτυξης από μόνη της, και υπέδειξε ως καταλυτικό εργαλείο για την συνολική πρόοδο μιας οικονομίας την χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής.

4.2.2 Δημοσιονομική Πολιτική: Κρατικές Δαπάνες και Φόροι.

Σύμφωνα με τους μετακεϋνσιανούς, και από τα μαθήματα που έχουμε πάρει από την μεγάλη κρίση του 1929 αλλά και από τις μεταγενέστερες, το κράτος που εκδίδει το νόμισμα του, έχει την θεμελιώδη υποχρέωση να διατηρεί το επίπεδο της εθνικής δαπάνης-ζήτησης σε εκείνο το επίπεδο έως ότου επιτύχει την πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναμικού και των πόρων. Παράλληλα το κράτος πρέπει να διατηρεί τα επιτόκια, ως αναγκαίο όρο, σε εκείνο το ύψος που να καθιστούν το χρήμα φθηνό.
Κάνοντας αυτά το κράτος θα πρέπει να αδιαφορεί για το αν ο προϋπολογισμός του είναι ελλειμματικός, όσο και αν είναι μεγάλο το έλλειμμα. Αν πάλι χρειαστεί να είναι πλεονασματικός, για άλλους λόγους, αυτό πάλι μπορεί να το κάνει.
Οι πολιτικές του ελλειμματικού ή πλεονασματικού προϋπολογισμού, δεν είναι καλές ή κακές, απλά είναι μέσα για την επίτευξη των στόχων ενός σύγχρονου κράτους δηλαδή της πλήρους απασχόλησης, του χαμηλού θετικού πληθωρισμού, της δίκαιης κατανομής του εισοδήματος και του πλούτου και της σταθερότητα του πιστωτικού συστήματος.
Στην θέση αυτή, οι νεοφιλελεύθεροι της ευρωζώνης, προβάλλουν δύο αντιρρήσεις. Την πρώτη την αντλούν από την δημοσιονομική πολιτική και ονομάζεται «Ρικαρντιανό Ισοδύναμο» (Ricardian Equivalence) και την δεύτερη από την νομισματική πολιτική και ονομάζεται «Αρχή του Παραγκωνισμού» (Crowding Out) ή «Άποψη του Υπουργείου Οικονομικών», γιατί το 1930 ο Κέυνς αντιτάχθηκε σε αυτή την άποψη του Υπουργείου που είχε υπουργό τον Τσώρτσιλ. Και οι δύο αυτές αρχές θέλουν να καταδείξουν την αδυναμία της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής να υλοποιήσει τους μακροοικονομικούς της στόχους.
Επί της ουσίας, οι αρχές αυτές έλκουν την καταγωγή τους από τούς τραπεζίτες και τους κεφαλαιούχους του χρήματος, και δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να τους θέτουν στην πυραμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας χωρίς να λογοδοτούν πουθενά.
Το «Ισοδύναμο του Ρικάρντο» μας έρχεται από την Αγγλία του 1815 και κανείς δεν γνωρίζει γιατί ονομάστηκε έτσι, αφού ο Ρικάρντο ποτέ δεν αποδέχτηκε ότι υπάρχει κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, οι δρώντες στην οικονομία, αντιλαμβανόμενοι ότι τα ελλείμματα του κράτους για παραπάνω δαπάνες, που χρηματοδοτούνται με τωρινό δανεισμό, σημαίνουν μελλοντική αυξημένη φορολογία γι αυτούς, από τώρα μειώνουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις και έτσι ακυρώνουν εν τη γενέσει της την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική του κράτους. Και αντιστρόφως αν το κράτος έχει δημοσιονομικό πλεόνασμα, τότε η λιτότητα δεν μπορεί να θίξει την ενεργό ζήτηση. Πολιτικά κανείς δεν μπορεί να μιλάει κατά της λιτότητας που φαίνεται καλή πολιτική και όποιος την κατακρίνει είναι χυδαίος, λαϊκιστής και φασίστας.
Με βάση την «Αρχή του Παραγκωνισμού», ή «Άποψη του Υπουργείου Οικονομικών», οι νεοφιλελεύθεροι ισχυρίζονται ότι αφού το κράτος δημιουργεί ελλείμματα δανειζόμενο, αυτό αυξάνει το ύψος του επιτοκίου με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να μην μπορούν να δανειστούν με αποτέλεσμα να παραγκωνίζονται οι ιδιωτικές επενδύσεις και έτσι, εν τη γενέσει της και πάλι, να ακυρώνεται η δημοσιονομική πολιτική του κράτους. Με βάση και τις δύο αρχές άλλη οδός για την μακροχρόνια ανάπτυξη είναι μόνο η λιτότητα και αδιαφιλονίκητα η διατήρηση της αξίας του ευρώ.
Και οι δυο αρχές αποτελούν τον θεμέλιο λίθο της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης «μακροοικονομίας» που διδάσκεται στα ανά τον κόσμο Πανεπιστήμια, που έχει διαχυθεί ως πίστη σε όλες της κοινωνίες.
Όλοι οι καθώς πρέπει άνθρωποι, κάθε κατεστημένου στην Ευρώπη και στον κόσμο όλο, ανεξαρτήτως ιδιότητας και τάξης, πιστεύουν ότι οι δύο αυτές αρχές είναι αληθείς, έστω και αν αντιστρατεύονται στα συμφέροντα τους. Έχουμε πνευματική σύγχυση και ραθυμία ή αλλοιώς ομαδική βλακεία. Οι αρχές αυτές εκφράζονται με την κατεστημένη αντίληψη ότι το κράτος μεγάλο ή μικρό είναι κακό και ανίκανο και ότι το χρήμα πρέπει να το διαχειρίζεται οι τραπεζίτες πέραν παντός πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου.
Ας δούμε το πρώτο επιχείρημα, το «Ρικαρντιανό Ισοδύναμο» που υποθέτει ότι το χρήμα είναι ουδέτερο και ορισμένο. Αυτό επιτρέπει στην κυρία Μέρκελ, στους ανά την Ευρώπη τραπεζίτες και στους ηλίθιους πολιτικούς της ευρωζώνης, να έχουν ως πρότυπο την νοικοκυρά της Σουηβίας (Swabian housewife) που γνωρίζει, όπως επιγραμματικά είπε η Μέρκελ ότι «κανείς δεν μπορεί να ζει πέρα από τα λεφτά που βγάζει (ήτοι συνεχώς να δανείζεται)».
Δεν ζούμε όμως στην εποχή του Ρικάρντο. Το κράτος δεν μπορεί να εξισώνεται με την καλή νοικοκυρά της Σουηβίας. Άλλο το νοικοκυριό, άλλο οι επιχειρήσεις, άλλο το κράτος.
Το σύγχρονο κράτος εκδίδει το νόμισμα του χωρίς κανένα περιορισμό. Κατά συνέπεια το κράτος μπορεί να αγοράσει οτιδήποτε θέλει και κατά συνέπεια και την ανεργία. Αν σε μία χώρα υπάρχει ανεργία αποκλείεται αυτή να μην είναι κρατική επιλογή.
Η ανεργία ορίζεται ως η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο ιδιωτικός τομέας δεν επιθυμεί να αγοράσει αυτό το οποίο έχει παραχθεί, με αποτέλεσμα μετά να έχουμε ανεργία και πτώση της παραγωγής. Κατά συνέπεια το κράτος είναι αυτό που μπορεί αυτή την κατάσταση να την ανατρέψει.
Αφού η θεμελιώδης μεταβλητή της οικονομίας είναι οι επενδύσεις, που ανάλογα με την πορεία τους σε ένα αβέβαιο κόσμο πραγματοποιούνται, ή όχι, με αποτέλεσμα την ανεργία ή την ευημερία, η κοινωνικοποίηση των επενδύσεων σε περιόδους ύφεσης, που σημαίνει χρηματοδότηση των επενδύσεων, είναι η μόνη οδός σωτήριας που οι μετακεϋνσιανοί υποδεικνύουν, έχοντας στην πράξη ως οδηγό, ότι καμία κρίση δεν ξεπεράστηκε με άλλα μέσα, πλην της ενεργού ζήτησης που θα εκδηλωθεί από το κράτος.
Ένα κράτος λοιπόν που εκδίδει το νόμισμα του δεν έχει ανάγκη για να δαπανήσει να φορολογήσει πρώτα. Τελεία και Παύλα.

4.2.3 Γιατί φορολογεί το κράτος

Μα θα πει κάποιος ότι όλα τα κράτη που εκδίδουν το νόμισμά τους σε όλο τον κόσμο φορολογούν. Η απάντηση είναι ναι, άλλα όχι για να δαπανήσουν.
1. Ο πρώτος λόγος που φορολογεί το κράτος είναι για να δημιουργήσει ζήτηση για το νόμισμα του, έτσι ώστε το νόμισμα να γίνει αποδεκτό από τους πολίτες. Πρέπει να το αναζητήσεις για να πληρώσεις φόρους.
2. Ο δεύτερος, λίαν σημαντικός, λόγος που φορολογεί το κράτος, είναι για να προστατεύει την αξία του νομίσματος. Είναι ένα από τα όπλα κατά του πληθωρισμού.
3. Ο τρίτος λόγος που το κράτος φορολογεί είναι για να επιτύχει αναδιανομή του εισοδήματος. Φορολογεί πιο πολύ τους πλούσιους, λιγότερο ή καθόλου αυτούς με χαμηλά εισοδήματα.
4. Και ο τέταρτος λόγος που φορολογεί το Κράτος είναι για να διοχετεύει ή να αναδιανείμει την ενεργό ζήτηση πιο αποτελεσματικά στους κλάδους που το κράτος θέλει να αναπτυχθούν.
Ποτέ ένα κράτος που εκδίδει το νόμισμα του δεν φορολογεί για να δαπανήσει.
Κατά συνέπεια το «Ρικαρντιανό Ισοδύναμο» δεν ισχύει.
Ας δούμε τώρα το επιχείρημα του «Παραγκωνισμού των Επενδύσεων» ή την «Άποψη του ΥΠΟΙΚ». Ποιο είναι το σκεπτικό; Το κράτος δανείζεται, λιγοστεύει το χρήμα από την αγορά, τα επιτόκια αυξάνονται, οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώνονται λόγω ακριβού χρήματος και άρα η δημοσιονομική επέκταση μέσω δανεισμού αποδεικνύεται ανεπαρκής.
Βεβαίως αυτό θα ήταν αληθές αν το επιτόκιο καθοριζόταν από τις φυσικές μεταβλητές που είναι η αποταμίευση και η επένδυση. Άλλα ο ορισμός του ύψους του επιτοκίου είναι καθαρά νομισματικό φαινόμενο και εξαρτάται από τις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας. Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι το κράτος δανείζεται, όπως κάθε οικογένεια ή επιχείρηση, αυξάνεται η ρευστότητα στην οικονομία, και τα επιτόκια, όχι μόνον δεν αυξάνονται, τουναντίον μειώνονται. Αυτό μπορούμε να το διακρίνουμε καλύτερα αν λάβουμε υπ’ όψιν τα κέρδη των επιχειρήσεων στην πιο απλή τους μορφή. Ο τύπος που μας δίνει τα κέρδη είναι Κ=Cε+Ε+ (Δκ-Εκ), όπου Κ=κέρδη επιχειρήσεων, Cε=κατανάλωση επιχειρηματιών, Ε=ιδιωτικές επενδύσεις, Δκ=δαπάνες του κράτους, Εκ=έσοδα του κράτους και άρα (Δκ-Εκ) το έλλειμμα του κράτους. Τι μας λέει αυτό; Μας λέει ότι το έλλειμμα του κράτους τροφοδοτεί τα κέρδη των επιχειρήσεων, και με τα παραπάνω η περίφημη αρχή του «Παραγκωνισμού των Επενδύσεων» πάει περίπατο. Τώρα γιατί οι επιχειρηματίες είναι κατά του κράτους και όχι κατά των τραπεζιτών αυτό ας μας το πούνε οι ίδιοι μέσα στην παραζάλη που ζουν.

4.2.4 Γιατί το Κράτος Δανείζεται;

Αλλά ας τα αφήσουμε λίγο στην άκρη όλ’ αυτά. Αν ένα κράτος εκδίδει το δικό του νόμισμα, γιατί να δανείζεται; Φαίνεται μάλλον παράλογο να δανείζεται κάποιος χρήμα που μπορεί να εκδίδει απεριόριστα. Ας δούμε λίγο το θέμα βαθύτερα.
Πράγματι το κράτος εκδίδει ομόλογα τα οποία εμμέσως ή αμέσως τα πουλάει στους πολίτες του και αυτό συνιστά δανεισμό για δαπάνες. Έτσι λέγεται.
Ο όρος δανεισμός του κράτους για να δαπανήσει είναι λανθασμένος, ενώ το σωστό θα ήταν «κατάθεση των πολιτών στο κράτος με τόκο». Όταν ένας πολίτης αγοράζει ένα ομόλογο τι κάνει; Πάει στην τράπεζα, αποσύρει Χ πόσο από τον λογαριασμό του, το οποίο ποσό το καταθέτει σε ένα κρατικό λογαριασμό και ως απόδειξη παίρνει ένα ομόλογο.
Το ομόλογο θα μπορούσαμε να πούμε βιβλιάριο καταθέσεων στο κράτος χωρίς να κάνουμε λάθος. Είχαμε λοιπόν μεταφορά χρημάτων από ένα τραπεζικό λογαριασμό, σε ένα κρατικό λογαριασμό, που διατηρεί το κράτος στην κεντρική τράπεζα. Μάλιστα είναι μια κατάθεση ασφαλής, αφού ένα κράτος που εκδίδει το νόμισμα του ποτέ δεν πτωχεύει, σε αντίθεση με μια τράπεζα που πτωχεύει. Το ζήσαμε αυτό με την κρίση του 2008. Οι πολίτες έσωσαν τις τράπεζες.

4.2.5 Γιατί το κράτος τότε εκδίδει ομόλογα;

Μα εκδίδει ομόλογα για να διατηρεί τα επιτόκια σε ένα επιθυμητό επίπεδο.
Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι το Κράτος αγοράζει οτιδήποτε επιθυμεί με τυπωμένο χρήμα. Οι πολίτες, ταμεία, ΙΚΑ, επιχειρήσεις, τράπεζες, κάτοχοι του χρήματος αυτού, είναι πέραν αυτού που θα επιθυμούσαν να το κρατούν σε αυτή την μορφή, και άρα είναι αδύνατον να το καταθέσουν με κάποιο τόκο. Το «πολύ χρήμα» θα οδηγούσε σε μηδενικό τόκο.
Κατά συνέπεια αυτή την «πολύ ρευστότητα» στην οικονομία το Κράτος την εκκαθαρίζει με την πώληση ομολόγων. «Δανείζεται» πίσω το χρήμα που εξέδωσε και έτσι διατηρεί τα επιτόκια σε ένα επιθυμητό επίπεδο που έχει σαν στόχο. Με άλλα λόγια τα ομόλογα δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά ένα μηχανισμό διατήρησης των επιτοκίων σε επιθυμητό ύψος με στόχο να καθιστούν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα εφικτές.
Κατά συνέπεια, και η φορολογία και η έκδοση ομολόγων έπεται της δαπάνης του Κράτους που εκδίδει το νόμισμα του, και κάθε δαπάνη του Κράτους συνοδεύεται με την έκδοση ομολόγων κατά κανόνα. Καμία σχέση με τις δαπάνες του Κράτους δεν υφίσταται.

4.2.6 Εισοδηματική πολιτική και σταθερότητα τιμών

Τι σηματοδοτεί ο παραπάνω τίτλος στην ευρωζώνη κατ’ αρχήν; Σηματοδοτεί την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει μια κυβέρνηση για το ύψος των μισθών, συντάξεων και άλλων κοινωνικών παροχών, έτσι ώστε οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών να μένουν σταθερές και καλύτερα να μειώνονται, να μην έχουμε πληθωρισμό, και έτσι να είναι σταθερή ή ανερχόμενη η αξία του νομίσματος αλλά και η ανεργία να παραμείνει στο εκάστοτε «φυσικό της επίπεδο».
Πριν λίγο καιρό, ο απελθών πια σούπερ Μάριο Ντράγκι εξήγγειλε ότι η ΕΚΤ, για το 2020, έχει στόχο ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη να μην ξεπεράσει το 2%. Αν ο πληθωρισμός ξεπεράσει το 2%, τότε η ΕΚΤ θα υψώσει τα επιτόκια προκαλώντας υφεσιακό κλίμα στην οικονομία, έως ότου ο πληθωρισμός επανέλθει στο 2%.
Με άλλα λόγια η ΕΚΤ προειδοποιεί κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και εργαζόμενους, εάν επιτρέψουν να αυξηθεί η ζήτηση μέσω της αύξησης των αμοιβών και των τιμών, τότε μια περιοριστική νομισματική πολιτική θα εφαρμοστεί με κίνδυνο απώλειας εσόδων, κερδών και θέσεων εργασίας.
Αλλά ας δούμε λίγο βαθύτερα από προέρχονται οι απειλές της «ανεξάρτητης» ΕΚΤ, έχοντας κατά νου, ότι η ιδανική παγκοσμιοποίηση έχει εφαρμοστεί στην ευρωζώνη, αφού κάθε κράτος μέλος εξαρτάται από τις ορέξεις των τραπεζιτών και από τους κατόχους των κεφαλαίων.
Εκ κατασκευής το ευρώ τα κράτη της ευρωζώνης το αποκτούν είτε μέσω των εξαγωγών, είτε μέσω δανεισμού, πέραν της φορολογίας. Τι ουσιαστικά μας λέει η ΕΚΤ; Αν οι μισθοί μειωθούν, βεβαίως θα μειωθεί η κατανάλωση. Από την άλλη όμως ισχυρίζονται ότι αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και άρα θα αυξηθούν οι εξαγωγές, οι επενδύσεις και τα κέρδη. Αν το θετικό γεγονός της αύξησης των επενδύσεων και των κερδών είναι μεγαλύτερο του γεγονότος της μείωσης της κατανάλωσης στο εσωτερικό, τότε έχουμε ανάπτυξη με βάση τα κέρδη (profit-led regime). Οι μισθοί εδώ θεωρούνται κατ’ εξοχήν στοιχείο κόστους και άρα η μείωση τους θα έχει θετικό αντίκτυπο στην οικονομία ούτως ή άλλως.
Οίκοθεν νοείται εδώ ανοίγει η πύλη της ευρωτρέλλας. Έχουμε να κάνουμε με λάθος νοητική σύνθεση. Είναι αδιανόητο όλες οι χώρες της ευρωζώνης, και κατ’ επέκταση όλες οι χώρες του κόσμου, στις μεταξύ τους σχέσεις, να έχουν πλεόνασμα από τις εξαγωγές τους και να έχουν ανάπτυξη μέσω των κερδών από εξαγωγές. Δεν γίνεται αυτό, δεν εξάγουμε σε άλλο πλανητικό σύστημα, αλλά μεταξύ μας, και άλλες χώρες βραχυχρονίως θα είναι πλεονασματικές και άλλες ελλειμματικές.
Έτσι οι χώρες της ευρωζώνης, για να βρούν ευρώ, μπαίνουν σε ένα εξαντλητικό ανταγωνισμό που οδηγεί σε ισχνή ανάπτυξη ή καθόλου ανάπτυξη με σοβαρούς κινδύνους για την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά για αυτή καθ’ αυτή την ευρωπαϊκή δημοκρατία λόγω οργανωμένης στόχευσης της μεσαίας τάξης. Η εισοδηματική πολιτική που εισηγείται η ΕΚΤ είναι «εισοδηματική πολιτική τρόμου σε υποτελείς»

Τι σημαίνει Εισοδηματική Πολιτική για τους μετακεϋνσιανούς;

Σύμφωνα με τους μετακεϋνσιανούς, οι μισθοί δεν είναι μόνο στοιχείο κόστους, αλλά και ισχυρή πηγή ζήτησης. Αυτό το στοιχείο παντελώς ελλείπει από το υπόδειγμα της ευρωζώνης και της ΕΚΤ. Μια οικονομία κάλλιστα μπορεί να αναπτυχθεί μέσω της αύξησης του μεριδίου των μισθών στο εισόδημα (wage-led demand regime). Η αύξηση της κατανάλωσης και περαιτέρω η αύξησης των επενδύσεων, οδηγεί στην ανάπτυξη, και αυτό γιατί η οριακή ροπή προς κατανάλωση που προέρχεται από τους μισθούς είναι μεγαλύτερη από αυτή που προέρχεται από τα κέρδη.
Εδώ ξαναμπαίνει το πρόβλημα του πληθωρισμού λόγω της αύξησης των μισθών που συνεπάγεται πληθωρισμό ζήτησης. Αν υποθέσουμε ότι κοινωνικά έχουμε αποδεχθεί μια αξιοπρεπή διανομή του εισοδήματος, οι αυξήσεις που θα δίνονται ετησίως στην εργασία, ποτέ δεν θα είναι πληθωριστικές, αν ακολουθούν το βήμα της παραγωγικότητας της εργασίας. Ο κίνδυνος του πληθωρισμού εκλείπει. Πάνω σε αυτή την αρχή ένα πλήθος προτάσεων έχουν αναπτυχθεί που είναι πέραν των σκοπών αυτού του κείμενου.
Αξίζει όμως να αναφερθεί και άλλος ένας τρόπος αποφυγής του πληθωρισμού λόγω αύξησης των μισθών, στο πλαίσιο της μετακεϋνσιανής σκέψης. Το σύγχρονο κράτος πρέπει να έχει στόχο την πλήρη απασχόληση και έτσι εκ των πραγμάτων γίνεται ο έσχατος εργοδότης (αμέσως ή εμμέσως) γι αυτούς που δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Ορίζοντας το κράτος έναν αξιοπρεπή μισθό, στο πλαίσιο της παραγωγικότητας της οικονομίας, όχι μόνο εξαφανίζει την ανεργία αλλά ελέγχει και τον πληθωρισμό.
Είναι προφανές ότι πολιτισμένες εισοδηματικές πολιτικές μπορούν να εφαρμοστούν πέραν των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της ευρωζώνης που μας εκβαρβαρίζουν.

4.2.7 Διεθνές Εμπόριο

Τα χρόνια 1945-1973, που ονομάστηκαν «χρυσούς αιών του προηγμένου καπιταλισμού», η απασχόληση και ο πληθωρισμός ήσαν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, το διεθνές εμπόριο αναπτυσσόταν με ταχύτατους ρυθμούς, σε παγκόσμιο επίπεδο οι ρυθμοί αύξησης των ΑΕΠ των χωρών ήσαν εντυπωσιακοί, ενώ οι μεταναστευτικές ροές, για λόγους οικονομικούς, ήσαν σε χαμηλά επίπεδα. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα εν πολλοίς, της Συμφωνίας του Μπρέττον Γούντς το 1944, όπου ο Κέυνς κατάφερε, όσο ήταν δυνατόν, να καθορίσει τους όρους ανάπτυξης των χωρών και ταυτόχρονα να διακανονίσει τον τρόπο συναλλαγής των χωρών μεταξύ τους.
Με βάση την Συμφωνία αυτή, τα κράτη από το 1945 έως το 1973 αναπτύχθηκαν σε ένα περιβάλλον όπου υπήρχαν συμφωνημένες σταθερές ισοτιμίες νομισμάτων και κατά περίπτωση προσαρμοζόμενες (υποτίμηση/ανατίμηση), αυτόνομη άσκηση νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής και, ως ήταν φυσικό, απαγορευόταν η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων. Η εποχή αυτή έληξε το 1973 και εισήλθαμε από τότε σταδιακά στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, στην εποχή του «τέλους της ιστορίας», που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, ή ελεύθερη διακύμανση της αξίας των νομισμάτων, η κατάργηση κάθε προστατευτισμού στο εμπόριο και η κατάργηση της προστασίας της εργασίας, αλλά και της ελεύθερης διακίνησης της εργασίας τουλάχιστον στην ευρωζώνη μεταγενέστερα.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι όταν οι 32 αντιπροσωπείες προσήλθαν στην μικρή πόλη Μπρέττον Γούντς του Νιού Χάμπσαϊρ τον Ιούλιο του 1944, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, για να διατυπώσουν κανόνες, με βάση τους οποίους που θα πορευόταν ο κόσμος μετά τον Β΄ΠΠ, ήλθαν έχοντας κατά νου τον νεοφιλελεύθερο τρόπο σκέψης, δηλαδή των τραπεζιτών και κεφαλαιούχων του χρήματος, που επικρατούσε πριν τον πόλεμο.
Ο Κέυνς, ως εκπρόσωπος της Αγγλίας, προσήλθε ως αιρετικός στην σύσκεψη, γιατί ακόμα τα οικονομικά της ζήτησης, στην ακαδημαϊκή σκέψη, δεν ήσαν μόνο αίρεση, αλλά και άγνωστα εν πολλοίς, καίτοι τα είχε χρησιμοποιήσει ο Πρόεδρος Ρούζβελτ από το 1933. Η αίρεση μετά την σύσκεψη έγινε ορθοδοξία έως το 1973.
Αν συγκρίνουμε τις δύο εποχές 1945-1973 και 1973-2019 η σύγκριση με όρους ανάπτυξης, απασχόλησης, δικαιότερης διανομής του εισοδήματος, κοινωνικού κράτους, δημοκρατίας και μετανάστευσης, σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι συντριπτικά είναι υπέρ της πρώτης περιόδου.
Ας δούμε λίγο βαθύτερα το θέμα. Ο Κέυνς είχε ήδη αντιληφθεί ότι η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, δεν αποτελεί παράγοντα σταθεροποίησης της οικονομίας, αλλά αιτία πτώσης της παραγωγής και επιμένουσας ανεργίας, αλλά επίσης σοβαρός λόγος πολιτικής αστάθειας. Αυτή ακριβώς ήταν και η αιτία, που πλην τριών δημοκρατιών από τις δεκαοκτώ που ιδρύθηκαν μετά το 1918 στην Ευρώπη, στα επόμενα χρόνια, να γίνουν δικτατορίες παντός τύπου και να οδηγηθούμε στον Β’ΠΠ.
Όταν ο Κέυνς προσήλθε στην σύσκεψη, η έγνοια του δεν ήταν για το αν θα έπρεπε τα νομίσματα να έχουν σταθερή ανταλλακτική αξία ή ελεύθερα να διακυμαίνονται. Ο κύριος στόχος του ήταν, δεδομένης της ενεργού ζήτησης, πως τα κράτη να μπορούν να ασκούν ανεξάρτητη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, χωρίς να έχουν ανάγκη τους τραπεζίτες και τους κατόχους κεφαλαίων, πράγμα που ονόμασε «ευθανασία του πιστωτή» (euthanasia of the rentier) που κάλλιστα μπορούμε να το μεταφράσουμε χωρίς να κάνουμε λάθος «θάνατος στους τραπεζίτες».
Για να είναι εγγυημένη η «ευθανασία των πιστωτών» θα έπρεπε η κάθε κεντρική τράπεζα, κάθε κράτους, να θέτει τα επιτόκια της ανεξαρτήτως των διεθνών πιέσεων. Όπως τόνισε ο ίδιος «είναι αδύνατον να έχουμε ανεξάρτητη νομισματική πολιτική χωρίς να περιορίσουμε την διακίνηση κεφαλαίων από και προς την χώρα«. Και αυτό έγινε αποδεκτό. Για την εποχή εκείνη το να επιβληθεί ο περιορισμός στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, που επετεύχθη με την βοήθεια του Υπουργού Οικονομικών της Αμερικής Χάρι Ντέξτερ, ισοδυναμούσε με επανάσταση, γιατί η δύναμη από τους τραπεζίτες και κεφαλαιούχους πήγαινε πια στους Λαούς και στους πολιτικούς τους.
Τι σημαίνει με άλλα λόγια «έλεγχος διακίνησης κεφαλαίων». Σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα, που εκδίδει το χρήμα, δεν έχει κάποιο λόγο να ανεβοκατεβάζει τα επιτόκια με σκοπό να έλκει κεφάλαια στην χώρα, ή να αποτρέπει τα κεφάλαια να αφήνουν την χώρα. Σαν αποτέλεσμα μπορεί να θέτει τα επιτόκια, η κεντρική τράπεζα, στο ύψος που αυτή επιθυμεί. Η μείωση των τραπεζικών επιτοκίων, μεταφέρει κεφάλαια από τους πιστωτές στους παραγωγούς και στους εργαζόμενους, με αποτέλεσμα την αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Επί πλέον τα χαμηλά επιτόκια μειώνουν το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα. Η ευημερία της περιόδου του Μπρέττον Γούντς είναι μέρος της ευθανασίας των τραπεζιτών.
Η Συμφωνία του Μπρέττον Γούντς κατέρρευσε το 1973 τελικά, και συνδέεται άμεσα η κατάρρευση με το γεγονός, ότι άρχισε να επιτρέπεται η ελεύθερη διακίνηση κερδοσκοπικών κεφαλαίων, με την ανάπτυξη της επιλεγομένης Ευρωαγοράς Χρήματος και Κεφαλαίων (όχι του ευρώ), με την επέκταση των αμερικάνικων πολυεθνικών και την κατ’ ανάγκη ανάπτυξη διεθνώς του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος. Το γεγονός ότι η αμερικανική κυβέρνηση υιοθέτησε την ελεύθερη διακύμανση του δολαρίου, και όχι να μετατρέπεται σε μια ορισμένη ποσότητα χρυσού σε σχέση με τα άλλα νομίσματα, αυτό επέτρεψε την ελεύθερη διακίνηση κερδοσκοπικών κεφαλαίων, όπως και η απουσία μιας ηγεμονικής δύναμης να τα ελέγχει.
Το τραπεζικό σύστημα από τότε έτεινε να γίνει καζίνο, όπως και έγινε τελικά, μαζί με την ολική επαναφορά της πεθαμένης νεοφιλελεύθερης θεωρίας, που περιφέρεται πια ως ζόμπι και κάνει κακό στη ζωή μας.
Στην ευρωζώνη τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα λόγω του κοινού νομίσματος που κυμαίνεται μεν ελεύθερα στις αγορές, αλλά δεν παύει δε, να είναι το ίδιο για όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Στην ευρωζώνη, επειδή εκ της κατασκευής της έχουμε κοινό νόμισμα, και εκ της κατασκευής της η διακίνηση κεφαλαίων είναι ελεύθερη, κατ’ ανάγκη, δεν γίνεται αλλοιώς, καμμία χώρα δεν μπορεί να έχει ανεξάρτητη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική.
Έτσι στην ευρωζώνη έχουμε τις εξής επιπτώσεις. Υποχώρηση της Δημοκρατίας, αφού κάθε λαός εξαρτάται από τις ορέξεις των τραπεζιτών, κατ’ άλλους αγορές, επιβολή διαρκούς λιτότητας-φτώχειας, κατ’ άλλους μεταρρυθμίσεις, αφού το μόνο όπλο μιας κυβέρνησης για να βρει ευρώ είναι η διάλυση του κράτους και τα χαμηλά μεροκάματα, και τέλος την υποδούλωση του πιο ασθενούς κράτους στο κράτος με την υψηλότερη παραγωγικότητα.
Να γιατί η Γερμανία κατέκτησε την Ελλάδα και την Νότια Ευρώπη χωρίς την Βέρμαχτ αλλά με το ευρώ. Ήταν εκ κατασκευής του ευρώ αυτό μοιραία να συμβεί, όπως ακριβώς κατακτούσαν οι Βρετανοί, με ελάχιστο στρατό, τους Λαούς που αποίκησαν, με όπλο την λίρα τους.
Ποια είναι η θέση των μετακεϋνσιανών σε αυτή την ευρωζωνική αθλιότητα; Πρώτα και κύρια η επιστροφή στα Εθνικά Νομίσματα έτσι ώστε κάθε χώρα να ανακτήσει το δικαίωμα άσκησης αυτόνομης δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής πού είναι η βάση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας κάθε σύγχρονου κράτους.
Βεβαίως κάθε κυβέρνηση στον κόσμο θα επιθυμούσε τα κεφάλαια ανεμπόδιστα να εισέρχονται και να εξέρχονται από την χώρα, το νόμισμα της να έχει σταθερή ανταλλακτική αξία και τέλος αυτή να μπορεί να ασκεί ανεξάρτητη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Αλλά σύμφωνα με το θεώρημα του οικονομικού τριλήμματος (trifecta theorem) μόνο δύο από τα παραπάνω τρία μπορεί να επιλέξει μια κυβέρνηση να ασκήσει. Οίκοθεν νοείται ότι όλοι οι μετακεϋνσιανοί συμφωνούν ότι κάθε κυβέρνηση θα πρέπει να ασκεί ανεξάρτητη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Αυτό συνεπάγεται ότι θα επιλέξουν ως δεύτερη επιλογή ή την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και έτσι το νόμισμα της χώρας να διακυμαίνεται ελεύθερα, ή θα επιλέξουν σταθερή ισοτιμία του νομίσματος και έτσι τα κεφάλαια δεν θα μπορούν ελεύθερα να εισέρχονται και να εξέρχονται από την χώρα.
Μέρος των μετακεϋνσιανών, προεξαρχόντων των εισηγητών της «Σύγχρονης Θεωρίας του Χρήματος», αντιτίθενται στην επιστροφή στις σταθερές ισοτιμίες με βασικό επιχείρημα ότι οι ελεύθερα κυμαινόμενες ισοτιμίες αφήνουν πλήρη ελευθερία στις κυβερνήσεις να ασκούν την εσωτερική πολιτική που επιθυμούν. Με άλλα λόγια το ελεύθερο διακυμαινόμενο νόμισμα επιβεβαιώνει την κυριαρχία και ανεξαρτησία του κράτους. Άλλοι μετακεϋνσιανοί επιθυμούν τις σταθερές ισοτιμίες, άρα τον έλεγχο της διακίνησης των κεφαλαίων από και προς την χώρα, γιατί έτσι δεν αφήνουν περιθώρια σε κερδοσκόπους να κερδοσκοπούν με το νόμισμα της χώρας, πράγμα που δίνει μια άλλη διάσταση στην κυριαρχία της χώρας. Τέλος άλλη ομάδα μετακεϋνσιανών, χωρίς να αμφισβητεί τα επιχειρήματα των μεν και των δε, στέλνει την λύση του προβλήματος στο χρόνο που μια τέτοια επιλογή θα χρειαστεί να επιβληθεί, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την οικονομική συγκυρία.
Το ουσιώδες είναι ότι όλοι επιλέγουν την αυτόνομη άσκηση νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.

4.2.8 Το Ασφαλιστικό Πρόβλημα

Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι έχουμε δημιουργήσει ένα τέτοιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και υγείας που είναι πλήρως χρηματοδοτημένο. Στο κάθε συνταξιούχο αντιστοιχεί ένα ικανό ποσό για την σύνταξη του και την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη. Ας υποθέσουμε επίσης ότι η συνολική δαπάνη στην οικονομία δεν είναι στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης. Ποιο νομίζετε θα είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάστασης για το «εξασφαλισμένο» σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και υγείας; Είναι απλό, σε λίγο καιρό θα καταρρεύσει.
Άρα το πρόβλημα των συντάξεων και της υγείας δεν έχει να κάνει με την χρηματοδότηση του, σε μια χώρα που εκδίδει το δικό της νόμισμα, ή πόσοι εργαζόμενοι, πόσους συνταξιούχους μπορούν να τρέφουν από τους τρεχούμενους μισθούς τους και εργασία τους και άλλα τέτοια παλαβά που μας ζαλίζουν.
Είναι θέμα της πραγματικής οικονομίας. Έχει να κάνει με τις παραγωγικές δαπάνες μιας χώρας που εκδίδει το δικό της νόμισμα.
Ας έχουμε κατά νου, άλλη μια φορά, ότι μια χώρα που εκδίδει το δικό της νόμισμα ποτέ δεν πτωχεύει και ότι έχει απεριόριστη δυνατότητα δαπάνης, δηλαδή να αγοράσει οτιδήποτε μπορεί να παραχθεί στη χώρα σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης. Αυτό το κάνει με απλό τρόπο. Πληκτρολογεί χρήμα στους λογαριασμούς των πολιτών της. Τόσο απλά γίνεται.
Δεδομένου αυτού, όταν μια χώρα φαίνεται ότι θα έχει πρόβλημα με τον δείκτη αλληλεξάρτησης των γενεών στο μέλλον, χαράσσει από τώρα εκείνη την οικονομική πολιτική έτσι ώστε, οι δαπάνες της από σήμερα, να δημιουργούν εκείνες τις συνθήκες, που οι εργαζόμενοι στο μέλλον να μπορούν να παράγουν σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης και να ικανοποιούν τις ανάγκες όλου του πληθυσμού εκείνης της εποχής.
Με άλλα λόγια δεν περικόπτεις δαπάνες για την παιδεία, γιατί στο μέλλον θα έχεις εργατικό προσωπικό ανεκπαίδευτο και ελάχιστο επιστημονικό προσωπικό χωρίς γνώση και τεχνολογία για να «τρέξουν» την οικονομία της εποχής τους.
Άρα όλοι πρέπει να κατανοήσουν ότι το πρόβλημα με τους συνταξιούχους δεν είναι πρόβλημα που έχει σχέση με την χρηματοδότηση τους. Το επικυρίαρχο κράτος, κάθε πρώτη του μηνός, έχει την δυνατότητα να «βάζει» όσα χρήματα απαιτούνται να ζουν μια καλή ζωή.
Το θέμα είναι αν η χώρα θα παράγει και τότε το ερώτημα γίνεται πολιτικό με την έννοια, πόσα αγαθά θα δώσουμε για κατανάλωση στους συνταξιούχους; πόση υγεία; πόσες διακοπές; πόσα ρούχα; πόση ενέργεια; πόσο πολιτισμό; και οτιδήποτε άλλο.
Όλα αυτά συνιστούν το πραγματικό κόστος για μας, και όχι τα χρήματα που δεν είναι τίποτα άλλο παρά αριθμοί σε λογαριασμούς τραπεζών.

Μέρος Πέμπτο

5. Επίλογος

Το κείμενο αυτό προσέφερε μια επιστημονική παρουσίαση, με την έως τώρα γνώση, του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος και του μετακεϋνσιανού υποδείγματος χωρίς καμμία ιδεολογική προκατάληψη.
Κατέδειξε την αδυναμία της νεοκλασσικής θεωρίας, υπό την οποία συνυπάρχουμε στην ευρωζώνη, να κάνει καλύτερη την ζωή των Ευρωπαίων πολιτών και η περαιτέρω εφαρμογή της μάλλον θα οδηγήσει στην φοβερή κατάσταση του μεσοπολέμου. Για την χώρα μας οι συνέπειες είναι ήδη οδυνηρές μετά από δέκα χρόνια εφαρμογής μνημονίων που θα συνεχιστεί η εφαρμογή τους έως το 2060 με την χώρα υποθηκευμένη έως το 2115. Η χώρα είναι αντιμέτωπη με την φτώχεια, την αποεπένδυση, την υπογεννητικότητα, την ισλαμοποίηση, και με έκδηλη την μείωση της αποτρεπτικής της ισχύος.
Το μετακεϋνσιανό υπόδειγμα, που στηρίζεται σε ρεαλιστικές υποθέσεις και δοκιμασμένο στην ιστορία με τα πιο λαμπρά αποτελέσματα, κατεδείχθει ότι αποτελεί την μοναδική εναλλακτική λύση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ευρωζώνη και η παγκόσμια οικονομία με όρους ανάπτυξης, αξιοπρεπούς διαβίωσης της ανθρωπότητας και ειρήνης. Η τρέλα των ελεύθερων αγορών που επιλύουν κάθε πρόβλημα, πρέπει να αντικατασταθεί με τον έλεγχο της διακίνησης των χρηματικών κεφαλαίων, έτσι ώστε κάθε χώρα να μπορεί να ορίζει μόνη της την νομισματική και δημοσιονομική της πολιτική χωρίς να πιέζεται από την κερδοσκοπία των τραπεζών που επιτρέπει ο νεοφιλελευθερισμός.
Οι πολίτες της χώρας μας πρέπει να καταλάβουν ότι η με εμπιστοσύνη παθητικότητα που επιδεικνύουν στο καθεστώς του ευρώ είναι λίαν επικίνδυνη και μας οδηγεί στην καθολική μας καταστροφή.
Ήλθε η στιγμή να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας ανακτώντας την κυριαρχίας μας, που αυτό όμως απαιτεί πρωταρχική και ουσιαστική συμφωνία για επιστροφή στο Εθνικό Νόμισμα. Οι πολίτες, κινήματα και κόμματα πρέπει να κατανοήσουν, ασχέτου ιδεολογίας και επιδιώξεων, ότι τίποτα δεν μπορούν να κάνουν αν η χώρα δεν έχει το δικό της νόμισμα. Το Εθνικό Νόμισμα είναι η μοναδική βάση που κάθε πολιτική επιδίωξη οικοδομείται και υλοποιείται μετά ανάλογα με την βούληση του Λαού. Άλλη βάση δεν υπάρχει τουλάχιστον με την έως τώρα γνώση. Κατά συνέπεια η συστράτευση όλων, για να γίνει αυτό το πρώτο μεγάλο βήμα της επανόδου στο Εθνικό Νόμισμα, αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για να καταστεί η χώρα κυρίαρχη. Όποιος αυτό δεν το αντιλαμβάνεται δεν είναι άξιος ούτε των ιδεών του και ούτε των υποτιθεμένων καλών του προθέσεων.
* O Σπύρος Στάλιας είναι Οικονομολόγος Ph.D -spyridonstalias@hotmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου