Γιαννάκης Ομήρου
Ενώ πλησιάζουμε να διανύσουμε το ένα πέμπτο του 21ου αιώνα, η Κύπρος βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Αγωνίζεται για εθνική και φυσική επιβίωση, λειτουργεί μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, επιδιώκει, σε συνεργασία με την Ελλάδα, έναν ρόλο σταθεροποιητικού παράγοντα ειρήνης και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κοινός παρονομαστής αυτών των στόχων είναι η διασφάλιση της κυριαρχίας και διεθνούς προσωπικότητας της Κύπρου και η επίτευξη μιας μόνιμης λύσης που θα την απαλλάσσει από την κατοχή και θα αποκαθιστά την ενότητα του κράτους.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Κύπρος διαμορφώνονται σε ένα διεθνές κλίμα που εξακολουθεί να το χαρακτηρίζει η ρευστότητα. Η λεγόμενη «νέα διεθνής τάξη πραγμάτων» χαρακτηρίζεται εν πολλοίς από μια διάχυτη αταξία. Μπορεί να τερματίστηκε ο Ψυχρός Πόλεμος, μπορεί να απομακρύνθηκε ο κίνδυνος θερμοπυρηνικού πολέμου, όμως δεν έχουν εκλείψει οι ροπές που τείνουν να ανατρέψουν κάθε στιγμή το διεθνές σύστημα. Ο παγκόσμιος πλούτος συγκεντρώνεται σκανδαλωδώς στα χέρια μιας μικρής οικονομικής ολιγαρχίας, σε ένα μικρό αριθμό προηγμένων χωρών. Το χάσμα πλούτου και τεχνολογίας μεγεθύνεται. Η ανισορροπία Βορρά και Νότου οξύνεται, ενώ ο τρίτος κόσμος εξακολουθεί να σηκώνει ένα αβάστακτο σταυρό μαρτυρίου. Παρά την αυξανόμενη ρητορεία περί επικράτησης νέων ηθικών αξιών, εξασφάλισης δικαιοσύνης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι τοπικοί πόλεμοι προκάλεσαν περισσότερα θύματα από τα εκατομμύρια νεκρών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Δυστυχώς, οι άνθρωποι εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να πολεμούν για τα ίδια αίτια όπως την εποχή του Θουκυδίδη.
Τη ρευστότητα, την αστάθεια και την ανασφάλεια στο ευρωπαϊκό σύστημα και στη διεθνή πολιτική προκάλεσαν οι καθεστωτικές αλλαγές του 1989. Οι δεδομένες στρατιωτικές ισορροπίες καταργήθηκαν και επήλθαν δομικές αλλαγές στα πολιτικά συστήματα. Την κατάσταση αυτή ενίσχυσε η ρευστότητα των κοινωνικών και οικονομικών δομών των μεταβατικών συστημάτων στην Ανατολική Ευρώπη, την πρώην Σοβιετική Ένωση και τα Βαλκάνια. Αν σε αυτά τα προβλήματα προσθέσουμε και εκείνα που προκύπτουν στην περιοχή της λεκάνης της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, που αποτελούν τις περιοχές επαφής της Ευρώπης με τα αναπτυσσόμενα κράτη του Τρίτου Κόσμου, τότε θα έχουμε μια συνολική εικόνα της ανασφάλειας και της αστάθειας που υπάρχει.
Προκύπτει, λοιπόν, η ανάγκη να εργαστούμε για έναν νέο κόσμο σταθερότητας και συνεργασίας, για ένα κοινό σύστημα ασφάλειας για ολόκληρη την Ευρώπη από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια.
Ελλάδα και Κύπρος αποτελούν κρίσιμους παράγοντες στη διαμόρφωση περιφερειακών συνθηκών ασφάλειας ένεκα της στρατηγικής τους θέσης, μιας αρκετά ανεπτυγμένης οικονομίας αλλά και των καλών τους σχέσεων με τις γειτονικές χώρες, με εξαίρεση την Τουρκία.
Τη συμπόρευση της Ελλάδας και της Κύπρου σε θέματα στρατηγικής υπαγορεύουν δύο βασικά λόγοι, εκτός από τους λόγους εθνικής ταύτισης. Ο πρώτος είναι αμυντικός. Η ενιαία τουρκική επιβουλή όπως εκδηλώνεται εναντίον της Θράκης, του Αιγαίου και εναντίον της Κύπρου, επιβάλλουν όπως κοινή είναι η αντίδραση του ελληνισμού προκειμένου να είναι αποτελεσματική. Στη Θράκη, ενώ δεν τίθεται θέμα συνόρων από πλευράς Τουρκίας, ανακινείται συχνά θέμα μουσουλμανικής μειονότητας ως αφορμή επέμβασης στα εσωτερικά της Ελλάδας. Στο Αιγαίο, οι τουρκικοί στόχοι είναι πιο σαφείς. Επιδιώκει ανατροπή του status quo στο Αιγαίο, αμφισβητούνται ελληνικά νησιά, τα οποία θεωρεί γκρίζες ζώνες. Τις μονομερείς της διεκδικήσεις απέναντι στην Ελλάδα τις ονομάζει αυθαίρετα «διαφορές» και επιδιώκει διάλογο εφ’ όλης της ύλης μακριά από τους διεθνείς κανόνες και το διεθνές δικαστήριο της Χάγης. Παράλληλα, έχει βλέψεις κατά του εναέριου χώρου της Ελλάδας, επιδιώκει επέκταση των ορίων του FIR της και διεκδικεί συνεκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Στην Κύπρο, η Τουρκία προωθεί την τελική πράξη ενός καλά μελετημένου σχεδίου που έχει εκπονηθεί από τον Νιχάτ Ερίμ από το 1955 και αποσκοπεί να θέσει την Κύπρο υπό τον ολοκληρωτικό στρατηγικό της έλεγχο.
Η στρατιωτική εισβολή και κατοχή τμήματος της Κύπρου, η απόπειρα δημιουργίας «κράτους» στον κατεχόμενο βορρά, είναι μέρος της πρώτης φάσης. Αφού κλιμάκωσε ένα άνευ προηγουμένου εθνικό ξεκαθάρισμα και εισήγαγε εκατοντάδες χιλιάδες εποίκους από την Τουρκία, επιδιώκει τώρα τη νομιμοποίηση της de facto διχοτομικής κατάστασης. Θεωρεί ως λύση του Κυπριακού την υφιστάμενη κατάσταση και πέραν από τη διατήρηση των κεκτημένων, επιδιώκει στρατηγική υπεροχή με την επιβολή μιας χαλαρής συνομοσπονδίας μεταξύ δύο χωριστών κρατών. Με τη διατήρηση μεγάλου αριθμού τουρκικών στρατευμάτων στο βορρά, τη διατήρηση μονομερούς δικαιώματος επέμβασης και την επιβολή περίπλοκων συνταγματικών ρυθμίσεων θέλει να μετατρέψει την Κύπρο σε προτεκτοράτο της μέχρι την τελική της απορρόφηση. Βασική φιλοσοφία της Τουρκίας είναι να έχει πλήρη κυριαρχία στο βορρά και συγκυριαρχία στο νότο.
Η σύλληψη του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου τη δεκαετία του 1990, ήταν η μόνη λογική συνέπεια και αντίδραση στην τουρκική επιθετικότητα. Εφόσον οι ελληνικές κυβερνήσεις υιοθέτησαν την πολιτική του casus belli, ότι δηλαδή οποιαδήποτε νέα προέλαση του Αττίλα στην Κύπρο σημαίνει αυτόματα κήρυξη πολέμου από την Ελλάδα κατά της Τουρκίας, το επόμενο βήμα έπρεπε να ήταν η προώθηση τέτοιας υποδομής και συντονισμού, ώστε η Ελλάδα να μπορεί να συνδράμει αποτελεσματικά την Κύπρο σε ώρες κρίσης.
Από την Ελλάδα ετέθη ως εθνική στρατιωτική στρατηγική η αμυντική επάρκεια, η ευέλικτη αντίδραση και η ικανότητα κάλυψης του «Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου». Για τις ανάγκες του Ενιαίου Αμυντικού δόγματος, διεξήχθησαν κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στον αέρα, τη ξηρά και τη θάλασσα, είχε αναβαθμιστεί ο επιχειρησιακός συντονισμός των δύο Επιτελείων και συμπληρώθηκε εν πολλοίς η αναγκαία εκείνη υποδομή που θα επιτρέπει στην Ελλάδα να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο. Αεροπορική Βάση «Ανδρέα Παπανδρέου» και Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» υπήρξαν εκ των βασικών αμυντικών έργων.
Στο πλαίσιο της αμυντικής μας συμπόρευσης με την Ελλάδα, είχαμε θέσει ως στόχους των στρατηγικών επιλογών του ελληνισμού, τη δημιουργία αισθήματος ασφάλειας του κυπριακού ελληνισμού, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανακοπή των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων σε βάρος της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Όσον αφορά τις ένοπλες δυνάμεις μας, είχαμε θέσει ως προτεραιότητες την ενίσχυση της μαχητικής ικανότητας της Εθνικής Φρουράς με την αναβάθμιση μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής ισχύος. Επιδιώκοντας τη δυναμική αξιοποίηση μιας οργανωμένης και ευέλικτης εφεδρείας και εθνοφυλακής, με ταυτόχρονη αναδιοργάνωση της πολιτικής άμυνας και με εξοπλιστικά προγράμματα για την αναβάθμιση των δυνατοτήτων των ενόπλων δυνάμεων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
ΔΟΓΜΑ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Είναι όμως αυτές οι νέες συνθήκες και τα νέα δεδομένα ικανά και αρκετά για να αποτρέψουν την επεκτατική και επιδρομική πολιτική και απειλή της Τουρκίας εις βάρος της Κύπρου αλλά και της Ελλάδας;
Η απάντηση είναι απλή και εύλογη. Όχι. Χρειάζεται να ισχύσει και σήμερα το δόγμα της αποτροπής. Διαμορφωμένο και προσαρμοσμένο στη σημερινή συγκυρία. Ακριβώς λόγω της δημιουργίας των νέων συνθηκών. Ωστόσο, είναι απολύτως αναγκαίο να επέλθει η διακλαδική επιχειρησιακή σύζευξη στις αμυντικές δυνατότητες των δύο χωρών, η διενέργεια κοινών ασκήσεων και η από πλευράς Ελλάδας διακήρυξη, που ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε με σαφήνεια εξαγγείλει από του βήματος τη Βουλής των Ελλήνων. Ότι «οποιαδήποτε επίθεση εναντίον της Κύπρου, ισοδυναμεί με επίθεση εναντίον της Ελλάδας και θα οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό πόλεμο».
Ούτε πολεμοχαρείς πρέπει να είμαστε, ούτε θαυμαστές μιλιταριστικών αντιλήψεων. Ούτε όμως και οπαδοί της λογικής της εθελοδουλίας.
Άλλωστε, η Ελλάδα, πέραν των εθνικών δεσμών και του συνακόλουθου της χρέους, απέναντι στον ελληνισμό της Κύπρου, δεσμεύεται από διεθνή συνθήκη, εκείνη της Συνθήκης Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1960. Την οποία πρέπει να τιμά έμπρακτα. Πολύ περισσότερο, όταν άλλη εγγυήτρια δύναμη, η Τουρκία, την έχει παραβιάσει κατάφωρα, κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν, για 45 ολόκληρα χρόνια.
Οι ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου έχουν τον λόγο. Ενώπιον των λαών των δύο χωρών και ενώπιον της ιστορίας.
Υποχρεωμένοι να επιδιώκουμε την ασφάλειά μας
Πέραν από τους καθαρά αμυντικούς σκοπούς, η συμπόρευση Ελλάδας – Κύπρου υπαγορεύεται ως εκ της γεωπολιτικής τους θέσης. Ελλάδα και Κύπρος είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καταβάλλουν σοβαρές προσπάθειες για έναν ενεργητικό, ισότιμο ρόλο στην προσπάθεια για τη νομισματική, πολιτική και στρατηγική ολοκλήρωση της Ευρώπης. Μιας Ευρώπης που θα την καθιστά ένα ισχυρό κέντρο αποφάσεων και ισχύος, ικανό να αντιπαρατεθεί δημιουργικά στον αμερικανικό κολοσσό, αλλά και στις υποψήφιες ασιατικές υπερδυνάμεις, την ήδη υφιστάμενη Ιαπωνία και τη ραγδαία ανερχόμενη Κίνα.
Είναι φανερό ότι η Κύπρος μετά την ένταξη της στην ΕΕ αποκτά έναν νέο γεωπολιτικό, στρατηγικό ρόλο ως προκεχωρημένο φυλάκιο της Ευρώπης στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Εκτός του ότι η Κύπρος χρησιμεύει ως γέφυρα, για την οικονομική διείσδυση της Ευρώπης στη Μέση Ανατολή, ο στρατηγικός ρόλος της Κύπρου είναι ένα σοβαρό ατού στα χέρια της Ευρώπης αν θέλει να έχει σοβαρό λόγο και ρόλο στην περιοχή, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεως. Τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ευρώπης της υπαγορεύουν να επιδιώκει μια Κύπρο κυρίαρχη και ενωμένη.
Οι τελευταίες εξελίξεις στο εθνικό μας πρόβλημα, με την εισβολή στην υφαλοκρηπίδα, στην ΑΟΖ ακόμα και στα χωρικά ύδατα της κυπριακής Δημοκρατίας, μαρτυρούν μια ένταση της τουρκικής αδιαλλαξίας η οποία υπονομεύει το αναγκαίο κλίμα ασφάλειας, σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή.
Ως ότου επικρατήσει η φωνή της ειρήνης και της λογικής, είμαστε υποχρεωμένοι να επιδιώκουμε την ασφάλεια του λαού μας.
Βρισκόμαστε σήμερα σε χρονική απόσταση δύο δεκαετιών από την εγκατάλειψη μιας εθνικής στρατηγικής που είχε σηματοδοτήσει το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, δηλαδή η επιχειρησιακή σύζευξη των ενόπλων δυνάμεων Ελλάδας–Κύπρου και η συνακόλουθη πολιτική διακήρυξη του casus belli. Νέες γεωπολιτικές, γεωστρατηγικές και γεωοικονομικές συνθήκες έχουν διαμορφωθεί ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία με τη σύναψη των τριμερών συμφωνιών συνεργασίες με τις χώρες της περιοχής αλλά και με την επί θύραις αξιοποίηση των υδρογονανθράκων, που έχουν ανακαλυφθεί στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη.
*Τέως Πρόεδρος της Βουλής και πρώην Υπουργός Άμυνας.
Ενώ πλησιάζουμε να διανύσουμε το ένα πέμπτο του 21ου αιώνα, η Κύπρος βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Αγωνίζεται για εθνική και φυσική επιβίωση, λειτουργεί μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, επιδιώκει, σε συνεργασία με την Ελλάδα, έναν ρόλο σταθεροποιητικού παράγοντα ειρήνης και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κοινός παρονομαστής αυτών των στόχων είναι η διασφάλιση της κυριαρχίας και διεθνούς προσωπικότητας της Κύπρου και η επίτευξη μιας μόνιμης λύσης που θα την απαλλάσσει από την κατοχή και θα αποκαθιστά την ενότητα του κράτους.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Κύπρος διαμορφώνονται σε ένα διεθνές κλίμα που εξακολουθεί να το χαρακτηρίζει η ρευστότητα. Η λεγόμενη «νέα διεθνής τάξη πραγμάτων» χαρακτηρίζεται εν πολλοίς από μια διάχυτη αταξία. Μπορεί να τερματίστηκε ο Ψυχρός Πόλεμος, μπορεί να απομακρύνθηκε ο κίνδυνος θερμοπυρηνικού πολέμου, όμως δεν έχουν εκλείψει οι ροπές που τείνουν να ανατρέψουν κάθε στιγμή το διεθνές σύστημα. Ο παγκόσμιος πλούτος συγκεντρώνεται σκανδαλωδώς στα χέρια μιας μικρής οικονομικής ολιγαρχίας, σε ένα μικρό αριθμό προηγμένων χωρών. Το χάσμα πλούτου και τεχνολογίας μεγεθύνεται. Η ανισορροπία Βορρά και Νότου οξύνεται, ενώ ο τρίτος κόσμος εξακολουθεί να σηκώνει ένα αβάστακτο σταυρό μαρτυρίου. Παρά την αυξανόμενη ρητορεία περί επικράτησης νέων ηθικών αξιών, εξασφάλισης δικαιοσύνης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι τοπικοί πόλεμοι προκάλεσαν περισσότερα θύματα από τα εκατομμύρια νεκρών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Δυστυχώς, οι άνθρωποι εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να πολεμούν για τα ίδια αίτια όπως την εποχή του Θουκυδίδη.
Τη ρευστότητα, την αστάθεια και την ανασφάλεια στο ευρωπαϊκό σύστημα και στη διεθνή πολιτική προκάλεσαν οι καθεστωτικές αλλαγές του 1989. Οι δεδομένες στρατιωτικές ισορροπίες καταργήθηκαν και επήλθαν δομικές αλλαγές στα πολιτικά συστήματα. Την κατάσταση αυτή ενίσχυσε η ρευστότητα των κοινωνικών και οικονομικών δομών των μεταβατικών συστημάτων στην Ανατολική Ευρώπη, την πρώην Σοβιετική Ένωση και τα Βαλκάνια. Αν σε αυτά τα προβλήματα προσθέσουμε και εκείνα που προκύπτουν στην περιοχή της λεκάνης της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, που αποτελούν τις περιοχές επαφής της Ευρώπης με τα αναπτυσσόμενα κράτη του Τρίτου Κόσμου, τότε θα έχουμε μια συνολική εικόνα της ανασφάλειας και της αστάθειας που υπάρχει.
Προκύπτει, λοιπόν, η ανάγκη να εργαστούμε για έναν νέο κόσμο σταθερότητας και συνεργασίας, για ένα κοινό σύστημα ασφάλειας για ολόκληρη την Ευρώπη από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια.
Ελλάδα και Κύπρος αποτελούν κρίσιμους παράγοντες στη διαμόρφωση περιφερειακών συνθηκών ασφάλειας ένεκα της στρατηγικής τους θέσης, μιας αρκετά ανεπτυγμένης οικονομίας αλλά και των καλών τους σχέσεων με τις γειτονικές χώρες, με εξαίρεση την Τουρκία.
Τη συμπόρευση της Ελλάδας και της Κύπρου σε θέματα στρατηγικής υπαγορεύουν δύο βασικά λόγοι, εκτός από τους λόγους εθνικής ταύτισης. Ο πρώτος είναι αμυντικός. Η ενιαία τουρκική επιβουλή όπως εκδηλώνεται εναντίον της Θράκης, του Αιγαίου και εναντίον της Κύπρου, επιβάλλουν όπως κοινή είναι η αντίδραση του ελληνισμού προκειμένου να είναι αποτελεσματική. Στη Θράκη, ενώ δεν τίθεται θέμα συνόρων από πλευράς Τουρκίας, ανακινείται συχνά θέμα μουσουλμανικής μειονότητας ως αφορμή επέμβασης στα εσωτερικά της Ελλάδας. Στο Αιγαίο, οι τουρκικοί στόχοι είναι πιο σαφείς. Επιδιώκει ανατροπή του status quo στο Αιγαίο, αμφισβητούνται ελληνικά νησιά, τα οποία θεωρεί γκρίζες ζώνες. Τις μονομερείς της διεκδικήσεις απέναντι στην Ελλάδα τις ονομάζει αυθαίρετα «διαφορές» και επιδιώκει διάλογο εφ’ όλης της ύλης μακριά από τους διεθνείς κανόνες και το διεθνές δικαστήριο της Χάγης. Παράλληλα, έχει βλέψεις κατά του εναέριου χώρου της Ελλάδας, επιδιώκει επέκταση των ορίων του FIR της και διεκδικεί συνεκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Στην Κύπρο, η Τουρκία προωθεί την τελική πράξη ενός καλά μελετημένου σχεδίου που έχει εκπονηθεί από τον Νιχάτ Ερίμ από το 1955 και αποσκοπεί να θέσει την Κύπρο υπό τον ολοκληρωτικό στρατηγικό της έλεγχο.
Η στρατιωτική εισβολή και κατοχή τμήματος της Κύπρου, η απόπειρα δημιουργίας «κράτους» στον κατεχόμενο βορρά, είναι μέρος της πρώτης φάσης. Αφού κλιμάκωσε ένα άνευ προηγουμένου εθνικό ξεκαθάρισμα και εισήγαγε εκατοντάδες χιλιάδες εποίκους από την Τουρκία, επιδιώκει τώρα τη νομιμοποίηση της de facto διχοτομικής κατάστασης. Θεωρεί ως λύση του Κυπριακού την υφιστάμενη κατάσταση και πέραν από τη διατήρηση των κεκτημένων, επιδιώκει στρατηγική υπεροχή με την επιβολή μιας χαλαρής συνομοσπονδίας μεταξύ δύο χωριστών κρατών. Με τη διατήρηση μεγάλου αριθμού τουρκικών στρατευμάτων στο βορρά, τη διατήρηση μονομερούς δικαιώματος επέμβασης και την επιβολή περίπλοκων συνταγματικών ρυθμίσεων θέλει να μετατρέψει την Κύπρο σε προτεκτοράτο της μέχρι την τελική της απορρόφηση. Βασική φιλοσοφία της Τουρκίας είναι να έχει πλήρη κυριαρχία στο βορρά και συγκυριαρχία στο νότο.
Η σύλληψη του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου τη δεκαετία του 1990, ήταν η μόνη λογική συνέπεια και αντίδραση στην τουρκική επιθετικότητα. Εφόσον οι ελληνικές κυβερνήσεις υιοθέτησαν την πολιτική του casus belli, ότι δηλαδή οποιαδήποτε νέα προέλαση του Αττίλα στην Κύπρο σημαίνει αυτόματα κήρυξη πολέμου από την Ελλάδα κατά της Τουρκίας, το επόμενο βήμα έπρεπε να ήταν η προώθηση τέτοιας υποδομής και συντονισμού, ώστε η Ελλάδα να μπορεί να συνδράμει αποτελεσματικά την Κύπρο σε ώρες κρίσης.
Από την Ελλάδα ετέθη ως εθνική στρατιωτική στρατηγική η αμυντική επάρκεια, η ευέλικτη αντίδραση και η ικανότητα κάλυψης του «Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου». Για τις ανάγκες του Ενιαίου Αμυντικού δόγματος, διεξήχθησαν κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στον αέρα, τη ξηρά και τη θάλασσα, είχε αναβαθμιστεί ο επιχειρησιακός συντονισμός των δύο Επιτελείων και συμπληρώθηκε εν πολλοίς η αναγκαία εκείνη υποδομή που θα επιτρέπει στην Ελλάδα να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο. Αεροπορική Βάση «Ανδρέα Παπανδρέου» και Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» υπήρξαν εκ των βασικών αμυντικών έργων.
Στο πλαίσιο της αμυντικής μας συμπόρευσης με την Ελλάδα, είχαμε θέσει ως στόχους των στρατηγικών επιλογών του ελληνισμού, τη δημιουργία αισθήματος ασφάλειας του κυπριακού ελληνισμού, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανακοπή των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων σε βάρος της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Όσον αφορά τις ένοπλες δυνάμεις μας, είχαμε θέσει ως προτεραιότητες την ενίσχυση της μαχητικής ικανότητας της Εθνικής Φρουράς με την αναβάθμιση μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής ισχύος. Επιδιώκοντας τη δυναμική αξιοποίηση μιας οργανωμένης και ευέλικτης εφεδρείας και εθνοφυλακής, με ταυτόχρονη αναδιοργάνωση της πολιτικής άμυνας και με εξοπλιστικά προγράμματα για την αναβάθμιση των δυνατοτήτων των ενόπλων δυνάμεων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
ΔΟΓΜΑ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Είναι όμως αυτές οι νέες συνθήκες και τα νέα δεδομένα ικανά και αρκετά για να αποτρέψουν την επεκτατική και επιδρομική πολιτική και απειλή της Τουρκίας εις βάρος της Κύπρου αλλά και της Ελλάδας;
Η απάντηση είναι απλή και εύλογη. Όχι. Χρειάζεται να ισχύσει και σήμερα το δόγμα της αποτροπής. Διαμορφωμένο και προσαρμοσμένο στη σημερινή συγκυρία. Ακριβώς λόγω της δημιουργίας των νέων συνθηκών. Ωστόσο, είναι απολύτως αναγκαίο να επέλθει η διακλαδική επιχειρησιακή σύζευξη στις αμυντικές δυνατότητες των δύο χωρών, η διενέργεια κοινών ασκήσεων και η από πλευράς Ελλάδας διακήρυξη, που ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε με σαφήνεια εξαγγείλει από του βήματος τη Βουλής των Ελλήνων. Ότι «οποιαδήποτε επίθεση εναντίον της Κύπρου, ισοδυναμεί με επίθεση εναντίον της Ελλάδας και θα οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό πόλεμο».
Ούτε πολεμοχαρείς πρέπει να είμαστε, ούτε θαυμαστές μιλιταριστικών αντιλήψεων. Ούτε όμως και οπαδοί της λογικής της εθελοδουλίας.
Άλλωστε, η Ελλάδα, πέραν των εθνικών δεσμών και του συνακόλουθου της χρέους, απέναντι στον ελληνισμό της Κύπρου, δεσμεύεται από διεθνή συνθήκη, εκείνη της Συνθήκης Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1960. Την οποία πρέπει να τιμά έμπρακτα. Πολύ περισσότερο, όταν άλλη εγγυήτρια δύναμη, η Τουρκία, την έχει παραβιάσει κατάφωρα, κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν, για 45 ολόκληρα χρόνια.
Οι ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου έχουν τον λόγο. Ενώπιον των λαών των δύο χωρών και ενώπιον της ιστορίας.
Υποχρεωμένοι να επιδιώκουμε την ασφάλειά μας
Πέραν από τους καθαρά αμυντικούς σκοπούς, η συμπόρευση Ελλάδας – Κύπρου υπαγορεύεται ως εκ της γεωπολιτικής τους θέσης. Ελλάδα και Κύπρος είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καταβάλλουν σοβαρές προσπάθειες για έναν ενεργητικό, ισότιμο ρόλο στην προσπάθεια για τη νομισματική, πολιτική και στρατηγική ολοκλήρωση της Ευρώπης. Μιας Ευρώπης που θα την καθιστά ένα ισχυρό κέντρο αποφάσεων και ισχύος, ικανό να αντιπαρατεθεί δημιουργικά στον αμερικανικό κολοσσό, αλλά και στις υποψήφιες ασιατικές υπερδυνάμεις, την ήδη υφιστάμενη Ιαπωνία και τη ραγδαία ανερχόμενη Κίνα.
Είναι φανερό ότι η Κύπρος μετά την ένταξη της στην ΕΕ αποκτά έναν νέο γεωπολιτικό, στρατηγικό ρόλο ως προκεχωρημένο φυλάκιο της Ευρώπης στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Εκτός του ότι η Κύπρος χρησιμεύει ως γέφυρα, για την οικονομική διείσδυση της Ευρώπης στη Μέση Ανατολή, ο στρατηγικός ρόλος της Κύπρου είναι ένα σοβαρό ατού στα χέρια της Ευρώπης αν θέλει να έχει σοβαρό λόγο και ρόλο στην περιοχή, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεως. Τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ευρώπης της υπαγορεύουν να επιδιώκει μια Κύπρο κυρίαρχη και ενωμένη.
Οι τελευταίες εξελίξεις στο εθνικό μας πρόβλημα, με την εισβολή στην υφαλοκρηπίδα, στην ΑΟΖ ακόμα και στα χωρικά ύδατα της κυπριακής Δημοκρατίας, μαρτυρούν μια ένταση της τουρκικής αδιαλλαξίας η οποία υπονομεύει το αναγκαίο κλίμα ασφάλειας, σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή.
Ως ότου επικρατήσει η φωνή της ειρήνης και της λογικής, είμαστε υποχρεωμένοι να επιδιώκουμε την ασφάλεια του λαού μας.
Βρισκόμαστε σήμερα σε χρονική απόσταση δύο δεκαετιών από την εγκατάλειψη μιας εθνικής στρατηγικής που είχε σηματοδοτήσει το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, δηλαδή η επιχειρησιακή σύζευξη των ενόπλων δυνάμεων Ελλάδας–Κύπρου και η συνακόλουθη πολιτική διακήρυξη του casus belli. Νέες γεωπολιτικές, γεωστρατηγικές και γεωοικονομικές συνθήκες έχουν διαμορφωθεί ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία με τη σύναψη των τριμερών συμφωνιών συνεργασίες με τις χώρες της περιοχής αλλά και με την επί θύραις αξιοποίηση των υδρογονανθράκων, που έχουν ανακαλυφθεί στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη.
*Τέως Πρόεδρος της Βουλής και πρώην Υπουργός Άμυνας.
Φιλελεύθερος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου