Το έργο και οι αστοχίες της νέας κυβέρνησης – Μακεδονικό, προσφυγικό και ασφάλεια παραμένουν οι τρεις παγίδες της
της Βασιλικής ΣιούτηΟ Κυριάκος Μητσοτάκης και οι υπουργοί του προσπάθησαν να δείξουν από την πρώτη μέρα ότι θα ήταν εντελώς διαφορετικοί από τους προηγούμενους. Επιχείρησαν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι είχαν έτοιμο σχέδιο διακυβέρνησης και ήταν καλά προετοιμασμένοι, ότι είχαν όρεξη για σκληρή δουλειά και θα πήγαιναν στα γραφεία τους από τα ξημερώματα.
Σχεδόν δύο μήνες μετά, τα κυβερνητικά στελέχη φέρονται ικανοποιημένα, εκτιμώντας ότι οι πρώτες εντυπώσεις κερδήθηκαν σχετικά εύκολα. Τα δύσκολα, ωστόσο, είναι μπροστά τους και υπάρχουν ήδη οι πρώτες απογοητεύσεις από επιλογές, πράξεις και παραλείψεις.
Ο νέος πρωθυπουργός μπορεί να έπεισε ότι θα κυβερνήσει διαφορετικά από τον προκάτοχό του και κατόρθωσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των ψηφοφόρων του τις πρώτες 2-3 εβδομάδες. Ο ενθουσιασμός των πρώτων ημερών, όμως, έχει αρχίσει να υποχωρεί. Τώρα χρειάζεται να πείσει για την αποτελεσματικότητά του και μένει να αποδειχθεί υπέρ ποίων θα κυβερνήσει.
Από ιδρύσεως της η Νέα Δημοκρατία έχει ως πολιτικό στόχο τον αστικό εκσυγχρονισμό που επιδιώκει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, όμως, στα χωράφια της στριμώχνονται και οι πολιτικοί της αντίπαλοι, που δεν μιλούν πια για ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας που διεκδικούν την εξουσία μιλούν για εκσυγχρονισμό και μεταρρυθμίσεις. Ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του, προσπάθησε να πείσει ότι μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικός σε εκείνα που κάποτε ήταν αποκλειστικά θέσεις και στόχοι της Νέας Δημοκρατίας (επενδύσεις, μεταρρυθμίσεις κ.λπ).
Ο νέος
πρωθυπουργός μπορεί να έπεισε ότι θα κυβερνήσει διαφορετικά από τον
προκάτοχό του και κατόρθωσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των
ψηφοφόρων του τις πρώτες 2-3 εβδομάδες. Ο ενθουσιασμός των πρώτων
ημερών, όμως, έχει αρχίσει να υποχωρεί. Τώρα χρειάζεται να πείσει για
την αποτελεσματικότητά του και μένει να αποδειχθεί υπέρ ποίων θα
κυβερνήσει.
Αυτό ήταν που επιχείρησε να διαψεύσει προεκλογικά ο Κυριάκος
Μητσοτάκης, προβάλλοντας ότι εκείνος και το κόμμα του είναι οι
αυθεντικοί εκφραστές του αστικού εκσυγχρονισμού και γι’ αυτό ξέρουν να
κάνουν καλύτερα τη δουλειά – για την οποία και θα κριθούν από εδώ και
πέρα.Το έργο των πρώτων ημερών
Από τις πρώτες ανακοινώσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν η συρρίκνωση του αριθμού των μετακλητών και η απαγόρευση διορισμού συγγενών πολιτικών, ενώ μέσα στον πρώτο μήνα ψήφισαν τρία νομοσχέδια: τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και τη βελτίωση της ρύθμισης των 120 δόσεων, το σχέδιο για το «επιτελικό κράτος» και την άρση του πανεπιστημιακού ασύλου, που αποτελούσε βασική δέσμευση της ΝΔ προς τους ψηφοφόρους της.Η κατάργηση των Capital Controls ήταν άλλος ένας «άσος» στο μανίκι του Κυριάκου Μητσοτάκη, αν και δεν κατάφερε να την κεφαλαιοποιήσει επικοινωνιακά, όπως προσδοκούσε.
Όλα τα παραπάνω και μερικά ακόμα, που είχαν υποσχεθεί ότι θα πραγματοποιούσαν από τον πρώτο μήνα, δημιούργησαν την εικόνα μιας κυβέρνησης που σπεύδει να εκπληρώσει όσα υποσχέθηκε από τις πρώτες μέρες. Επιπλέον, οι χαμηλοί τόνοι που είχε κρατήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο ξεκίνημα της κυβερνητικής του θητείας μαζί με το ντεμπούτο του καθηγητή Γιώργου Γεραπετρίτη ως υπουργού Επικρατείας και κυρίως το θεσμικό ύφος με το οποίο εμφανίστηκε στη Βουλή, τόνισαν την αντίθεση με το πολιτικό ύφος των Φλαμπουράρη, Πολάκη και άλλων υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ, που πρωταγωνίστησαν την τελευταία τετραετία στο πλευρό του πρώην πρωθυπουργού.
Μεγάλο μέρος του πολιτικού κεφαλαίου των πρώτων εκατό ημερών, ωστόσο, εξακολουθούν να το ξοδεύουν επικοινωνιακά, χωρίς αντίστοιχο πολιτικό περιεχόμενο, ενώ έδωσαν τεράστια προβολή σε απλά καθημερινά ζητήματα που οφείλει να επιλύει χωρίς τυμπανοκρουσίες ο κρατικός μηχανισμός, όπως τη μεταφορά των καμμένων υλικών που είχαν συγκεντρωθεί σε οικόπεδο στο Μάτι ή τον αριθμό Έκτακτης Ανάγκης «112» που λειτούργησε δοκιμαστικά. Παρουσίασαν δηλαδή ως κυβερνητικά επιτεύγματα τις υποχρεώσεις του κράτους, προκειμένου να τονίσουν τις παραλείψεις της προηγούμενης κυβέρνησης.
Η επιλογή των υπουργών που στελεχώνουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ούτε ενθουσίασε, ούτε απογοήτευσε τους ψηφοφόρους της ΝΔ. Υπήρχαν κάποια πρόσωπα που κέρδισαν τις εντυπώσεις όπως ο Γ. Γεραπετρίτης και η Νίκη Κεραμέως, κάποιες «ασφαλείς» νεοδημοκρατικές επιλογές όπως ο Χρ. Σταϊκούρας και κάποια «φουσκωμένα» βιογραφικά που μένει να αποδειχθεί η αξία τους. Υπάρχουν δύο βενιζελικοί υπουργοί, με προέλευση από το ΠΑΣΟΚ, ο Κυρ. Πιερρακάκης και η Λίνα Μενδώνη, η αναμενόμενη επιλογή του «κεντροαριστερού» Μιχ. Χρυσοχοΐδη στο Δημόσιας Τάξης, η έκπληξη του Ν. Δένδια στο υπουργείο Εξωτερικών (που έχει άγνοια του τομέα αυτού και δεν διαθέτει και τις καλύτερες σχέσεις με τον Κυριάκο Μητσοτάκη) και η απουσία του Άγγελου Συρίγου που αναμενόταν για τη θέση αυτή. Στη νέα κυβέρνηση εκπροσωπήθηκαν και οι λεγόμενες «βαρωνίες» της ΝΔ, με τον Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη αναπληρωτή στο υπουργείο Εξωτερικών και τον Κώστα Καραμανλή, τον νεότερο, στο υπουργείο Υποδομών. Δύο πρόσωπα που δεν φημίζονται ούτε για την τεχνοκρατική, ούτε για την πολιτική τους επάρκεια, αλλά θεωρείται περίπου υποχρέωση κάθε πρωθυπουργού της ΝΔ να έχει στην κυβέρνηση του μέλη των πολιτικών οικογενειών του κόμματος.
Οι δεσμεύσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη προς τους ψηφοφόρους του
Είναι γεγονός ότι ο σημερινός πρωθυπουργός δεν υποσχέθηκε ούτε πολλά, ούτε μεγάλα στον ελληνικό λαό. Έβαλε εξαρχής σχετικά χαμηλά τον πήχη, χωρίς να καλλιεργεί μεγάλες προσδοκίες, πλην της περίφημης «κανονικότητας», στην οποία ο καθένας έδινε όποιο περιεχόμενο ήθελε.Εμφανίστηκε ως ρεαλιστής, αξιόπιστος και τεχνοκράτης. Κι επειδή δεν είναι ο τύπος του πολιτικού που διεγείρει το συναίσθημα των πολιτών, απευθύνθηκε -μάλλον αναγκαστικά- στον νου των ψηφοφόρων. Αυτό όμως έχει ένα βασικό μειονέκτημα.
Οι ψηφοφόροι που τον ακολούθησαν -εκτός του σκληρού νεοδημοκρατικού πυρήνα- δεν είναι διατεθειμένοι, καθώς φαίνεται, να καταπίνουν την κάμηλο, ούτε να δικαιολογούν και να του συγχωρούν τα πάντα, όπως έκανε ένα μεγάλο μέρος των όψιμων οπαδών του Αλέξη Τσίπρα. Τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι πρώτες αντιδράσεις του εκλογικού κοινού που τον έφερε στην εξουσία – χάρη στο οποίο ξεπέρασε τα όρια της κομματικής βάσης της ΝΔ (που είχαν συρρικνωθεί κατά πολύ μετά το ξέσπασμα της κρίσης).
Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη θα κριθεί από το αν εκείνος καταφέρει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των δικών του ψηφοφόρων, εκείνων που τον οδήγησαν στην εξουσία. Αν υλοποιήσει την ατζέντα για την οποία δεσμεύτηκε προεκλογικά και του έφερε τη νίκη. Το Μακεδονικό, το προσφυγικό και η ασφάλεια είναι τρία από αυτά για τα οποία η κυβέρνηση δεν έχει ακόμα πείσει. Μαζί με την αξιοκρατία.
Μεγάλο
μέρος του πολιτικού κεφαλαίου των πρώτων εκατό ημερών, εξακολουθούν να
το ξοδεύουν επικοινωνιακά, χωρίς αντίστοιχο πολιτικό περιεχόμενο, ενώ
έδωσαν τεράστια προβολή σε απλά καθημερινά ζητήματα που οφείλει να
επιλύει χωρίς τυμπανοκρουσίες ο κρατικός μηχανισμός, όπως τη μεταφορά
των καμμένων υλικών που είχαν συγκεντρωθεί σε οικόπεδο στο Μάτι ή τον
αριθμό Έκτακτης Ανάγκης «112» που λειτούργησε δοκιμαστικά.
Ασφάλεια
Μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων του Κυριάκου Μητσοτάκη τον ψήφισε για τα θέματα ασφάλειας, τα οποία προεκλογικά έθετε ως προτεραιότητα, λαμβάνοντας υπόψη προφανώς και τις δημοσκοπήσεις. Σύμφωνα με τις έρευνες κοινής γνώμης, η ασφάλεια ήταν και είναι ένα από τα πιεστικότερα αιτήματα. Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ωστόσο την κρατούσε πάντα χαμηλά, θεωρώντας το αίτημα για ασφάλεια ως «δεξιά ατζέντα».Στο θέμα αυτό η νέα κυβέρνηση έκανε κάποιες κινήσεις εντυπωσιασμού με επίδειξη αστυνομικών δυνάμεων στην Αθήνα, οι οποίες όμως δεν έλυσαν κανένα πρόβλημα. Η δέσμευση Χρυσοχοΐδη ότι θα «καθαρίσει» τα Εξάρχεια από τον πρώτο μήνα «αθετήθηκε» αφού είναι ήδη στον τρίτο μήνα, απογοητεύοντας όσους ψήφισαν ΝΔ για τον λόγο αυτό.
Για πολλά από τα περισσότερα από σαράντα κτίρια που τελούν υπό κατάληψη στην Αθήνα, έχουν υποβληθεί εδώ και χρόνια μηνύσεις από τους ιδιοκτήτες τους, που ζητούσαν να τους παραδοθούν, και είχαν εκδοθεί και εισαγγελικές παραγγελίες για την εκκένωσή τους. Η Αστυνομία επί ΣΥΡΙΖΑ δεν τις εκτελούσε και δεχόταν κριτική για αυτό. Ούτε επί Νέας Δημοκρατίας όμως, έχουν εκκενωθεί και δοθεί στους ιδιοκτήτες τα ακίνητα, πλην μιας-δυο περιπτώσεων, και αυτό είναι ένα θέμα για το οποίο οι ψηφοφόροι της ΝΔ δεν δείχνουν ανοχή.
Αυτό που είδαμε την πρώτη εβδομάδα είναι να φεύγουν από την ΑΣΟΕΕ οι μικροπωλητές και οι χρήστες και αρκετές περιπολίες στο κέντρο της Αθήνας, αλλά έναν μήνα μετά η κατάσταση ήταν περίπου η ίδια.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε για τη θέση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη τον «κεντροαριστερό» Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και όχι κάποιον σαν τον Μάκη Βορίδη, όπως πολλοί δεξιοί ψηφοφόροι θα επιθυμούσαν, καθώς συνδυάζει τη φήμη του αποτελεσματικού χωρίς τη «ρετσινιά» του δεξιού. Με αυτή την επιλογή ήθελε να αποφύγει να κατηγορηθεί για αυταρχική και κατασταλτική πολιτική, αφού επιθυμεί να διατηρεί το προφίλ του φιλελεύθερου κεντρώου, αλλά ταυτόχρονα να καθησυχάσει το κοινό του που ζητάει περισσότερη ασφάλεια. Παρά τη φήμη πάντως που συνοδεύει τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, υπάρχει αρκετή κριτική για την αποτελεσματικότητά του και από πολλούς θεωρείται υπερεκτιμημένος.
Στον τομέα της ασφάλειας, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε κάνει σημαία, δύο μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της δεν έχει να επιδείξει κάτι ουσιαστικό. Η περίφημη κατάληψη του City Plaza διαλύθηκε από μόνη της με το που άλλαξε η κυβέρνηση, χωρίς να χρειαστεί να κάνει οτιδήποτε ο νέος υπουργός. Διάφορες άλλες καταλήψεις, όπως αυτή του σχολείου της οδού Οκταβίου Μερλιέ, πάνω από την οδό Διδότου, συνεχίζουν να λειτουργούν κανονικά, παρά τις διαμαρτυρίες των κατοίκων και παρότι έχουν ασκηθεί μηνύσεις από τον δήμο Αθηναίων (επί Καμίνη) καθώς χρειαζόταν το κτίριο για να λειτουργήσει ως σχολείο για τα παιδιά της περιοχής που αναγκάζονται να πηγαίνουν σε μακρινά σχολεία.
Για την ώρα λοιπόν, ο κόσμος που ψήφισε τον Κυριάκο Μητσοτάκη για να δει διαφορά στα θέματα της ασφάλειας όχι μόνο δεν έχει ικανοποιηθεί, αλλά έχει αρχίσει ήδη να διαμαρτύρεται.
Από τις πρώτες και πιο έντονες κριτικές που δέχθηκε ο πρωθυπουργός, ήταν για την επιλογή του να κάνει γενικό γραμματέα Προστασίας του Πολίτη τον πρώην αρχηγό της ΕΛΑΣ, επί ΣΥΡΙΖΑ, Κωνσταντίνο Τσουβάλα, ο οποίος είχε κατηγορηθεί και αυτός τόσο για την τραγωδία στο Μάτι όσο και για την συμμετοχή του στην επικοινωνιακή φιέστα που στήθηκε την επομένη.
Μάλλον κανείς από το επιτελείο του πρωθυπουργού δεν θυμήθηκε ότι ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξη Τύπου για το Μάτι πριν από ένα περίπου χρόνο, ως πρόεδρος της ΝΔ, είχε ζητήσει την παραίτηση -μεταξύ άλλων- και του Κωνσταντίνου Τσουβάλα, τότε αρχηγού της Αστυνομίας.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης είχε κατονομάσει τους Τόσκα, Σκουρλέτη, Δούρου, γενικό γραμματέα Πολιτικής Προστασίας και τον αρχηγό της Αστυνομίας, λέγοντας ότι έχουν τεράστιες ευθύνες και δεν θα έπρεπε να συνεχίσουν να βρίσκονται στις θέσεις τους. Αναρωτιόταν μάλιστα ποιος Έλληνας πολίτης έχει εμπιστοσύνη σε αυτούς τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν άλλη μία φυσική καταστροφή.
Μετά τις έντονες αντιδράσεις που σημειώθηκαν, οι συνεργάτες του πρωθυπουργού ισχυρίστηκαν ότι ο Κωνσταντίνος Τσουβάλας μπήκε στο κάδρο των ευθυνών από λάθος και ότι στην κριτική του εννοούσε τον αρχηγό της Πυροσβεστικής. Παρόλα αυτά, όλοι θυμούνται και προκύπτει και από τα ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκαν, ότι η αστυνομία μόνο υποδειγματικά δεν έδρασε εκείνη τη μέρα της πυρκαγιάς στο Μάτι, ενώ δεν αμφισβητείται η συμμετοχή του Κ. Τσουβάλα στη συνέντευξη-παρωδία για τις ευθύνες όπου και αυτός μαζί με τους άλλους προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.
Οι πληροφορίες πάντως αναφέρουν ότι η συγκεκριμένη επιλογή του Κ. Τσουβάλα έγινε μετά από πρόταση-σύσταση του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
Μακεδονικό
Σημαντικό ρόλο στη μεταστροφή ψηφοφόρων υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη στις πρόσφατες εκλογές έπαιξε η στάση του στο Μακεδονικό και η κριτική που άσκησε στη Συμφωνία των Πρεσπών. Αυτό που αμφισβητήθηκε από τους πολιτικούς αντιπάλους του -και όχι μόνο- ήταν εάν επρόκειτο για την ειλικρινή του θέση ή αν ήταν ένας τακτικός ελιγμός. Πολλοί υποστήριζαν ότι στην πραγματικότητα η ΝΔ ανακουφίστηκε που έκλεισε το θέμα αυτό η κυβέρνηση Τσίπρα, αναλαμβάνοντας και το πολιτικό κόστος.Στο Μακεδονικό ο πρόεδρος της ΝΔ είχε δεσμευτεί ότι ως πρωθυπουργός δεν θα απεμπολήσει το δικαίωμα να θέσει βέτο στην ενταξιακή πορεία της Β. Μακεδονίας -αν χρειαστεί- και ότι θα εξαντλήσει κάθε προσπάθεια για την κατοχύρωση των μακεδονικών προϊόντων που «έμειναν απροστάτευτα» από τη συμφωνία, που χαρακτήριζε ως «μεγάλη εθνική υποχώρηση». Τόνιζε μάλιστα ότι το 70% του ελληνικού λαού είναι απέναντι στην Συμφωνία των Πρεσπών. Το ποσοστό αυτό στην πορεία μειώθηκε ελαφρώς, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των δικών του ψηφοφόρων παραμένουν αρνητικοί. Γι’ αυτό και υπήρξε μεγάλη αντίδραση όταν ανακοινώθηκε ως γενικός γραμματέας Αθλητισμού ο πρώην βουλευτής του Ποταμιού Γιώργος Μαυρωτάς, ο οποίος είχε ψηφίσει τη Συμφωνία των Πρεσπών και την υπερασπίστηκε με θέρμη, μη διστάζοντας ακόμα και να φιλονικήσει για το θέμα αυτό με πολλούς νεοδημοκράτες.
Κι ενώ κάποιοι ψηφοφόροι της ΝΔ έβραζαν για την επιλογή Μαυρωτά αμφισβητώντας την ειλικρίνεια της ηγεσίας τους για το Μακεδονικό, βγήκε ο υπουργός Άμυνας και σφοδρά πολέμιος της συμφωνίας προεκλογικά, Ν. Παναγιωτόπουλος, να ρίξει λάδι στη φωτιά, δηλώνοντας ότι δεν αμφισβητεί την πρόθεση κανενός ότι «αυτή η συμφωνία επιτεύχθηκε για καλό σκοπό, για να ενισχύσει τη σταθερότητα στην περιοχή…» και ότι «θα πρέπει και τα δύο μέρη να σταθούν με προσήλωση στην τήρηση των ουσιωδών όρων αυτής...».
Η δήλωση αυτή έγινε στην ομιλία του σε ημερίδα του Economist στην Αθήνα και όπως ήταν αναμενόμενο, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, με τους πολιτικούς αντιπάλους της ΝΔ να μιλάνε για «κωλοτούμπα» και εξαπάτηση των ψηφοφόρων σχετικά με το Μακεδονικό. Ο υπουργός Άμυνας την επομένη μίλησε για «διαστρέβλωση» των λεγομένων του, επισημαίνοντας ότι μίλησε σε διεθνές ακροατήριο σε συνέδριο του Economist, και στη διπλωματική γλώσσα που άρμοζε στην συγκεκριμένη περίσταση». «Η νομική θεώρηση της συμφωνίας δεν έχει σχέση με το αν μας αρέσει ή δεν μας αρέσει η συμφωνία» είπε, ισχυριζόμενος ότι προφανώς δεν του αρέσει, όπως και στη Νέα Δημοκρατία, και ότι όλα τα άλλα ήταν υλικό προς στρέβλωση και εντυπώσεις.
Προσφυγικό
Το μεταναστευτικό-προσφυγικό ήταν άλλος ένας λόγος για τον οποίο επέστρεψαν στη ΝΔ δεξιοί ψηφοφόροι που την είχαν εγκαταλείψει. Όχι μόνο δεξιοί όμως, αλλά και κεντρώοι, μετριοπαθείς κ.ά., που δεν ενέκριναν τη διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ στο μεταναστευτικό, ψήφισαν ΝΔ, προσδοκώντας σε άλλη πολιτική. Αυτές τις μέρες η κυβέρνηση Μητσοτάκη δοκιμάζεται στο προσφυγικό και δίνει τις πρώτες της εξετάσεις. Κάποιοι μετράνε ήδη τα όριά της και για την ώρα, δεν τα πάει καλά. Ενώ ασκούσε σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας ότι οι ροές αυξήθηκαν το 2015 λόγω της ανοχής της -έως κι ενθάρρυνσης- και εξήγγειλε ότι με τη ΝΔ στην εξουσία αυτές θα μειώνονταν, εδώ και λίγες μέρες βλέπουμε το αντίθετο.Οι ροές όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν πολύ από πέρσι και ο αρμόδιος αν. υπουργός Γ. Κουμουτσάκος έκανε δηλώσεις περίπου στο πνεύμα της Τασίας Χριστοδουλοπούλου, προκαλώντας την οργή πολλών ψηφοφόρων του κόμματός του. Μπορεί να μην είπε ότι οι μετανάστες «λιάζονται στην Ομόνοια» και μετά «εξαφανίζονται», αλλά προσπάθησε να δικαιολογηθεί, με γενικόλογες απαντήσεις, υποστηρίζοντας ότι πίσω από την αύξηση των μεταναστευτικών ροών βρίσκονται «γεωπολιτικοί λόγοι».
Είναι προφανές ότι το επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν διέθετε κανένα επεξεργασμένο σχέδιο για το πρόβλημα του προσφυγικού-μεταναστευτικού. Η νέα κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε και βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη όταν αυξήθηκαν οι ροές, είτε επειδή κάποιοι στέλνουν με αυτό τον τρόπο τα δικά τους μηνύματα, είτε γιατί δοκιμάζουν τη νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα. Έτσι ενώ τα τελευταία χρόνια ασκούσε αυστηρή κριτική στην προηγούμενη κυβέρνηση, όταν κλήθηκε να το διαχειριστεί, περιορίστηκε στο να ψελλίσει κάποιες δικαιολογίες δια των αρμόδιων υπουργών και να λάβει πρόχειρα και βιαστικά μέτρα που δεν λύνουν αλλά μεγεθύνουν το πρόβλημα.
Πέρα από την έλλειψη προετοιμασίας όμως στο προσφυγικό, ο Κυρ. Μητσοτάκης κινδυνεύει να παγιδευτεί σοβαρά στο θέμα αυτό. Από τη μία, μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων του θέλει αυστηρή και αποτρεπτική πολιτική στο μεταναστευτικό, από την άλλη, ο ίδιος σε καμία περίπτωση δεν θέλει να ταυτιστεί με τον Όρμπαν και τον Σαλβίνι.
Η αλήθεια είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης προεκλογικά ήταν πολύ προσεκτικός έως κι επιφυλακτικός σε προσωπικό επίπεδο, αλλά πολλά στελέχη του επιχειρούσαν να προσελκύσουν το κοινό που απαιτούσε αυστηρό πλαίσιο, με μια άλλη γλώσσα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ΝΔ εδώ είχε μια διπλή γλώσσα. Από τη μία γνώριζε ότι μέρος της εκλογικής της βάσης συμφωνεί με τον Όρμπαν και τον Σαλβίνι στα της μεταναστευτικής πολιτικής και από την άλλη ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ ήθελε να κρατήσει εντός ΝΔ τους ψηφοφόρους αυτούς και να προσελκύσει και όσους ήταν εκτός (π.χ τους ψηφοφόροι της Ελληνικής Λύσης), προσπαθούσε να εμφανιστεί ταυτόχρονα ως ο Ευρωπαίος αντι-Όρμπαν. Έτσι εκείνος διατήρησε μια πιο ουδέτερη στάση, αφήνοντας να προσελκύσουν τον κόσμο αυτό στελέχη όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο Μάκης Βορίδης, ο Βασίλης Κικίλιας, ο Κωνσταντίνος Κυρανάκης, ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος κ.ά.
Ο κόσμος αυτός που ήρθε στη ΝΔ, όμως, απαιτεί να δει την αντίστοιχη πολιτική τώρα και βλέπει να συνεχίζεται η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει ήδη οργή και απογοήτευση για τους χειρισμούς στο μεταναστευτικό και είναι ολοφάνερο ότι δύσκολα δεν θα μετατραπεί σε μια μεγάλη πολιτική παγίδα για τον πρωθυπουργό, που ως τώρα δεν φαίνεται να διαθέτει την κατάλληλη στρατηγική για να το αντιμετωπίσει.
Αξιοκρατία
Η αξιοκρατία, η επιλογή των καλύτερων και η προώθηση της αριστείας που υποσχέθηκε η Νέα Δημοκρατία μαζί με την αποκομματικοποίηση του κράτους ήταν από τα θέματα που έπεισαν επίσης μία μερίδα ψηφοφόρων που τα θεωρεί σημαντικά.Οι αυξήσεις των μισθών κάποιων μετακλητών, «δικών τους παιδιών» όμως, οι φωτογραφικές διατάξεις (π.χ. για τον διευθυντή του Άδωνι Γεωργιάδη κ.ά.), οι διορισμοί αποτυχημένων πολιτικών και πολιτευτών (όπως του Παπαθανασίου στα ΕΛΠΕ), ο ορισμός ως γενικών γραμματέων προσώπων που είχαν απασχολήσει ως «σκάνδαλα» σε παλιότερες κυβερνήσεις (Θανάσης Κοντογεώργης), ο διορισμός ως μετακλητών προσώπων που εμπλέκονται σε υποθέσεις διαπλεκόμενων επιχειρηματιών (Λαυρεντιάδης), δεν πείθουν για την προσήλωση της νέας κυβέρνησης στην αξιοκρατία. Όπως δεν πείθει ως αξιοκρατικός και ο διορισμός της Γιάννας Αγγελοπούλου στην επιτροπή για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση, με όλο τον συμβολισμό που κουβαλά, και η διατήρηση του γραφείου του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, που επί ΣΥΡΙΖΑ ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατήγγειλε, για να βολέψει μια πολιτευτή και για λόγους μικροκομματικών σκοπιμοτήτων.
Σε αντίθεση με τους ψηφοφόρους του Αλέξη Τσίπρα, που δέχονταν αδιαμαρτύρητα κάθε επιλογή που παραβίαζε κατάφωρα όλες τις πολιτικές αρχές του ΣΥΡΙΖΑ και του προεκλογικού του προγράμματος, οι ψηφοφόροι του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν μοιάζουν διατεθειμένοι να αποδεχθούν με την ίδια ευκολία την αθέτηση των δεσμεύσεων του. Και μπορεί κάποιοι να έχουν ήδη προσβληθεί από τον ιό της αλαζονείας της εξουσίας και να δηλώνουν αυτάρεσκα ότι θα κυβερνούν για τέσσερα χρόνια χωρίς εμπόδια, αλλά καμία κυβέρνηση αν χάσει την εμπιστοσύνη της εκλογικής της βάσης, δεν μπορεί να συνεχίζει να κυβερνά απρόσκοπτα. Στην πολιτική άλλωστε, οι ανατροπές είναι συχνές.
από το «www.lifo.gr»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου