Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

«Ο χορός του θανάτου»



Με αφορμή τα διακόσια δεκαπέντε χρόνια από την ηρωική πράξη αντίστασης των Σουλιωτών στο Ζάλογγο, παραθέτουμε παρακάτω επιμελημένο απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Συνωστισμένες στον Ζάλογγο. Οι Σουλιώτισσες, ο Αλή Πασάς και η αποδόμηση της Ιστορίας, β’ έκδοση συμπληρωμένη, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2014, σελ. 139-149.

Το Ζάλογγο (συναφώς το Σούλι και οι αλλεπάλληλες εξεγέρσεις των Ελλήνων πριν από την Επανάσταση) αποτελεί, μαζί με το «κρυφό σχολειό», προνομιακό στόχο του εθνο-αποδομητικού εγχειρήματος, όπως καταδεικνύεται και από σχετικό κείμενο του Αλέξη Πολίτη για τον χορό του Ζαλόγγου (…).
Ο Χορός του Ζαλόγγου αποτελεί, μαζί με τις μυθοποιημένες εκδοχές των κλεφταρματολών και των αλλεπάλληλων εξεγέρσεων κατά των Οθωμανών, το
συμπληρωματικό ταίρι του Κρυφού σχολειού: παιδεία και ανδρεία συνιστούν τα αγκωνάρια κάθε ιδεολογήματος για την εξαιρετική ελληνική φυλή[1].
Ο στόχος έχει τεθεί: αφού έχει πλέον ευρύτατα απονομιμοποιηθεί το «Κρυφό Σχολειό» – δηλαδή, οι αγώνες για την παιδεία και η σχετική συμβολή της Ορθοδοξίας, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας – θα πρέπει το έργο να ολοκληρωθεί με την απονομιμοποίηση της κλεφτουριάς. Και τι πιο συμβολικό από το Σούλι και τον χορό του Ζαλόγγου;
Ας προσέξουμε όμως. Αν το Κρυφό σχολειό αποτελεί μια κατασκευή εκ του μηδενός, ο πυρήνας των γεγονότων του Ζαλόγγου υπήρξε. Βέβαια οι υπερασπιστές κι οι προδότες του Σουλίου, όπως κι οι γυναίκες που αυτοκτόνησαν, δεν είχαν – εκείνα ακόμα τα χρόνια, 1803 – ενταχθεί ολοκληρωτικά στην εθνική ομάδα των Ελλήνων· Αρβανίτες ήταν, δηλαδή Αλβανοί – αυτό είναι όμως άλλο ζήτημα. Ως προς το ίδιο το γεγονός, η μυθοποίηση βρίσκεται μονάχα στην εξιδανίκευση, στο χορό· αυτό άλλωστε είναι το διαφορετικό και το εξαιρετικό, επειδή αυτοκτονίες απελπισμένων, ακόμα και ομαδικές, δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο στην ανθρώπινη ιστορία[2].
(…) Στο Σούλι, λοιπόν, συνωστίζονταν οι «υπερασπιστές» του, οι «προδότες» καθώς και οι «γυναίκες που αυτοκτόνησαν», κάτι, που όπως δηλώνει, δεν συνιστά αφ’ εαυτού τίποτε το εξαιρετικό. Διαφεύγουν, βέβαια, της προσοχής του τα μωρά και τα παιδιά που έριξαν οι Σουλιώτισσες στο βάραθρο, «για να μη γίνουν σκλάβοι στα χέρια των εχθρών τους», όπως αναφέρει ο Χόλλαντ! (…)
Ενώ λοιπόν είχαν απλώς συγκεντρωθεί, φίρδην-μίγδην, υπερασπιστές, προδότες και γυναίκες με αυτοκτονικές τάσεις, οι Έλληνες εθνικιστές ανακάλυψαν εκ του μηδενός τον «χορό» των γκρεμοτσακισμένων και κατασκεύασαν έναν ακόμα εθνικό «μύθο»!
Το τέχνασμα συνίσταται στην παγίδευση του αναγνώστη στο ζήτημα του «χορού», κατ’ εξοχήν δυσαπόδεικτο, αν όχι και αναπόδεικτο, ιδιαίτερα αν κάποιος είναι ιδιαίτερα δύσπιστος ή κακόπιστος. Έτσι, ένα τραγικό και δραματικό γεγονός, ο αυτοχειριασμός των Σουλιωτισσών και ο τραγικός θάνατος των παιδιών τους, μεταβάλλεται σε κάτι σύνηθες «στην ανθρώπινη ιστορία». Αν, λοιπόν, με ένα πλήθος παραπομπών και αποσπασμάτων – κάποτε ανούσιων – πειστούμε πως το σημαντικό είναι το ζήτημα του χορού και όχι η τραγική «εκτέλεση» των ίδιων των παιδιών από τις μητέρες τους και η αυτοκτονία των ίδιων, τότε η αποστολή του καλού ιστορικού θα έχει εκπληρωθεί. Διότι το «τι ακριβώς συνέβη στο Ζάλογγο», όπως αναφέρει στην αρχή του κειμένου του, το γνώριζαν μόνον όσοι ήσαν παρόντες! (…)
Ποιο είναι λοιπόν το στοιχείο που εισφέρουν όσοι αμφισβητούν την ύπαρξη του «χορού» του Ζαλόγγου; Κανένα! Απλούστατα (…) αμφισβητούν την αναφορά του Περραιβού, με αποκλειστικό επιχείρημα ότι κανείς άλλος πριν από αυτόν – δηλαδή οι ξένοι περιηγητές – δεν τον μνημονεύει, παρότι είχαν ήδη αναφερθεί στο γεγονός εν τέλει δε, ο Περραιβός δεν είναι αξιόπιστος! Όμως, ο τελευταίος δεν γράφει εν κενώ, ούτε με μεγάλη χρονική απόσταση από τα γεγονότα. Το βιβλίο του εκδόθηκε μόλις δώδεκα χρόνια μετά, ενώ μεταφράστηκε και τυπώθηκε και σε ξένες γλώσσες. Ήσαν εν ζωή, επομένως, πάρα πολλοί αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων, καθώς και χιλιάδες Σουλιωτών, που είχαν ακούσει από πρώτο χέρι γι’ αυτά, όπως και πολλοί Αλβανοί και Έλληνες στην υπηρεσία του Αλή. Και δεν βρέθηκε κανείς να τα αμφισβητήσει, παρότι ο Περραιβός είχε αρκετούς εχθρούς και ο Αλής, που εθίγετο άμεσα από τα γραφόμενά του, θα μπορούσε να αντιδράσει, με τον ένα ή άλλο τρόπο;
(…) Για το ζήτημα δεν θα μπορούσα να παραλείψω και τις δύο, αντιφατικές μεταξύ τους, αναφορές, που στηρίζονται σε κείμενα και μαρτυρίες αυτοπτών· πρόκειται για τo εκτενές άρθρο του Περικλή Ζερλέντη στον Παρνασσό, το 1889, και τη μελέτη του Ιωάννη Λαμπρίδη, στα Ηπειρωτικά μελετήματά του, το 1890.
Ο Π. Ζερλέντης γράφει επί τη βάσει των μαρτυριών των κατοίκων της Καμαρίνας, που βρίσκεται δίπλα στο Ζάλογγο, όπου ζούσε και η αδελφή του Μάρκου Μπότσαρη, η Αγγελική Σαφάκα, την οποία και συνάντησε. Μίλησε ακόμα και με τους επιτρόπους της γυναικείας Μονής των Ταξιαρχών, που βρίσκεται στο Ζάλογγο, στην οποία έζησε για πολλά χρόνια ως μοναχή μια μικρή κοπέλα, η Λάμπρω, που σώθηκε από το Ζάλογγο σε μικρή ηλικία. Οι αναμνήσεις της μεταφέρθηκαν στον άνδρα ηγούμενο της Μονής, τον Αγαθάγγελο, ο οποίος απεβίωσε το 1886, μαρτυρίες τις οποίες μετέφεραν οι Καμαριναίοι στον Ζερλέντη:
Εν ω λοιπόν οι Σουλιώται διήγον ήσυχοι εν τη μονή, μηδέν υποπτεύοντες, την 23 δεκεμβρίου εκίνησαν εκ Καμαρίνας οι στρατοί του Αλή οδεύοντες κατά της μονής· και περί την ογδόην πρωϊνήν ώραν παιδία τινά των Σουλιωτών παίζοντα έξωθεν της μονής ιδόντα αυτούς επερχομένους έτρεξαν εντός φωνάζοντα «Τούρκοι, Τούρκοι». Παρευθύς οι Σουλιώτες συνασπισθέντες συν γυναιξί και τέκνοις, ετράπησαν την προς το βουνόν άγουσαν [ ]. Αλλ’ όταν ανελθόντες εις το βουνόν [ ] κατανοήσαντες τον μέγιστον κίνδυνον ον εκινδύνευον τεθειμένοι όντες μεταξύ δύω εχθρικών πυρών, απεφάσισαν, ίνα αποφύγωσι τα δεινά του αργαλέου εξανδραποδισμού, να δώσωσι τέλος της ζωής των διά πράξεως τόσον σπαραξικαρδίου όσον και ηρωικής· διότι φέροντες έρριψαν πρώτον τα τέκνα αυτών κατά του φρικαλέου βαράθρου, είτα δε δια της σπάθης μαχόμενοι, άνδρες τε και γυναίκες έρριψαν εαυτούς και ούτοι επί των ασπαιρόντων πτωμάτων των φιλτάτων αυτών. Εκ τούτων δε όσοι μεν κατέπεσον εκ της τοποθεσίας Εικόνος, εις το βάραθρον ετελεύτησαν συντριβέντες…[3]
Και αυτή η – μοναδική – σχετικά διαφοροποιημένη περιγραφή δεν αναιρεί τον πυρήνα των γεγονότων και συμφωνεί απολύτως με τις υπόλοιπες ως προς τη μοίρα των σουλιωτόπαιδων, χωρίς να επιβεβαιώνει αλλά ούτε και να απορρίπτει τα του «χορού». (…)
Η δεύτερη περιγραφή προέρχεται από την γραφίδα του Ιωάννη Λαμπρίδη, τον οποίο και ο Πολίτης χαρακτηρίζει «σοβαρό λόγιο» των Ιωαννίνων – όντως, όλα τα έργα του μαρτυρούν την ευσυνειδησία του – και δημοσιεύτηκε παράλληλα με εκείνη του Ζερλέντη. Εδώ, βασικές πηγές είναι η γραπτή αυτοβιογραφία του Θεόδωρου Παπαθωμά, γραμματέα του τελωνείου στο Φανάρι, την εποχή των γεγονότων, καθώς και προφορικές μαρτυρίες τις οποίες συνέλεξε και αυτός από την αδελφή του Μάρκου Μπότσαρη, Αγγελική Σαφάκα, από τον Λέοντα Μπότσαρη, τον Κωνσταντίνο Καρρά, σύζυγο της Αικατερίνης, η οποία είχε εκσφενδονιστεί πεντάχρονη στην χαράδρα, και από τον Τάσο Κοντογιάννη (…):
Εκ δε των άλλων 56 μεν γυναίκες και 13 άνδρες, ων τα ονόματα η παράδοσις δυστυχώς δεν διέσωσεν, εν χοροίς όντως και άσμασι τη 11 π.μ. κατεκρημνίσθησαν. Πολλαί δ’ εκ των αθανάτων τούτων γυναικών μητέρες ούσαι, πριν ή το ολέθριον τούτο πήδημα πηδήσωσιν, εξεσφενδόνισαν πρώτον τα τέκνα των. Οι δε λοιποί ξιφήρεις υπό τον Κίτσιον Βότσιαρην περί λύχνων αφάς διέσχισαν τας τάξεις του εχθρού και διήλασαν αυτάς[4].
Απέναντι σε μια καταιγιστική πληθώρα συγκινητικών περιγραφών – για όσους έχουν ακόμα τη δυνατότητα να συγκινούνται – οι οποίες συμπληρώνουν η μία την άλλη –παρότι κάποτε παρατηρούνται αντιφάσεις, συγχύσεις και διαφοροποιήσεις – τι άραγε βρίσκει να απαντήσει, εξουθενωμένος πλέον, ο ιστορικός μας;
Ακόμα βέβαια και να δεχθούμε ότι η αφήγηση στηρίχτηκε στην ίδια την Αικατερίνη Καρρά – ή πιο πριν, στη Λάμπρω – θα πρέπει να δεχτούμε πως τα μικρά κορίτσια είχαν την ψυχραιμία να παρατηρούν, κι’ αφού γκρεμίστηκαν, τι γινόταν πάνω στο βράχο[5].
Η δυσπιστία αγγίζει κυριολεκτικά τα όρια του κακόγουστου αστεϊσμού. Εάν όντως τα δύο κοριτσάκια αποτέλεσαν την πηγή της πληροφορίας, χρειαζόταν άραγε να παρακολουθούν όλη την εξέλιξη των γεγονότων – ώστε να πειστεί ο αδέκαστος ιστορικός μας; Και δεν θα είχαν αποκτήσει συνολική εικόνα γι’ αυτά, τόσο με βάση όσα είχαν προηγηθεί όσο και με αυτά που ακολούθησαν και αυτά που έμαθαν στα επόμενα χρόνια; Και πόθεν, εξάλλου, τεκμαίρει ο Πολίτης ότι αποκλειστική πηγή του Λαμπρίδη ή του Ζερλέντη ήταν τα δύο κορίτσια, μια και, τουλάχιστον ο πρώτος, μιλάει για διασταύρωση μεταξύ περισσότερων πηγών, γραπτών και προφορικών;
Εν κατακλείδι, ομολογώ πως, πριν καταπιαστώ με το ζήτημα και διερευνήσω τις σχετικές πηγές, όπως και τα αντιρρητικά κείμενα των αρνητών του Ζαλόγγου, δεν είχα κάποια κατασταλαγμένη αντίληψη για το τι συνέβη. (…) Δύο βασικοί παράγοντες με έπεισαν για την πραγματικότητά του:
Πρώτον, η ύπαρξη μιας καταιγιστικής πληθώρας μαρτυριών, τις οποίες δεν αναφέρω στο σύνολό τους, ίσως δε, a contrario, και το επίπεδο των επιχειρημάτων των αντιρρητικών συγγραφέων.
Δεύτερον, το γεγονός ότι μια πράξη  υπέρτατης απελπισίας και θάρρους, όταν μάλιστα εκτελείται σε συλλογικό πλαίσιο, απαιτεί – για να μπορέσει να διεξαχθεί – και τα «επιθανάτια άσματα», ίσως και μοιρολόγια, και το αγκάλιασμα εν είδει χορού.
(…) Κλείνω το σχετικό θέμα με την άποψη ενός ιστορικού που σέβεται το λειτούργημά του, του Απόστολου Βακαλόπουλου:
Νομίζω ότι ο χορός είναι πραγματικότητα και πρέπει να έγινε από εκείνες τις Σουλιώτισσες, που από την απελπισία τους είχαν μεταρσιωθή σε ένα είδος υπεράνθρωπης εξάρσεως και αυτοθυσίας…[6]

[1] Α. Πολίτης, «Ο “χορός του Ζαλόγγου”. Πληροφοριακοί πομποί, πομποί αναμετάδωσης, δέκτες πρόσληψης» στο Μύθοι και ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα, ΕΣΝΠΓΠ-Σ.Μ., Αθήνα, 2007, σ. 282.
[2] Α. Πολίτης, «Ο “χορός του Ζαλόγγου”…», ό.π., σ. 282.
[3] Π. Γ. Ζερλέντης, «Ηπειρωτικά μελετήματα: η ιστορία του Σουλίου και Πάργας, υπό έποψιν του αξιοπίστου εξεταζομένη», Παρνασσός, τ. 12, τχ. 6 και 7, Αθήνα 1889, σσ. 377-378.
[4] I. Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα, τχ. 10,  σσ. 55-56.
[5] Α. Πολίτης, «Ο “χορός του Ζαλόγγου”…», ό.π., σ. 281.
[6] A. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ΄, Θεσσαλονίκη, 1979, σ. 624.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου