Ιωάννα Τσιβάκου
Αρκετοί γνωστοί στοχαστές (από τον Κρίστοφερ Λας έως τον Ζίγκμουντ
Μπάουμαν, τον Ρίτσαρντ Σένετ και τον Άλμπερτ Μπόργκμαν), αναλύοντας τη
σύγχρονη τεχνολογία και τις επιπτώσεις της στην ηθική συμπεριφορά και τη
στάση ζωής του σύγχρονου, δυτικού κυρίως, ανθρώπου, καταλήγουν πως
εγκλωβίστηκε στις λογικές της ισχύος και της τεχνολογίας· εν ολίγοις,
ότι υποτάχθηκε στα δημιουργήματά του.
Αναμφίβολα, ο δυτικός πολιτισμός αφορά μιαν εκκοσμικευμένη κοινωνία,
γαλουχημένη επί μακρόν στα προτάγματα του ορθολογισμού και του
φιλελευθερισμού. Αυτά διαπλάσανε τον ιδεότυπο του δυτικού ανθρώπου ως
ατομικότητα υπερβατική, έξω από κάθε συλλογικότητα, ως οντότητα
απαλλαγμένη από την ανάγκη στηρίξεως της σε κάποιαν άλλην υπερβατική
ετερότητα. Σήμερα, ο άνθρωπος αυτός εξελίχθηκε σε άτομο ανασφαλές και
εγωκεντρικό, εθισμένο σ’ ένα είδος ηθικού κυνισμού. […]
Γαλουχημένο το δυτικό άτομο στην επιδίωξη της προσωπικής απόλαυσης,
κατέστη άθυρμα ενός πνεύματος κοινωνικού απομονωτισμού που τελικά
διευκόλυνε την οικονομία στη διεθνή της επέκταση. Το πνεύμα του δυτικού
ανθρώπου, εγκαταλείποντας την πολιτική, δηλαδή το ενδιαφέρον για τα
κοινά, προσκολλήθηκε
στα τεχνολογικά δίκτυα επικοινωνίας· παρασυρμένο
από τον ζήλο για το παιγνίδι της καινοτομίας πάνω στο γήπεδο της
παγκόσμιας αγοράς, προσπαθεί να επιβιώσει σ’ έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο
κόσμο, οοποίος, όμως, έχει πάψει να μεριμνά για τους ενοίκους του.
Συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι η συρρίκνωση ενός σύμπαντος
νοήματος, οικοδομημένου επί αιώνες πάνω στη φροντίδα για τον έλεγχο και
τη διατήρηση της ζωής. Καθώς καταργούνται ή υποστέλλονται παραδοσιακές
νοηματικές διαφορές (όπως, για παράδειγμα, άντρας-γυναίκα, δικός
μας-ξένος, κοντά-μακριά, γρήγορος-αργός), διαμορφώνεται ένας νοηματικός
πολτός που υποκλίνεται στη λειτουργικότητα, αφήνοντας τον θάνατο
ελεύθερο να εισβάλλει στη ζωή, διαρρηγνύοντας τη διαφορά ζωής-θανάτου.
Για παράδειγμα, ο άνθρωπος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, από το ένα
μέρος, εξοβελίζει από την οπτική του τον δικό του θάνατο, επιδιώκοντας
απεγνωσμένα την αιώνια νεότητα και, από το άλλο, είναι τόσο
εξοικειωμένος με τον θάνατο του άλλου, ώστε κοιτά αδιάφορος το πλήθος
των νεκρών, που από την τηλεοπτική οθόνη εισβάλλουν καθημερινά στη ζωή
του, χωρίς να την απασχολούν. Ο ίδιος, δε, κυνηγώντας αγχωτικά τον
χρόνο, δεν συνειδητοποιεί πως καθώς δεν έχει συμφιλιωθεί με τη διαφορά
ζωής-θανάτου, στην προσπάθειά του να καταργήσει το αρνητικό σκέλος της
διαφοράς, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να καταδιώκεται συνεχώς από τον
φόβο του αναπότρεπτου γεγονότος του θανάτου.
Κι όμως, ο προσεκτικός παρατηρητής δύναται να διακρίνει φυγόκεντρες
δυνάμεις οι οποίες κατορθώνουν να επηρεάσουν την περιγραφείσα
κατάσταση. Δυνάμεις ορμώμενες από την επιθυμία της ίδιας της ζωής να
αντισταθεί στην ομοιογενοποίηση και στην κοινωνική εντροπία, στον ίδιο
της δηλαδή τον θάνατο. Οι δυνάμεις αντίστασης γεννώνται στα πεδία που
λειτουργούν οι παράγοντες καταστολής· αναδύονται από τις αντιφάσεις
που αυτοί παράγουν, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην οντική παρόρμηση
ελευθερίας που ωθεί τη ζωή να μπορέσει να τις ανατρέψει. Σε αυτές τις
δυνάμεις θα αφιερωθεί το τελευταίο κεφάλαιο αυτής της εισήγησης, αφού
προηγουμένως μεσολαβήσει σύντομος σχολιασμός για τα ελληνικά
τεκταινόμενα.
Ελληνικός κόσμος
Ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα σε σχέση με το γενικότερο πλαίσιο
του δυτικού κόσμου που περιγράψαμε; Η Ελλάδα των δύσμορφων θεσμών, της
τεχνολογικής καθυστέρησης και της οικονομικής παρακμής, φαίνεται να
υποφέρει διπλά: αφενός από τα προβλήματα του πρώτου κόσμου αλλά και από
τα αδιέξοδα μιας ατέρμονης κρίσης που οδηγεί σε κοινωνική διάλυση και
πολιτισμική συρρίκνωση.
Γνωρίζουμε πως όλες οι κατά καιρούς προσπάθειες να οργανωθεί το
ελληνικό κράτος βάσει της φιλελεύθερης παράδοσης κατέληξαν σε αποτυχία.
Οι λόγοι είναι πολλοί, και έχουν σχολιαστεί επανειλημμένως. Γενικά,
μπορεί να υποστηριχθεί πως η ελληνική ηγεμονεύουσα τάξη, από την
Επανάσταση του ’21 κι έπειτα, επιχείρησε να μιμηθεί τα δυτικά πρότυπα
οργάνωσης του κράτους, χωρίς ωστόσο να κατανοεί, ούτε να δύναται να
επιβάλει, τις αναγκαίες κοινωνικο-πολιτικές προϋποθέσεις που χάρισαν
στις κοινωνίες της Δύσης κρατικούς θεσμούς λειτουργικούς και
ευέλικτους. Ακόμη και σήμερα, δυναμικά κοινωνικά στρώματα (όπως οι
επιχειρηματίες, τα μεσαία στελέχη και οι επιστήμονες) υποκλίνονται στον
δυτικό, τρόπο οργάνωσης της διοίκησης και της εργασίας, λοιδορώντας τα
ελληνικά ήθη, αγνοώντας στο βάθος τον διαφορετικό βιόκοσμο και την
μακρόχρονη πολιτική αγωγή των Νεοελλήνων.
Γνωστή είναι επίσης η κατάσταση στην τεχνολογία πληροφοριών η οποία
εισήχθη στην Ελλάδα αργότερα από τα άλλα δυτικά κράτη. Παρότι ο ρυθμός
επέκτασης και χρήσης της είναι αυτή τη στιγμή αρκετά υψηλός, κυρίως από
ιδιώτες, αξίζει να επισημανθεί πως το είδος της τεχνολογίας που
αξιοποιείται σχετίζεται με το επικοινωνιακό της κομμάτι. Αξιοποιούμε,
δηλαδή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το κινητό τηλέφωνο και
μάλιστα υποτασσόμαστε ανεπίγνωστα στην αγγλική γλώσσα όπως και στην
ιδιότυπη, συνοπτική και περικομμένη γλώσσα του διαδικτύου, έτσι ώστε
να χάνεται σιγά σιγά η γραπτή επαφή με τη γλώσσα μας αλλά και η σκέψη
μας να εθίζεται στο πρόχειρο και στο επιφανειακά ευρηματικό. Δεν
χρησιμοποιούμε εφαρμογές της νέας τεχνολογίας που σχετίζονται με την
επιστήμη και την έρευνα, τις υπηρεσίες και την αλλαγή των διαδικασιών
εργασίας. Δεν έχει επεκταθεί ακόμη η ψηφιακή τεχνολογία σε βαθμό
ικανοποιητικό στον κρατικό μηχανισμό, ούτε όμως στις ιδιωτικές
υπηρεσίες, γεγονός που εξακολουθεί να εμπλέκει τον Έλληνα στα γρανάζια
της γραφειοκρατίας, ενώ τον αποκλείει από πλήθος σημαντικών πληροφοριών,
μιας και οι άλλες, μη ψηφιακές πηγές πληροφόρησης, όπως οι έντυπες,
έπαψαν να είναι στις συνήθειές του.
Από ορισμένους προβάλλεται το επιχείρημα πως ο μη εθισμός μεγάλου
μέρους του πληθυσμού στο διαδίκτυο και στον ηλεκτρονικό υπολογιστή
μπορεί το προφυλάσσει από τον αγχώδη χρόνο του δυτικού κόσμου και από
σωρεία άχρηστων πληροφοριών. Εκτός του ότι η ροπή είναι προς την ψηφιακή
εξοικείωση, κάτι τέτοιο θα μπορούσε πράγματι να εκληφθεί ως
πλεονέκτημα, αν ο ελεύθερος χρόνο αναλωνόταν σε στοχασμό και δημιουργική
εργασία, πράγμα όμως που δεν συμβαίνει.
Απογοητευτικό είναι επίσης το γεγονός πως η οργάνωση της εργασίας δε
παρακολουθεί τις προσφερόμενες από νέα τεχνολογία δυνατότητες. Βεβαίως η
κρίση εξάρθρωσε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και είχε φοβερές
επιπτώσεις και στις μεγάλες, όμως η οργάνωση της παραγωγής και
διάθεσης, ακόμη και σε βιομηχανίες με αυτόματη παραγωγή, συνεχίζει να
ακολουθεί το παλιό συγκεντρωτικό μοντέλο διοίκησης, και όχι της
συνεργασίας που επιτρέπει και αποζητά η νέα τεχνολογία. Αν εξαιρέσει
κανείς τους λιγοστούς χώρους όπου ασκείται η έρευνα στην Ελλάδα, ο
ελληνικός βιομηχανικός τομέας, όπως και αυτός των υπηρεσιών, δεν έχει
δημιουργήσει ακόμη πρόσφορους τρόπους για την εφαρμογή της συνεργασίας
και την ανάδειξη της καινοτομίας μέσω της νέας τεχνολογίας.
Δεδομένων αυτών των συνθηκών, η Ελλάδα, από το ένα μέρος δεν μπορεί να
λειτουργήσει ως σημαντικός παράγων των παγκοσμοποιητικών κινήσεων, δεν
μπορεί, για παράδειγμα, να φτιάξει ελεγχόμενες ζώνες συγκεντρώσεως
υπηρεσιών εξυπηρετικών του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, ενώ
εκούσα-άκουσα υπακούει σε αυτές. Από το άλλο, το πνεύμα του Έλληνα
αδυνατεί να συνδυάσει τις θεσμικές με τις τεχνολογικές αλλαγές και να
τις κατευθύνει προς μιαν απελευθερωτική προοπτική.
Όλα αυτά, σε εποχή κρίσεων και παγκόσμιων ανακατατάξεων, έχουν ως
αποτέλεσμα να μειώνεται το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας και, κατ’
επέκταση, της εθνικής μας υποστάσεως στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής
οικουμένης όπου επικρατεί η δαρβινική αρχή «ο πιο ικανός επιβιώνει
διαφορετικά εξαφανίζεται».
Όσοι θεωρούν ως πρώτιστη ανάγκη τη διατήρηση της εθνικής υποστάσεως δεν
διαπνέονται από μουσειακό πνεύμα, αλλά από τη γνώση πως χωρίς αυτήν,
στην ουσία χωρίς εθνική μνήμη, μια κοινωνία δεν μπορεί να οριοθετηθεί
απέναντι στον άλλον, άρα δεν έχει μέλλον, και η μοίρα της θα είναι να
αφομοιωθεί από άλλα ζωτικότερα και δυναμικότερα έθνη. Δεν πρόκειται
για γεωγραφική οριοθέτηση, παρά για οριοθέτηση με στοιχεία πολιτισμικά
(όπως η γλώσσα, η θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα, τα έργα λόγου και
τέχνης, οι προφορικοί μύθοι και άλλα) όλα συγκροτητικά της ιδιοπροσωπίας
μιας εθνικής συλλογικότητας. Τα εν λόγω στοιχεία συντελούν στην
ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής καθώς εμποτίζουν με νόημα ζωοποιό τη
συλλογική ζωή επιτρέποντάς της να αφομοιώσει χωρίς φόβο το αλλότριο και
νέο. Η εξάντληση του εθνικού φρονήματος στην εποχή της κατάρρευσης των
μεγάλων ιδεολογιών, οδηγεί στην εξασθένηση της οντικής παρόρμησης για
ελευθερία, με συνέπεια τον άγονο ατομικισμό ατόμων ή ομάδων και τη
συνακόλουθη προθυμία τους να εγκαταλείψουν το εθνικό κράτος για να
διασωθούν.
Αντισυστημικές διαφυγές στη Δύση και στην Ελλάδα
Έγινε μνεία της μετατροπής του κράτους σε συγκεντρωτικό μηχανισμό
ελέγχου. Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθεί πως μέσα στη μαζική δημοκρατία
εμφανίζονται απείθαρχες δυνάμεις που αναζητούν νέα πεδία έκφρασης. Δεν
υπαινίσσομαι τις αναρχικές ομάδες που ξεπηδούν σαν μανιτάρια στον πρώτο
κόσμο, ιδίως σε περιοχές όπου δεν είναι αυστηρές οι δυνάμεις
επιτήρησης· ούτε τις μικρές εθνότητες εντός των κυρίαρχων εθνών που
πασχίζουν για την πολιτισμική και πολιτική τους ελευθερία. Ιδιαίτερα
για την Ελλάδα, αναφέρομαι σε αντισυστημικές ομάδες που πειραματίζονται
με μορφές τέχνης και επιστήμης έξω από τις επίσημες θεματικές και τα
ύφη του συρμού· σε πρωτοβουλίες ιδιωτικές ή συνεταιριστικές παραγωγής
και διάθεσης εκλεκτών προϊόντων που φέρουν το άρωμα του τόπου τους· σε
πολιτιστικούς συλλόγους διάσπαρτους σε όλη την ελληνική επαρχία με μέλη
που κινητοποιούνται για την αναζωογόνηση της τοπικής τέχνης και
πολιτισμού, που οργανώνουν χορωδίες ή πραγματοποιούν αξιοζήλευτες
εκδηλώσεις λόγου και τέχνης· σε ομάδες αγοριών και κοριτσιών που
συνομιλούν στο διαδίκτυο μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
(socialmedia), δημιουργώντας το δικό τους εικονικό σύμπαν, κλείνοντας
τα αυτιά τους στα ελεγχόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης· σ’ εκείνους που
προστρέχουν με θυσία οικονομική και κόπο σωματικό να ενταχθούν σε
σεμινάρια και εξωσχολικά μαθήματα επιδιώκοντας την πνευματική τους
επιμόρφωση. Όλα αυτά μαρτυρούν πως η ελληνική κοινωνία αναζητά νέες
εστίες νοήματος για να δώσει περιεχόμενο στη ζωή της, σε πείσμα των
οικονομικών κακουχιών που της έχουν επιβληθεί.
Η σημαντικότερη ωστόσο αντισυστημική διαφυγή, η οποία έχει τη δύναμη να
εισχωρεί στον συστημικό κόσμο και να τον μεταλλάσσει, είναι εκείνη που
αναπτύσσεται σε προηγμένες τεχνολογικά και επιχειρηματικά χώρες από την
αντιφατικότητα της ίδιας της τεχνολογίας και τη δύναμη ζωής που την
κινητοποιεί. Πρόκειται για τα πληροφοριακά δίκτυα και τις εικονικές
κοινότητες που αυτά σχηματίζουν, όπως οι τηλεματικές κοινότητες. Ο όρος
«κοινότητα» δεν παραπέμπει σε κοινωνικές συνομαδώσεις, εξαρτημένες από
την εντοπιότητα και τη συγγένεια. Πρόκειται για ένα νέο μοντέλο
ατοπικών κοινοτήτων, βασισμένων στις τεχνολογικές δικτυώσεις και στο
πνεύμα της συνεργασίας που αναπτύσσεται εντός τους, το οποίο οι
θεωρητικοί της κοινωνιολογίας και της εργασίας επιχειρούν να συλλάβουν.
Επί τη ευκαιρία ας σημειωθεί, πως το πρότυπο της κοινότητας
(gemeinschaft) χρησίμευσε στο να προσδιοριστούν καλύτερα οι αλλοιώσεις
που προκάλεσε ο βιομηχανισμός στις κοινωνικές σχέσεις. Το ίδιο
παρατηρείται και σήμερα, όπου ο όρος «κοινότητα» ως ποιοτικός
προσδιορισμός της τηλεματικής έρχεται να υποδείξει πώς, βάσει μιας
αλληλέγγυας και συνεργατικής πολιτικής, δύναται κανείς να
επαναπροσδιορίσει τις εικονικές σχέσεις που δημιουργεί ο
μεταβιομηχανικός πολιτισμός. Η επίκληση, έστω και γλωσσικά, του
κοινοτικού πνεύματος επιχειρεί να αμβλύνει τις μεταλλαγές που προκαλούν
στην ανθρώπινη συνείδηση η υπολογιστική σκέψη και γλώσσα και να
ελαττώσει τον προκαλούμενο από αυτές τις μεταλλαγές φόβο. […]
Η ελληνική κοινωνία προσφέρεται εν γένει για τη σύσταση τηλεματικών ή
εν γένει πνευματικών κοινοτήτων, λόγω της μακράς της παράδοσης σε
κοινοτικές μορφές ατοπικής κουλτούρας και πολιτισμικών δικτύων, όπως
αυτές που είχαν συνάψει οι νήσοι του Αιγαίου ή οι κοινότητες της
ελληνικής διασποράς. Το ιστορικό αυτό φαινόμενο ενθαρρύνει την
προσδοκία μας πως η παράδοση μιας ανοιχτής, κοινοτικά οργανωμένης
δράσης, ίσως να μην έχει χαθεί, αλλά να υποφώσκει στη συλλογική μνήμη
του λαού μας. Τα ψηφιακά και δη τα τηλεματικά δίκτυα είναι σε θέση να
αφυπνίσουν αυτήν την παράδοση· στηριγμένα σε αυτήν, να οικοδομήσουν
τεχνολογικές, εκσυγχρονισμένες κοινότητες, όπου οι νέες σχέσεις που θα
εγκαθιδρυθούν δεν θα επιτρέπουν στην ανακλαστική λογική να πάρει το
πάνω χέρι. Αντίθετα, θα συντελέσουν στη μεταβολή της ελληνικής
νοοτροπίας του εγωκεντρισμού και του ωχαδελφισμού και, κυρίως, της
μηδενιστικής παραίτησης.
Η οικονομική καχεξία που ωθεί πολλούς συμπατριώτες μας στο να
πειραματιστούν με νέους τρόπους απασχόλησης, αλλά και η διάθεση των
νέων ανθρώπων να βρουν καινούργιες μορφές έκφρασης, οδηγούν σε
πνευματικές ζυμώσεις που αν και είναι ίσως νωρίς να τις εκτιμήσει
κανείς, γεννούν εν τούτοις κάποια αισιοδοξία για την ανάδειξη νέων,
ατοπικών, συντροφικών μορφών δράσης εντός του ελληνικού χώρου.
Παραταύτα, αν οι σχετικές προσπάθειες δεν υποστηριχθούν από πνεύμα
εθνικής αφύπνισης, αν η ελληνική κοινωνία δεν επιτύχει να εμπνεύσει
δύναμη ζωής στα συντροφικά εγχειρήματα που αναδύονται, τότε ελλοχεύει ο
κίνδυνος αυτά τα εγχειρήματα να απορροφηθούν από την εικονική διάσταση
των ψηφιακών δικτύων και τη σαγήνη των κοσμοπολίτικων υποσχέσεων που
συνοδεύουν ως σειρήνες τις καινοτόμες τεχνολογικές μορφές.
Επίλογος
Ο νους του δυτικού ανθρώπου δεν υποκλίνεται πια σε μεγάλους,
επαναστατικούς μύθους. Φαίνεται όμως να έχει κατανοήσει την
πολυπλοκότητα των πραγμάτων, και να έχει μάθει τα μεν θετικά σημεία να
τα αποδέχεται, τα δε αρνητικά να τα εκμεταλλεύεται, αναδιαμορφώνοντάς
τα προς όφελος του. Πρόκειται για μια κοινωνική ευαισθησία που έχει
αρχίσει εδώ και καιρό να εκδηλώνεται από τα κάτω –από τα κοινωνικά
στρώματα και όχι από τα ηγετικά κλιμάκια– και που κανείς δεν γνωρίζει
ακόμη πού θα καταλήξει. Το πώς αυτή η ευαισθησία θα ωριμάσει, εξαρτάται
εν πολλοίς από την ανθρώπινη οντική παρόρμηση για ελευθερία, ώστε να
αναδειχθούν τρόποι κοινωνικής συμβίωσης που δεν θα θέτουν τη ζωή σε
κίνδυνο. Στην ίδια τη ζωή επαφίεται η ελπίδα πως, τελικά, η διαπλασμένη
με τη δυτική σκέψη ανθρώπινη ύπαρξη θα διαμορφώσει μια καινούργια,
εποικοδομητική αντίληψη για τις σχέσεις της με τον άλλον.
Εν είδει συμπεράσματος, θα μπορούσε να ειπωθεί πως το σύγχρονο
υποκείμενο –του ελληνικού συμπεριλαμβανομένου– καίτοι ακόμη ασυνείδητα,
αντιδρά σ’ έναν κόσμο που πρόσφερε αντί για τη σωματικότητα την
εκμετάλλευση του σώματος, αντί για τη δημιουργική δράση τον κάματο,
αντί για τη γιορτή τη μαζική διασκέδαση, αντί για την επένδυση της
επιθυμίας σε αισθητικές εμπειρίες την κατανάλωση του ευτελούς.
Απογυμνωμένο από ιδεολογίες που του κάλυπταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια
την ανάγκη του συνανήκειν, επιδιώκει σήμερα κοινωνικές σχέσεις με όσους
συμμετέχουν στο ίδιο έργο, έτοιμο ψυχικά να διαμοιρασθεί μαζί τους τη
διάθεση του για προσφορά. Νέα ρομαντικά κινήματα ξεπροβάλλουν, τα
οποία, όπως κήρυτταν οι προπάτορες του ρομαντισμού, αρνούνται το πνεύμα
της εργαλειακής αξιοποίησης του ανθρώπου και της φύσης από τον
επιστημονικό ορθολογισμό. Αντίθετα, προσβλέποντας σε μιαν ελεύθερη
ατομικότητα, αντιμετωπίζουν τον σύμπαντα κόσμο ως αλληλοσυνδεδεμένο
όλον, γεμάτο από παλμούς ζωής, ικανό να προσεγγιστεί όχι μόνο με την
επιστημονική λογική αλλά, επίσης, με τη διαίσθηση, τις συγκινήσεις και
τις ηθικές αξίες. Παρότι παρόμοια κινήματα εκδηλώνονται περισσότερο στον
τομέα της τέχνης και ιδίως της μουσικής παρά της φιλοσοφίας, εν τούτοις
βρίσκουν ανταπόκριση στην κοινωνία, ενισχύοντας διάφορες μορφές
κοινοτικής συμβίωσης. Το συνεργατικό/κοινοτικό πλαίσιο δράσης και η
ρομαντική ευαισθησία ανακαλύπτονται εκ νέου απο τα ψηφιακά δίκτυα, ως οι
αληθινοί θεματοφύλακες της φαντασίας και των γνήσιων κύκλων
οικειότητας.
Η μνεία του νεο-ρομαντισμού και των τηλεματικών κοινοτήτων δεν έγινε
με σκοπό να προταθούν ως μορφές σκέψης και δράσης στην ταλαιπωρημένη
ελληνική κοινωνία, αλλά με αποκλειστικό σκοπό να δείξουμε πως το όραμα
ενός συνδεδεμένου κόσμου, ενός δηλαδή νέου «εμείς» που στέργει στην
προσφορά κα την ανταπόδοση αναγεννιέται σε περιοχές της σύγχρονης
οικουμένης. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως οι επιτυχημένες μορφές
κοινωνικότητας που έχει αναδείξει ο βίος της ανθρωπότητας παραμένουν
εσαεί θαλερές, καθώς διαποτίζονται αενάως από την αυθεντική παρόρμηση
της ζωής.
Αποσπάσματα από Εισήγηση (με τίτλο «Εμπόδια στη δυναμική της ζωής και προοπτικές αποτροπής τους») στα πλαίσια της σειράς «Πέραν της παρακμής», που διοργάνωσε το Άρδην τον χειμώνα 2014-15.
Αναδημοσίευση από τον Νέο Λόγιο Ερμή, τχ 13, άνοιξη 2016.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο.
πηγή ψηφιακού κειμένου: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου