Αναδημοσιεύεται
από το βιβλίο «Από την 4η Αυγούστου ως τις μέρες μας - Η γενική πορεία της
ταξικής πάλης - Αρθρα κριτικής», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Η
κατάκτηση της Ελλάδας απ' το γερμανοϊταλικό και το βουλγαρικό φασισμό, το
1941, όξυνε στο έπακρο τις αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, ενώ έβαλε
σε μεγάλη δοκιμασία όλες τις τάξεις και τα κόμματα της χώρας.
Το
ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή ανέλαβε σθεναρή δράση. Η τιτάνια προσπάθεια του
ΚΚΕ γινόταν ακόμη πιο δύσκολη εξαιτίας του αρνητικού διεθνούς και εσωτερικού
συσχετισμού δυνάμεων.
Ηταν
χαρακτηριστικά τότε τα λόγια του Χάρι Τρούμαν:
«Αν
δούμε ότι η Γερμανία κερδίζει τον πόλεμο, οφείλουμε να βοηθήσουμε τη
Ρωσία. Κι αν τον κερδίζει η Ρωσία, οφείλουμε να βοηθήσουμε τη Γερμανία και
με τον τρόπο αυτόν ας τους αφήσουμε να σκοτώσουν όσο μπορούν
περισσότερους»1.
Το
ΚΚΕ είχε βγει από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου σκληρά χτυπημένο, ενώ
είχε στερηθεί τις σημαντικές υπηρεσίες εκατοντάδων στελεχών του, τα οποία
η ελληνική κυβέρνηση παρέδωσε τελικά στους Γερμανούς, όπως είχε στερηθεί
τις υπηρεσίες και του Γενικού Γραμματέα του, που επίσης τον παρέδωσαν στην
Γκεστάπο και αυτή τον έστειλε στο στρατόπεδο Νταχάου. Εκεί κρατήθηκε 4
χρόνια.
Σοβαρό
πρόβλημα, που στερούσε τότε το ΚΚΕ από τη διεθνή πείρα και αλληλεγγύη, ήταν
η μη σύνδεσή του με την Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ), λόγω των εξαιρετικά
δύσκολων συνθηκών που είχαν διαμορφωθεί. Η αποκοπή ενός διεθνιστικού
κόμματος όπως το ΚΚΕ, που αποτελούσε οργανικό τμήμα της ΚΔ, το εμπόδιζε
ταυτόχρονα να συντονίσει την πολιτική και τη δράση του με τα άλλα
κομμουνιστικά κόμματα και κινήματα. Υπήρχαν, βεβαίως, οι αποφάσεις της ΚΔ.
Ωστόσο, το κενό δεν έπαυε να είναι σημαντικό. Χρειάστηκε να περάσουν
περίπου δύο χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ, για να υπάρξει μια πρώτη επαφή
στο Κάιρο, τον Αύγουστο του 1943, με δημοσιογραφικούς κύκλους άλλων ΚΚ.
Χρειάστηκε,
ακόμη, να καταβάλει το Κόμμα μας μεγάλες προσπάθειες για να ξεπεραστεί η
χαφιεδοφοβία και η σύγχυση στις γραμμές του, που είχε δουλευτεί έντεχνα
από την Κρατική Ασφάλεια στα χρόνια της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας.
Εχει
και τέτοια φαινόμενα η ταξική πάλη, παράλληλα με τον ηρωισμό τόσων και
τόσων μαρτύρων του ΚΚΕ. Κι αν χρειάζεται να σημειώνονται, είναι για να
θυμούνται και να διδάσκονται ορισμένοι καλοπροαίρετοι μελετητές με άστοχα γραπτά,
αλλά και για να «θυμούνται» άλλοι κακοπροαίρετοι, που βάλλουν κατά του
ΚΚΕ.
Με
κορμό τα εξόριστα στελέχη του, στα οποία συγκαταλέγονταν και εκλεγμένα
μέλη του ΠΓ και της ΚΕ που απέδρασαν από τους τόπους κράτησης, και με λίγες
δυνάμεις στην παρανομία, σκόρπιες και ασύνδετες μεταξύ τους, το ΚΚΕ
προσπάθησε να ανασυγκροτηθεί, να οργανώσει το λαό και να διαμορφώσει την
πολιτική του γραμμή στις νέες συνθήκες.
Με
πρωτοβουλία του ιδρύθηκε το ΕΑΜ. Οι πολιτικές δυνάμεις, που μαζί με το ΚΚΕ
συγκρότησαν το ΕΑΜ, ήταν η Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), το Σοσιαλιστικό
Κόμμα Ελλάδας (ΣΚΕ), το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ). Επρόκειτο για
μικροαστικά κόμματα, που έβλεπαν ότι με το πρόγραμμα του ΕΑΜ μπορούσαν να
εκπληρώσουν και τους πολιτικούς στόχους τους. Οι ηγέτες τους, που
συνυπέγραψαν το ιδρυτικό του ΕΑΜ, ήταν ο Ηλίας Τσιριμώκος της ΕΛΔ, ο Χ.
Χωμενίδης του ΣΚΕ και ο Βογιατζής του ΑΚΕ.
Στο
ΕΑΜ επίσης - μεμονωμένα όμως και όχι ως παράταξη - προσχώρησαν και
βενιζελικά στοιχεία, ακόμη και φιλοβασιλικοί παράγοντες, όπως οι
συνταγματάρχες Πετρουλάκης, τέως υπασπιστής του βασιλιά, Ρήγος, κ.ά.
Προσχώρησε ακόμη και μεγάλο τμήμα του λαϊκού κλήρου, καθώς και επιφανείς
ανώτεροι κληρικοί.
Υπήρξε
κι ένα τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου (πολύ μικρό) που συνεργάστηκε με
το ΕΑΜ, δίχως να προσχωρήσει σε αυτό. Κυριότερος πολιτικός εκφραστής αυτής
της τάσης ήταν η ομάδα των Αριστερών Φιλελευθέρων, με βασικούς εκπροσώπους
της τον βιομήχανο Αλκιβιάδη Λούλη, τον στρατηγό Νεόκοσμο Γρηγοριάδη, τους
Νίκο Ασκούτση, Σταμάτη Χατζήμπεη και άλλους. Στην τάση αυτή ανήκε και ο
Μιχ. Κύρκος, πρώην βουλευτής και υπουργός του Λαϊκού Κόμματος του Τσαλδάρη
που, προς το τέλος της Εθνικής Αντίστασης, προσχώρησε στο ΕΑΜ. Στους
παραπάνω πρέπει να καταταχθεί και ο καθηγητής Αλέξ. Σβώλος, ο οποίος μετά
τη δημιουργία της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης - γνωστή
και ως κυβέρνηση του βουνού) προσκλήθηκε και ανέλαβε την προεδρία της.
Σε
αντίθεση με τη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων τους που συσπειρώθηκε στις γραμμές
του ΕΑΜ, τα κόμματα της ελληνικής πλουτοκρατίας, τόσο αυτά της Δεξιάς όσο
και του κεντρώου χώρου, καθώς και εκείνα της λεγόμενης «άκρας Δεξιάς»,
κράτησαν εντελώς διαφορετική στάση, ενώ δεν ήταν καθόλου μικρή (το
αντίθετο) η υπηρεσία που πρόσφερε στους καταχτητές μια μεγάλη μερίδα του
αστικού Τύπου, τόσο εκείνη που υποστήριζε τα φιλελεύθερα κόμματα όσο και
τη δεξιά-ακροδεξιά. Ολοι τους έδρασαν κατά του λαού.
Κατά
του αγωνιζόμενου λαού στράφηκε και η επίσημη Εκκλησία. Είναι χαρακτηριστική
η στάση που κράτησε ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός. Απευθυνόμενος «προς τον ευσεβή
Ελληνικόν Λαόν» έγραφε σε μήνυμά του:
«Ουδέν
έχομεν να ωφεληθώμεν εξ οιωνδήποτε αποπειρών και προκλήσεων εναντίον των
Αρχών κατοχής. Διά τούτο πάντες οφείλομεν, αφιερωμένοι εις την παραγωγικήν
εργασίαν, ν' αναμείνωμεν την ώραν της ειρήνης, εγκαρτερούντες και
πιστεύοντες εις τον δικαιοκρίτην Θεόν»2.
Ο
ίδιος, σε επιστολή του προς τον πληρεξούσιο του Ράιχ στην Ελλάδα, Γκ.
Αλτενμπουργκ, έγραφε:
«Είναι
περιττόν και να λεχθή ότι εκ της τοιαύτης περιπλοκής μόνον ζημίαι, υλικαί
και ηθικοί, δύνανται να προκύψουν δι' αμφότερα τα μέρη, ωφελήματα δε μόνον
διά τους έχοντας συμφέρον να οξύνουν και να διαιωνίζουν την αντίθεσιν
μεταξύ Δυνάμεων Κατοχής και Ελληνικού Λαού»3!
1. Οι κατοχικές κυβερνήσεις
Ενα
τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου επέλεξε το δρόμο της ανοιχτής
συνεργασίας με τους κατακτητές. Ηταν οι γνωστοί «κουίσλινγκ», που
σχημάτισαν τις κατοχικές κυβερνήσεις υπό τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο
και Ι. Ράλλη. Με την ενίσχυση αυτών των κυβερνήσεων και των Γερμανών,
σχηματίστηκαν τα φασιστικά κόμματα Εθνικο-σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας,
Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις (ΕΣΠΟ), Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων
Ελλάδος (ΟΕΔΕ), κ.ά.
Πρέπει
να σταθούμε στο ζήτημα του σχηματισμού των κατοχικών κυβερνήσεων, γιατί
υπάρχει μια ουσιαστική πλευρά της όλης υπόθεσης, που συνήθως
παραγνωρίζεται.
Το
αστικό κράτος συνέχιζε να υπάρχει και να λειτουργεί, βεβαίως μέσα στις συνθήκες
μιας κατακτημένης χώρας. Ομως, συνέχιζε να υπάρχει, να λειτουργεί. Στο
πλαίσιο της ύπαρξης και λειτουργίας του σχηματίστηκαν οι κατοχικές
κυβερνήσεις, που αναφέρθηκαν παραπάνω, έγινε προσπάθεια να ενισχυθούν οι
μηχανισμοί καταστολής και καταπίεσης του λαού. Δημιουργήθηκαν τα Τάγματα
Ασφαλείας και συναφείς κρατικές οργανώσεις, ενώ συνέχισαν να λειτουργούν η
Ειδική Ασφάλεια, η Αστυνομία Πόλεων και η Χωροφυλακή (αν και η τελευταία
στις περισσότερες περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας ξηλώθηκε σε μια πορεία και
αντικαταστάθηκε από τον ένοπλο λαό). Είχε διατηρηθεί και το υπουργείο
Αμυνας, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε ο προηγούμενος τακτικός στρατός.
Η
παραπάνω εξέλιξη είχε αντικειμενική βάση. Η κατοχή δεν κατάργησε - ούτε
ήθελε φυσικά να καταργήσει - το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Και
ήταν επόμενο ένα μέρος του αστικού πολιτικού και επιστημονικού κόσμου,
καθώς και διάφορα κατακάθια της κοινωνίας, αλλά και τεταρτοαυγουστιανοί, να
αναλάβουν την επάνδρωση των τομέων του αστικού κράτους. Τα πράγματα,
δηλαδή, έθεταν εξ αντικειμένου το ζήτημα ένα τμήμα του αστικού πολιτικού
κόσμου να διαχειριστεί και να υπερασπιστεί άμεσα - και κυρίως
μακροπρόθεσμα - την εξουσία της τάξης του. Αυτή την ανάγκη την αναγνώριζε
ολόκληρος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Γι' αυτό ακριβώς επικρότησε τη
δημιουργία των κατοχικών κυβερνήσεων ως εθνική ανάγκη. Γι' αυτό ακριβώς
και ο αστικός Τύπος τις στήριξε. Πέρα, βεβαίως, και από το γεγονός ότι οι
κατακτητές χρειάζονταν κυβερνήσεις-υποχείριά τους για να συμβάλουν στο δικό
τους (των κατακτητών) ρόλο καταστολής του λαού, ως τοποτηρητές των
γερμανικών συμφερόντων.
Ο
στόχος, επομένως, ήταν διπλός και αυτό το δίπτυχο αποτελούσε τις δύο όψεις
του ίδιου νομίσματος.
Πρέπει,
λοιπόν, να αναγνωριστεί στους πολιτικούς παράγοντες-συνεργάτες των Γερμανών
ότι επέδειξαν ταξική συνέπεια. Γι' αυτό ακριβώς οι συνεργάτες των
γερμανικών στρατευμάτων κατοχής όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν από τις
μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αλλά αξιοποιήθηκαν κατά των λαϊκών δυνάμεων και
οι πολλοί στελέχωσαν τους κρατικούς μηχανισμούς και μετά από την
απελευθέρωση.
2. Οι «απόντες»
Το
μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου της εποχής ανήκει στους
«απόντες» του αγώνα. Για παράδειγμα, στον Γ. Παπανδρέου, στον οποίο έγινε
πρόταση να ηγηθεί του ΕΑΜ, ανήκει το κατηγορηματικό «όχι» που έδωσε ως
απάντηση. Εξάλλου, από τη Νίκαια της Γαλλίας όπου είχε μετεγκατασταθεί, ο
Ν. Πλαστήρας καλούσε με επιστολή του το λαό να συνεργαστεί με τους
κατακτητές.
Ποια
ήταν η επιδίωξή τους; Ηταν η ίδια της προπολεμικής-προδικτατορικής
περιόδου: Οταν θα φύγουν κάποτε οι κατακτητές, να επανέλθουν τα πράγματα
στην προ της 4ης Αυγούστου κατάσταση και ν' αναλάβουν αυτοί τα ηνία της
διακυβέρνησης. Μέχρι τότε «ας κάτσουμε όλοι στ' αυγά μας», περιμένοντας την
αίσια έκβαση του πολέμου, που θα την φέρουν οι ισχυροί σύμμαχοι... Από αυτή
την άποψη, μόνο δυσφορία δημιουργούσε σε όσους ήταν αντιβασιλικοί το θέμα
του βασιλιά. Δυσφορούσαν από το γεγονός ότι οι Βρετανοί είχαν τη βασιλεία
ως ένα από τα βασικά τους στηρίγματα στην Ελλάδα, την ίδια στιγμή που και οι
ίδιοι στήριζαν στους Βρετανούς τις ελπίδες τους.
Μόλις
η Ελλάδα κατακτήθηκε, αλλά και στην πορεία, ένα μεγάλο τμήμα του παραπάνω
πολιτικού κόσμου μετακόμισε στην Αίγυπτο, απ' όπου γύρισε στην Ελλάδα μετά
την απελευθέρωση... Θα επιστρέψουμε στα όσα αφορούν στη δράση τους στο
εξωτερικό. Για την ώρα, ας μείνουμε στη στάση τους απέναντι στην ΕΑΜική
Εθνική Αντίσταση.
Το
πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι και οι φιλελεύθερες (και όχι μόνο
οι «δεξιές») πολιτικές δυνάμεις πολέμησαν ανοιχτά το ΕΑΜ ή το υπονόμευσαν
εντέχνως. Το ίδιο και οι Εγγλέζοι «σύμμαχοι», μέσω της Ιντέλιτζενς Σέρβις
και των στρατιωτικών μηχανισμών τους στην Ελλάδα και στη Μ. Ανατολή. Οι
Εγγλέζοι προσπάθησαν να αξιοποιήσουν σ' ένα βαθμό τη δύναμη του ΕΛΑΣ στο
συμμαχικό πόλεμο, και το έκαναν. Ταυτόχρονα, όμως, επιχειρούσαν την
υπονόμευση και τη χειραγώγησή του, ώστε να τον εξουδετερώσουν μετά την
απελευθέρωση. Ο Εντι Μάγιερς είναι αποκαλυπτικός ως προς αυτό. Εγραψε:
«Η
ρίζα του αγγλοαμερικάνικου προβλήματος στην Ελλάδα μεταξύ 1941-1944 ήταν
ότι παρά τις προσπάθειές μας να κάνουμε την Αντίσταση και την εξόριστη
κυβέρνηση περισσότερο αντιπροσωπευτικές, ώστε να μειώσουμε τις δυσχέρειες
της Ελλάδας όταν θα κέρδιζε την ελευθερία της, η άμεση στρατιωτική μας
πολιτική υποστήριξης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (του μεγαλύτερου μέχρι τότε Κινήματος
Αντίστασης) ήρθε σε άμεση αντίθεση με τα μακροπρόθεσμα πολιτικά μας σχέδια»4.
Ο
αστικός πολιτικός κόσμος είχε βαθύτατη συνείδηση ότι ο λαϊκός αγώνας κατά
των κατακτητών είχε κατά βάθος ταξικό περιεχόμενο. Δεν ξεγελιόταν από το
εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο του, που «υπερκάλυπτε» σε μεγάλο βαθμό το
κοινωνικό. Κατανοούσε καλά πως ο ερχομός των λαϊκών μαζών στο προσκήνιο,
έστω με αφετηρία την εθνική απελευθέρωση, θα αφαιρούσε από τα αστικά
κόμματα την πολιτική ηγεμονία. Και ότι στην πορεία της πάλης ήταν δυνατό
να οξυνθούν και τα αντικαπιταλιστικά κριτήρια των λαϊκών μαζών. Γιατί, την
ίδια στιγμή που εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και η
δυστυχία ήταν ο καθημερινός σύντροφος των υπολοίπων, κάποιοι θησαύριζαν. Η
εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο και η εξαθλίωση μεγάλου
τμήματος της αγροτιάς δεν οφείλονταν μόνο στους κατακτητές. Μαζί με τους
τελευταίους υπήρχε και η ντόπια αστική τάξη. Κατά συνέπεια, κατανοούσαν
ότι σε κάποια στιγμή η λαϊκή αντίθεση μπορούσε να στραφεί εναντίον όλων. Γι'
αυτό και έκαναν ό,τι περνούσε απ' το χέρι τους, για να μείνει ο λαός
υποταγμένος. Η καλλιέργεια της ηττοπάθειας, του «ρεαλισμού» (!) και της
κινδυνολογίας - μαζί με τον αντικομμουνισμό - οργίασαν.
3. Αλληλοσχέση και διαπλοκή
Η
κατάταξη των αστικών πολιτικών δυνάμεων, που προηγήθηκε, θα ήταν σχηματική
αν δεν έβλεπε κανείς την αλληλοσχέση που υπήρχε μεταξύ τους.
Πώς
εκφράστηκαν ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις η αλληλοσχέση και η
μεταξύ τους κοινή βάση; Ορισμένα παραδείγματα.
Είναι
ανακριβές ότι ο αστικός πολιτικός κόσμος, που δεν μπήκε στις κυβερνήσεις
των «κουίσλινγκ», ήταν αμέτοχος στη συγκρότησή τους και ότι αυτές δεν είχαν
τη σύμφωνη γνώμη του. Το αντίθετο. Να τι έγραψαν οι αθηναϊκές εφημερίδες
στις 8 του Μάη 1941:
«Ο
Πρωθυπουργός κ. Τσολάκογλου εδέχθη χθες τους Πολιτικούς ηγέτας της χώρας,
κ. κ. Πάγκαλον, Γονατάν, Οθωναίον, Μάξιμον, Κ. Τσαλδάρη, Γ. Παπανδρέου, Π.
Κανελλόπουλον, Β. Δηλιγιάννην, Γ. Πεσματζόγλου, Γ. Μερκούρην, Βελέντζαν και
Περ. Ράλλην. Μετά τας συνομιλίας εδόθη εις τον Τύπον η κάτωθι επίσημος
ανακοίνωσις: "Ο κ. Πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού
εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της Κυβερνήσεως.
Πάντες ανεγνώρισαν ότι η Κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να
υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς.
Επίσης πάντες ανεγνώρισαν το σφάλμα του εκπεσόντος καθεστώτος να κηρύξη
τον πόλεμον κατά της Γερμανίας και διεκήρυξαν το χάσμα, το οποίον χωρίζει
την Ελλάδα από την Κυβέρνησιν των εν Κρήτη εγκατασταθέντων φυγάδων. Πολλοί
εξ αυτών εξεδήλωσαν τον ζωηρόν αποτροπιασμόν των, διότι οι φυγάδες ούτοι
δεν συνεταύτισαν τας τύχας των με τον Ελληνικόν Λαόν, τον οποίον, εκτός της
συμφοράς του πολέμου, απεγύμνωσαν διά της αφαιρέσεως του Δημοσίου Χρήματος..."»5.
Δηλαδή,
οι παραπάνω πολιτικοί, αφού στήριξαν δημόσια την κυβέρνηση των Γερμανών
στην Ελλάδα, έκαναν δήθεν και τον τιμητή στους υπόλοιπους της αστικής
τάξης, που έφυγαν από τη χώρα κατακλέβοντας και το Δημόσιο Ταμείο!
Αλλο
παράδειγμα της αλληλοσχέσης: Μετά το θάνατο του Μεταξά, την αυτοκτονία (;)
του πρωθυπουργού Κορυζή και την εμφάνιση του Κοτζιά - πρωτοπαλίκαρου της
4ης Αυγούστου και δημάρχου Αθήνας - ως πρωθυπουργού για λίγες ώρες, ο
βασιλιάς Γεώργιος ο Β' κάλεσε τον Εμ. Τσουδερό στις 21 Απρίλη 1941 και τον
διόρισε πρωθυπουργό. Γιατί διόρισε τον Τσουδερό, που ήταν βενιζελικός, και
όχι κάποιον άλλον; Για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν έτοιμος να φύγει για
την Κρήτη και σε συνέχεια για το Κάιρο και χρειαζόταν να έχει η κυβέρνησή
του μια «δημοκρατική» βιτρίνα, μια βενιζελική πρόσοψη.
Ο
Τσουδερός, λοιπόν, επιδίωξε η σύνθεση της κυβέρνησης να είναι
αντιπροσωπευτική των κομμάτων. Αλλά μπήκαν στη μέση οι Εγγλέζοι, που ήθελαν
να προφυλάξουν τους δημοκρατικούς πολιτικούς (Γ. Παπανδρέου κ.ά.) και έπεισαν
τον Τσουδερό να σχηματίσει αμιγή «ακροδεξιά» κυβέρνηση. Στη σύνθεσή της
περιλήφθηκαν τα πιο εκτεθειμένα, τα πιο αντιδραστικά στοιχεία: Ο ναύαρχος
Σακελλαρίου, ο Μανιαδάκης - υφυπουργός Ασφαλείας επί Μεταξά -. ο Κοτζιάς, ο
Νικολούδης, ο Δημητράτος!
Φεύγοντας
η κυβέρνηση Τσουδερού άφησε πίσω της κυβερνητικό κλιμάκιο με επικεφαλής
τον αρχιδήμιο Κ. Μανιαδάκη, «που έπρεπε να φροντίσει να μην
απολυθούν οι φυλακισμένοι και οι εξόριστοι και να εμποδιστεί η αναχώρηση,
στην Κρήτη ή αλλού, των ανεπιθύμητων στο καθεστώς. Ετσι, πολλοί
φυλακισμένοι και εξόριστοι παραδόθηκαν στον κατακτητή και Κρητικοί, που
ήθελαν να πάνε στο νησί τους και να πολεμήσουν, εμποδίστηκαν από το φρουρό
του καθεστώτος, τον Μανιαδάκη»6!
Ως
προς την παραπάνω διαπλοκή μπορούμε να δούμε και τις περιπτώσεις των
Δαμασκηνού και Αγγελου Εβερτ. Ο πρώτος ήταν (έγινε) αρχιεπίσκοπος στην
Κατοχή, ενώ μετά την Κατοχή έγινε αντιβασιλιάς και έπαιξε ηγετικό ρόλο στην
καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος, ως στενός συνεργάτης και άνθρωπος του
Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ στη διάρκεια του Δεκέμβρη 1944 και
μετά. Τον ίδιο ρόλο έπαιξε και ο Εβερτ ως διευθυντής της Ελληνικής
Αστυνομίας. Και τους δύο τους προτίμησαν οι Γερμανοί, αλλά στηρίζονταν σε
αυτούς και οι Εγγλέζοι. Τους ήθελε, όμως, και ο Γ. Παπανδρέου και ο
Πλαστήρας και γενικά η πλειοψηφία του αστικού πολιτικού κόσμου...
Αλλο
παράδειγμα: Ανάμεσα στις αστικές αντιστασιακές στρατιωτικές οργανώσεις, που
δημιουργήθηκαν ως αντίβαρο στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ, η πιο σημαντική ήταν ο
ΕΔΕΣ.
Τι
έχει, ωστόσο, αποδειχτεί; Πρώτον, ότι ο ΕΔΕΣ, με καθοδηγητή τον Πλαστήρα,
δημιουργήθηκε και δρούσε με την έμπνευση, τα σχέδια και τις λίρες της Μ.
Βρετανίας. Δεύτερο, ότι κύριος στόχος του δεν ήταν οι Γερμανοί, όπως ισχυριζόταν
η ηγεσία του, αλλά ο ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ. Τρίτο, ότι στην ηγεσία του συνυπήρχαν
και συνεργάτες των Γερμανών, ενώ ο ίδιος ο Ζέρβας ήταν άνθρωπος των
Εγγλέζων. Ταυτόχρονα, ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου
συγκαταλεγόταν σε εκείνες τις προσωπικότητες που είχαν περισσότερες σχέσεις
με φιλελεύθερους πολιτικούς. Ο ΕΔΕΣ στηριζόταν στην εγγλέζικη δύναμη,
προκειμένου, μέσω αυτής της ενίσχυσης, να συμβάλει στη δημιουργία
μετακατοχικών εξελίξεων διατήρησης της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης. Αυτό
εξάλλου έκανε και το κάθε κόμμα της οικονομικής ολιγαρχίας.
Τον
παραπάνω στόχο τον εξυπηρετούσαν και δυνάμεις συνεργαζόμενες με το ΕΑΜ,
αλλά και δυνάμεις που ήταν εντός του ΕΑΜ. Και, βέβαια, οι επιδιώξεις τους
ήταν φυσικό επακόλουθο του χαρακτήρα τους, ως αστικών δυνάμεων, και του
προγράμματός τους.
Ηταν
πρώτα απ' όλα θέμα της συνειδητής πρωτοπορίας του Μετώπου που δημιουργήθηκε
να βάλει στόχο τη λαϊκή εξουσία. Αυτό, δυστυχώς, δεν έγινε κατορθωτό.
Βλέπουμε,
λοιπόν, ότι καθόλου δεν υπήρχαν σινικά τείχη ανάμεσα στα κόμματα της
αστικής τάξης, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Αντίθετα, όσο κι αν αυτές
οξύνονταν, τα κοινά υπόβαθρα παρέμεναν.
Συνοψίζοντας,
μπορούμε να πούμε ότι η στάση των βασικών αστικών πολιτικών δυνάμεων
έπαιρνε υπόψη της τις εξής παραμέτρους:
α)
Τη στήριξη του κρατικού μηχανισμού και ταυτόχρονα τη συσπείρωση σωμάτων
κρούσης που θα χτυπούσαν το ΕΑΜικό κίνημα και το ΚΚΕ.
β)
Οτι η στρατιωτική δύναμη της Μεγάλης Βρετανίας ήταν μέσον εκ των ων ουκ
άνευ για τη διατήρηση της κυριαρχίας της τάξης. Και την αξιοποίησαν στο
έπακρο.
γ)
Την ταχύτατη ανάπτυξη του ΕAM και του ΚΚΕ, κατά συνέπεια την ανάγκη τους να
παρεμβάλλουν εμπόδια και κυρίως να υπονομεύουν πολιτικά και οργανωτικά την
ΕΑΜική πάλη. Η παρουσία της εγγλέζικης αποστολής στα ελληνικά βουνά (Εντι
Μάγιερς, Κρις Γουντχάουζ, κ.ά.) διεκπεραίωνε και αυτόν το ρόλο, σε
συνεργασία με πολιτικούς παράγοντες που θεωρούνταν ...προοδευτικοί. Και τον
διεκπεραίωνε στο πλαίσιο της ταυτόχρονης αντιχιτλερικής πάλης που διεξήγε
γενικότερα η Μ. Βρετανία.
4. Στην Αίγυπτο
Ο
αστικός πολιτικός κόσμος, που μετακόμισε στο εξωτερικό, περνούσε τον καιρό
του στην Αίγυπτο μέσα σε ατέλειωτες αντιλαϊκές δράσεις που σκάρωνε με τους
Εγγλέζους. Κύριο μέλημά τους είχαν να συγκροτήσουν, να συντηρήσουν και να
ενισχύσουν τα τμήματα του αστικού κρατικού μηχανισμού, που είχαν κουβαλήσει
μαζί τους, προετοιμάζοντας και προσβλέποντας στις μεταπολεμικές εξελίξεις.
Και πρέπει να τους αναγνωριστεί συνέπεια και σταθερότητα.
Είναι
χαρακτηριστικό το παρακάτω παράδειγμα, που δείχνει τη στοχοπροσήλωση των
αστικών κομμάτων στην υπεράσπιση της αστικής εξουσίας: Ο Θεμιστοκλής
Τσάτσος, υπουργός στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας», που σχηματίστηκε μετά
το «Συμβόλαιο του Λιβάνου», μιλώντας στους υπαλλήλους του υπουργείου
Δικαιοσύνης, στο Κάιρο, έλεγε αποφασιστικά και τρομοκρατώντας:
«Οπως
και εις όλας τας άλλας υπηρεσίας, ούτω και εις την υπηρεσίαν του υπουργείου
της Δικαιοσύνης, πρέπει να επικρατήση το αίσθημα ότι απαρεγκλίτως άκαμπτος
θα είναι η θέλησις προς εργασίαν και προς επιβολήν της τάξεως. Εκ της
θελήσεως ταύτης θα προκύψει η έννοια του κράτους. Οσοι θέλουν να
συμμορφωθούν προς την τοιαύτην έννοιαν του κράτους, θα έχουν στάδιον
δράσεως. Οσοι θελήσουν να επιμείνουν εις τας κτηθείσας έξεις, θα
παραμερισθούν και, εάν επιμείνουν, θα συντριβούν»7.
5. Η στρατιωτική δύναμη
Μέσα,
λοιπόν, σε συνθήκες οξυμένων κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων, ένοπλου
αντιστασιακού λαϊκού κινήματος και ανυπόληπτων αστικών κομμάτων, ήταν
αδήριτη ανάγκη για την εγχώρια αστική τάξη να υπάρξει δύναμη ισχυρή και
αποφασισμένη να σκορπίσει το θάνατο. Την τελευταία ιδιότητα η ντόπια
αστική τάξη την διέθετε εξ ολοκλήρου. Εκείνη που της έλειπε, στον
απαιτούμενο βαθμό, ήταν η στρατιωτική δύναμη. Η παρέμβαση του εγγλέζικου
παράγοντα της έλυνε και αυτό το πρόβλημα.
Η
παρέμβαση ήταν ακριβώς εκείνη που της χρειαζόταν: Αποφασιστική. Ηταν
παρέμβαση με πυγμή που δεν είχε το χρόνο να «παίζει» με τις αντιθέσεις
κομμάτων-παλατιού ή κομμάτων μεταξύ τους. Ηταν παρέμβαση πρακτική.
Στο
Λίβανο, απέναντι στην αντιπροσωπεία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ κάθονταν οι
εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων. Ομως, στο παρασκήνιο, πίσω από τις αστικές
ηγεσίες βρίσκονταν οι Εγγλέζοι. Ενώ στην Καζέρτα ήταν οι ίδιοι στο
προσκήνιο. Και πολύ περισσότερο το Δεκέμβρη του 1944.
6. Ιστορική πείρα
Η
Ιστορία γράφεται από τους νικητές, γι' αυτό και η δική τους ιστοριογραφία
κυριαρχεί, για όσο διάστημα κυριαρχούν και εκείνοι.
Λέγεται
- και σωστά - ότι τα διδάγματα από τη μελέτη των ιστορικών γεγονότων
χρησιμεύουν στο παρόν, ως πείρα και ως συνέχεια. Το παραπάνω θα μπορούσε,
ίσως, και να αντιστραφεί ως εξής: Η πείρα του παρόντος είναι χρήσιμη, κατά
μία γενική αλλά και συγκεκριμένη έννοια, προκειμένου να γίνει ένα από τα
εργαλεία που βοηθούν στο να δει κανείς από τη σωστή σκοπιά βασικά ιστορικά
γεγονότα που απέχουν δεκαετίες από το παρόν.
Για
παράδειγμα, αν στο απώτερο μέλλον συμβεί (ελπίζουμε και πιστεύουμε ότι δε
θα συμβεί) να κυριαρχεί η αντιλαϊκή πολιτική, τότε και η κυρίαρχη
ιστοριογραφία θα χαρακτηρίζει τη σημερινή πολιτική του ΚΚΕ (15ο και 16ο
Συνέδριο) ως πολιτική δογματική, σεχταριστική, αναχρονιστική, όπως ακριβώς
χαρακτηρίζεται και σήμερα από τους πολέμιούς της. Κι ας είναι η μοναδική
πολιτική που ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των μεσαίων
στρωμάτων της πόλης και του χωριού, της νεολαίας.
Ομοφωνία,
βεβαίως, στην ανάλυση των ιστορικών ζητημάτων δεν μπορεί να υπάρξει.
Εύλογο, αφού, ας το επαναλάβουμε, η ιδεολογικοπολιτική μεθοδολογία και η
ιστορική ανάλυση που την συνδέει έχουν ταξική αφετηρία.
Πολύ
περισσότερο ισχύει αυτό για την περίοδο 1941-1945 (από τη δημιουργία του
ΕAM μέχρι τη Βάρκιζα και μέχρι το 1949), όπου ξετυλίχτηκαν μεγάλα
γεγονότα, σύνθετα, πολύπλοκα και πρωτόγνωρα από πολλές απόψεις.
Τα
χρόνια που πέρασαν από την περίοδο 1941 -1945 βρίσκουν όλες τις γενιές
κατά πολύ απομακρυσμένες από την ώρα που διαδραματίζονταν εκείνα τα
γεγονότα, κατά πολύ απομακρυσμένες από τον κουρνιαχτό που σήκωσαν η
διαστρέβλωση, η λαθολογία και η υστερία του νικητή. Συσσωρεύτηκε στο μεταξύ
και αρκετή εμπειρία. Ο ιδεολογικοπολιτικός πόλεμος για τα τότε χρόνια -
που συνεχίζεται, όπως είναι φυσικό - ακόνισε καλά τα όπλα των
αντιμαχομένων. Εχει κάνει πολύ καθαρές τις βασικές γραμμές που συγκρούονται.
Ολα αυτά επιτρέπουν την εξαγωγή μιας σειράς συμπερασμάτων.
1.
Νους και ψυχή της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, καθώς και κύριος αιμοδότης
της, υπήρξε το ΚΚΕ. Δίχως το ΚΚΕ - αν μπορούσε να γίνει αυτή η αφαίρεση -
δε θα υπήρχε ούτε το ΕAM ούτε ο ΕΛΑΣ και η ΕΠΟΝ.
Χρειάζεται
η συνεχής επανάληψη και υπενθύμιση αυτού του γεγονότος, για μια σειρά
λόγους. Ο σπουδαιότερος: Για να καταδείχνεται τόσο η αναγκαιότητα της
ύπαρξης του ΚΚΕ και στις μέρες μας όσο και η σημασία που έχει η ολόπλευρη
ενδυνάμωσή του για τη δημιουργία του Αντιμονοπωλιακού Αντιιμπεριαλιστικού
Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, για τη λαϊκή εξουσία. Το δίδαγμα είναι
εξαιρετικά επίκαιρο, γιατί πολλά από τα βασικά χαρακτηριστικά εκείνης της
εποχής συνεχίζουν να υπάρχουν και μάλιστα σε πολύ οξυμένη μορφή. Δεν είναι
παρωχημένα...
Δεν
είναι καθόλου τυχαίο - το αντίθετο - ότι πριν τη δημιουργία του ΕΑΜ και
του ΕΛΑΣ, συγκροτήθηκε το Εργατικό ΕAM (EEAM). Αυτή η ευαισθησία και η
ετοιμότητα της εργατικής τάξης να πρωτοστατήσει, οφείλεται στο γεγονός ότι
ήταν (και είναι) η πιο εκμεταλλευόμενη τάξη της κοινωνίας. Η οργάνωση των
πρωτοποριακών τμημάτων της στο Εργατικό ΕΑΜ δεν εξέφραζε μόνο την απεριόριστη
ανιδιοτέλεια της τάξης, αλλά και τη συγκεντρωμένη εμπειρία της από τους
αγώνες (συχνά αιματηρούς) των προηγούμενων χρόνων, κατά των εργοδοτών και
των πολιτικών που υπηρετούσαν την αστική τάξη. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Μάης
του '36 απείχε μόλις πέντε χρόνια από την ίδρυση του ΕΕΑΜ. Ας μην ξεχνάμε
τους χιλιάδες εργάτες που πέρασαν από τα κολαστήρια των Μεταξά - Μανιαδάκη
ή τους δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματισμένους, εξόριστους, τους
χιλιάδες διωκόμενους εργάτες από τις κυβερνήσεις των Βενιζέλου, Πάγκαλου,
Γούναρη και άλλων. Η δημιουργία του ΕΕΑΜ επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά
ότι η αφετηρία και η ρίζα της πολιτικής των συμμαχιών πρέπει να είναι το
κοινωνικό στοιχείο που, βεβαίως, είναι και πολιτικό.
Ορισμένοι
συγγραφείς, στην προσπάθειά τους να διαχωρίσουν τον ΕΛΑΣ από το ΚΚΕ και να
αποδώσουν την ανάπτυξη του ΕΛΑΣ στην αυτόνομη, όπως λένε, πορεία που είχε
από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, κατηγορούν την τότε ηγεσία του ΚΚΕ ότι: Στο πλαίσιο
«της επαναστατικής ορθοδοξίας» υπερέβαλλε και έριχνε το κύριο βάρος στην
ανάπτυξη του κινήματος των πόλεων όπου βρισκόταν η εργατική τάξη, ενώ
υποτιμούσε τη σημασία του βουνού. «Η αταβιστική (σημείωση: η μίμηση
αρνητικών χαρακτηριστικών των προγόνων) καχυποψία του σταλινισμού απέναντι
στην αγροτιά», γράφει ο Dominique Eudes8.
Η
τότε ηγεσία του ΚΚΕ, βεβαίως, δεν έβλεπε με καχυποψία την αγροτιά.
Αντίθετα, πίστευε στις δυνάμεις της, πολύ περισσότερο που τότε η αγροτιά
ήταν πολυπληθέστατη. Κατανοούσε, ωστόσο, ότι η εργατική τάξη είχε (έχει)
μεγαλύτερη σταθερότητα, πειθαρχία και ομοιογένεια. Ηταν (είναι) τάξη ικανή
να ηγηθεί στις επαναστατικές εξελίξεις, γιατί συνεχώς αυξάνεται, συνεχώς
συγκεντρώνεται, είναι η πιο εκμεταλλευόμενη, δεν έχει ιδιόκτητα μέσα
παραγωγής, στοιχεία που δε συγκεντρώνει η αγροτιά. Και βεβαίως βρισκόταν
στα μεγάλα κέντρα κυρίως. Εκανε, λοιπόν, σωστά η ΚΕ που θεωρούσε ότι το
ΕΑΜικό κίνημα έπρεπε να στηριχτεί, πρώτα απ' όλα, στην εργατική τάξη. Αλλά
υπήρχε και ένα ακόμη θέμα: Μπορούσε να κερδηθεί ο αγώνας, αν προπύργιά του
δεν ήταν τα βασικά κέντρα (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη κ.ά.); Και
επιπλέον: Μπορούσε να στηριχτεί και να αναπτυχθεί το ένοπλο κίνημά του
(ΕΛΑΣ) δίχως ένα πανίσχυρο πολιτικό μαζικό κίνημα, δίχως το ανίκητο παράνομο
δίκτυο των πόλεων, το δίκτυο του ΕΑΜ; Κατ' αρχάς, ο ΕΛΑΣ δεν υπήρχε μόνο
στα βουνά, υπήρχε και σε Αθήνα-Πειραιά, όπου ήταν μάλιστα και πολυπληθής.
Και που η σύνθεσή του ήταν κυρίως εργατική. Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν έπεσε
στο λάθος να αντιπαραθέσει το πολιτικό στο στρατιωτικό. Επιχείρησε να τα
συζεύξει. Και το έκανε με αρκετή επιτυχία.
Εξίσου
σωστά αντιλαμβανόταν επίσης ότι η εργατική τάξη δίχως την αγροτιά θα
διεξήγε αγώνα μάταιο. Η πόλη στήριζε το βουνό και το βουνό την πόλη. Και οι
δύο μαζί τον αγώνα. Και, βεβαίως, η καθοδήγηση γινόταν από το Κόμμα της
εργατικής τάξης.
Η
σημασία των κέντρων (πόλεων) μπορεί να κατανοηθεί πιο καθαρά στα χρόνια
1947-1949. Η τροπή του εμφυλίου πολέμου θα ήταν διαφορετική, αν ο ΔΣΕ είχε
στον έλεγχό του τέτοιες πόλεις. Και για να εξασφαλίζει εφεδρείες και για
πολλούς άλλους λόγους.
2.
Το ΚΚΕ υπογραμμίζει και σήμερα ότι είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στα
καθήκοντά του δίχως τη συνεχή κατάκτηση της θεωρητικής γνώσης, την
αφομοίωση της μαρξιστικής-λενινιστικής μεθόδου ανάλυσης των εξελίξεων,
δίχως την αφομοίωση της διδασκαλίας για το Κόμμα.
Η
παραπάνω υπόμνηση μας παραπέμπει εξ αντικειμένου και στα χρόνια της
περιόδου 1941-1945, όπου, αν παρατηρήσει κανείς την τότε κατάσταση, θα
διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιων προβλημάτων.
Πρόκειται
για θέμα θεμελιακής σημασίας, που αποτελεί και δίδαγμα, αλλά και που σε
καμιά περίπτωση η επισήμανσή του δεν πρέπει να οδηγήσει σε αφ' υψηλού και
εκ των υστέρων - άρα εκ του ασφαλούς - θεώρηση των πραγμάτων. Πολύ
περισσότερο δεν μπορεί, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, να αμφισβητηθεί η
μεγάλη προσφορά του ΚΚΕ και της ΕΑΜικής Αντίστασης, η ηρωική και
μεγαλειώδης προσπάθεια εκατομμυρίων απλών ανθρώπων, των λαϊκών μαζών. Και
το θέμα, βεβαίως, δε βρίσκεται στο να ριχτεί στο πυρ το εξώτερον η τότε
ηγεσία του ΚΚΕ, επειδή δεν αντιμετώπισε επαρκώς αυτά τα προβλήματα.
Η
καθυστέρηση στη θεωρητική ανάπτυξη εξηγείται φυσικά και με αντικειμενικούς
λόγους. Η παράνομη και ημιπαράνομη ζωή του ΚΚΕ (με διαλείμματα νομιμότητας)
στα χρόνια 1918-1941, και το σχετικά νεαρό της ηλικίας του εμπόδισαν
αναμφίβολα την ανάπτυξη συστηματικής θεωρητικής δουλειάς, παρά το γεγονός
ότι είχε κάποιες δυνατότητες να βγάλει πιο ουσιαστικά και σε βάθος συμπεράσματα
από τη δική του πείρα αντιμετώπισης των κρίσεων που είχε στο μεταξύ περάσει
(πάλη κατά του αρχειομαρξισμού, του λικβινταρισμού, των σοσιαλδημοκρατών
που υπήρχαν στις γραμμές του από το 1918, κ.ά.). Ωστόσο, οι αντικειμενικές
συνθήκες δεν αναιρούν την υποκειμενική ευθύνη. Οταν μάλιστα υπάρχει το
παράδειγμα του Μπολσεβίκικου Κόμματος, που μέσα στη φωτιά της πάλης φρόντιζε
να συνδέει την ιδεολογική και οργανωτική δράση με συνέπεια και συστοιχία.
Βεβαίως, στην τότε Ρωσία υπήρχαν πλούσιες επαναστατικές παραδόσεις, πολλά
χρόνια πριν ξεσπάσει η Οχτωβριανή Επανάσταση, κάτι που δεν υπήρξε στην
Ελλάδα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Παράλληλα, αφομοιώθηκε από το
ρωσικό επαναστατικό κίνημα η αντίστοιχη πείρα των επαναστατικών κινημάτων
της Δυτικής Ευρώπης. Το γιατί δεν έγινε δυνατό σε μεγάλο βαθμό να
αφομοιωθεί δημιουργικά η συγκεκριμένη εμπειρία, είναι ένα θέμα που ίσως να
μην αφορά μόνο και κυρίως το ΚΚΕ εκείνων των χρόνων, αλλά να αφορά το
διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Και είναι θέμα προς μελέτη.
3.
Καθένας από τους ηγέτες του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ έπαιξε ασφαλώς το
μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο του, είχε τη σημαντική συμβολή του. Αλλά η
πρώτη τιμή, ο πρώτος ρόλος, ανήκει στο ΚΚΕ.
Η
ανάδειξη του συλλογικού όχι μόνο δε μειώνει το ατομικό, αλλά και το
τοποθετεί στις σωστές διαστάσεις του. Προσδίδει στην ιστορική προσωπικότητα
(Αρης - Σαράφης, κ.ά.) το πραγματικό ύψος της, δίχως να την μυθοποιεί.
Ο
ηρωικός θάνατος ενός ηγετικού στελέχους (και γενικά η προσφορά του), όσο
κι αν πρέπει να εξαίρεται και να παραδειγματίζει, δεν είναι πολιτικά - αλλά
και ηθικά - σωστό να σβήσει τα όποια λάθη του στελέχους όταν αποτιμώνται η
πορεία και η προσφορά του. Κι εξάλλου, υπάρχουν χιλιάδες νεκροί του αγώνα,
ακόμη και παιδιά, που έδωσαν τη ζωή τους για τα ιδανικά του ΚΚΕ. Και που
δεν έκαναν τίποτα λιγότερο - από την άποψη της αυτοθυσίας - απ' ό,τι οι
γνωστοί ήρωες και ηρωίδες του ΚΚΕ.
4.
Η πείρα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είναι εξαιρετικά χρήσιμη και όταν αφορά στο ρόλο της
βίας στην ταξική πάλη, ως συστατικό στοιχείο της. Ενθεν και ένθεν. Η
επικαιρότητά του ως θέματος της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης είναι σημαντικά
αυξημένη σήμερα. Κι όταν μάλιστα αναφερόμαστε στα χρόνια 1941-1945, που ο
λόγος γίνεται για την ένοπλη βία των δικαίων και των αδίκων.
Καθόλου
δεν είναι τυχαία η προπαγανδιστική προσπάθεια των ιμπεριαλιστικών
μηχανισμών να συσκοτίσουν τα πράγματα, μιλώντας γενικά για καταδίκη της
τρομοκρατίας. Πέρα από το γεγονός ότι με αυτόν τον τρόπο βγάζουν έξω από το
λογαριασμό τη δική τους κρατική τρομοκρατία, επιχειρούν και κάτι άλλο,
εξίσου σημαντικό: Βάζουν στο ίδιο τσουβάλι (άρα είναι προς καταδίκη και
δίωξη) την τρομοκρατία οργανώσεων που οι ίδιοι καθοδηγούν ή χρησιμοποιούν
ή αξιοποιούν, με τη λαϊκή πάλη! Γιατί αυτή η τελευταία είναι ο στόχος τους.
Και η αντιμετώπισή της συνδέεται και με την πολιτική δυσφήμισή της, αλλά
και με την απόρριψή της από τους ίδιους τους λαούς...
Από
αυτή την άποψη, η πείρα των χρόνων 1941 -1945 (καθώς και μετά, η πείρα του
Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας) είναι εξαιρετικά πολύτιμη. Μπροστά στη βία
του αστικού κράτους και των οργανώσεων και μηχανισμών του, οι αγωνιζόμενοι
λαοί δεν έχουν τίποτα άλλο να αντιπαρατάξουν από το μαζικό πολιτικό αγώνα,
που περιλαμβάνει όλες τις μορφές πάλης - και την ένοπλη. Τι άλλο έχουν ν'
αντιπαρατάξουν σήμερα οι Παλαιστίνιοι ή οι Κουβανοί ή άλλοι; Αυτός ο
αγώνας είναι όντως εχθρικός με την τρομοκρατία (την πάσης φύσεως) που
ασκεί ο ιμπεριαλισμός ή με τις δήθεν επαναστατικές οργανώσεις που
λειτουργούν ως προβοκάτορες κατά των λαϊκών κινημάτων. Και βεβαίως δεν
είναι πολιτικά σύμφωνος με τους απεγνωσμένους, που ζώνονται με πυρομαχικά
και χτυπούν στα τυφλά, προσδοκώντας ν' αντιπαλέψουν έτσι τον ιμπεριαλισμό.
5.
Την άνοιξη του 1943 αποφασίστηκε η αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς
(ΚΔ). Το γεγονός αυτό ήταν μεγάλης σημασίας, όχι θετικής.
Δεν
είναι της στιγμής να εξεταστεί εδώ η ιστορία της αυτοδιάλυσης, ούτε οι
λόγοι που αναφέρονται στο σκεπτικό για τη συγκεκριμένη απόφαση, που σε
τελευταία ανάλυση είναι λίγο-πολύ γνωστοί.
Οπως
υπογράμμισε η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (15-16 Ιούλη 1995), «χρειάζεται
να μελετηθούν στην πορεία και να φωτιστούν οι αρνητικές συνέπειες, οι
επιπτώσεις από τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ως ενιαίου κέντρου,
με την ανταλλαγή απόψεων και με άλλα κομμουνιστικά κόμματα»9.
* Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 5/2001 της ΚΟΜΕΠ.
Σημειώσεις
1. Τάιμς της Νέας Υόρκης, 24 Ιούλη 1941.
2. Ηλία Βενέζη, Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός,
σελ. 194, εκδ. «Εστία».
3. Ο.π., σελ. 215.
4. Εντι Μάγιερς, Η ελληνική περιπλοκή, σελ.
280-281, εκδ. «Εξάντας».
5. Κομνηνού Πυρομάγλου, Ο Γεώργιος Καρτάλης
και η εποχή του, τόμ. Α', σελ. 136-137, Αθήναι, 1965.
6. Γιώργη Αθανασιάδη, Η πρώτη πράξη της
ελληνικής τραγωδίας, σελ. 67, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
7. Θεμιστοκλή Τσάτσου, Αι παραμοναί της
Απελευθερώσεως (1944), σελ. 23, εκδ. «Ικαρος».
8. Dominique Eudes, Οι Καπετάνιοι, σελ. 25,
εκδ. «Εξάντας».
9. Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους
παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού καθεστώτος στην
Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού, σελ. 64, έκδ. της
ΚΕ του ΚΚΕ.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τέλος,θα
πρέπει να δώσω μία απάντηση, γιατί τόσο καιρό ανέφερα πως δίνω στήριξη
στο ΚΚΕ. Πρώτον γιατί αυτή η ουδετερότητα του, δεν ήταν σαν αυτή που
είχαν οι Νατοϊκές Οργανώσεις οι οποίες κάνανε παρακρατικές και
φιλοιμπεριαλιστικές εκδηλώσεις και λανθασμένα πίστευα πως μπορεί να
μετατραπεί σε μία ισχυρή Αντιιμπεριαλιστική δύναμη που θα φέρει και την
απελευθέρωση στην χώρα. Δεύτερον γιατί σαν απόγονος αντάρτη του ΕΑΜ και
Κομμουνιστής θα έπρεπε να δώσω πρώτα στήριξη( έστω και ανοργάνωτα) στο
Κόμμα που γέννησε το ΕΑΜ και τρίτον για προσωπικούς οικογενειακούς
λόγους(απολιτίκ το ξέρω). Απλά, όφειλα πολλά στους ανθρώπους του
Εργατικού Κέντρου Άρτας, λόγω του ότι στήριξαν πολύ τον άπορο πατέρα
μου, τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Χριστόφορος Τριαντάφυλλος
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου