του Απόστολου Σαραντίδη
Το πρωινό της Τρίτης 29 Μαΐου του 1453 πολύ πριν να φθάσει το μεσημέρι, στη δυτική ακτή του Βοσπόρου, στη Νέα Ρώμη, τη Βασιλίδα των πόλεων της εποχής της αλλά και διαχρονικό οικουμενικό σύμβολο, όλα είχαν τελειώσει. «Η Πόλις εάλω». Αναμενόμενη η πτώση αλλά πόνεσε πολύ. Θρήνησε η Ρωμιοσύνη στα πέρατα του κόσμου. Έχασε η ανθρωπότητα το μαργαριτάρι της. Σκυλεύθηκε το σώμα της Πόλεως από τη βαρβαρότητα. Λύγησε αλλά δεν έσπασε. Μέχρι και τις μέρες μας. Το χρονικό της άλωσης μεταφέρεται με τα σκληρότερα λόγια από αυτόπτες που έζησαν τον όλεθρο. Αισθήματα λύπης και οργής για τους μεταγενέστερους. Μέχρι και σήμερα ο νεοέλληνας δεν τα αποφεύγει είτε ως επισκέπτης – προσκυνητής είτε ως ιστορικός ερευνητής. Αν παραμερίσουμε για λίγο το...
συναίσθημα το οποίο είναι φυσικό να μας διακατέχει και δούμε πιο ορθολογικά τις εξελίξεις θα διαπιστώσουμε μια δυναμική η οποία δεν διαφαίνεται εξαρχής. Ο ιστορικός είναι απαραίτητο να είναι ψύχραιμος και νηφάλιος εξετάζοντας τους συσχετισμούς δυνάμεων, τις δυνατότητες, το στρατηγικό βάθος των ενεργειών, τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες από τις πηγές.
Κατ’ αρχάς η αντίστροφη μέτρηση κράτησε ευτυχώς πολλούς αιώνες, γενιές και γενιές, οι οποίες έχοντας πρόσβαση σε μια παράδοση θεραπευτική και σωτηριολογική της ανθρώπινης φύσεως διά της Εκκλησίας, δημιουργούσε και παρέδιδε στους επόμενους πολιτισμό μοναδικό. Αλλά και στον στρατηγικό τομέα, η Πόλη και συνακόλουθα η αυτοκρατορία που ενσάρκωνε, έζησε για πάνω από ένδεκα αιώνες. Αυτό αποτελεί ρεκόρ ακατάρριπτο. Ειδικότερα αν λάβουμε υπόψη ότι νεώτερες ισχυρές αυτοκρατορίες δεν ξεπέρασαν τον ενάμιση αιώνα αλλά και καθεστώτα διεθνιστικά, εν δυνάμει αυτοκρατορικά δηλαδή, του 20ου αιώνα που υπόσχονταν διαρκή επικράτηση κατέρρευσαν με πάταγο μέσα σε μόλις επτά δέκατα του αιώνα.
Ήδη από τον 11ο αιώνα και λίγο μετά τον Βασίλειο τον Β΄, τα νέφη πυκνώνουν. Οι Σελτζουκίδες πιέζουν από τα βορειοανατολικά. Η ήττα στο Μαντζικέρτ το 1071 ανοίγει την πύλη εισροής της Μικράς Ασίας στους βαρβάρους. Ο Ρωμανός ο Δ΄ ο Διογένης καθίσταται ο ηττημένος αρχικός τραγικός βασιλέας. Θα ακολουθήσουν κι άλλοι, όχι απαραίτητα συντονισμένοι στα συμφέροντα του τόπου τους αλλά του στέμματός τους, του στενού οικογενειακού τους χώρου και του εγωτικού πάθους τους που τους αποστέλλει ακόμη και επίορκους στο αντίπαλο στρατόπεδο, ανατολικό και δυτικό. Διότι εχθρός δεν βρίσκονταν μόνο στην Ανατολή.
Τα σπέρματα της «πτώσης» διαφαίνονται ήδη από τον 5ο αιώνα, σε εποχή κραταιάς πυγμής. Τα ευρωπαϊκά βάρβαρα φύλα του βορρά καταλύουν το δυτικό μέρος της αυτοκρατορίας το οποίο έναν αιώνα μετά, τον 6ο επανασυνδέει με αγώνες ο Ιουστινιανός στα δυτικά αλλά και ο Ηράκλειος καταφέρει ισχυρό κτύπημα στους Πέρσες ανατολικά για να φθάσουμε στον 7ο, της απαρχής του ισλαμισμού, τον οποίο η αυτοκρατορία αρχικά υποβάθμισε, τόσο στρατηγικά όσο και θεολογικά, λογίζοντάς τον σαν μία ακόμη χριστιανική αίρεση. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν πολύ χειρότερα. Και φθάνουμε στον καθοριστικό 8ο αιώνα με δύο τεράστια προβλήματα. Στην αρχή του η εικονομαχία, αίρεση και διαμάχη συνάμα που συγκλόνισε το οικοδόμημα για πάνω από εκατό χρόνια. Το πιο ύπουλο χτύπημα. Πολιτισμικά, η αυτοκρατορία έχανε τον διαχρονικό προσανατολισμό της. Άλλαζε μορφή. Πέθαινε. Αν το εικονοκλαστικό μοντέλο κυριαρχούσε δεν θα είχαν ποτέ την ευκαιρία οι επόμενοι να θρηνήσουν την Πόλη του 1453, διότι θα ήταν απλώς μια πόλη. Ούτε να οραματίζονται το αδιανόητο της απελευθέρωσης. Προς το τέλος του, ο κύριος εκφραστής της Φραγκιάς Καρλομάγνος, δόλια, ανερυθρίαστα και πονηρά, πλαστογραφεί τις αποφάσεις τις Η΄ Οικουμενικής Συνόδου, αμφισβητεί επίσημα την Ανατολή ως τη διάδοχη κατάσταση της Παλαιάς Ρώμης και εισάγει τον υποτιμητικό όρο «Γραικικός» και το περίφημο Filioque για να αντιδιαστείλει από τον δικό του χώρο, τον τάχα Ρωμαϊκό. Οι ορθόδοξοι Λατίνοι Πάπες αντιστάθηκαν με σθένος επί 250 περίπου έτη και ο τελευταίος ορθόδοξος Πάπας εξαναγκάζεται σε παραίτηση το 1009. Έκτοτε, το Πατριαρχείο της πρεσβυτέρας Ρώμης τελεί υπό φράγκικη κατοχή. Το λεγόμενο σχίσμα του 1054 ήταν η κορύφωση αυτής της πορείας και η Δ΄ Σταυροφορία του 1204 η ανέλπιστη φαντασίωση της Δύσης, του σχολαστικού νεοπλατωνικού ακινάτειου θεολογισμού και ουνιτική υποταγή της πλούσιας Ανατολής στον αρχιαιρεσιάρχη δοτό πανιερέα Πάπα. Εν πολλοίς, τα κατάφεραν. Η αυτοκρατορία ουδέποτε ανένηψε. Η Πόλις όμως παρέμεινε και παραμένει.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ποτέ στη μακραίωνη πορεία τα σύνορα του κράτους δεν έμειναν για μεγάλο διάστημα σταθερά. Αν παρατηρήσουμε σχετικούς χάρτες, βλέπουμε πως τα εδάφη σε ανατολή και δύση «ανεβοκατεβαίνουν» με ένα κυρίαρχο όμως σταθερό κέντρο, την Κωνσταντινούπολη. Τούτο καταδεικνύει το μέγιστο στρατηγικό της πλεονέκτημα: ανάμεσα σε δύο Ηπείρους και δύο θάλασσες και το σημαντικότερο, υπό γωνία. Μία «λόγχη», με αιχμή του δόρατος την Αγιά Σοφιά σε δύο θάλασσες. Κυριολεκτικά, και όχι μεταφορικά. Αυτό το στρατηγικό σχήμα κράτησε και χάρισε την μακροβιότερη ελεύθερη πορεία μιας πόλεως ισχυρής, πλουσίας και μεγάλης όχι μόνο σε υλικό πλούτο αλλά πνευματικό θησαύρισμα. Της μοναδικής πόλεως που αποκαλούμε και σήμερα ακόμη Πόλη. Πόλεις πολλές, Πόλη μόνο μία στη συνείδηση του νεοέλληνα, του αλλοτριωμένου, του οικονομικά ασθενή, του αμόρφωτου, του αμφισβητία. Η σταθερότητα του ονόματος δεν αμφισβητείται ευτυχώς ακόμη από κανέναν όσο κι αν έχουνε απομείνει μόνο καμιά χιλιάδα Πολίτες εκεί.
Οι Οθωμανοί σε όλα τα Βαλκάνια διέπραξαν μεγάλα εγκλήματα με μεγαλύτερο το παιδομάζωμα. Όποιος επισκέπτεται σήμερα τη σύγχρονη Τουρκία ψάχνει με το «φανάρι» να βρει μογγολικές φυσιογνωμίες και διερωτάται, «αυτοί γιατί μοιάζουν περισσότερο σ’ εμένα παρά σε αυτούς από τους οποίους μάθαμε ότι κατάγονται;». Η αιτία είναι προφανής. Έπειτα, η συστηματική στρατιωτική πολιτική με την οργανωτική βοήθεια του γερμανικού παράγοντα, των αρχών κυρίως του 20ού αιώνα, της γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών και όχι εθνοκάθαρσης, τους έφερε στις ακτές του Αιγαίου. Τώρα τους ενοχλούν τα νησιά μας ωσάν να τα σπρώξαμε στις ακτές και κανένας «μεγάλος» πολιτικός δεν τους λέει το αυταπόδεικτο, ότι «τα νησιά κι εμείς είμαστε εκεί εδώ και αιώνες. Κανένα νησί δεν μετακινήσαμε εναντίον σας αλλά και απέναντι εμείς βρισκόμασταν πριν να μας γενοκτονήσετε και να κατοικήσετε». Ψιλά πολιτικά γράμματα!
Φθάνοντας στο ποθούμενο, είναι αδύνατο να μη μνημονεύσει κανείς τη Χάρτα του Ρήγα. Την πλήρωσε βέβαια με φρικτό θάνατο προδομένος από τους Αυστριακούς αλλά ηθικά και από τον «Μεγάλο» Ναπολέοντα, τον μεγάλο γενοκτόνο των ελληνικών ονείρων. Από τον Δούναβη μέχρι την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και από την Αδριατική μέχρι τα σύνορα της Περσίας, όλο το Ρωμαίικο δηλαδή, πάσης φυλής και γλώσσας που τους ενώνει η Ορθόδοξη πίστη. Αυτή είναι η Ρωμιοσύνη, είτε ελληνόφωνη, είτε λατινόφωνη της πρώτης χιλιετίας είτε αραβόφωνη, σλαβόφωνη κλπ. Ο Ρήγας το διείδε και το κατέγραψε. Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός λίγο πριν, συγκράτησε από τον εξισλαμισμό τεράστιες μάζες και τους ώθησε προς την Παιδεία. Το πλήρωσε ακριβά κι εκείνος. Καποδίστριας, Καραϊσκάκης και Κολοκοτρώνης αργότερα – αρκούν αυτοί οι τρεις, με την έννοια ότι όσο κι αν υπήρχαν οι άλλοι τίποτα πάλι δεν θα γίνονταν – απελευθερώνουν ένα μικρό τμήμα που λίγο μετά καταντά μεταπρατικό προτεκτοράτο ξένων δυνάμεων και έτσι παραμένει ως τα σήμερα. Ο Κοραής και οι μαθητές του καθόλου δεν είναι αμέτοχοι σε αυτό. Ειδικά αν σκεφτούμε ότι η μεγαλύτερη δόξα της ελληνικής επανάστασης είναι το κελί του Κολοκοτρώνη και οι πληγές στο κορμί του Μακρυγιάννη.
Αν επέστεφε ο Ρήγας σήμερα από την αιωνιότητα και έβλεπε τον χάρτη της ελεύθερης Ελλάδας του τότε, αλλά και του σήμερα, θα αναφωνούσε: «Τι είναι ετούτο;». Ας το φανταστούμε και μόνο σαν ιδέα: αν οι Πελοποννήσιοι επαναπαύονταν με την απελευθέρωση του τόπου τους και ξεχνούσαν τη Ρούμελη, αν η Ρούμελη ομοίως λησμονούσε τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, αν η Ήπειρος λησμονούσε και δεν βοηθούσε τη Μακεδονία και αν η τελευταία άφηνε στην τύχη της την Κρήτη. Πώς θα μας φαίνονταν; Αδιανόητο. Μόνο η Κύπρος κάποτε έπεφτε μακριά αλλά δεν πειράζει. Σύντομα θα απελευθερωθεί.
Ο Κολοκοτρώνης συχνά έλεγε ότι δίνει λόγο μόνο στην Πόλη. Αυτή είναι η κοιτίδα του Ρωμιού και παραμένει κατεχόμενη. Και είναι λάθος ιστορικό να τη θυμόμαστε μόνο στην τελευταία ημέρα της, αγνοώντας την υπερχιλιετή της δόξα. Δεν υπάρχουν λοιπόν αλησμόνητες πατρίδες παρά κατεχόμενες πατρίδες και κατεχόμενη Θράκη και κατεχόμενη Πόλη. Οι επαναστάσεις διαρκούν όσο υπάρχουν κατεχόμενα. Στη διαδρομή του χρόνου οι δεκαετίες καθόλου δεν μας ενοχλούν. Ούτε καν οι αιώνες. Συνεπώς, Καλή Συνέχεια, ώσπου να μπορέσουμε κάποτε να βροντοφωνάξουμε:
Η Πόλις Ανέστη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου