«Άκουσε, νεαρέ μου. Εδώ θα δεις και θα ακούσεις πολλά. Πρωτίστως, όμως, θα δεχθείς όλα όσα επιτρέψει η ψυχή και ο Θεός». Ο γέροντας με πλησιάζει -έχω την εντύπωση ότι αντιλαμβάνεται την αμηχανία μου. Είμαι εδώ στον Άθω όχι για να εξερευνήσω τα όρια της πνευματικότητας και της σχέσης μου με το Θεό -έχω απολέσει συνειδητά ήδη από τα δεκαοκτώ μου χρόνια.....
κάθετι που έχει σχέση με την ορθόδοξη πίστη. Με γοητεύει όμως η ιδέα να γνωρίσω αυτό τον απόμακρο και μυστηριώδη κόσμο.
Στην πλατεία των Καρυών, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, είναι νωρίς το μεσημέρι. Για να φτάσω εκεί έχω περάσει μιάμιση ώρα στο καράβι από την Ουρανούπολη ως τη Δάφνη, το κεντρικό λιμάνι του Άθω και σαρανταπέντε λεπτά στοιβαγμένος σε ένα λεωφορείο με εβδομήντα, ίσως και περισσότερα άτομα. Κοιτάζω δεξιά και αριστερά. «Μην σε επηρεάζει αυτό που βλέπεις», λέω και ξαναλέω μέσα μου. Ένα «κράμα» από μοναχούς και κοσμικούς, κυρίως Ρώσοι και Ουκρανοί απλώνεται στο χώρο. «Η πίστη τους ενώνει;», αναρωτιέμαι, αναλογιζόμενος όλα όσα διαδραματίζονται τους τελευταίους μήνες στις ανατολικές περιφέρειες της Ουκρανίας. «Ή μήπως ο φόβος;» έρχεται μια δεύτερη σκέψη. Βλέπω τους μοναχούς που διαμένουν κυρίως στα γειτονικά μοναστήρια, τις σκήτες και τις καλύβες, αλλά και αρκετούς Έλληνες. Καταστήματα με εικόνες και αναμνηστικά, ένα σούπερ μάρκετ, δύο μικρά καφενεία. Λίγο πιο κάτω ο φούρνος.
Ένας «λαϊκός» με το αγροτικό του με παραλαμβάνει μετά από συνεννόηση με τον γέροντα ο οποίος και θα με φιλοξενήσει στην Καλύβα του στη Καψάλα, μία ημιορεινή ασκητική περιοχή κοντά στις Καρυές. «Πέσε πίσω στην καρότσα γρήγορα, έχω και σημαντικότερες δουλειές να κάνω. Και που είσαι; Το νου σου μην σε δουν οι αστυνομικοί» μου λέει και τρώω την πρώτη κρυάδα. Στα μπροστινά καθίσματα κάθονται επίσης τρεις ζηλωτές μοναχοί. Πίσω εγώ καταϊδρωμένος και σκονισμένος, δύο κουτιά με μπανάνες, τρεις ασκοί με ημίγλυκο κρασί, και πέντε έξι φρατζόλες ψωμί. Μετά από είκοσι λεπτά οδήγησης σε κακοτράχαλους χωματόδρομους, φθάνουμε σε ένα σταυροδρόμι. «Εδώ είμαστε», λέει ένας μοναχός και ανοίγει την τέντα για να με βοηθήσει να πηδήξω έξω. Φορτώνουμε τα πράγματα σε δυο γαϊδούρια - οι Καλυβίτες χρησιμοποιούν αυτά ως μέσο μεταφοράς αντίθετα με τους μοναχοούς των Μοναστηριών που διαθέτουν τζιπ και αγροτικά - και μέσα από δαιδαλώδη μονοπάτια με καστανιές, έλατα και ρείκια κατευθυνόμαστε προς τις καλύβες της Καψάλας. Είχα την ατυχία κατά τη διάρκεια της πορείας ο ζηλωτής (παλαιοημερολογίτης) μοναχός να είναι λαλίστατος. Και τελικά τα μόνα που συγκράτησα από τα λεγόμενά του, ήταν η εμμονική του αντιπάθεια προς το πρόσωπο του Πατριάρχη ο οποίος «μολύνει την Ορθοδοξία κάνοντας λειτουργία με τους Καθολικούς και η ανωτερότητα του Χριστιανισμού έναντι των άλλων θρησκειών».
Ο υποτακτικός του ζηλωτή καλόγερου με οδηγεί στην καλύβα. Στη μέση του πουθενά, με μόνη οπτική επαφή το κελί του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και στο βάθος το επιβλητικό όρος Άθως. Εκεί με περιμένει ένας μεσήλικας μοναχός, τον οποίο μου είχε προτείνει να επισκεφτώ ένας φίλος. «Αυτός θα σου ταιριάζει περισσότερο», μου είχε πει γεγονός που το συνειδητοποιώ από το ζεστό καλωσόρισμα. Η ζωή στις καλύβες του Αγίου Όρους διαφέρει αρκετά από αυτή των είκοσι μονών που συνθέτουν τον μοναστικό χάρτη του Αγίου Όρους. Στις καλύβες το πρόγραμμα είναι πιο ελαστικό και εναπόκειται στον γέροντα ο οποίος ηγείται. Κάποιοι γέροντες ακολουθούν το μοναστικό σκληρό τυπικό των Μονών. Εγώ πάλι στάθηκα τυχερός.
Το δικό μου πρόγραμμα περιελάμβανε ξύπνημα στις επτά με οκτώ το πρωί - χωρίς να είμαι υποχρεωμένος - πρωινό καφέ και χαλαρή κουβέντα. Σε αντίθεση με την στρατιωτικού τύπου οργάνωση των μοναστηριών - όπου στις 4:00 σημάνει εγερτήριο και λειτουργία, μετά πρωινό και στις δέκα με έντεκα το πρωί μεσημεριανό - στις καλύβες του Όρους η ζωή κυλά σε πιο χαλαρούς ρυθμούς. Θυμίζουν περισσότερο τα φυλάκια του στρατού και όχι τα «προβλεπόμενα» αχανή στρατόπεδα με τους καραβανάδες. Κάθε πρωί έφτιαχνα το σακίδιό μου και αναχωρούσα από την καλύβα για να περπατήσω τα μονοπάτια και να φωτογραφίσω έναν τόπο που μέχρι πρότινος μου φαινόταν απόκοσμος αλλά σιγά σιγά άρχιζε να μου προκαλεί πραγματικό ενδιαφέρον. Επέστρεφα το μεσημέρι έχοντας όμως δηλώσει το στίγμα μου στον γέροντα. «Συγγνώμη αλλά πρέπει να ξέρω που βρίσκεσαι. Δεν ξέρεις τι κουμάσια μας έχουν έρθει εδώ κατά καιρούς». Προσπαθώντας να ανταποδώσω τη φιλοξενία, συμμετείχα στο μαγείρεμα και έσκαβα τα μικρά χωραφάκια από τα οποία αντλούν τα αγαθά για τη διατροφή τους οι «Καλυβίτες». Προς μεγάλη μου έκπληξη το φαγητό δεν περιελάμβανε μόνον νηστίσιμα, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά και κοτόπουλο. Όλα μαγειρεμένα σε μια ξυλόσομπα στην αυλή της καλύβας, με την απαιτούμενη ευλάβεια. «Και κρέας δεν τρώτε», ρώτησα τον καλόγερο, έχοντας υπόψη πως απαγορεύεται η εκτροφή ζώων. «Κάποιοι μοναχοί κυνηγούν ακόμη και αγριογούρουνα που υπάρχουν άφθονα στα βουνά. Γι’ αυτό έχε το νου στα μονοπάτια», με προειδοποίησε.
Από τους πρώτους καλόγερους που συνάντησα στο Όρος ήταν ένας πρώην υπάλληλος μεγάλης εταιρείας στην πρωτεύουσα. Ανακοινώνοντας την πρόθεσή μου να γράψω ένα ρεπορτάζ, αρχικά κράτησε απόσταση την οποία έπρεπε να εκμηδενίσω. Με σκισμένα ράσα, από τις εργασίες στο χωράφι, αλλά και την άρνησή του για τα εγκόσμια καθ’ όλη τη διάρκεια των συνομιλιών μας γυρνούσε το κεφάλι του προς τον ουρανό και αναφωνούσε: «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού Ελέησον με τον αμαρτωλό». Το βλέμμα του όλες αυτές τις ημέρες ήταν γαλήνιο και ήρεμο. Άκουγε τις απορίες μου και αγκάλιαζε τις ανησυχίες μου και σε κάθε ερώτησή μου απαντούσε με ένα εδάφιο της Παλαιάς Διαθήκης ή των Καλογερικών. Ασυναίσθητα στη σκέψη μου επανερχόταν ένα απόσπασμα του Σιοράν από το βιβλίο του «Ο Κακός Δημιουργός» .«Τι απόγνωση ή τι ντροπή για μας αν ανακαλυπτόταν ότι ήταν μύθος. Σε ποιον άλλον θα φορτώναμε τις ελλείψεις, τις δυστυχίες μας, τον ίδιο μας τον εαυτό». Κάτι βέβαια που δεν κατάφερα να του εκμυστηρευτώ.
Σε ένα κελί του Όρους συνάντησα έναν άπορο και άστεγο από τη Βόρεια Ελλάδα. Ένα χρόνο διέμενε εκεί, προσπαθώντας να καταλαγιάσει το άγχος του και την απελπισία του. Όπως μου είπε, όταν απεβίωσαν οι γονείς, του έμεινε με τεράστια χρέη, τα οποία ποτέ του δεν μπόρεσε να διαχειριστεί. Μοναχογιός. Έκανε κάποια μεροκάματα στην οικοδομή, περισσότερο μερεμέτια. Κάθε μεσημέρι τον επισκεπτόμουν στο δωμάτιό του και μιλούσαμε. Σε ένα τραπεζάκι μπροστά από το κρεβάτι του είχε αραδιασμένα τα χαρτιά της Πρόνοιας, προσπαθώντας να τα ταξινομήσει. «Έμεινα στον δρόμο για χρόνια. Στο Άγιο Όρος δεν ήρθα για να μετανοήσω. Ξέρεις, καλά είναι και εδώ, αλλά πνίγομαι». Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, με αγκάλιασε και με φίλησε. «Ελπίζω να ξαναβρεθούμε. Μη με ξεχάσεις», μου είπε βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό. Βρέθηκα σε δύσκολη θέση, καθώς έβλεπα ότι τον συγκεκριμένο επισκέπτη τον ειρωνεύονταν από απόσταση κάποιοι μοναχοί.
Αυτό που με παραξένεψε - όχι πως δεν είχα γνώση - είναι πως ακόμη και οι εικόνες με γυναίκες Αγίες απαγορεύονται. Επιτρέπονται μονάχα της Παναγίας. Μου εξήγησαν ότι είναι και οι μοναδικές, όπως και ένα σκονισμένο κάδρο με τη φωτογραφία μιας ηλικιωμένης που βρήκα στο εγκαταλελειμμένο κελί του Άξιον Εστί. Σύμφωνα με το άρθρο 186 του Κ.Χ.Α.Ο. «η εις την χερσόνησον του Αγίου Όρους είσοδος των θηλέων κατά τα ανέκαθεν κρατούντα απαγορεύεται». Επίσημη δικαιολογία η παρθενία των μοναχών και το γεγονός πως η μοναστική Πολιτεία είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο. Το προσπερνάω με κόπο παρ’ ότι ακόμη και σήμερα πιστεύω πως αποτελεί μια ακόμη ακραία και παρωχημένη μορφή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Άλλωστε γνωρίζω πως για να καταφέρω να βγάλω την εβδομάδα στο Άγιο Όρος πρέπει να κάνω υποχωρήσεις.
Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συνδιαλέχτηκα επέμεναν πως ο Θεός δεν προσεγγίζεται με το μυαλό, αλλά με την καρδιά. Ένας από αυτούς ζούσε για χρόνια με αγχολυτικά και αντικαταθλιπτικά. Στο Άγιο Όρος μου εκμυστηρεύθηκε πως βρήκε την γαλήνη που δεν κατάφερε να του προσφέρει καμμία συμβατική θεραπεία. Άκουσα ιστορίες για τους δώδεκα αόρατους μοναχούς που ζουν κοντά στην κορυφή του Άθω τρεφόμενοι μόνο με την προσευχή και για Πατέρες που τους έχουν αντικρύσει. Με τις μέρες, οι πνευματικές κουβέντες άρχιζαν να δίνουν την θέση τους σε πιο γήινες. Μου είπαν για περιστατικά ομοφυλοφιλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κόντρες και ξεκατινιάσματα ανάμεσα σε καλόγερους. Για ιερές μπίζνες με πρωτοστάτη την Ιερά Μονή Βατοπεδίου. Για λυκοφιλίες, αντιπαλότητες και εύνοιες. Αυτό όμως που κατάλαβα παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής είναι πως το Άγιο Όρος είναι ένας τόπος ιδιαίτερος. Με ιδιαίτερους ανθρώπους και ξεχωριστή ομορφιά. Αλλά δεν παύει να είναι και ένας τόπος όπως όλοι οι άλλοι. Με την καθημερινότητά του, τους ανθρώπους και τα πάθη τους. Και την τεχνολογία να έχει εισβάλει ακόμη και στις καλύβες καθώς αρκετοί ήταν οι μοναχοί που διέθεταν κινητά τελευταίας τεχνολογίας με σύνδεση στο Ίντερντετ. «Λατρεύω τα ρομανικά παρεκκλήσια. Θαυμάζω τις γοτθικές εκκλησίες. Όμως η ανθρωπότητα που τα έχτισε και ο κόσμος που τα περιέχει, μου μαθαίνουν περισσότερα», αναφέρει ο Αντρε Κοντ Σποντβίλ.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου