Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Η Ελλάς σβήνει…


Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης.
Ύψιστο ζήτημα μίας χώρας είναι η φυσική της υπόσταση, δηλαδή των πολιτών της. Το δημογραφικό είναι διαχρονικά το υπ’ αριθμόν ένα εθνικό θέμα για κάθε κράτος. Είναι κεφαλαιώδους σημασίας η δυναμική του πληθυσμιακού συσχετισμού με γείτονες, φίλους, συμμάχους και εχθρούς. Δυστυχώς δεν είναι σχήμα λόγου ότι η Ελλάς φαίνεται να αργοσβήνει. Είναι η οδυνηρή πραγματικότητα των δημογραφικών δεδομένων, τα οποία αν δεν ανατραπούν σύντομα, προμηνύουν ένα ζοφερό μέλλον.
Από το 1960 μέχρι σήμερα οι θάνατοι αυξάνονται με γραμμικό και προβλέψιμο ρυθμό περίπου 1000 επιπλέον ανά έτος. Οι γεννήσεις όμως διατρέχουν μία πορεία ανωμάλου δρόμου με αρκετές και ευδιάκριτες διακυμάνσεις, οι οποίες σχετίζονται και με τις εν γένει πολιτικές συνθήκες.
Την περίοδο 1961-1968 αυξανόταν σταθερά από 150 στις 163 χιλιάδες τον χρόνο, παρόλο που τότε  υπήρξε και ένα μεταναστευτικό κύμα προς ευρωπαϊκές χώρες. Την περίοδο της δικτατορίας
1968-1973 μειωνόταν σταδιακά από τις 163 στις 137 χιλιάδες (πτώση 16% σε 7 χρόνια), ενώ αμέσεως μετά σταθεροποιήθηκαν με μία ελαφρά ανάκαμψη ως τις 148 χιλιάδες το 1980.
Την περίοδο 1980-1989, δηλαδή κατά την ώσμωση του καταναλωτισμού και της αθεμελίωτης ευμάρειας της ελληνικής κοινωνίας μεωνόταν σταθερά από τις 148 στις 101 χιλιάδες (31% πτώση σε 9 χρόνια). Κατόπιν σταθεροποιήθηκαν στο εύρος 100-103 για περίπου 13 χρόνια ως το 2002.
Από τότε, υπήρξε μία ελαφρά αύξηση ως το 2009 και έφτασαν στις 118 χιλιάδες. Ίσως η αιτία να ήταν τα πρώτα κύματα μετανάστευσης της προηγούμενης αλλά και εκείνης της δεκαετίας. Το 2009 περάσαμε στην τρέχουσα φάση της οικονομικής κρίσης με ραγδαία πτώση των γεννήσεων προς τις 92 χιλιάδες (πτώση 21% σε 7 χρόνια) και η καθοδική πορεία να φαίνεται εκ πρώτης όψεως ασταμάτητη.
Το ζωτικής σημασίας εθνικό θέμα του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδος δεν φαίνεται να απασχολεί καμία ελληνική ηγεσία, ούτε την κοινή γνώμη. Ελάχιστες ήταν οι κινήσεις άμβλυνσης της υπογεννητικότητας, κυρίως θεσμικού χαρακτήρα. Μοναδική εξαίρεση, με έμπρακτα και αξιοθαύμαστα μάλιστα αποτελέσματα, ήταν το επίδομα της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1999 κατά την θητεία του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου για το μηνιαίο επίδομα τρίτου παιδιού στη Θράκη μέχρι την ηλικία των 12 ετών.
Όπως μας πληροφορεί η Ελευθεροτυπία (26.2.2003), οι Χριστιανικές οικογένειες με τρία παιδιά ήταν μόλις 105 το 1999, αλλά σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια οκταπλασιάστηκαν και ξεπέρασαν τις 800! Συνεπώς, είναι πράγματι δυνατόν να επιδράσει μία πολιτική ενίσχυσης των γεννήσεων σε κατάλληλες συνθήκες.
Επιπλέον επιβάρυνση στο δημογραφικό είναι ότι πάνω από 400 χιλιάδες Έλληνες της γονιμότερης δεκαετίας της ζωής τους (30-40 ετών) έχουν αποδημήσει στο εξωτερικό λόγω της οικονομικής κρίσης τα τελευταία χρόνια. Το τρέχον αυτό μεταναστευτικό κύμα αναβάλλει τις γεννήσεις, λειτουργεί ως εθνική αιμορραγία διότι ορισμένοι δεν θα επιστρέψουν εύκολα πίσω και τελικά μεγεθύνει το δημογραφικό πρόβλημα. Την ίδια ώρα, οι νεότεροι είναι απελπισμένοι για τις δικές τους οικογενειακές προοπτικές έχοντας να αντιμετωπίσουν το σοβαρότερο για τους ίδιους πρόβλημα της επιβίωσης.
Δυσοίωνες λοιπόν οι προοπτικές. Όποτε και σε όποιο βαθμό ξεπεραστεί η οικονομική κρίση, όσο καλά συγκροτημένη και αν είναι η συλλογική ιδιοπροσωπεία των Ελλήνων, ο κίνδυνος του δημογραφικού αφορά στην ίδια τη φυσική υπόσταση της χώρας. Το ελειμματικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων είναι το μεγαλύτερο εθνικό θέμα.

Γεννήσεις Θάνατοι
1960 157,239 60,563
1961 150,716 63,955
1962 152,297 66,554
1963 148,366 66,813
1964 153,221 69,429
1965 151,565 67,269
1966 154,708 67,912
1967 162,904 71,975
1968 160,406 73,309
1969 154,117 71,825
1970 144,986 74,009
1971 141,155 73,819
1972 140,916 76,859
1973 137,555 77,648
1974 144,096 76,303
1975 142,295 80,077
1976 146,582 81,818
1977 143,757 83,750
1978 146,604 81,615
1979 147,995 82,338
1980 148,147 87,282
1981 140,953 86,261
1982 137,296 86,345
1983 132,621 90,586
1984 125,742 88,397
1985 116,495 92,886
1986 112,823 91,783
1987 106,401 95,656
1988 107,561 92,407
1989 101,657 92,720
1990 102,251 94,152
1991 102,620 95,498
1992 104,081 98,231
1993 101,799 97,419
1994 103,763 97,807
1995 101,495 100,158
1996 100,718 100,740
1997 102,038 99,738
1998 100,894 102,668
1999 100,643 103,304
2000 103,267 105,219
2001 102,282 102,559
2002 103,569 103,915
2003 104,420 105,529
2004 105,655 104,942
2005 107,545 105,091
2006 112,042 105,476
2007 111,926 109,895
2008 118,302 107,979
2009 117,933 108,316
2010 114,766 109,084
2011 106,428 111,099
2012 100,371 116,668
2013 94,134 111,794
2014 92,149 113,740
2015 92,984 121,785

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου