Δημήτρης Μηλάκας
Δεν είναι μυστικό ότι για τον καπιταλισμό οι κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που προκαλεί η πανδημία της Covid-19, περιγράφουν ευκαιρίες.
Μάλιστα όσο μεγαλύτερη είναι η κρίση τόσο πολλαπλασιάζονται τα προσδοκώμενα κέρδη. Στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τον παγκόσμιο πληθυσμό (κοντά στα 8 δισεκατομμύρια άνθρωποι) και τον στόχο του εμβολιασμού του 70% αυτού, προκύπτουν περί τα 6 δισ. εμβόλια επί δύο δόσεις, δηλαδή 12 δισεκατομμύρια εμβολιασμοί.
Αν κατά μέσον όρο υπολογίσουμε το κόστος της κάθε δόσης εμβολίου στα 15 ευρώ, τότε προκύπτει ως πιθανός και επιδιωκόμενος ετήσιος τζίρος από τους εμβολιασμούς 180 δισεκατομμύρια. Ο εν λόγω τζίρος προφανώς θα είναι πιθανός και θα επιτυγχάνεται επί αρκετά έτη, όσο ο ιός κυκλοφορεί, όπως της γρίπης, και ο εμβολιασμός θα είναι μια αποτελεσματική άμυνα.
Αυτή η οικονομική παράμετρος βοηθά να κατανοήσουμε σ’ έναν βαθμό όλο αυτό το παιχνίδι που βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ εταιρειών, που μάχονται για μερίδια αγοράς, και κρατών, που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν επαρκείς ποσότητες για τον εμβολιασμό του πληθυσμού τους.
Στο εν λόγω παιχνίδι προφανώς δεν συμμετέχουν όλοι με ίσους όρους. Οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές φαρμακευτικές πολυεθνικές έχουν εξασφαλίσει τη μερίδα του λέοντος στην αγορά της Δύσης και οι χώρες προέλευσής τους (των πολυεθνικών) την προνομιακή μεταχείριση ως προς τον εφοδιασμό των απαραίτητων ποσοτήτων εμβολίων.
Στο πλαίσιο αυτό η Ε.Ε. λειτουργεί ως «ρυθμιστική αρχή» για τη διανομή της πίτας μεταξύ των δυτικών πολυεθνικών εταιρειών, επιβάλλοντας στα κράτη – μέλη τη χρησιμοποίηση εμβολίων που έχουν εγκριθεί από τις ευρωπαϊκές εποπτεύουσες αρχές. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες – π.χ. η Γερμανία – έχουν εξασφαλίσει προνομιακή πρόσβαση στον αριθμό των εμβολίων που χρειάζονται, ενώ οι μεγάλες εταιρείες – η αμερικανογερμανική Pfizer, για παράδειγμα – έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι των ρωσικών και κινεζικών ανταγωνιστών τους, των οποίων τα εμβόλια δεν έχουν εγκριθεί από την Ε.Ε.
Όλο αυτό θα ήταν θεμιτό και αναμενόμενο υπό μία προϋπόθεση: Οι δυτικές εταιρείες να ήταν σε θέση να καλύψουν τη ζήτηση. Όμως, μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν είναι. Και μέχρι να είναι, ακόμη κι αν αυτό κοστίζει σε ανθρώπινες ζωές, το πολύ ορατό χέρι της αγοράς θα διασφαλίζει ότι την πελατεία τους δεν πρόκειται να την αγγίξουν οι ανταγωνιστές τους…
Δεν είναι μυστικό ότι για τον καπιταλισμό οι κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που προκαλεί η πανδημία της Covid-19, περιγράφουν ευκαιρίες.
Μάλιστα όσο μεγαλύτερη είναι η κρίση τόσο πολλαπλασιάζονται τα προσδοκώμενα κέρδη. Στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τον παγκόσμιο πληθυσμό (κοντά στα 8 δισεκατομμύρια άνθρωποι) και τον στόχο του εμβολιασμού του 70% αυτού, προκύπτουν περί τα 6 δισ. εμβόλια επί δύο δόσεις, δηλαδή 12 δισεκατομμύρια εμβολιασμοί.
Αν κατά μέσον όρο υπολογίσουμε το κόστος της κάθε δόσης εμβολίου στα 15 ευρώ, τότε προκύπτει ως πιθανός και επιδιωκόμενος ετήσιος τζίρος από τους εμβολιασμούς 180 δισεκατομμύρια. Ο εν λόγω τζίρος προφανώς θα είναι πιθανός και θα επιτυγχάνεται επί αρκετά έτη, όσο ο ιός κυκλοφορεί, όπως της γρίπης, και ο εμβολιασμός θα είναι μια αποτελεσματική άμυνα.
Αυτή η οικονομική παράμετρος βοηθά να κατανοήσουμε σ’ έναν βαθμό όλο αυτό το παιχνίδι που βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ εταιρειών, που μάχονται για μερίδια αγοράς, και κρατών, που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν επαρκείς ποσότητες για τον εμβολιασμό του πληθυσμού τους.
Στο εν λόγω παιχνίδι προφανώς δεν συμμετέχουν όλοι με ίσους όρους. Οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές φαρμακευτικές πολυεθνικές έχουν εξασφαλίσει τη μερίδα του λέοντος στην αγορά της Δύσης και οι χώρες προέλευσής τους (των πολυεθνικών) την προνομιακή μεταχείριση ως προς τον εφοδιασμό των απαραίτητων ποσοτήτων εμβολίων.
Στο πλαίσιο αυτό η Ε.Ε. λειτουργεί ως «ρυθμιστική αρχή» για τη διανομή της πίτας μεταξύ των δυτικών πολυεθνικών εταιρειών, επιβάλλοντας στα κράτη – μέλη τη χρησιμοποίηση εμβολίων που έχουν εγκριθεί από τις ευρωπαϊκές εποπτεύουσες αρχές. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες – π.χ. η Γερμανία – έχουν εξασφαλίσει προνομιακή πρόσβαση στον αριθμό των εμβολίων που χρειάζονται, ενώ οι μεγάλες εταιρείες – η αμερικανογερμανική Pfizer, για παράδειγμα – έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι των ρωσικών και κινεζικών ανταγωνιστών τους, των οποίων τα εμβόλια δεν έχουν εγκριθεί από την Ε.Ε.
Όλο αυτό θα ήταν θεμιτό και αναμενόμενο υπό μία προϋπόθεση: Οι δυτικές εταιρείες να ήταν σε θέση να καλύψουν τη ζήτηση. Όμως, μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν είναι. Και μέχρι να είναι, ακόμη κι αν αυτό κοστίζει σε ανθρώπινες ζωές, το πολύ ορατό χέρι της αγοράς θα διασφαλίζει ότι την πελατεία τους δεν πρόκειται να την αγγίξουν οι ανταγωνιστές τους…
Πηγή:www.topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου