Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Δ. Πικιώνης: Ιστορικές μορφές και λαϊκή παράδοση


του Δημήτρη Πικιώνη* από το Άρδην τ. 14-15 (Σεπτέμβριος 1998)

ε­ντί γαρ άλ­λαι

ο­δών ο­δοί πε­ραί­τε­ραι,
μί­α δ’ ουχ ά­πα­ντας
άμ­με θρέ­ψει
με­λέ­τα.
Πίνδαρος

Το έχου­με για κα­νό­να –και ο κα­νό­νας αυ­τός έ­χει την ι­σχύ και το κύ­ρος Νόμου– να πε­ριο­ρί­ζου­με τη με­λέ­τη του α­ντι­κει­μέ­νου μας στα συμ­βα­τι­κά ό­ρια μιας ει­δι­κής πε­ριο­χής, και κει μέ­σα να το ε­ξε­τά­ζου­με με τα κρι­τή­ρια μιας λο­γο­κρα­τού­με­νης θε­ώ­ρη­σης. Και ο δι­πλός τού­τος πε­ριο­ρι­σμός μάς φαί­νε­ται πως μας ε­ξα­σφα­λί­ζει τα α­πα­ραί­τη­τα ε­χέγ­γυα μιας θε­τι­κής με­θό­δου.
Γι’ αυ­τούς που πι­στεύ­ουν στη μέ­θο­δο τού­τη, η κα­τά­λυ­ση των συμ­βα­τι­κών αυ­τών ο­ρί­ων μέ­σα στα ο­ποί­α πε­ριο­ρί­ζου­με τη ζω­ή, η α­νά­λω­ση ό­λων α­νε­ξαί­ρε­τα των δυ­νά­με­ων του νου και της ψυ­χής στο να θε­ω­ρή­σου­με το α­ντι­κεί­με­νό μας εις την ιε­ραρ­χι­κή του α­να­φο­ρά προς το α­διαί­ρε­το σύ­νο­λο του πνεύ­μα­τος, φαί­νο­νται σαν ε­νέρ­γεια ε­πι­κίν­δυ­νη και α­ντε­πι­στη­μο­νι­κή.
Δεν θέ­λω μ’ αυ­τά, δεν εί­μαι ά­ξιος να κρί­νω ή να κα­τα­δι­κά­σω τους άλ­λους δρό­μους. Μή­πως και μέ­σα σ’ αυ­τούς δεν λαν­θά­νει η α­να­φο­ρά τού­τη του ει­δι­κού προς το κα­θο­λι­κό; Και δεν έρ­χε­ται αρ­γά ή γλή­γο­ρα ο αν­θρώ­πι­νος νους ν’ α­να­γά­γει τους καρ­πούς του α­ξιο­σέ­βα­στου μό­χθου των εις την ιε­ραρ­χι­κή των σχέ­ση προς το ό­λον;


Δεν εί­ναι ε­πί­σης ε­δώ ο κα­τάλ­λη­λος τό­πος για να κά­νω την α­πο­λο­γί­α του δρό­μου που α­κο­λού­θη­σα, μα μια βα­θύ­τε­ρη ψυ­χι­κή α­νά­γκη μ’ έ­σπρω­ξε σε τού­το το δρό­μο, που πο­τέ δεν την αι­σθάν­θη­κα τό­σο ε­πι­τα­κτι­κή, τό­σο α­γω­νιώ­δη, ό­ση στ’ α­ντί­κρι­σμα αυ­τό ά­γνω­στων τό­πων ελ­λη­νι­κών: μέ­λη νέ­α και πρω­το­γνώ­ρι­στα του ί­διου πά­ντα ιε­ρού κορ­μιού της Ελ­λά­δας και νέ­ος ή­λιος, νέ­α αυ­γή, νέ­α μέ­ρα. Ό­λα νέ­α και τα ί­δια μα­ζί, κι έ­νας νέ­ος ε­αυ­τός μας ά­γνω­στος και γνω­στός μα­ζί, απ’ το ί­διο αί­μα, το ί­διο σπλά­χνο. Ο λα­ός των τό­πων αυ­τών.
Κι ή­ταν σαν τα πέ­λα­γα τού­τα, κι η α­νε­κλά­λη­τη μα­κα­ριό­τη­τα της γα­λή­νης των, οι ιε­ρές κα­ται­γί­δες και οι κε­ραυ­νοί των· κι οι πε­ρή­φα­νες δει­ρά­δες των βου­νών κι οι ξε­ρές ρά­χες και οι α­κτές, κι η Ι­στο­ρί­α και τα μνη­μεί­α, κι η κοι­νω­νί­α των αν­θρώ­πων κι η τα­πει­νή ζω­ή του λα­ού· ή­ταν σαν να σ’ έ­κρι­ναν, σαν να σ’ έ­φερ­ναν, ε­μάς ό­λους, στο κρι­τή­ριο, για να δο­κι­μά­σουν τη ψυ­χή μας. Κι ή­ταν σαν να μας ε­ξέ­τα­ζαν: Ποια­νού ι­δε­ώ­δους πό­χε­τε μέ­σα σας συλ­λά­βει έρ­χε­στ’ ε­δώ να προ­βά­λε­τε ε­πά­νω μας το φέγ­γος;
Απ’ την αρ­χή, κά­τω απ’ της Φύ­σης την πα­ρου­σί­α, τέ­τοια μορ­φή πή­ρε το πρό­βλη­μα μέ­σα μου. Και τον έ­λεγ­χο τού­το, που ή­ταν ό­λα σαν να τον ζη­τού­σαν α­πό μέ­ρους μας, άρ­χι­σα απ’ την πρώ­τη μέ­ρα να τον κά­νω. Ας φαί­νε­ται στα μά­τια των α­νί­δε­ων αλ­λο­πρό­σαλ­λο το πλή­θος τού­το των συ­ναι­σθη­μά­των, των ξέ­νων τά­χα προς ό,τι λέ­με κύ­ριο της με­λέ­της θέ­μα…
Το κύ­ριο; δεν είν’ ε­δώ; Ναι, πιο ι­δε­ώ­δες ζω­ής έ­χου­με πραγ­μα­τώ­σει μέ­σα μας ά­ξιο να μας α­πο­κα­λύ­ψει το μυ­στι­κό νό­η­μα του Κό­σμου; Δεν εί­ναι α­πό την α­ξί­α του που θα ε­ξαρ­τη­θεί κι η α­ξί­α της σ’ ο­ποια­δή­πο­τε πε­ριο­χή εκ­δή­λω­σής μας, α­φού τού­τη δεν εί­ναι τί­πο­τα άλ­λο παρ’ ε­κεί­νου του κα­θο­λι­κά αν­θρώ­πι­νου, του κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κού ι­δε­ώ­δους η ο­μό­λο­γη ερ­μη­νεί­α; Και δεν εί­ναι απ’ τις δια­στά­σεις του ι­δε­ώ­δους τού­του –το ύ­ψος, το πλά­τος, το βά­θος του– που θα ε­ξαρ­τη­θεί των ει­δι­κών κρι­τη­ρί­ων της ερ­μη­νεί­ας τού­της –της τέ­χνης και της τε­χνι­κής της– η α­ξί­α;

φωτο-2
Και σή­με­ρα στο αρ­χι­πέ­λα­γος τού­το, ό­που α­πά­νω­θέ του πλα­νιέ­ται η με­γά­λη σκιά του Ο­μή­ρου, ο κό­σμος ο ελ­λη­νι­κός ζη­τά­ει α­πό τους ε­πι­γό­νους ε­μάς απά­ντη­ση. Κι η α­πά­ντη­ση που θα δί­να­με θα’ ταν της ψυ­χής μας το μέ­τρο…
Σκέ­φτο­μαι ό­λους ε­κεί­νους, δι­κούς μας και ξέ­νους, που στον κό­σμο τού­το τον ελ­λη­νι­κό α­φιέ­ρω­σαν τη διά­πυ­ρη λα­τρεί­α του νου και της ψυ­χής των…
Οι ξέ­νοι, α­τε­λεύ­τη­τη χο­ρεί­α, ποι­η­τές και φι­λό­σο­φοι, της γνώ­σης, της θρη­σκεί­ας, της γλώσ­σης, του μύ­θου, καλ­λι­τέ­χνες, φι­λό­λο­γοι, ι­στο­ρι­κοί, τε­χνο­κρί­τες… Πό­ση ιε­ρό­τη­τα στο μό­χθο τού­το, πό­ση α­νά­λω­ση νου και ψυ­χής! Έλ­ξη κό­σμων α­ντί­θε­των: Διείσ­δυ­ση του α­ντί­θε­του απ’ τον έ­ναν α­πό αυ­τούς, μέ­σον τού ό­μοιου που βρι­σκό­ταν στην ί­δια του την ψυ­χή. Πρό­βαλ­λε πραγ­μα­τι­κά ο κα­θέ­νας, στον ξέ­νο τον κό­σμο, της δι­κιάς του ψυ­χής τις λα­χτά­ρες, τις δι­κές του α­ρε­τές. Έ­τσι ο Γάλ­λος, χά­ρις στη λα­μπρή του πλα­στι­κήν ευαι­σθη­σί­α, εί­δε ι­διαί­τε­ρα του αρ­χαί­ου την πλα­στι­κήν α­ρε­τή, τη χά­ρη και το μέ­τρο. Ο Άγ­γλος, την ποι­η­τι­κή του αρ­χαί­ου ου­σί­α, την α­γω­γή, τα πο­λι­τι­κά ι­δε­ώ­δη… Του Γερ­μα­νού η με­τα­φυ­σι­κή διά­θε­ση τον έ­κα­νε ι­διαί­τε­ρα ι­κα­νό να πλη­σιά­σει το μυ­στη­ρια­κό του Ελ­λη­νι­σμού πε­ριε­χό­με­νο, τον θρη­σκευ­τι­κό μύ­θο, τη φι­λο­σο­φί­α…
Ξέ­ρω τις α­ντι­μα­χί­ες γύ­ρω απ’ τις ερ­μη­νεί­ες που έ­δω­σε ο τε­λευ­ταί­ος… Ό­μως πό­ση δύ­να­μη θαυ­μα­σμού, τι φλο­γε­ρή λα­τρεί­α… σχε­δόν ξα­νοί­γεις, κά­τω απ’ τον έ­ρω­τα τού­το του υ­περ­βό­ρειου προς τον Ελ­λη­νι­σμό, τον έ­ρω­τα κο­σμι­κών στοι­χεί­ων… της ο­μί­χλης και τους σκό­τους του Βορ­ρά προς το φως της Με­σημ­βρί­ας…
Αλ­λά για­τί με κυ­νη­γά­ει έ­τσι η πα­ρου­σί­α του ξέ­νου; Με θέλ­γει η έλ­ξη τού­τη δύ­ο α­ντι­θέ­των κό­σμων, ή ε­μείς δεν κά­να­με αρ­κε­τά για να φω­τί­σου­με μέ­σα μας τον κό­σμο τον ελ­λη­νι­κό;
Τι σχέ­ση εί­ναι τού­τη που μας δέ­νει μ’ αυ­τόν; Ναι, ζει ο σπό­ρος του μέ­σα στην ελ­λη­νι­κή Χρι­στια­νο­σύ­νη. Ζει στου λα­ού και του ποι­η­τή την ψυ­χή. Αλ­λά και σε μας τους άλ­λους α­κό­μα ζει, υ­πνώτ­το­ντας εις το βά­θος του εί­ναι μας. Δεν είν’ έ­ρω­τας ε­δώ των α­ντί­θε­των· ε­δώ πρό­κει­ται για έ­ναν άλ­λον ά­θλο: Να μοιά­σου­με μ’ αυ­τό που πραγ­μα­τι­κά εί­μα­στε… Να γνω­ρί­σου­με τον ε­αυ­τό μας… Αλ­λά που εί­ναι η κα­τα­βο­λή αυ­τού του πνευ­μα­τι­κού μό­χθου που θα φώ­τι­ζε σε μιαν έλ­λαμ­ψη την ι­στο­ρι­κή μας μνή­μη; Που εί­ναι η προ­σπά­θεια που ζη­τά­ει έ­νας δι­κός μας (ο Κ.Δ. Γε­ωρ­γού­λης: Η με­λέ­τη των ελ­λη­νι­κών αν­θρω­πι­στι­κών Γραμ­μά­των, 1938) «για την κα­τάρ­τι­ση μιας δη­μιουρ­γι­κής μας σχέ­σης με το πε­ρα­σμέ­νο, απ’ ό­που θα ε­ξαρ­τη­θεί η ι­κα­νό­τη­τά μας να δη­μιουρ­γή­σου­με έ­να και­νού­ριο μέλ­λον; Κι ό­που μέ­σα του θα ε­πα­να­λη­φθούν οι α­ξί­ες οι ε­γκεί­με­νες εις το πα­ρελ­θόν, στην έ­κτα­ση και το βά­θος που μας ε­πι­τρέ­πει η σύγ­χρο­νη ι­στο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ο ι­στο­ρι­κός και­ρός που κά­θε φο­ρά α­ντι­κρί­ζου­με;»
Με­λε­τά­ω μέ­σα μου τις με­γά­λες μορ­φές του έ­θνους μας. Ποι­η­τές, ή­ρω­ες… Ή­ρω­ες που η α­ρε­τή και η αν­δρεί­α των εί­ναι α­ρε­τή και αν­δρεί­α ελ­λη­νι­κή. Τους ποι­η­τές μας. Τον πρώ­το, τον πιο με­γά­λο απ’ αυ­τούς, και τον α­γώ­να του για μορ­φή και για έκ­φρα­ση ελ­λη­νι­κή. Τους με­γά­λους μας αυ­το­δί­δα­κτους που ο Θε­ός τους χά­ρι­σε το δώ­ρη­μα της «αυ­το­ποιάς» έκ­φρα­σης και που το έρ­γο τους υ­ψώ­νε­ται κι αυ­τών «κά­θε­τα εις το κέ­ντρο της ε­θνι­κό­τη­τας». Ό­λους τους άλ­λους που με λο­γι­σμό και πει­θαρ­χί­α δου­λεύ­ουν στο α­λη­θι­νό και ε­τοι­μά­ζουν τον δρό­μο των κα­το­πι­νών. Και τη νέ­α γε­νιά των ζω­γρά­φων μας, που μας δί­νουν τό­σες ελ­πί­δες: Α­νά­λα­βαν τον με­γά­λο ά­θλο να συλ­λά­βουν τον ε­σω­τε­ρι­κό κό­σμο τον ελ­λη­νι­κό και να τον εκ­φρά­σουν ό­χι πε­ρι­γρα­φι­κά μα με τα συμ­βο­λι­κά μέ­σα που ο­ρί­ζει η Τέ­χνη τους.


Να’ ναι τά­χα μιας χα­ραυ­γής το φα­νέ­ρω­μα; Θα κα­τα­νι­κή­σουν τις χθό­νιες δυ­νά­μεις που α­ντι­στέ­κο­νται σε κά­θε αν­θρώ­πι­νη πραγ­μά­τω­ση; Και α­να­κα­τα­χτώ­ντας, ό­πως έ­λε­γε ο Γκαί­τε, κά­θε φο­ρά αυ­τό που κα­τά­χτη­σαν, θα μπο­ρέ­σουν να γί­νουν οι θε­με­λιω­τές μιας πα­ρά­δο­σης;
Αυ­τά και άλ­λα ε­στο­χα­ζό­μουν, και σ’ ό­λα μέ­τρο και κρι­τή­ριο υ­ψώ­νο­νταν η πνευ­μα­τι­κό­τη­τα τού­της της Γης…
Αλ­λ’ ι­δού, εις τον πρώ­το τού­τον όρ­μο θα πα­τή­σου­με τα χώ­μα­τά της. Θα α­ντι­κρί­σου­με το λα­ό της. Α­νεί­πω­τη χα­ρά σε πε­ρι­τρέ­χει, σκιρ­τά­ει η καρ­διά σου, σαν της μά­νας που ξα­να­βρί­σκει το χα­μέ­νο τέ­κνο της ή του μα­θη­τή που ξα­να­βλέ­πει α­να­στη­μέ­νο τον Δι­δά­σκα­λο! Πλή­ρω­ση α­κρι­βής ε­παγ­γε­λί­ας ν’ α­ντι­κρί­σεις, ν’ αγ­γί­ξεις σαρ­κω­μέ­νο το ίν­δαλ­μα της α­γά­πης σου!
Ι­δού τον αυ­τός, με σάρ­κα και ο­στά. Λεύ­τε­ρος και σαν α­πο­λη­σμο­νη­μέ­νος γιορ­τά­ζει εις τις αυ­λές του Κυ­ρί­ου του… Οι ί­διες κά­τα­σπρες αυ­λές οι ελ­λη­νι­κές, οι ί­διοι πυ­λώ­νες οι μυρ­το­στό­λι­στοι. Τα ί­δια μύ­ρα, τα ί­δια σχή­μα­τα τη­ τα­πει­νώ­σει τα υ­ψη­λά και τη­ι πτω­χεί­α­ τα πλού­σια… Η ί­δια πά­ντα ι­λα­ρό­τη­τα, η ί­δια α­γιο­σύ­νη… ο ί­διος μυ­στι­κός γλυ­κα­σμός…
Και θέ­λεις να γί­νεις πνέ­μα να ξε­χυ­θείς και ν’ α­γκα­λιά­σεις και ν’ α­σπα­σθείς το πλή­θος τα κορ­μιά. Κι ό­πως η αρ­χαί­α θε­ά α­νά­σται­νε τον ι­σό­θε­ο α­δελ­φό της απ’ τα σκόρ­πια μέ­λη του· έ­τσι και συ, α­πό τον πο­λυ­πρό­σω­πο τού­το με­ρι­σμό σ’ α­να­ρίθ­μη­τα κορ­μιά και α­να­ρίθ­μη­τες ψυ­χές, θέ­λεις να συλ­λά­βεις και να στή­σεις μέ­σα στην ψυ­χή σου, την α­πρό­σω­πη, την ι­δα­νι­κή του λα­ού σου την ει­κό­να.

…ταν πο­ντί­αν
υ­μνέ­ων, παιδ’ Α­φρο­δί­τας
Α­ε­λί­οιό τε νύμ­φαν, Ρό­δον…
ΠΙΝ­ΔΑ­ΡΟΣ

Έστι γαρ ό­ντως η πό­λις του Η­λί­ου πρέ­πον
έχουσα τω θεώ το κάλλος.
ΛΟΥ­ΚΙΑ­ΝΟΣ

Δε σώ­ζε­ται, πραγ­μα­τι­κά, σχε­δόν τί­πο­τα απ’ την αρ­χαί­α πό­λη που να σου υ­πο­βά­λει την αρ­χαί­α της δό­ξα… Ο χρό­νος α­φά­νι­σε ό­λα τα’ α­χνά­ρια της. Για τού­τη πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά για την Α­θή­να αρ­μό­ζουν οι στί­χοι του Χω­νιά­τη:

…ουκ ην ου­δα­μού, φευ! προ­σβλέ­πειν
αυ­τήν ε­κεί­νην την α­οί­δι­μον πό­λιν
την, δυ­σα­ρίθ­μου και μα­κραί­ω­νος χρό­νου
λή­θης, βυ­θοίς κρύ­ψα­ντος, η­φα­ντω­μέ­νην…
Ό­λω­λε σύ­μπαν των Α­θη­νών το κλέ­ος·
γνώ­ρι­σμα δ’ αυ­τών ουδ’ α­μυ­δρόν τις ί­δη­ι…

Θα πο­θού­σα­με ν’ α­πό­με­νε κά­τι που να μας βο­η­θού­σε να ο­ρα­μα­τι­στού­με του κλέ­ους της την ει­κό­να. Κι αυ­τό, ό­χι α­πλά για μια τέρ­ψη αι­σθη­τι­κή… Κά­τι βα­θύ­τε­ρο για να δού­με: Ε­κεί­νο που ού­τε στο Με­σαί­ω­να δεν πραγ­μα­τώ­θη­κε, ού­τε α­κό­μα λι­γό­τε­ρο στους χρό­νους μας δε θα τ’ α­ξιω­θού­με: της θρη­σκευ­τι­κής ε­κεί­νης σχέ­σης την ε­πι­τέ­λε­ση, α­νά­με­σα της οί­κη­σης της αν­θρώ­πι­νης και της θε­ό­τη­τας της φύ­σης και των απ’ τη μυ­θο­πλα­στι­κή φα­ντα­σί­α θε­ο­ποι­η­μέ­νων δυ­νά­με­ών της…

Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια, Δημητρής Πικιώνης 1932

Με τ’ α­πο­μει­νά­ρια τού­της της πό­λης έ­χτι­σε ο Φρά­γκος κα­τα­χτη­τής τη δι­κιά του. και τε­λευ­ταί­ος ο Ι­τα­λός βάλ­θη­κε μ’ ά­με­τρο ζή­λο να βά­λει πα­ντού της πα­ρου­σί­ας του τη σφρα­γί­δα στον ελ­λη­νι­κό τού­το τό­πο. (Ο συγ­γρα­φέ­ας α­να­φέ­ρε­ται στην πό­λη της Ρό­δου, σημ. του Άρ­δην).
Ε­πι­βο­λή των δι­κών μας μέ­τρων, των δι­κών μας υ­πο­θε­τι­κών α­ξιών α­πά­νω στους άλ­λους, που ε­δώ παίρ­νει τη μορ­φή μιας αυ­θαί­ρε­της πα­ρέμ­βα­σης στο «κάρ­μα» ε­νός λα­ού, ε­νός εκ­βια­σμού α­βά­στα­γου για τη συ­νεί­δη­ση την ελ­λη­νι­κή…
Να’ ταν του­λά­χι­στο πραγ­μα­τι­κές οι α­ξί­ες τού­τες! Οι πολ­λοί μπο­ρού­νε να γε­λα­στού­νε… Δι­καί­ω­μά τους να θε­ω­ρή­σουν τα ι­τα­λι­κά τού­τα έρ­γα ως α­ξιό­λο­γες κι α­ντά­ξιες της σύγ­χρο­νης μά­θη­σης πραγ­μα­τώ­σεις, πλέ­ρια α­ντα­πο­κρι­νό­με­νες προς τους σκο­πούς ε­νός υ­πα­γο­ρευ­μέ­νου πο­λι­τι­κού προ­γράμ­μα­τος… Ως προς το τε­λευ­ταί­ο τού­το, θα ’λε­γα πως ο καλ­λι­τέ­χνης, ο ά­ξιος καλ­λι­τέ­χνης, δεν εί­ναι υ­πη­ρέ­της ε­νός ι­δα­νι­κού, μα ο αυ­τε­ξού­σιος και υ­πεύ­θυ­νος α­πέ­να­ντι στο πνεύ­μα δη­μιουρ­γί­ας (Νί­τσε). Ό­σο για τ’ άλ­λα, το ου­σιώ­δες δεν εί­ναι να α­πο­δε­χτού­με ή ό­χι τα πο­ρί­σμα­τα μιας συμ­βα­τι­κής κρί­σης. Δε θα δυ­σκο­λευό­μου­να να την α­πο­δε­χτώ, αν ή­ξε­ρα πως εί­χα­με συ­νεί­δη­ση της σχε­τι­κό­τη­τάς της. Αλ­λά ξέ­ρω τον κίν­δυ­νο που η συμ­βα­τι­κή τού­τη α­πο­τί­μη­ση α­ξιών κρύ­βει για τους πολ­λούς: να θο­λώ­σει τα κρι­τή­ριά μας, ν’ α­πο­πλα­νή­σει το πνεύ­μα μας α­πό τον πραγ­μα­τι­κό δρό­μο – τη ζή­τη­ση του α­λη­θι­νού, που τί­πο­τα δεν πρέ­πει να το α­πο­κρύ­ψει απ’ τα μά­τια μας.
Για­τί τε­χνι­κές υ­πάρ­χουν λο­γιών λο­γιών. Κλί­μα­κα ο­λό­κλη­ρη ποιο­τή­των, απ’ τις πιο συμ­βα­τι­κές ως τις γνή­σιες κι α­λη­θι­νές. Κι η α­ξί­α των ε­λέγ­χε­ται και σταθ­μί­ζε­ται απ’ των αρ­χών των και των κρι­τη­ρί­ων την α­ξί­α την πνευ­μα­τι­κή. Κι α­ξί­ζουν ε­κεί­νες που εί­ναι των α­ρε­τών των αν­θρώ­πι­νων η με­τά­φρα­ση στην ει­δι­κή γλώσ­σα της τέ­χνης. «Οι αν­θρώ­πι­νες α­ρε­τές εί­ναι οι καλ­λι­τε­χνι­κές α­ρε­τές», εί­πε πο­λύ σω­στά ο Κα­ριέρ. Ό­ταν αυ­τές οι α­ρε­τές, οι α­ξί­ες ζω­ής, χα­θού­νε, «ό­ταν χα­θεί» – έ­γρα­φα στο η­με­ρο­λό­γιο μου (Κως, Νο­έμ­βρης 11) – αυ­τό το μο­να­δι­κό ού­τι­νος μό­νον ε­στί χρεί­α, τι α­πο­μέ­νει πια για να εκ­φρα­στεί; θε­ρα­πεί­α τό­τε δεν υ­πάρ­χει. Μά­ταια εί­ναι ό­λα τα ε­φευ­ρή­μα­τα κι ό­λες οι δε­ξιο­σύ­νες. Μά­ταια κο­πιά­ζου­με… Μα­κά­ριος ό­ποιος νιώ­θει την α­ξί­α αυ­τού του ε­νός· κι αν α­κό­μα δεν εί­ναι ι­κα­νός να το εκ­φρά­σει πλα­στι­κά, έ­χει συλ­λά­βει νο­η­τά την α­ξί­α του μέ­σα στην ψύ­χή του – και προ­σπα­θεί να τη πραγ­μα­τώ­σει.
Α­νά­με­σα σε τού­τα τα έρ­γα εί­χα την ε­ντύ­πω­ση πως ε­κι­νό­μουν α­νά­με­σα σε σκη­νι­κά. Αι­σθά­νε­σαι πως πα­ρα­σταί­νουν α­ρε­τές μα δεν τις εν­σαρ­κώ­νουν. Η έ­ντα­ση που βά­ζουν για να εκ­φρά­σουν του δυ­να­τού και του ε­πι­βλη­τι­κού την ε­ντύ­πω­ση είν’ αυ­τή α­κρι­βώς που προ­δί­νει την πραγ­μα­τι­κή έλ­λει­ψη δύ­να­μης ψυ­χής και γί­νε­ται στόμ­φος και κο­μπα­σμός. Μά­ταια γι’ αυ­τό η­χούν τ’ αρ­χαί­α ρη­τά κι οι ε­πι­γρα­φές οι γραμ­μέ­νες α­πά­νω τους, τα «Ara Patriae Augustae» και τα «Sedes Potestatis, Fanum Aequitatis Cor­pus Civium» και τα πα­ρό­μοια. Κι η ψυ­χή του θε­α­τή που ξέ­ρει πως η πραγ­μα­τι­κή α­ρε­τή ε­πι­βάλ­λε­ται με την α­κτι­νο­βο­λί­α της δεν υ­πο­χω­ρεί στον πει­θα­να­γκα­σμό τέ­τοιων ε­πι­φα­τι­κών μέ­σων.
Φά­νη­κα αυ­στη­ρός στην κρί­ση μου για τον ξέ­νο, αν και ξέ­ρω πως πο­τές άλ­λο­τες δεν ή­ταν για ό­λους τους λα­ούς τό­σο δύ­σκο­λος ο δρό­μος του α­λη­θι­νού ό­σο στα χρό­νια μας. Κι ας μη νο­μι­στεί πως η αυ­στη­ρό­τη­τα τού­τη κρύ­βει ε­πιεί­κεια για τους ε­αυ­τούς μας. Ξέ­ρω, α­λί­μο­νο, πως μα­κριά α­κό­μα εί­ναι η «σύλ­λη­ψη» ε­κεί­νη του κοι­νού ι­δε­ώ­δους που θα’ μα­στεν ό­λοι ως τα­πει­νοί ερ­γά­τες και πως ο κα­θέ­νας α­πό μας «ι­διά­ζει» και γι’ αυ­τό «α­μαρ­τά­νει», δη­λα­δή α­στο­χεί την α­λή­θεια.
Τέ­τοιο, μο­λο­ταύ­τα α­πό­λυ­το, μέ­τρο νό­μι­σα πως ή­ταν χρέ­ος μου να κρα­τή­σω, και σαν Έλ­λη­νας και –ό­σο κι αν φαί­νε­ται τού­το α­ντι­νο­μι­κό και πα­ρά­δο­ξο– σαν α­ντι­κει­με­νι­κός κρι­τής:
Σαν Έλ­λη­νας, αι­σθάν­θη­κα ε­μπρός σε τού­τα τα έρ­γα, στη­μέ­να, σ’ ελ­λη­νι­κή γη, την α­να­νε­ω­μέ­νη έκ­φρα­ση της βί­ας του Ρω­μα­ϊ­κού Και­σα­ρι­σμού, κά­θε Και­σα­ρι­σμού, και το πως τα κρί­νει και πως τα δέ­χε­ται η ελ­λη­νι­κή καρ­διά, ή­ταν α­πό­λυ­τα α­να­γκαί­ο να εκ­φρα­στεί.
Αλ­λά για­τί δε θα’ ταν δί­και­η η αυ­στη­ρό­τη­τα τού­τη για την α­ντι­κει­με­νι­κή κρί­ση; Κοι­νό εί­ναι για ό­λα τα έ­θνη το αί­τη­μα γι’ α­λη­θι­νή ζω­ή και τέ­χνη, κοι­νή κι η προ­σπά­θεια για την α­νύ­ψω­ση των κρι­τη­ρί­ων μας, που εί­ναι η βα­σι­κή για την πραγ­μά­τω­ση του α­λη­θι­νού προ­ϋ­πό­θε­ση.

θε­ώ­ δε δυ­να­τόν με­λά­ναις
εκ νυ­κτός α­μί­α­ντον  όρ­σαι φάος,
κε­λαι­νε­φέ­ι δε σκό­τει
κα­λύ­ψαι σέ­λας κα­θα­ρόν
α­μέ­ρας.
ΠΙΝ­ΔΑ­ΡΟΣ

Κύ­ριε, η­γά­πη­σα ευ­πρέ­πειαν οί­κου σου και τό­πον προ­σκυ­νή­μα­τος δό­ξης.

Αν θέ­λου­με να δού­με το γνή­σιο, πρέ­πει να πά­με στο Κά­στρο. Ε­κεί μέ­σα τέσ­σε­ρις λα­οί, ο Έλ­λη­νας, ο Ρω­μαί­ος, ο Φρά­γκος, ο Τούρ­κος, ά­φη­σαν χα­ραγ­μέ­να α­πά­νω στις πέ­τρες και στα μάρ­μα­ρα τα ι­δε­ο­γράμ­μα­τα του «εί­ναι» των, του ι­δα­νι­κού της ζω­ής που εί­χε ο κα­θέ­νας συλ­λά­βει. Και του ε­νός απ’ αυ­τούς, του Έλ­λη­να, θα δεις ε­δώ τους δυο λα­μπρούς ά­θλους, της Αρ­χαιό­τη­τας και του Με­σαί­ω­να. Έρ­γα της πρώ­της – ό­χι απ’ τα κα­λύ­τε­ρα ού­τε της κα­λύ­τε­ρης ε­πο­χής – βρί­σκο­νται στο Μου­σεί­ο του Spedale. Τα βυ­ζα­ντι­νά θα τα δεις κά­τω α­πό το ντύ­μα το μου­σουλ­μα­νι­κό. Μα εύ­κο­λα θα μπο­ρέ­σεις κά­τω απ’ τις με­τα­τρο­πές και τις προ­σθή­κες ν’ α­να­γνω­ρί­σεις τα σχή­μα­τα της βυ­ζα­ντι­νής κα­τα­σκευ­ής. Και κά­πο­τε ξαφ­νιά­ζε­σαι ό­ταν απ’ τους τοί­χους κά­ποιου ε­γκα­τα­λειμ­μέ­νου με­τζί­ντ θω­ρείς να σε κοι­τά­νε οι γνώ­ρι­μές σου μορ­φές οι ά­γιες της ελ­λη­νι­κής Χρι­στια­νο­σύ­νης.
Μ’ ας αρ­χί­σου­με α­πό έ­να ο­ποιο­δή­πο­τε έρ­γο του αρ­χαί­ου κό­σμου. Α­πό έ­να ο­ποιο­δή­πο­τε συ­ντρίμ­μι. Και το ε­λά­χι­στο απ’ αυ­τά α­να­δί­νει το πνεύ­μα της ε­πο­χής ο­λά­κε­ρης…

*Το παρόν απόσπασμα είναι από το βιβλίο: «Το πρό­βλη­μα της Μορ­φής» (1946), Έκ­δο­ση Υ­πουρ­γεί­ου Α­νοι­κο­δο­μή­σε­ως με τί­τλο «Δω­δε­κά­νη­σος», τό­μος Β΄, Το οι­κι­στι­κό και πλα­στι­κό πρό­βλη­μα, Α­θή­ναι, 1950, αρ. 21, σελ. 93-122 και πιν. Α΄-ΛΣΤ΄.

 

 https://ardin-rixi.gr/archives/12855

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου