Γιώργος Στάμκος
Από την αρχαιότητα η λεκάνη της Μεσογείου ήταν ένας “χώρος-κίνηση”, όπου μετακινούνταν και συνδιαλέγονταν άνθρωποι, λαοί, εμπορεύματα, ιδέες, πολιτισμοί, πνευματικές και θρησκευτικές δοξασίες. Ειδικά η ανατολική Μεσόγειος και οι πυκνοκατοικημένες ακτές της υπήρξαν ανέκαθεν μια χοάνη πολιτισμών, εμποτισμένη στην πνευματικότητα και στο θρησκευτικό συγκρητισμό. Ενώ κατά το παρελθόν η διάκριση γινόταν μεταξύ Μεσογείου και μη-Μεσογείου, δηλαδή μεταξύ “ζώνης του ελαιολάδου” και “ζώνης του βουτύρου” ή μεταξύ “ιχθυόφιλων” και “ιχθυόφοβων” λαών, από τις αρχές του 20ου αιώνα η διάκριση στη Μεσόγειο άρχισε να γίνεται διάκριση μεταξύ Ευρώπης και μη-Ευρώπης, και ο διαχωριστικός παράγων ήταν πλέον το Ισλάμ.
Όταν ακούμε τη λέξη Ισλάμ οι περισσότεροι από εμάς φανταζόμαστε έναν κόσμο όπου επικρατεί απόλυτα η πεποίθηση πως “ένας είναι ο Αλλάχ (Θεός) και προφήτης Αυτού ο Μωάμεθ”. Πως πρόκειται για έναν ομοιογενή κόσμο, όπου κυριαρχεί απόλυτα η μουσουλμανική θρησκεία που ως ένας μισαλλόδοξος οδοστρωτήρας έχει ισοπεδώσει τα πάντα και ιδιαίτερα το πλούσιο ιστορικό και πολιτισμικό παρελθόν και τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των λαών της περιοχής. Ωστόσο αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια.
Οι λαοί της Μέσης Ανατολής, της ανατολικής Μεσογείου και ειδικά της Συρίας και της Μικρά Ασίας (σημερινής Τουρκίας) εμφανίζονται ως αποκαλυπτικοί πανάρχαιοι τόμοι, με ημικατεστραμμένες, σχισμένες και μισοσβησμένες σελίδες μυστηριακού κι αποκρυφιστικού περιεχομένου. Για να αναγνωρίσει κανείς την αρχαία καταγωγή τους θα πρέπει να αποξύσει το παχύ ισλαμικό ή χριστιανικό επίχρισμα που τους καλύπτει.
Από τα παράλια της Μικρά Ασίας ως την Περσία, εκτός από τους ορθόδοξους (Σουνίτες) μουσουλμάνους, συναντά κανείς Αλεβήδες, Κιζηλμπάσηδες, Μπεκτασήδες, Μεβλεβήδες, Γιουρούκους, Κούρδους, Αρμένιους, Ασσύριους κ.α. Στη Συρία και στο Λίβανο συναντά επιπλέον Αλαουίτες (ή Νουσαϊρί), Ισμαηλίτες, Ιμάμις, Δρούζους κι ένα πλήθος χριστιανικών μειονοτήτων όλων των δογμάτων.
Στο Ιράκ, εκτός από Σουνίτες και Σιίτες, υπάρχουν επίσης Γεζίντι, Ζωροάστρες και Μανδαίοι. Ωστόσο όλοι αυτοί οι λαοί και θρησκευτικές ομάδες δε βρίσκονται απλά σε μια τεράστια εμπόλεμη ζώνη, όπου διεξάγεται ένας μακροχρόνιος εμφύλιος πόλεμος εξόντωσης και κυριαρχίας, όπως στο Ιράκ και στη Συρία, αλλά αποτελούν και τα κυρίως θύματα των διώξεων, εκτοπισμών, σφαγών, μαζικών εκτελέσεων, βιασμών, υποδούλωσης και κάθε είδους βιαιοπραγιών και διακρίσεων. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι πανάρχαιοι Γεζίντι του βόρειου Ιράκ, η θρησκευτική πίστη των οποίων συνδυάζει στοιχεία Χριστιανισμού, Ζωροαστρισμού και Ισλάμ, με πολλές πανάρχαιες μαγικές πρακτικές. (Βλέπε Οι Πρόδρομοι των Βογόμιλων: Στη Σκιά του “Άλλου” Θεού, Γ. Στάμκος, εκδ. Πύρινος Κόσμος).
Οι Γεζίντι, που είναι κυρίως Κούρδοι, πιστεύουν πως ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο τον οποίο έθεσε υπό την προστασία επτά αγγέλων, με κορυφαίο τον Μελέκ Τάους, που αποκαλούν και Σατάν. Έτσι για τους φανατικούς Ισλαμιστές και τους Τζιχαντιστές του λεγόμενου “Ισλαμικού Χαλιφάτου” (ISIS) οι Γεζίντι του βορείου Ιράκ, θεωρούνται “λάτρεις του Σατανά” και “άπιστοι” και γι' αυτό μετά την κατάληψη του όρους Σιντζάρ το 2014, που ήταν και το προπύργιο τους, χιλιάδες Γεζίντι σφαγιάστηκαν και ρίχθηκαν σε μαζικούς τάφους, ενώ χιλιάδες γυναίκες και κορίτσια των Γεζίντι αιχμαλωτίστηκαν, βιάστηκαν και πουλήθηκαν ως “σκλάβες του σεξ” ή δόθηκαν ως ανταμοιβή για να ικανοποιήσουν τις ορέξεις των φανατισμένων και, όπως αποδείχθηκε, και χημικά ντοπαρισμένων Τζιχαντιστών μαχητών. Όσοι επέζησαν κατέφυγαν στα εδάφη του ημιανεξάρτητου Ιρακινού Κουρδιστάν -άλλωστε και οι Γεζίντι είναι παρακλάδι των Κούρδων-, όπου βρήκαν προστασία και στη συνέχεια, όταν το όρος Σιντζάρ απελευθερώθηκε το 2016 από τους Κούρδους μαχητές, άρχισαν να επιστρέφουν δειλά-δειλά στα πατρογονικά τους εδάφη.
Τους λαούς αυτούς της Εγγύς Ανατολής μπορεί κανείς να παρομοιάσει με παλιά κι εξαντλημένα καμίνια, που κάτω από την κρύα και παχιά στάχτη τους, συνεχίζουν να υπάρχουν διαχρονικοί σπινθήρες της αρχαίας Γνώσης και της Αλήθειας. Τέτοιοι είναι και οι Αλαουίτες, που ζουν γύρω από τη Λατάκια στη μεσογειακή Συρία, των οποίων οι εξωτερικές και εσωτερικές δοξασίες τους διαφέρουν ουσιαστικά από τους υπόλοιπους μουσουλμάνους. Προτού επικεντρωθούμε όμως στους Σύριους Αλαουίτες είναι σκόπιμο να διευκρινίσουμε ορισμένα στοιχεία γύρω από τους μουσουλμάνους, που συχνά εκλαμβάνονται ως μια ενιαία και συμπαγή θρησκευτική κοινότητα.
Οι Αλαουίτες ή Νουσαϊρι της Συρίας ήταν παραδοσιακά μια αγροτική ορεσίβια κοινότητα και μάλιστα αρκετά περιθωριακή, καθώς ζούσε σχετικά απομονωμένη και μακριά από τις πόλεις π.χ. η άτυπη “πρωτεύουσα” της περιοχής τους, η Λατάκια, είχε ως το 1920 κατοίκους κυρίως Σουνίτες μουσουλμάνους και Χριστιανούς. Ήταν κυνηγημένοι επί αιώνες και γι' αυτό κατέφυγαν στα βουνά, ενώ οι Σουνίτες εξαπέλυαν κατά περιόδους διάφορες τιμωρητικές εκστρατείες εναντίον τους, “φυτεύοντας” μάλιστα πολλά τζαμιά στις περιοχές τους, που ωστόσο έμεναν πάντα άδεια, διότι οι ντόπιοι δεν τα χρησιμοποιούσαν παρά μόνον οι επισκέπτες.
Ωστόσο άρχισαν να βγαίνουν από το περιθώριο και να αναρριχώνται στην εξουσία μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ανεξαρτησία της Συρίας αρχικά υπό Γαλλική Εντολή. Οι Γάλλοι, που ακολουθούσαν το δόγμα του “διαίρει και βασίλευε”, τους χρησιμοποίησαν εξ αρχής ως στρατιώτες για να προστατεύσουν την επικυριαρχία τους απέναντι στη μονίμως εξεγερμένη Σουνιτική πλειονότητα της Συρίας, που παραδοσιακά καταπίεζε τους Αλαουίτες.
Το 1973 εκδόθηκε από τον Λιβανέζο σεΐχη Μουσά Σάντρ μια νέα φάτβα, η οποία ήταν πολύ σημαντική για την ενίσχυση των Αλαουιτών, καθώς τους αναγνώρισε για πρώτη φορά ως μουσουλμάνους σε αντάλλαγμα να υποστηρίξουν τη Σιιτική μειονότητα στο Λίβανο. Έτσι οι Αλαουίτες αναγνωρίστηκαν επίσημα ως ανορθόδοξος κλάδος του Σιιτισμού κι απέκτησαν προστασία κι εκ μέρους του Ιράν. Τα αποτελέσματα αυτής της “σιιτικοποίησης” των Αλαουιτών ή Νουσαϊρι ήταν πενιχρά: τα πέντε αλαουιτικά τεμένη που έχτισε ο Χαφέζ αλ Άσαντ στη γενέτειρα του Καρντάχα, παρέμειναν άδεια, ενώ οι Σουνίτες εξακολουθούσαν να τους βλέπουν αν όχι ως “απίστους”, τουλάχιστον ως “ψευδο-μουσουλμάνους”…
Οι σημερινοί μουσουλμάνοι, που αποτελούν λίγο πάνω από το 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού, χωρίζονται σε δύο κυρίως δίογματα ή “παρατάξεις”. Στη μία παράταξη ανήκουν οι οπαδοί της σειράς των τεσσάρων πρώτων Χαλιφών και ονομάζονται Σουνίτες διότι, εκτός από το Κοράνι, σέβονται και την “Σούνα”, που σημαίνει Παράδοση στα Αραβικά. Σουνίτες είναι περίπου το 70% των μουσουλμάνων, που ζουν κυρίως στις αραβικές χώρες, αλλά και στην Τουρκία, στη Ρωσία κ.α.
Η άλλη παράταξη είναι οι λεγόμενοι Σιίτες, οπαδοί της παράδοσης του Αλή, του παραδείγματος του μαρτυρικού θανάτου του από τους Σουνίτες και των “12 Ιμάμηδων”, που αποτελούν το 15-20% του μουσουλμανικού κόσμου και είναι η πλειοψηφία στο Ιράν, στο Ιράκ, στο Αζερμπαϊτζάν, σε ορισμένες μικρές χώρες του Περσικού κόλπου, στην Ινδία, ενώ αποτελούν σημαντική μειονότητα στην Υεμένη, την Τουρκία (Αλεβήδες, 20% του πληθυσμού), στη Συρία (Ιμάμις κ.α.), στο Λίβανο (40%) κ.α..
Το υπόλοιπο 10% των μουσουλμάνων ανήκει σε διάφορες μικρότερες εθνοθρησκευτικές μειονότητες όπως είναι οι Αλαουίτες, οι Ισμαηλίτες (επταδιστές), οι Μπεκτασήδες, οι Zaidi που επικρατούν στην Υεμένη κ.α.
Υπάρχουν επίσης και οι Δρούζοι, μια ακραία παραφυάδα των Ισμαηλιτών, που δέχονται τον Αλή ως θεότητα, και αποτελούν το 3% του πληθυσμού στη Συρία και σημαντικό ποσοστό (6%) στο Λίβανο, δεν θεωρούνται καν μουσουλμάνοι από τους Σουνίτες αλλά συνιστούν μια ξεχωριστή θρησκευτική ομάδα με τον δικό της θρησκευτικό ηγέτη ή Αγά Χαν.
Παλαιότερα η Δαμασκός (Σουνίτες) και η Βαγδάτη (Σιίτες) ήταν οι έδρες των δύο αντίπαλων στρατηγείων και υπήρξαν θέατρα συγκλονιστικών τραγωδιών, συγκρούσεων και εκδικητικού πάθους. Σήμερα πνευματική πρωτεύουσα των Σουνιτών ανά τον κόσμο είναι η Μέκκα και η Σαουδική Αραβία, ενώ των Σιιτών είναι το Ιράν (Περσία) και η Τεχεράνη. Ωστόσο κατά τον 11-12ο αιώνα το κέντρο των Σιιτών ήταν η Αίγυπτος και η Συρία, ενώ των Σουνιτών το Χορασάν της Περσίας! Ωστόσο για λόγους ιδιοσυγκρασίας, της παράδοσης του Ζωροαστρισμού καθώς και για πολιτικούς λόγους, ο Σιιτισμός αύξησε την επιρροή του στην Περσία και το το 1572 το δόγμα των “12 Ιμάμηδων” ανακηρύχθηκε ως επίσημη θρησκεία του Ιράν.
Γενικώς οι Σιίτες παρότι αποτελούν σήμερα μόνο το ένα πέμπτο των μουσουλμάνων έχουν μεγάλη επίδραση στη πνευματική και όχι μόνον ζωή του Ισλάμ, πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το αριθμητικό τους μέγεθος. Η νοοτροπία τους επηρεάζεται κι από την αναπόληση του δωδέκατου Ιμάμ ή Αλ Μαχντί (Μεσσία), που είναι ο Κριτής της Οικουμένης κι αυτός που “διευθύνει το χρόνο”, μετέχει στη ζωή του κόσμου, αν και απών. (Βλέπε “Οι Πρόδρομοι των Βογόμιλων: Στη Σκιά του “Άλλου” Θεού, Γ. Στάμκος, εκδ. Πύρινος Κόσμος).
Στους Ιρανούς Σιίτες διακρίνονται οι Μουζταχίντ, που θεωρούνται αυθεντίες στο να γνωμοδοτούν σε θέματα πίστεως και πράξεως. Ανάμεσα τους οι διαπρεπέστεροι λαμβάνουν τον τίτλο του Αγιοταλάχ, που σημαίνει “θαυμαστό σημείο από τον Θεό” και θεωρούνται χαρισματικές προσωπικότητες, αλλά και προσωπικοί εκπρόσωποι του “μυστικού” Ιμάμ.
Από την αρχαιότητα η λεκάνη της Μεσογείου ήταν ένας “χώρος-κίνηση”, όπου μετακινούνταν και συνδιαλέγονταν άνθρωποι, λαοί, εμπορεύματα, ιδέες, πολιτισμοί, πνευματικές και θρησκευτικές δοξασίες. Ειδικά η ανατολική Μεσόγειος και οι πυκνοκατοικημένες ακτές της υπήρξαν ανέκαθεν μια χοάνη πολιτισμών, εμποτισμένη στην πνευματικότητα και στο θρησκευτικό συγκρητισμό. Ενώ κατά το παρελθόν η διάκριση γινόταν μεταξύ Μεσογείου και μη-Μεσογείου, δηλαδή μεταξύ “ζώνης του ελαιολάδου” και “ζώνης του βουτύρου” ή μεταξύ “ιχθυόφιλων” και “ιχθυόφοβων” λαών, από τις αρχές του 20ου αιώνα η διάκριση στη Μεσόγειο άρχισε να γίνεται διάκριση μεταξύ Ευρώπης και μη-Ευρώπης, και ο διαχωριστικός παράγων ήταν πλέον το Ισλάμ.
Η ανομοιογένεια της μουσουλμανικής Μέσης Ανατολής
Όταν ακούμε τη λέξη Ισλάμ οι περισσότεροι από εμάς φανταζόμαστε έναν κόσμο όπου επικρατεί απόλυτα η πεποίθηση πως “ένας είναι ο Αλλάχ (Θεός) και προφήτης Αυτού ο Μωάμεθ”. Πως πρόκειται για έναν ομοιογενή κόσμο, όπου κυριαρχεί απόλυτα η μουσουλμανική θρησκεία που ως ένας μισαλλόδοξος οδοστρωτήρας έχει ισοπεδώσει τα πάντα και ιδιαίτερα το πλούσιο ιστορικό και πολιτισμικό παρελθόν και τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των λαών της περιοχής. Ωστόσο αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια.
Οι λαοί της Μέσης Ανατολής, της ανατολικής Μεσογείου και ειδικά της Συρίας και της Μικρά Ασίας (σημερινής Τουρκίας) εμφανίζονται ως αποκαλυπτικοί πανάρχαιοι τόμοι, με ημικατεστραμμένες, σχισμένες και μισοσβησμένες σελίδες μυστηριακού κι αποκρυφιστικού περιεχομένου. Για να αναγνωρίσει κανείς την αρχαία καταγωγή τους θα πρέπει να αποξύσει το παχύ ισλαμικό ή χριστιανικό επίχρισμα που τους καλύπτει.
Από τα παράλια της Μικρά Ασίας ως την Περσία, εκτός από τους ορθόδοξους (Σουνίτες) μουσουλμάνους, συναντά κανείς Αλεβήδες, Κιζηλμπάσηδες, Μπεκτασήδες, Μεβλεβήδες, Γιουρούκους, Κούρδους, Αρμένιους, Ασσύριους κ.α. Στη Συρία και στο Λίβανο συναντά επιπλέον Αλαουίτες (ή Νουσαϊρί), Ισμαηλίτες, Ιμάμις, Δρούζους κι ένα πλήθος χριστιανικών μειονοτήτων όλων των δογμάτων.
Οι παράξενοι Κούρδοι Γεζίντι
Στο Ιράκ, εκτός από Σουνίτες και Σιίτες, υπάρχουν επίσης Γεζίντι, Ζωροάστρες και Μανδαίοι. Ωστόσο όλοι αυτοί οι λαοί και θρησκευτικές ομάδες δε βρίσκονται απλά σε μια τεράστια εμπόλεμη ζώνη, όπου διεξάγεται ένας μακροχρόνιος εμφύλιος πόλεμος εξόντωσης και κυριαρχίας, όπως στο Ιράκ και στη Συρία, αλλά αποτελούν και τα κυρίως θύματα των διώξεων, εκτοπισμών, σφαγών, μαζικών εκτελέσεων, βιασμών, υποδούλωσης και κάθε είδους βιαιοπραγιών και διακρίσεων. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι πανάρχαιοι Γεζίντι του βόρειου Ιράκ, η θρησκευτική πίστη των οποίων συνδυάζει στοιχεία Χριστιανισμού, Ζωροαστρισμού και Ισλάμ, με πολλές πανάρχαιες μαγικές πρακτικές. (Βλέπε Οι Πρόδρομοι των Βογόμιλων: Στη Σκιά του “Άλλου” Θεού, Γ. Στάμκος, εκδ. Πύρινος Κόσμος).
Οι Γεζίντι, που είναι κυρίως Κούρδοι, πιστεύουν πως ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο τον οποίο έθεσε υπό την προστασία επτά αγγέλων, με κορυφαίο τον Μελέκ Τάους, που αποκαλούν και Σατάν. Έτσι για τους φανατικούς Ισλαμιστές και τους Τζιχαντιστές του λεγόμενου “Ισλαμικού Χαλιφάτου” (ISIS) οι Γεζίντι του βορείου Ιράκ, θεωρούνται “λάτρεις του Σατανά” και “άπιστοι” και γι' αυτό μετά την κατάληψη του όρους Σιντζάρ το 2014, που ήταν και το προπύργιο τους, χιλιάδες Γεζίντι σφαγιάστηκαν και ρίχθηκαν σε μαζικούς τάφους, ενώ χιλιάδες γυναίκες και κορίτσια των Γεζίντι αιχμαλωτίστηκαν, βιάστηκαν και πουλήθηκαν ως “σκλάβες του σεξ” ή δόθηκαν ως ανταμοιβή για να ικανοποιήσουν τις ορέξεις των φανατισμένων και, όπως αποδείχθηκε, και χημικά ντοπαρισμένων Τζιχαντιστών μαχητών. Όσοι επέζησαν κατέφυγαν στα εδάφη του ημιανεξάρτητου Ιρακινού Κουρδιστάν -άλλωστε και οι Γεζίντι είναι παρακλάδι των Κούρδων-, όπου βρήκαν προστασία και στη συνέχεια, όταν το όρος Σιντζάρ απελευθερώθηκε το 2016 από τους Κούρδους μαχητές, άρχισαν να επιστρέφουν δειλά-δειλά στα πατρογονικά τους εδάφη.
Οι Αλαουίτες της Συρίας
Τους λαούς αυτούς της Εγγύς Ανατολής μπορεί κανείς να παρομοιάσει με παλιά κι εξαντλημένα καμίνια, που κάτω από την κρύα και παχιά στάχτη τους, συνεχίζουν να υπάρχουν διαχρονικοί σπινθήρες της αρχαίας Γνώσης και της Αλήθειας. Τέτοιοι είναι και οι Αλαουίτες, που ζουν γύρω από τη Λατάκια στη μεσογειακή Συρία, των οποίων οι εξωτερικές και εσωτερικές δοξασίες τους διαφέρουν ουσιαστικά από τους υπόλοιπους μουσουλμάνους. Προτού επικεντρωθούμε όμως στους Σύριους Αλαουίτες είναι σκόπιμο να διευκρινίσουμε ορισμένα στοιχεία γύρω από τους μουσουλμάνους, που συχνά εκλαμβάνονται ως μια ενιαία και συμπαγή θρησκευτική κοινότητα.
Οι Αλαουίτες ή Νουσαϊρι της Συρίας ήταν παραδοσιακά μια αγροτική ορεσίβια κοινότητα και μάλιστα αρκετά περιθωριακή, καθώς ζούσε σχετικά απομονωμένη και μακριά από τις πόλεις π.χ. η άτυπη “πρωτεύουσα” της περιοχής τους, η Λατάκια, είχε ως το 1920 κατοίκους κυρίως Σουνίτες μουσουλμάνους και Χριστιανούς. Ήταν κυνηγημένοι επί αιώνες και γι' αυτό κατέφυγαν στα βουνά, ενώ οι Σουνίτες εξαπέλυαν κατά περιόδους διάφορες τιμωρητικές εκστρατείες εναντίον τους, “φυτεύοντας” μάλιστα πολλά τζαμιά στις περιοχές τους, που ωστόσο έμεναν πάντα άδεια, διότι οι ντόπιοι δεν τα χρησιμοποιούσαν παρά μόνον οι επισκέπτες.
Ωστόσο άρχισαν να βγαίνουν από το περιθώριο και να αναρριχώνται στην εξουσία μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ανεξαρτησία της Συρίας αρχικά υπό Γαλλική Εντολή. Οι Γάλλοι, που ακολουθούσαν το δόγμα του “διαίρει και βασίλευε”, τους χρησιμοποίησαν εξ αρχής ως στρατιώτες για να προστατεύσουν την επικυριαρχία τους απέναντι στη μονίμως εξεγερμένη Σουνιτική πλειονότητα της Συρίας, που παραδοσιακά καταπίεζε τους Αλαουίτες.
Το 1973 εκδόθηκε από τον Λιβανέζο σεΐχη Μουσά Σάντρ μια νέα φάτβα, η οποία ήταν πολύ σημαντική για την ενίσχυση των Αλαουιτών, καθώς τους αναγνώρισε για πρώτη φορά ως μουσουλμάνους σε αντάλλαγμα να υποστηρίξουν τη Σιιτική μειονότητα στο Λίβανο. Έτσι οι Αλαουίτες αναγνωρίστηκαν επίσημα ως ανορθόδοξος κλάδος του Σιιτισμού κι απέκτησαν προστασία κι εκ μέρους του Ιράν. Τα αποτελέσματα αυτής της “σιιτικοποίησης” των Αλαουιτών ή Νουσαϊρι ήταν πενιχρά: τα πέντε αλαουιτικά τεμένη που έχτισε ο Χαφέζ αλ Άσαντ στη γενέτειρα του Καρντάχα, παρέμειναν άδεια, ενώ οι Σουνίτες εξακολουθούσαν να τους βλέπουν αν όχι ως “απίστους”, τουλάχιστον ως “ψευδο-μουσουλμάνους”…
Σουνίτες Vs Σιίτες
Οι σημερινοί μουσουλμάνοι, που αποτελούν λίγο πάνω από το 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού, χωρίζονται σε δύο κυρίως δίογματα ή “παρατάξεις”. Στη μία παράταξη ανήκουν οι οπαδοί της σειράς των τεσσάρων πρώτων Χαλιφών και ονομάζονται Σουνίτες διότι, εκτός από το Κοράνι, σέβονται και την “Σούνα”, που σημαίνει Παράδοση στα Αραβικά. Σουνίτες είναι περίπου το 70% των μουσουλμάνων, που ζουν κυρίως στις αραβικές χώρες, αλλά και στην Τουρκία, στη Ρωσία κ.α.
Η άλλη παράταξη είναι οι λεγόμενοι Σιίτες, οπαδοί της παράδοσης του Αλή, του παραδείγματος του μαρτυρικού θανάτου του από τους Σουνίτες και των “12 Ιμάμηδων”, που αποτελούν το 15-20% του μουσουλμανικού κόσμου και είναι η πλειοψηφία στο Ιράν, στο Ιράκ, στο Αζερμπαϊτζάν, σε ορισμένες μικρές χώρες του Περσικού κόλπου, στην Ινδία, ενώ αποτελούν σημαντική μειονότητα στην Υεμένη, την Τουρκία (Αλεβήδες, 20% του πληθυσμού), στη Συρία (Ιμάμις κ.α.), στο Λίβανο (40%) κ.α..
Οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι
Το υπόλοιπο 10% των μουσουλμάνων ανήκει σε διάφορες μικρότερες εθνοθρησκευτικές μειονότητες όπως είναι οι Αλαουίτες, οι Ισμαηλίτες (επταδιστές), οι Μπεκτασήδες, οι Zaidi που επικρατούν στην Υεμένη κ.α.
Υπάρχουν επίσης και οι Δρούζοι, μια ακραία παραφυάδα των Ισμαηλιτών, που δέχονται τον Αλή ως θεότητα, και αποτελούν το 3% του πληθυσμού στη Συρία και σημαντικό ποσοστό (6%) στο Λίβανο, δεν θεωρούνται καν μουσουλμάνοι από τους Σουνίτες αλλά συνιστούν μια ξεχωριστή θρησκευτική ομάδα με τον δικό της θρησκευτικό ηγέτη ή Αγά Χαν.
Μέκκα vs Τεχεράνη
Παλαιότερα η Δαμασκός (Σουνίτες) και η Βαγδάτη (Σιίτες) ήταν οι έδρες των δύο αντίπαλων στρατηγείων και υπήρξαν θέατρα συγκλονιστικών τραγωδιών, συγκρούσεων και εκδικητικού πάθους. Σήμερα πνευματική πρωτεύουσα των Σουνιτών ανά τον κόσμο είναι η Μέκκα και η Σαουδική Αραβία, ενώ των Σιιτών είναι το Ιράν (Περσία) και η Τεχεράνη. Ωστόσο κατά τον 11-12ο αιώνα το κέντρο των Σιιτών ήταν η Αίγυπτος και η Συρία, ενώ των Σουνιτών το Χορασάν της Περσίας! Ωστόσο για λόγους ιδιοσυγκρασίας, της παράδοσης του Ζωροαστρισμού καθώς και για πολιτικούς λόγους, ο Σιιτισμός αύξησε την επιρροή του στην Περσία και το το 1572 το δόγμα των “12 Ιμάμηδων” ανακηρύχθηκε ως επίσημη θρησκεία του Ιράν.
Γενικώς οι Σιίτες παρότι αποτελούν σήμερα μόνο το ένα πέμπτο των μουσουλμάνων έχουν μεγάλη επίδραση στη πνευματική και όχι μόνον ζωή του Ισλάμ, πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το αριθμητικό τους μέγεθος. Η νοοτροπία τους επηρεάζεται κι από την αναπόληση του δωδέκατου Ιμάμ ή Αλ Μαχντί (Μεσσία), που είναι ο Κριτής της Οικουμένης κι αυτός που “διευθύνει το χρόνο”, μετέχει στη ζωή του κόσμου, αν και απών. (Βλέπε “Οι Πρόδρομοι των Βογόμιλων: Στη Σκιά του “Άλλου” Θεού, Γ. Στάμκος, εκδ. Πύρινος Κόσμος).
Στους Ιρανούς Σιίτες διακρίνονται οι Μουζταχίντ, που θεωρούνται αυθεντίες στο να γνωμοδοτούν σε θέματα πίστεως και πράξεως. Ανάμεσα τους οι διαπρεπέστεροι λαμβάνουν τον τίτλο του Αγιοταλάχ, που σημαίνει “θαυμαστό σημείο από τον Θεό” και θεωρούνται χαρισματικές προσωπικότητες, αλλά και προσωπικοί εκπρόσωποι του “μυστικού” Ιμάμ.
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Πηγή: tvxs.gr
Πηγή: tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου