Αρχές του μήνα, στο «Σπίτι της Κύπρου», η Αννα Μαραγκού παρουσίασε το
βιβλίο της «Περπατώντας στις όχθες του Πεδιαίου ποταμού» με φωτογραφίες
του Γιώργου Πανταζή, Εκδόσεις «Το Ροδακιό».
Επιγραμματική πληροφόρηση: Η Αννα Μαραγκού ήταν, για μερικές δεκαετίες, η ψυχή (αστραφτερή παρουσία ακατάπαυστα δημιουργική) στις δραστηριότητες «πολιτισμού» του Δήμου Λευκωσίας. Ο Γιώργος Πανταζής, αρχιτέκτονας και ταλαντούχος φωτογράφος. Πεδιαίος, ο αφανής πια ποταμός που διασχίζει τη Λευκωσία. Και «Το Ροδακιό» είναι το καύχημα («βασιλικός στ’ αφτί μας») της βιβλιόφιλης Αθήνας.
Θα αδικούσε το βιβλίο και η πιο ευφυής, συντομογραφική απόπειρα αποτίμησης, αξιολόγησής του. Οι «31 ιστορίες για τη Λευκωσία» είναι κομψοτεχνήματα γλωσσικής εκφραστικής, η χάρη τους ανυπότακτη σε χαρακτηρισμούς.
Η πόλη, τα χτίσματα, οι άνθρωποι και η συνύπαρξή τους είναι ένα παρελθόν αιώνων, που επιμένει να συνιστά παρόν – ομορφιά που αντιστέκεται, αρχοντιά που επιμένει. Λέμε «πολιτισμό» την αλλοτινή σοφία που αβίαστα κοινωνείται διαρκώς, την απομνημείωσή της σε οικοδομές, ρυμοτομία, αισθητική του χώρου – ό,τι αποτυπώνει πρώτιστα ήθος κι ύστερα ανάγκη.
Τα κείμενα φωτίζουν το κληροδότημα, οι φωτογραφίες υπηρετούν την πρόκληση να αξιωθείς κάποτε την άμεση θέαση του εραστού τεχνήματος. Οσοι ζουν σαν λιμό την έκλειψη της αριστείας («άριστου έργου»), μπορούν να έχουν, για πολύν καιρό, το βιβλίο αυτό στο προσκεφάλι τους.
Η σημερινή επιφυλλίδα γράφεται και για να προφυλάξει τον αναγνώστη. Να του πει: προσοχή! το βιβλίο της Μαραγκού πληγώνει! – όπως πάντοτε η «μέσα Ελλάδα», όπου κι αν ταξιδέψεις. Οταν το τελειώσεις, θα ξέρεις πολύ καλά, χωρίς κανείς να σου το έχει βεβαιώσει, ότι η μοίρα της Λευκωσίας είναι, νομοτελειακά, μοίρα και κάθε «ελληνίδος πόλεως» σήμερα. Μετά την ανεμπόδιστη αρπαγή της μισής Κύπρου από τους Τούρκους, ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε σοφά και επιγραμματικά αποφανθεί: «Το άδειο μας το πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει». Οσοι διαχειρίζονται την ιστορική συνέχεια των Ελλήνων, εξακολουθούν να μην αντιλαμβάνονται το κενό ταυτότητας, το άδειο πρόσωπο.
Ελληνίδες πόλεις, με ιστορία πολλών αιώνων, που τις κατάπιε οριστικά και αμετάκλητα η τουρκιά, ποιος τις μνημονεύει πια σήμερα; Κερύνεια, Αμμόχωστος, Μόρφου, όπως και Σμύρνη, Τραπεζούντα, Σηλυβρία, Σούρμενα, Εφεσσος, Φώκαια, Νικομήδεια, Σινασός, Μουδανιά, Σαμψούντα, Καισάρεια, Αττάλεια, Αλικαρνασσός, Λαοδίκεια, Πέργη – πλήθος τα ονόματα. Η λογική των ιστορικών δεδομένων, ψυχρά και ανελέητα, βεβαιώνει τις επερχόμενες προσθήκες στον κατάλογο: Πόλεις της «γαλάζιας πατρίδας» που τη δηλώνει ιταμότατα «δική του» ο Ερντογάν, δηλαδή οι πόλεις της νησιωτικής Ελλάδας, γιατί όχι και της Δυτικής Θράκης, ίσως και της Μακεδονίας, γενέτειρας του Κεμάλ, αλλά και το στρατηγικό «κλειδί» του Βόλου, με αυτονόητο αντιστήριγμα την Κρήτη.
Αυτό που είναι σήμερα η Λευκωσία και το αποτυπώνει με ειδυλλιακό σπαραγμό η Αννα Μαραγκού στο βιβλίο της, θα είναι σε λίγα χρόνια, νομοτελειακά, η Κομοτηνή, η Ξάνθη, γιατί όχι η Λάρισα, τα Γιάννενα, τα Χανιά.
Είναι ορθολογικά προβλεπτή η επερχόμενη κατάποση. Οχι επειδή οι Τούρκοι είναι ογδόντα εκατομμύρια και οι Ελληνώνυμοι οκτώ. Οχι επειδή είναι εκσυγχρονισμένα πάνοπλοι και εμείς με τα χρήματα του εξοπλισμού τρέφουμε ένα πελατειακό κράτος.
Αλλά μόνο επειδή οι Τούρκοι είναι περήφανοι να είναι Τούρκοι, ενώ οι Ελληνες θέλουν, με οποιοδήποτε τίμημα, να γίνουν κάτι άλλο από αυτό που είναι: Να γίνουν, επιτέλους, Ευρωπαίοι! Εστω «επιτροπευόμενοι» από αδίστακτης τοκογλυφίας «εταίρους» με υποθηκευμένα τα «χρυσαφικά» της χώρας, σαδιστικά, στο διηνεκές. Παραμένουμε συνεπαρμένοι οι Ελληνώνυμοι από τον άξεστο καραμανλισμό της συλλογικής συμπλεγματικής μας μειονεξίας: Να γίνουμε Ευρωπαίοι, οπωσδήποτε, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.
Ολα τα «κόμματα εξουσίας» είναι στη σημερινή Ελλάδα «προοδευτικά», που θα πει: μάχονται για την «πρόοδο», δηλαδή για τον αφελληνισμό. Αφελληνισμό της γλώσσας, της ιστορικής συνείδησης, της Τέχνης, της λαϊκής παράδοσης. Είναι κοινό πολιτικό πρόγραμμα ο αφελληνισμός, γι’ αυτό και δεν διαφέρει σε προσανατολισμό και στόχους η πολιτική Γαβρόγλου από την πολιτική Κεραμέως. Είναι προϋπόθεση του εξευρωπαϊσμού ο αφελληνισμός, δηλαδή προϋπόθεση της «προόδου», επομένως έχουν τη «λογική» τους οι επιλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη:
Απέναντι σε έναν αδίστακτο τολμητία Ερντογάν, που εισβάλλει αυθαίρετα στη Συρία, απειλεί να κατακλύσει με πρόσφυγες την Ευρώπη, διακηρύσσει προκλητικά τουρκικό το Αιγαίο, απέναντι σε μια τέτοια λαίλαπα, στήνει υπουργό Εξωτερικών έναν ευπρεπή, αλλά παντελώς ανεπαρκή, δίχως την πείρα διεθνών σχέσεων και διπλωματίας πολιτικό. Με αναπληρωτή, μια σκανδαλώδους ανεπάρκειας, παρουσία.
Αυτή η προσωποποιημένη αναφορά στη σημερινή φαρσοκωμωδία του υπουργείου Εξωτερικών δεν συνιστά, προφανώς, αντικυβερνητική, κομματική κριτική, είναι μόνο οιμωγή έσχατου πια απελπισμού – ας το καταλάβουν όσοι βλέπουν την πραγματικότητα μόνο με τα ματογυάλια της πόλωσης Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού, ΣΥΡΙΖΑ – Ν.Δ. Κατρακυλάμε κυριολεκτικά στην άβυσσο και το μόνο που μας ενδιαφέρει, μέσα στον ίλιγγο της πτώσης και πριν τον διαμελισμό του πτώματος στα βράχια, είναι το αφιόνι μιας χωρίς αντίκρισμα εξουσίας.
Βέβαια, το λεκανοπέδιο της Αττικής δεν θα θελήσουν ποτέ να το κατακτήσουν οι πανευφυείς Τούρκοι. Θα το αφήσουν, ίσως και με ολίγη Πελοπόννησο, να σαπίζει από μόνο του ως την έσχατη αποσύνθεση, με υπουργεία, λιμουζίνες, θλιβερούς ηλίθιους αξιωματούχους – να απολαμβάνουν οι Τούρκοι τη σύγκριση με το δικό τους «μεγαλείο».
Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην εφημερίδα Καθημερινή
Επιγραμματική πληροφόρηση: Η Αννα Μαραγκού ήταν, για μερικές δεκαετίες, η ψυχή (αστραφτερή παρουσία ακατάπαυστα δημιουργική) στις δραστηριότητες «πολιτισμού» του Δήμου Λευκωσίας. Ο Γιώργος Πανταζής, αρχιτέκτονας και ταλαντούχος φωτογράφος. Πεδιαίος, ο αφανής πια ποταμός που διασχίζει τη Λευκωσία. Και «Το Ροδακιό» είναι το καύχημα («βασιλικός στ’ αφτί μας») της βιβλιόφιλης Αθήνας.
Θα αδικούσε το βιβλίο και η πιο ευφυής, συντομογραφική απόπειρα αποτίμησης, αξιολόγησής του. Οι «31 ιστορίες για τη Λευκωσία» είναι κομψοτεχνήματα γλωσσικής εκφραστικής, η χάρη τους ανυπότακτη σε χαρακτηρισμούς.
Η πόλη, τα χτίσματα, οι άνθρωποι και η συνύπαρξή τους είναι ένα παρελθόν αιώνων, που επιμένει να συνιστά παρόν – ομορφιά που αντιστέκεται, αρχοντιά που επιμένει. Λέμε «πολιτισμό» την αλλοτινή σοφία που αβίαστα κοινωνείται διαρκώς, την απομνημείωσή της σε οικοδομές, ρυμοτομία, αισθητική του χώρου – ό,τι αποτυπώνει πρώτιστα ήθος κι ύστερα ανάγκη.
Τα κείμενα φωτίζουν το κληροδότημα, οι φωτογραφίες υπηρετούν την πρόκληση να αξιωθείς κάποτε την άμεση θέαση του εραστού τεχνήματος. Οσοι ζουν σαν λιμό την έκλειψη της αριστείας («άριστου έργου»), μπορούν να έχουν, για πολύν καιρό, το βιβλίο αυτό στο προσκεφάλι τους.
Η σημερινή επιφυλλίδα γράφεται και για να προφυλάξει τον αναγνώστη. Να του πει: προσοχή! το βιβλίο της Μαραγκού πληγώνει! – όπως πάντοτε η «μέσα Ελλάδα», όπου κι αν ταξιδέψεις. Οταν το τελειώσεις, θα ξέρεις πολύ καλά, χωρίς κανείς να σου το έχει βεβαιώσει, ότι η μοίρα της Λευκωσίας είναι, νομοτελειακά, μοίρα και κάθε «ελληνίδος πόλεως» σήμερα. Μετά την ανεμπόδιστη αρπαγή της μισής Κύπρου από τους Τούρκους, ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε σοφά και επιγραμματικά αποφανθεί: «Το άδειο μας το πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει». Οσοι διαχειρίζονται την ιστορική συνέχεια των Ελλήνων, εξακολουθούν να μην αντιλαμβάνονται το κενό ταυτότητας, το άδειο πρόσωπο.
Ελληνίδες πόλεις, με ιστορία πολλών αιώνων, που τις κατάπιε οριστικά και αμετάκλητα η τουρκιά, ποιος τις μνημονεύει πια σήμερα; Κερύνεια, Αμμόχωστος, Μόρφου, όπως και Σμύρνη, Τραπεζούντα, Σηλυβρία, Σούρμενα, Εφεσσος, Φώκαια, Νικομήδεια, Σινασός, Μουδανιά, Σαμψούντα, Καισάρεια, Αττάλεια, Αλικαρνασσός, Λαοδίκεια, Πέργη – πλήθος τα ονόματα. Η λογική των ιστορικών δεδομένων, ψυχρά και ανελέητα, βεβαιώνει τις επερχόμενες προσθήκες στον κατάλογο: Πόλεις της «γαλάζιας πατρίδας» που τη δηλώνει ιταμότατα «δική του» ο Ερντογάν, δηλαδή οι πόλεις της νησιωτικής Ελλάδας, γιατί όχι και της Δυτικής Θράκης, ίσως και της Μακεδονίας, γενέτειρας του Κεμάλ, αλλά και το στρατηγικό «κλειδί» του Βόλου, με αυτονόητο αντιστήριγμα την Κρήτη.
Αυτό που είναι σήμερα η Λευκωσία και το αποτυπώνει με ειδυλλιακό σπαραγμό η Αννα Μαραγκού στο βιβλίο της, θα είναι σε λίγα χρόνια, νομοτελειακά, η Κομοτηνή, η Ξάνθη, γιατί όχι η Λάρισα, τα Γιάννενα, τα Χανιά.
Είναι ορθολογικά προβλεπτή η επερχόμενη κατάποση. Οχι επειδή οι Τούρκοι είναι ογδόντα εκατομμύρια και οι Ελληνώνυμοι οκτώ. Οχι επειδή είναι εκσυγχρονισμένα πάνοπλοι και εμείς με τα χρήματα του εξοπλισμού τρέφουμε ένα πελατειακό κράτος.
Αλλά μόνο επειδή οι Τούρκοι είναι περήφανοι να είναι Τούρκοι, ενώ οι Ελληνες θέλουν, με οποιοδήποτε τίμημα, να γίνουν κάτι άλλο από αυτό που είναι: Να γίνουν, επιτέλους, Ευρωπαίοι! Εστω «επιτροπευόμενοι» από αδίστακτης τοκογλυφίας «εταίρους» με υποθηκευμένα τα «χρυσαφικά» της χώρας, σαδιστικά, στο διηνεκές. Παραμένουμε συνεπαρμένοι οι Ελληνώνυμοι από τον άξεστο καραμανλισμό της συλλογικής συμπλεγματικής μας μειονεξίας: Να γίνουμε Ευρωπαίοι, οπωσδήποτε, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.
Ολα τα «κόμματα εξουσίας» είναι στη σημερινή Ελλάδα «προοδευτικά», που θα πει: μάχονται για την «πρόοδο», δηλαδή για τον αφελληνισμό. Αφελληνισμό της γλώσσας, της ιστορικής συνείδησης, της Τέχνης, της λαϊκής παράδοσης. Είναι κοινό πολιτικό πρόγραμμα ο αφελληνισμός, γι’ αυτό και δεν διαφέρει σε προσανατολισμό και στόχους η πολιτική Γαβρόγλου από την πολιτική Κεραμέως. Είναι προϋπόθεση του εξευρωπαϊσμού ο αφελληνισμός, δηλαδή προϋπόθεση της «προόδου», επομένως έχουν τη «λογική» τους οι επιλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη:
Απέναντι σε έναν αδίστακτο τολμητία Ερντογάν, που εισβάλλει αυθαίρετα στη Συρία, απειλεί να κατακλύσει με πρόσφυγες την Ευρώπη, διακηρύσσει προκλητικά τουρκικό το Αιγαίο, απέναντι σε μια τέτοια λαίλαπα, στήνει υπουργό Εξωτερικών έναν ευπρεπή, αλλά παντελώς ανεπαρκή, δίχως την πείρα διεθνών σχέσεων και διπλωματίας πολιτικό. Με αναπληρωτή, μια σκανδαλώδους ανεπάρκειας, παρουσία.
Αυτή η προσωποποιημένη αναφορά στη σημερινή φαρσοκωμωδία του υπουργείου Εξωτερικών δεν συνιστά, προφανώς, αντικυβερνητική, κομματική κριτική, είναι μόνο οιμωγή έσχατου πια απελπισμού – ας το καταλάβουν όσοι βλέπουν την πραγματικότητα μόνο με τα ματογυάλια της πόλωσης Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού, ΣΥΡΙΖΑ – Ν.Δ. Κατρακυλάμε κυριολεκτικά στην άβυσσο και το μόνο που μας ενδιαφέρει, μέσα στον ίλιγγο της πτώσης και πριν τον διαμελισμό του πτώματος στα βράχια, είναι το αφιόνι μιας χωρίς αντίκρισμα εξουσίας.
Βέβαια, το λεκανοπέδιο της Αττικής δεν θα θελήσουν ποτέ να το κατακτήσουν οι πανευφυείς Τούρκοι. Θα το αφήσουν, ίσως και με ολίγη Πελοπόννησο, να σαπίζει από μόνο του ως την έσχατη αποσύνθεση, με υπουργεία, λιμουζίνες, θλιβερούς ηλίθιους αξιωματούχους – να απολαμβάνουν οι Τούρκοι τη σύγκριση με το δικό τους «μεγαλείο».
Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην εφημερίδα Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου