του Κώστα Ράπτη
Η κυβέρνηση Τραμπ, σύμφωνα τουλάχιστον με δηλώσεις μη κατονομαζόμενου στελέχους της που επικαλείται η Jerusalem Post, κάνει λόγο για «δίχως προηγούμενο διπλωματική ευκαιρία”. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ, πάλι, κάλεσε τους δημοσιογράφους να φιλτράρουν με πάσα επιφύλαξη τα fake news που πρόκειται αναμφίβολα να προκύψουν.
Ο λόγος για τη συνάντηση που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στα τέλη του μηνός στην Ιερουσαλήμ ανάμεσα στον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ Τζον Μπόλτον και τους ομολόγους του της Ρωσίας Νικολάι Πατρούσεφ και του Ισραήλ Μέιρ Μπεν-Σαμπάτ.
Δημοσιεύματα που εμφανίσθηκαν το τελευταίο διάστημα, αρχής γενομένης από την σαουδαραβικών συμφερόντων εφημερίδα Asharq al-Awsat τη Δευτέρα,
θέλουν την συνάντηση αυτή να επικεντρώνεται σε μία αμερικανική πρόταση αναγνώρισης της εξουσίας του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία (και γενικότερα των τετελεσμένων που δημιουργήθηκαν στα πεδία των μαχών, με την παρέμβαση και της Ρωσίας) και άρσης των σχετικών κυρώσεων, υπό τον όρο ότι η Μόσχα θα συνεργασθεί για την απομάκρυνση της ιρανικής στρατιωτικής παρουσίας από τον βόρειο γείτονα του Ισραήλ.
Ήδη από τον προηγούμενο μήνα, ωστόσο, υποδεχόμενος τον Ιρανό ομόλογό του ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, έχει χαρακτηρίσει μια τέτοια προσδοκία ως «μη ρεαλιστική”, υπενθυμίζοντας ότι η Συρία αποτελεί κυρίαρχο κράτος και οι ιρανικές (παρα)στρατιωτικές δυνάμεις έχουν προσκληθεί από την νόμιμη συριακή κυβέρνηση.
Αντίστοιχα, ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για τη Συρία Τζιμ Τζέφρις σε εκδήλωση του Middle East Institute στη Ουάσιγκτον την Τρίτη τόνισε ότι δεν υφίσταται ρωσο-αμερικανική συμφωνία ή διαπραγμάτευση, διατηρείται ωστόσο ανοικτός δίαυλος επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα, με στόχο την εξεύρεση πολιτικής λύσης στη συριακή κρίση.
Όπως και αν έχει, και μόνο το γεγονός ότι η ρωσική πλευρά δέχεται να συμμετάσχει σε μια συνάντηση σαν αυτή της Ιερουσαλήμ, χωρίς μάλιστα να το αποκρύβει αποτελεί, όπως επεσήμανε και η πηγή της Jesusalem Post σημαντικό μήνυμα. Και θα πρέπει να αποδοθεί αφενός στην ετοιμότητα της Μόσχας να αξιοποιήσει κάθε άνοιγμα προκειμένου να εμπλέξει την αμερικανική πλευρά σε μιαν ευρύτερη διαπραγμάτευση και αφετέρου στην επιθυμία της να χαλιναγωγήσει τις ιρανικές φιλοδοξίες.
Ούτε πιθανότατα είναι τυχαίο το ότι ο ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου απέτυχε να σχηματίσει κυβέρνηση (γεγονός που επιδρά αρνητικά και ως προς την προγραμματιζόμενη ανακοίνωση της «συμφωνίας του αιώνα” που επεξεργάζεται ο Λευκός Οίκος για την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση) και θα αναμετρηθεί εν νέου με τις κάλπες τον Σεπτέμβριο, λόγω της στάσης πού τηρεί το κόμμα του Άβιγκντορ Λίμπερμαν, άλλοτε Σοβιετικού πολίτη και κατεξοχήν πολιτικού εκπροσώπου των ρωσόφωνων ισραηλινών.
Σε κάθε περίπτωση, μετά την εμφανή αποτυχία της πολεμόχαρης ρητορικής του τελευταίου διαστήματος ως προς το Ιράν, η Ουάσιγκτον επιχειρεί να δελεάσει τόσο τη Μόσχα, όσο και την Τεχεράνη, αποσύροντας λ.χ. το τελεσίγραφο των «12 όρων” που είχε θέσει ο επικεφαλής της Στέιτ Ντιπάρτμεντ Μάικλ Πομπέο προς την Ισλαμική Δημοκρατία και αναθέτοντας μεσολαβητική αποστολή στον Ιάπωνα πρωθυπουργό Σίνζο Άμπε.
Στον βαθμό, όμως, που η ιρανική πλευρά δείχνει απρόθυμη να διαπραγματευτεί οτιδήποτε όσο δεν αίρονται οι κυρώσεις εις βάρος της, οι αμερικανικές προσπάθειες στρέφονται κυρίως προς τη ρωσική πλευρά – και επ’ αυτού συναντώνται με ζωτικά συμφέροντα της Μόσχας.
Η «Φωνή της Αμερικής” ήδη αναφέρεται γλαφυρά σε σύγκρουση μεταξύ των νικητών του συριακού πολέμου για τη λεία. Είναι πάντως αληθές ότι, ενόψει και της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, η Ρωσία δεν βλέπει με καλό μάτι την διαιώνιση της ιρανικής παρουσίας στη Συρία, ιδίως το σχέδιο δημιουργίας ιρανικής βάσης στη Μπανιάς επί της Μεσογείου.
Η Ρωσία επιθυμεί να αξιοποιήσει τον δικό της ρόλο στη Συρία για να αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή στο Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία – όχι για να υλοποιήσει τα σχέδια του υπό το Ιράν «άξονα της αντίστασης”. Όπως άλλωστε καταδεικνύει η ιστορία των τελευταίων αιώνων, η σχέση της με το Ιράν είναι κατά βάση ανταγωνιστική, παρά τον τωρινό «γάμο από συμφέρον”. Το ρωσικό συμφέρον εξυπηρετείται όσο το Ιράν είναι αρκούντως απομονωμένο από τη Δύση, ώστε να εξαρτάται από τη ρωσική συνδρομή, αλλά όχι τόσο ενισχυμένο, ώστε να προωθεί την στρατηγική αυτονομία του.
από το «https://www.capital.gr/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου