Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους (τελευταία πόλη
που απελευθερώθηκε ήταν η Καστοριά στις 10 Νοεμβρίου 1912), ο ελληνικός
στρατός απελευθέρωσε το Μέτσοβο και την Κορυτσά. Στη συνέχεια, ο
αρχιστράτηγος και διάδοχος Κωνσταντίνος, έστρεψε την προσοχή του στο
μέτωπο της Ηπείρου. Εκεί δρούσε η λεγόμενη «Στρατιά Ηπείρου». Στην
Ήπειρο, οι επιχειρήσεις του Στρατού μας, με επικεφαλής τον Υποστράτηγο
Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, είχαν τελματώσει.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1912, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν κάποιες επιτυχίες στην περιοχή της Άρτας, ωστόσο οι Τούρκοι πέρασαν στην αντεπίθεση και τις υποχρέωσαν να οπισθοχωρήσουν. Ο Στρατός μας ανασυγκροτήθηκε, πέρασε στην αντεπίθεση, κατέλαβε τις γέφυρες του ποταμού Λούρου και απελευθέρωσε τη Φιλιππιάδα και την Πρέβεζα. Στις 19/10/1912 (κατά το Ιουλιανό, το Παλαιό Ημερολόγιο, όπως και οι υπόλοιπες ημερομηνίες που θα ακολουθήσουν), με διαταγή από το Υπουργείο Στρατιωτικών, οι επιχειρήσεις μετατράπηκαν σε καθαρά επιθετικές. Έτσι καταλήφθηκε η οχυρή θέση Πέντε Πηγάδια, όπου όμως οι Τούρκοι καθήλωσαν τις ελληνικές δυνάμεις.
Στα τέλη Νοεμβρίου, το μεγαλύτερο τμήμα της 2ας Μεραρχίας αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα και προωθήθηκε στο Χάνι Τερόβου, μεταξύ Φιλιππιάδας και Ιωαννίνων. Έγιναν δύο επιθέσεις των ελληνικών δυνάμεων, για την απελευθέρωση των Αγίων Σαράντα και την εκπόρθηση των οχυρών του Μπιζανίου, που θα σήμαινε ουσιαστικά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Και οι δύο φιλόδοξες, όμως, αυτές ενέργειες απέτυχαν.
Τα οχυρά του Μπιζανίου
Να πούμε δύο λόγια για το Μπιζάνι και τα οχυρά του. Είναι ύψωμα, που βρίσκεται στο βουνό Αετορράχη, 10 χλμ. περίπου νότια από τα Γιάννενα και δεσπόζει της οδού Άρτας – Ιωαννίνων και της πεδιάδας της πόλης. Εκεί, ήδη πριν το 1897, ο Γερμανός στρατηγός Κόλμαρ φον ντερ Γκολτς, υπεύθυνος για την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό του Οθωμανικού στρατού, θεώρησε ότι είναι η καταλληλότερη τοποθεσία για την οχύρωση των Ιωαννίνων, καθώς το παλιό φρούριο της πόλης δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε επιθέσεις με όπλα των αρχών του 20ου αιώνα.
Οι τελικές αποφάσεις για την οχύρωση του Μπιζανίου πάρθηκαν τον Απρίλιο του 1910, με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, του Τούρκου αντισυνταγματάρχη Τεφίκ Μπέη και των Γερμανών Πούσελτ (αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού) και Μοτ (αντισυνταγματάρχη Μηχανικού).
Βασική παραδοχή για τη σύνταξη του σχεδίου οχύρωσης των Ιωαννίνων ήταν ότι ο ελληνικός στρατός θα έκανε επίθεση από το νότο, από την κατεύθυνση Άρτα-Ιωάννινα, λόγω της αμαξιτής οδού.
Έτσι, κατασκευάστηκαν πυροβολεία και άλλα οχυρωματικά έργα στο Μπιζάνι, όπου υπήρχαν δύο οδοί πρόσβασης του πυροβολικού : η μία από το Χάνι Μπιζάνι επί της οδού Πρέβεζας-Ιωαννίνων και η άλλη, η πιο ομαλή, από το χωριό Κατσικά προς Χάνι Μπιζάνι.
Στο Μπιζάνι δόθηκε το μεγαλύτερο βάρος των οχυρώσεων, όμως οργανώθηκαν αμυντικά από τους Τούρκους και ο ορεινός όγκος Γαρδίκι, που βρίσκεται σε απόσταση 8 χλμ. από τα Γιάννενα, ο βραχώδης όγκος Καστρίτσα (6 χλμ. από τα Γιάννενα) και το οροπέδιο του Δουρουτίου.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις από τις αρχές Δεκεμβρίου
Επανερχόμαστε στις πολεμικές επιχειρήσεις έξω από τα Γιάννενα. Την 1η Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν προελάσει μέχρι την περιοχή του Μπιζανίου. Από την επόμενη μέρα, οι Τούρκοι πέρασαν στην αντεπίθεση και προκάλεσαν απώλειες στις τάξεις του ελληνικού στρατού αλλά και κάμψη του ηθικού πολλών ανδρών. Στις 11 Δεκεμβρίου, το μέτωπο είχε σταθεροποιηθεί, όμως η δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο του Υποστράτηγου Σαπουντζάκη ήταν έκδηλη, τόσο στις τάξεις του στρατεύματος όσο και στην κοινή γνώμη.
Αποτελεί γενική παραδοχή ότι ο επικεφαλής της Στρατιάς Ηπείρου ήταν μάλλον ανεπαρκής για τη θέση την οποία κατείχε. Έτσι αποφασίσθηκε να αναλάβει τη διοίκηση των ελληνικών δυνάμεων ο διάδοχος Κωνσταντίνος, με ταυτόχρονη ενίσχυση της Στρατιάς από την 4η και την 6η Μεραρχία, που έφτασαν στην Ήπειρο από τη Μακεδονία (14 και 29 Δεκεμβρίου 1912) και το 7ο Σύνταγμα Πεζικού της 2ας Μεραρχίας (προερχόμενο από τη Χίο), με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Ν. Δελαγραμμάτικα. Στις 3/1/1913, ο Βίκτωρ Δούσμανης, μέλος τότε του επιτελείου του Κωνσταντίνου, κάλεσε τον Ιωάννη Μεταξά, που βρισκόταν τότε στο Λονδίνο, να μεταβεί επειγόντως στην Ήπειρο.
Από τις 7 ως τις 10 Ιανουαρίου έγιναν νέες επιθέσεις προς τις τουρκικές θέσεις, οι οποίες ήταν άκαρπες και προκάλεσαν βαριές απώλειες στις ελληνικές δυνάμεις.
Την επόμενη μέρα, έφτασε στην περιοχή το Γενικό Στρατηγείο, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο, που ανέλαβε την αρχηγία της Στρατιάς Ηπείρου. Επειδή όμως δεν ήθελε να μειώσει τον δάσκαλό του στη Σχολή Ευελπίδων, Σαπουντζάκη, τον άφησε να συνεχίσει να διοικεί τα στρατεύματα για μερικές ακόμα ημέρες. Παράλληλα, ανέθεσε στον συνταγματάρχη Παρασκευόπουλο, που εκτιμούσε ιδιαίτερα, τη διοίκηση ολόκληρου του πυροβολικού.
Μετά την ανακωχή που είχαν υπογράψει με την Υψηλή Πύλη στην Τσατάλτζα τα άλλα βαλκανικά κράτη (20/11/1912), η απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν βασικός ελληνικός στόχος.
Ωστόσο η κατάσταση των ελληνικών δυνάμεων δεν ήταν καθόλου καλή. Με την άφιξή του στο μέτωπο, ο Κωνσταντίνος φρόντισε να μεταφερθούν πυρομαχικά και εφόδια στην πρώτη γραμμή και να ανοιχτούν νέες οδοί για το πεδινό πυροβολικό. Παράλληλα, σε προσωπικές επαφές με αξιωματικούς και στρατιώτες, τους εμψύχωνε και άκουγε τα προβλήματά τους.
Μετά την 11η Ιανουαρίου, το απόσπασμα Μετσόβου είχε προωθηθεί στα χωριά Γότιστα – Δεμάτι – Ιτιά – Τρίστενα – Γρεβενίτι. Στις 15 Ιανουαρίου διατάχθηκε να προετοιμαστεί για κατάληψη του Δρίσκου (μικρή οροσειρά κοντά στα Γιάννενα, με υψόμετρο 1.078 μ., όπου στις 28 Νοεμβρίου 1912 σκοτώθηκε ο μεγάλος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, επικεφαλής σώματος Γαριβαλδινών).
Στα μέσα Ιανουαρίου, ο Κωνσταντίνος έστειλε στον Εσάτ Πασά, στρατιωτικό διοικητή των Ιωαννίνων, επιστολή με την οποία τον καλούσε να παραδώσει την πόλη, υποσχόμενος ότι θα σεβαστεί την τιμή και τις ζωές των Τούρκων αξιωματικών και οπλιτών. Ο Εσάτ αρνήθηκε.
Να σημειώσουμε ότι διοικητής των οχυρών των Ιωαννίνων ήταν ο αδελφός του Εσάτ, Βεχήπ μπέης.
Καταγόταν πιθανότατα από το Λεσκοβίκι και ήταν απόγονος χριστιανικής οικογένειας που εξισλαμίστηκε βίαια. Ο ίδιος ο Βεχήπ μπέης ανέφερε ότι πρόγονός του ήταν η Βασιλική Γλυκή, της ονομαστής οικογένειας των Γλυκήδων, Βενετών τυπογράφων.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1913, έφτασε στο μέτωπο και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Εκπονήθηκε σχέδιο για την τελική επίθεση, από τον Ιωάννη Μεταξά.
Ο Κωνσταντίνος και οι επιτελείς είχαν πειστεί ότι το βάρος της επίθεσης θα έπρεπε να δοθεί στη δεξιά πτέρυγα των Τούρκων (Μανωλιάσα, Άγιος Νικόλαος, Τσούκα, Δουρούτι, Σαδοβίτσα). Σχεδιάστηκαν κι πραγματοποιήθηκαν παραπλανητικές ενέργειες (από το Μέτσοβο στον Δρίσκο, απόβαση στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα κλπ.). Το κύριο βάρος της επίθεσης, θα είχε τμήμα της Στρατιάς από 23 Τάγματα Πεζικού και 24 πυροβόλα. Η επίθεση θα εκδηλωνόταν αιφνιδιαστικά, δυτικά της οδού Πρέβεζας- Ιωαννίνων. Το τμήμα αυτό χωρίστηκε σε 3 φάλαγγες. Διοικητής της πρώτης ήταν ο συνταγματάρχης Αντωνιάδης και σκοπός της η κατάληψη της Μανωλιάσας και του λόφου Αβγό. Η δεύτερη φάλαγγα, που είχε στόχο την κατάληψη των εχθρικών θέσεων στον Άγιο Νικόλαο, διοικούνταν από τον συνταγματάρχη Γιαννακάκη και η τρίτη, με διοικητή τον συνταγματάρχη Δελαγραμμάτικα, είχε σκοπό να καταλάβει την Τσούκα. Το σχέδιο εκελέστηκε άψογα και στις 20 Φεβρουαρίου το Μπιζάνι είχε περικυκλωθεί. Στη συνέχεια το απίστευτο θάρρος του ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου και η βοήθεια της τύχης (;) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην παράδοση της πρωτεύουσας της Ηπείρου…
Ιωάννης Βελισσαρίου – Γεώργιος Ιατρίδης – 8ο και 9ο Τάγμα Ευζώνων
Δύο ευζωνικά τάγματα, υπό τους Ιωάννη Βελισσαρίου και Γεώργιο Ιατρίδη, βρέθηκαν στα νώτα του Μπιζανίου ενώ το οχυρό δεν είχε καταληφθεί. Παρ’ όλο όμως ότι είχαν εντολή να σταματήσουν στο χωριό Πεδινή, προχώρησαν ανατολικά του χωριού Κοσμηρά και κατευθύνθηκαν προς τα Γιάννενα.
Η επιχείρηση ήταν πολύ δύσκολη καθώς οι συνεχείς βροχοπτώσεις είχαν
μετατρέψει το έδαφος σε βούρκο, με αποτέλεσμα οι εύζωνοι να έχουν τα
πόδια τους στις λάσπες μέχρι το γόνατο. Ο Βελισσαρίου με τους άνδρες
του, πέρασε ανάμεσα από τρία τουρκικά οχυρά που δεν είχαν καταληφθεί
(Καστρίτσας, Χιντζηρέλου, Μπιζανίου) και κατέλαβε το χωριό Άγιος
Ιωάννης, με την πολύτιμη βοήθεια των ευζώνων του Γ. Ιατρίδη.
Οι Έλληνες εύζωνοι συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους και οι Τούρκοι, καθώς υποχωρούσαν, σταμάτησαν 3 χιλιόμετρα έξω από τα Γιάννενα, εκεί που βρισκόταν το στρατηγείο του Εσάτ πασά, ο οποίος αναγκάστηκε να κατευθυνθεί προς την πόλη.
Παράλληλα, οι ελληνικές δυνάμεις κατέστρεψαν τις τηλεφωνικές και τηλεγραφικές γραμμές που συνέδεαν το Μπιζάνι με τον Άγιο Ιωάννη.
Ήταν 19.00, της 20ης Φεβρουαρίου 1913. Οι ελληνικές δυνάμεις βρίσκονταν στις παρυφές των Ιωαννίνων. Στις 23.00, αντιπροσωπεία από τον επίσκοπο Δωδώνης και τους Τούρκους υπολοχαγό Ρεούφ και ανθυπολοχαγό Ταλαάτ, πήγε στο στρατόπεδο του 9ου Τάγματος Ευζώνων, μεταφέροντας επιστολή των Ευρωπαίων προξένων και του Εσάτ πασά, για παράδοση της πόλης.
Η παράτολμη ενέργεια των Βελισσαρίου και Ιατρίδη έκανε τον Εσάτ να πιστέψει πως είχε συγκεντρωθεί μεγάλη ελληνική δύναμη έξω από τα Γιάννενα και δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει να αμύνεται. Η αντιπροσωπεία οδηγήθηκε από τον Βελισσαρίου στο χάνι Εμίν Αγά, όπου ήταν η έδρα του ελληνικού στρατηγείου. Ο Κωνσταντίνος αποδέχθηκε την παράδοση της πόλης και απαίτησε την παράδοση των τουρκικών δυνάμεων και των οχυρών. Στις 21 Φεβρουαρίου από τους (τότε) λοχαγούς Ιωάννη Μεταξά και Ξενοφώντα Στρατηγό και τον Βεχήπ μπέη, υπογράφτηκε το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης.
Τις πρώτες πρωινές ώρες, ο Κωνσταντίνος τηλεγράφησε στον βασιλιά Γεώργιο και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Λίγες ώρες αργότερα, ο ελληνικός στρατός έμπαινε πανηγυρικά στην πρωτεύουσα της Ηπείρου. Στις 22 Φεβρουαρίου, ο Κωνσταντίνος και η συνοδεία του, μεταξύ των οποίων οι πρίγκιπες Ανδρέας, Χριστόφορος, Αλέξανδρος και Γεώργιος και οι πριγκίπισσες Ελένη και Αλίκη, εισήλθαν κάτω από έντονες επευφημίες στα Γιάννενα. Ένα μάλλον, άγνωστο γεγονός, παραλίγο να προκαλέσει μια απίστευτη τραγωδία.
Ένας Αλβανός είχε ζωστεί με εκρηκτικές ύλες και περίμενε να περάσει ο Κωνσταντίνος για να τις πυροδοτήσει. Ωστόσο, οι εύζωνοι πρόλαβαν και τον σκότωσαν. Μάλιστα, ελάχιστοι αντιλήφθηκαν το περιστατικό αυτό, το οποίο είναι άγνωστο αν αποτελούσε προσωπική πρωτοβουλία του Αλβανού ή ήταν μέρος ευρύτερου σχεδίου.
Έπειτα από λίγες ημέρες, ο επικεφαλής των οχυρών του Μπιζανίου Φουάτ μπέης, τα παρέδωσε στον ελληνικό στρατό. Έτσι ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, μετά από 482 χρόνια οθωμανικής κατοχής. Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, να αναφέρουμε ότι επικρατούσε ντελίριο ενθουσιασμού μεταξύ των κατοίκων των Ιωαννίνων, κυρίως βέβαια των Χριστιανών και δευτερευόντως των Εβραίων, ακόμα όμως και αρκετών Μουσουλμάνων!
Οι δρόμοι της πόλης κατακλύστηκαν από πλήθος κόσμου. Τα σπίτια στολίστηκαν με γαλανόλευκες σημαίες, κρυμμένες στα μπαούλα ως τότε. Παράλληλα, εικόνες του βασιλιά Γεώργιου και του Ελευθέριου Βενιζέλου έκαναν την εμφάνισή τους, ενώ οι ιαχές “Ζήτω η Ελλάς”, “Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός”, “Ζήτω ο διάδοχος Κωνσταντίνος”, αναμειγνύονταν με το “Χριστός Ανέστη” που δονούσε την ατμόσφαιρα!
Η δράση της ελληνικής Αεροπορίας στο μέτωπο της Ηπείρου
Είχαν περάσει μόλις 9 χρόνια από την πρώτη ιστορική πτήση των αδελφών Ράιτ με αεροπλάνο (17/12/1903), και στο τέλος Σεπτεμβρίου 1912, εν όψει της έναρξης των Βαλκανικών πολέμων, επέστρεψαν στην Ελλάδα από τη Γαλλία, 4 αξιωματικοί αεροπόροι οι οποίοι δημιούργησαν στη Λάρισα τον πρώτο αεροπορικό στολίσκο. Αυτοί ήταν οι: Υπολοχαγός Δημήτριος Καμπέρος (από τον οποίο προήλθε πιθανότατα λόγω των παράτολμων ενεργειών του η λέξη τρελοκαμπέρω), Υπολοχαγός Μιχαήλ Μουτούσης, Ανθυπίλαρχος Πανούτσος Νοταράς και Ανθυπίλαρχος Χρήστος Αδαμίδης. Ήταν κυβερνήτες τεσσάρων μονοθέσιων αεροπλάνων Henry Farman των 50 ίππων.
Στις 5 Οκτωβρίου 1912, ο Δημήτριος Καμπέρος εκτέλεσε την πρώτη
αναγνωριστική αποστολή στο θεσσαλικό μέτωπο. Ακολούθησαν και άλλες, ενώ
μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, η αεροπορική μονάδα μεταφέρθηκε
στην Ήπειρο και στα τέλη Νοεμβρίου 1912, εγκαταστάθηκε στη Νικόπολη της
Πρέβεζας. Είχαν παραληφθεί πλέον 4 εξελιγμένα αεροσκάφη, τα Maurice
Forman, των 80 ίππων, τα οποία μπορούσαν να μεταφέρουν και παρατηρητή.
Επίσης, στην ομάδα των Ελλήνων αεροπόρων, προστέθηκαν ο Γάλλος λοχαγός Μπαρέ, ο επίσης Γάλλος αερομηχανικός Σοβό και 57 στρατιώτες. Η πρώτη εναέρια πολεμική αποστολή στην Ήπειρο, έγινε από τον Μιχαήλ Μουτούση, στις 5 Δεκεμβρίου 1912. Πέταξε σε ύψος 600 μέτρων μόλις πάνω από τα οχυρά του Μπιζανίου, ρίχνοντας αυτοσχέδιες βόμβες στους πανικόβλητους Τούρκους! Ακολούθησαν πολλές ακόμα αναγνωριστικές πτήσεις αλλά και ρίψεις τροφίμων και εφημερίδων στους Γιαννιώτες. Μετά την αποχώρηση των Καμπέρου, Μουτούση και Μπαρέ, επικεφαλής της Μοίρας, ανέλαβε ο ανθυπίλαρχος Αδαμίδης, ο οποίος την ημέρα της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, προσγειώθηκε με το αεροπλάνο του στην πλατεία διοικητηρίου της πόλης, προκαλώντας θύελλα ενθουσιασμού στους κατοίκους της.
Να σημειώσουμε ότι στις 24 Ιανουαρίου 1913, ο Μιχαήλ Μουτούσης και ο σημαιοφόρος Αριστείδης Μωραϊτίνης (ως παρατηρητής) με ένα αεροπλάνο Farman που είχε μετατραπεί σε υδροπλάνο, πραγματοποίησαν την πρώτη, στην παγκόσμια ιστορία, αεροπορική αποστολή ναυτικής συνεργασίας, καθώς κατόπτευσαν πετώντας πάνω από τα Δαρδανέλια τον τουρκικό στόλο και τον ναύσταθμο του Ναγαρά, ρίχνοντας 4 αυτοσχέδιες βόμβες κατά των πλοίων που βρίσκονταν εκεί. Ο Μωραϊτίνης κατάρτισε το πρώτο στον κόσμο πολεμικό σχεδιάγραμμα από αέρος, καταγράφοντας λεπτομερώς τις μονάδες και τις θέσεις του τουρκικού στόλου.
Στις 4 Απριλίου 1913, η Πολεμική Αεροπορία μας, θρήνησε τον πρώτο
νεκρό της. Ήταν ο πρώτος Έλληνας αεροπόρος, Εμμανουήλ Αργυρόπουλος, που
σκοτώθηκε όταν έπεσε το αεροσκάφος του κοντά στον Λαγκαδά.
Ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Καλλάρης
Διοικητής της 2ας Μεραρχίας ήταν ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Καλλάρης. Στην ίδια μονάδα, υπηρετούσε και ο γιος του Σπυρίδων, ανθυπολοχαγός, ο οποίος είχε πυρετό και οι γιατροί του απαγόρευσαν να πάρει μέρος στις επιχειρήσεις. Ωστόσο, ο νεαρός Σπυρίδων ζήτησε και πήρε την άδεια του πατέρα του για να πολεμήσει. Ο επικεφαλής του τμήματος του Σ. Καλλάρη σκοτώθηκε και τη διοίκησή του, ανέλαβε εκείνος. Αν και καταπονημένος, ο νεαρός ηγήθηκε της επίθεσης, ωστόσο μια σφαίρα τον βρήκε στο μέτωπο και τον σκότωσε. Ήταν 7/12/1912. Ο πατέρας του όταν έμαθε το τραγικό συμβάν, ζήτησε να δει τη σορό του γιου του.
Εκεί, εκτυλίχθηκαν συγκλονιστικές στιγμές. Ο Καλλάρης έβγαλε το πηλήκιο, φίλησε το ματωμένο μέτωπο του γιου του και είπε: “Η ημέρα αυτή, παιδί μου, είναι ημέρα ευτυχίας δια τον στρατηγόν και ευτυχίας δια τον πατέρα. Ανθυπολοχαγέ Καλλάρη, εξετέλεσες λαμπρά το καθήκον σου. Εύγε! Αιωνία σου η μνήμη, παιδί μου”! Βαθιά συγκλονισμένοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, επανέλαβαν “Αιωνία σου η μνήμη”. Έπειτα, ο Καλλάρης ζήτησε από τον υπολοχαγό Τσακμάκη να αναλάβει τα της κηδείας του γιου του και ανέβηκε στο άλογό του για να διευθύνει τις επιχειρήσεις…
Πολύτιμα στοιχεία για την οχύρωση των Ιωαννίνων, έδωσε ο ομογενής αξιωματικός Νικολάκης Εφέντης (πραγματικό ονοματεπώνυμο Νικόλαος Τσεπτσίδης ή Μιζαντζιόγλου). Είχε μυηθεί στο κατασκοπευτικό “δίκτυο”, από τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Γερβάσιο και τον Αθανάσιο Τσεκούρα.
Το ίδιο έκανε και ο Πολωνός μηχανικός Ζίγκμουντ Μινέικο (ναι, ο πεθερός του “Γέρου της Δημοκρατίας” Γεωργίου Παπανδρέου που νυμφεύθηκε την κόρη του Σοφία, παππούς του Ανδρέα Παπανδρέου και προπάππους του Γ.Α. Παπανδρέου!), που είχε συνεργαστεί με τους Γερμανούς στον σχεδιασμό των οχυρών του Μπιζανίου.
Ο Εσάτ πασάς είπε για τον Κωνσταντίνο: “Ομολογώ όμως ότι ο διάδοχος
έδειξε μεγάλην στρατηγικήν ικανότητα. Τον γνωρίζω καλά. Έχει πολλά
στρατηγικά προσόντα. Ήμεθα συμμαθηταί εις την Γερμανίαν και από τότε
έδειχνεν έκτακτα προτερήματα”.
Η συμπεριφορά των Ελλήνων στρατιωτών προς τους χιλιάδες Τούρκους αιχμαλώτους, ήταν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, άψογη.
Μαζί με τους Τούρκους, πολεμούσαν και αρκετοί Αλβανοί. Οι Τούρκοι αξιωματικοί δεν εκτιμούσαν τη μαχητική αξία των Αλβανών, πολλοί μάλιστα από τους οποίους λιποτακτούσαν.
Ο πρόξενος της Αυστροουγγαρίας Τάντσιος είχε εκφράσει τη βεβαιότητά του ότι δεν μπορεί να αλωθεί το Μπιζάνι μόνο με πεδινά πυροβόλα. Εάν αυτό συνέβαινε, θα έβγαζε το καπέλο του μέχρι του εδάφους. Την φράση αυτή άκουσε ο αρχηγός του Επιτελείου Δούσμανης και την ανέφερε στον Κωνσταντίνο μετά την κατάληψη των Ιωαννίνων. Αυτός υπενθύμισε στον Τάντσιο όσα είχε πει.
Όπως γράφει χαρακτηριστικά στα “Απομνημονεύματά” του ο Βίκτωρ
Δούσμανης: “Τότε ο Τάντσιος λαμβάνει την μονοκόμματον στρατιωτικήν
στάσιν «προσοχής» των Γερμανών αξιωματικών και αποκαλυπτόμενος προ του
Διαδόχου εχαιρέτησε αυτόν εδαφιαίως”…
Το εντυπωσιακό αυτό απόσπασμα, όπως και πολλά άλλα στοιχεία για το σημερινό άρθρο, αντλήσαμε από το δίτομο βιβλίο “Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού” (1833-1949) του Ιωάννη Σ. Παπαφλωράτου, ο οποίος για μία ακόμη φορά, πρόθυμα και ευγενικά μας επέτρεψε να χρησιμοποιήσουμε πληροφορίες από το έργο του.
Ντοκιμαντέρ της «Μηχανής του Χρόνου» για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων
Στις αρχές Οκτωβρίου 1912, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν κάποιες επιτυχίες στην περιοχή της Άρτας, ωστόσο οι Τούρκοι πέρασαν στην αντεπίθεση και τις υποχρέωσαν να οπισθοχωρήσουν. Ο Στρατός μας ανασυγκροτήθηκε, πέρασε στην αντεπίθεση, κατέλαβε τις γέφυρες του ποταμού Λούρου και απελευθέρωσε τη Φιλιππιάδα και την Πρέβεζα. Στις 19/10/1912 (κατά το Ιουλιανό, το Παλαιό Ημερολόγιο, όπως και οι υπόλοιπες ημερομηνίες που θα ακολουθήσουν), με διαταγή από το Υπουργείο Στρατιωτικών, οι επιχειρήσεις μετατράπηκαν σε καθαρά επιθετικές. Έτσι καταλήφθηκε η οχυρή θέση Πέντε Πηγάδια, όπου όμως οι Τούρκοι καθήλωσαν τις ελληνικές δυνάμεις.
Στα τέλη Νοεμβρίου, το μεγαλύτερο τμήμα της 2ας Μεραρχίας αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα και προωθήθηκε στο Χάνι Τερόβου, μεταξύ Φιλιππιάδας και Ιωαννίνων. Έγιναν δύο επιθέσεις των ελληνικών δυνάμεων, για την απελευθέρωση των Αγίων Σαράντα και την εκπόρθηση των οχυρών του Μπιζανίου, που θα σήμαινε ουσιαστικά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Και οι δύο φιλόδοξες, όμως, αυτές ενέργειες απέτυχαν.
Να πούμε δύο λόγια για το Μπιζάνι και τα οχυρά του. Είναι ύψωμα, που βρίσκεται στο βουνό Αετορράχη, 10 χλμ. περίπου νότια από τα Γιάννενα και δεσπόζει της οδού Άρτας – Ιωαννίνων και της πεδιάδας της πόλης. Εκεί, ήδη πριν το 1897, ο Γερμανός στρατηγός Κόλμαρ φον ντερ Γκολτς, υπεύθυνος για την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό του Οθωμανικού στρατού, θεώρησε ότι είναι η καταλληλότερη τοποθεσία για την οχύρωση των Ιωαννίνων, καθώς το παλιό φρούριο της πόλης δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε επιθέσεις με όπλα των αρχών του 20ου αιώνα.
Οι τελικές αποφάσεις για την οχύρωση του Μπιζανίου πάρθηκαν τον Απρίλιο του 1910, με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, του Τούρκου αντισυνταγματάρχη Τεφίκ Μπέη και των Γερμανών Πούσελτ (αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού) και Μοτ (αντισυνταγματάρχη Μηχανικού).
Βασική παραδοχή για τη σύνταξη του σχεδίου οχύρωσης των Ιωαννίνων ήταν ότι ο ελληνικός στρατός θα έκανε επίθεση από το νότο, από την κατεύθυνση Άρτα-Ιωάννινα, λόγω της αμαξιτής οδού.
Έτσι, κατασκευάστηκαν πυροβολεία και άλλα οχυρωματικά έργα στο Μπιζάνι, όπου υπήρχαν δύο οδοί πρόσβασης του πυροβολικού : η μία από το Χάνι Μπιζάνι επί της οδού Πρέβεζας-Ιωαννίνων και η άλλη, η πιο ομαλή, από το χωριό Κατσικά προς Χάνι Μπιζάνι.
Στο Μπιζάνι δόθηκε το μεγαλύτερο βάρος των οχυρώσεων, όμως οργανώθηκαν αμυντικά από τους Τούρκους και ο ορεινός όγκος Γαρδίκι, που βρίσκεται σε απόσταση 8 χλμ. από τα Γιάννενα, ο βραχώδης όγκος Καστρίτσα (6 χλμ. από τα Γιάννενα) και το οροπέδιο του Δουρουτίου.
Επανερχόμαστε στις πολεμικές επιχειρήσεις έξω από τα Γιάννενα. Την 1η Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν προελάσει μέχρι την περιοχή του Μπιζανίου. Από την επόμενη μέρα, οι Τούρκοι πέρασαν στην αντεπίθεση και προκάλεσαν απώλειες στις τάξεις του ελληνικού στρατού αλλά και κάμψη του ηθικού πολλών ανδρών. Στις 11 Δεκεμβρίου, το μέτωπο είχε σταθεροποιηθεί, όμως η δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο του Υποστράτηγου Σαπουντζάκη ήταν έκδηλη, τόσο στις τάξεις του στρατεύματος όσο και στην κοινή γνώμη.
Αποτελεί γενική παραδοχή ότι ο επικεφαλής της Στρατιάς Ηπείρου ήταν μάλλον ανεπαρκής για τη θέση την οποία κατείχε. Έτσι αποφασίσθηκε να αναλάβει τη διοίκηση των ελληνικών δυνάμεων ο διάδοχος Κωνσταντίνος, με ταυτόχρονη ενίσχυση της Στρατιάς από την 4η και την 6η Μεραρχία, που έφτασαν στην Ήπειρο από τη Μακεδονία (14 και 29 Δεκεμβρίου 1912) και το 7ο Σύνταγμα Πεζικού της 2ας Μεραρχίας (προερχόμενο από τη Χίο), με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Ν. Δελαγραμμάτικα. Στις 3/1/1913, ο Βίκτωρ Δούσμανης, μέλος τότε του επιτελείου του Κωνσταντίνου, κάλεσε τον Ιωάννη Μεταξά, που βρισκόταν τότε στο Λονδίνο, να μεταβεί επειγόντως στην Ήπειρο.
Από τις 7 ως τις 10 Ιανουαρίου έγιναν νέες επιθέσεις προς τις τουρκικές θέσεις, οι οποίες ήταν άκαρπες και προκάλεσαν βαριές απώλειες στις ελληνικές δυνάμεις.
Την επόμενη μέρα, έφτασε στην περιοχή το Γενικό Στρατηγείο, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο, που ανέλαβε την αρχηγία της Στρατιάς Ηπείρου. Επειδή όμως δεν ήθελε να μειώσει τον δάσκαλό του στη Σχολή Ευελπίδων, Σαπουντζάκη, τον άφησε να συνεχίσει να διοικεί τα στρατεύματα για μερικές ακόμα ημέρες. Παράλληλα, ανέθεσε στον συνταγματάρχη Παρασκευόπουλο, που εκτιμούσε ιδιαίτερα, τη διοίκηση ολόκληρου του πυροβολικού.
Μετά την ανακωχή που είχαν υπογράψει με την Υψηλή Πύλη στην Τσατάλτζα τα άλλα βαλκανικά κράτη (20/11/1912), η απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν βασικός ελληνικός στόχος.
Ωστόσο η κατάσταση των ελληνικών δυνάμεων δεν ήταν καθόλου καλή. Με την άφιξή του στο μέτωπο, ο Κωνσταντίνος φρόντισε να μεταφερθούν πυρομαχικά και εφόδια στην πρώτη γραμμή και να ανοιχτούν νέες οδοί για το πεδινό πυροβολικό. Παράλληλα, σε προσωπικές επαφές με αξιωματικούς και στρατιώτες, τους εμψύχωνε και άκουγε τα προβλήματά τους.
Μετά την 11η Ιανουαρίου, το απόσπασμα Μετσόβου είχε προωθηθεί στα χωριά Γότιστα – Δεμάτι – Ιτιά – Τρίστενα – Γρεβενίτι. Στις 15 Ιανουαρίου διατάχθηκε να προετοιμαστεί για κατάληψη του Δρίσκου (μικρή οροσειρά κοντά στα Γιάννενα, με υψόμετρο 1.078 μ., όπου στις 28 Νοεμβρίου 1912 σκοτώθηκε ο μεγάλος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, επικεφαλής σώματος Γαριβαλδινών).
Στα μέσα Ιανουαρίου, ο Κωνσταντίνος έστειλε στον Εσάτ Πασά, στρατιωτικό διοικητή των Ιωαννίνων, επιστολή με την οποία τον καλούσε να παραδώσει την πόλη, υποσχόμενος ότι θα σεβαστεί την τιμή και τις ζωές των Τούρκων αξιωματικών και οπλιτών. Ο Εσάτ αρνήθηκε.
Να σημειώσουμε ότι διοικητής των οχυρών των Ιωαννίνων ήταν ο αδελφός του Εσάτ, Βεχήπ μπέης.
Καταγόταν πιθανότατα από το Λεσκοβίκι και ήταν απόγονος χριστιανικής οικογένειας που εξισλαμίστηκε βίαια. Ο ίδιος ο Βεχήπ μπέης ανέφερε ότι πρόγονός του ήταν η Βασιλική Γλυκή, της ονομαστής οικογένειας των Γλυκήδων, Βενετών τυπογράφων.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1913, έφτασε στο μέτωπο και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Εκπονήθηκε σχέδιο για την τελική επίθεση, από τον Ιωάννη Μεταξά.
Ο Κωνσταντίνος και οι επιτελείς είχαν πειστεί ότι το βάρος της επίθεσης θα έπρεπε να δοθεί στη δεξιά πτέρυγα των Τούρκων (Μανωλιάσα, Άγιος Νικόλαος, Τσούκα, Δουρούτι, Σαδοβίτσα). Σχεδιάστηκαν κι πραγματοποιήθηκαν παραπλανητικές ενέργειες (από το Μέτσοβο στον Δρίσκο, απόβαση στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα κλπ.). Το κύριο βάρος της επίθεσης, θα είχε τμήμα της Στρατιάς από 23 Τάγματα Πεζικού και 24 πυροβόλα. Η επίθεση θα εκδηλωνόταν αιφνιδιαστικά, δυτικά της οδού Πρέβεζας- Ιωαννίνων. Το τμήμα αυτό χωρίστηκε σε 3 φάλαγγες. Διοικητής της πρώτης ήταν ο συνταγματάρχης Αντωνιάδης και σκοπός της η κατάληψη της Μανωλιάσας και του λόφου Αβγό. Η δεύτερη φάλαγγα, που είχε στόχο την κατάληψη των εχθρικών θέσεων στον Άγιο Νικόλαο, διοικούνταν από τον συνταγματάρχη Γιαννακάκη και η τρίτη, με διοικητή τον συνταγματάρχη Δελαγραμμάτικα, είχε σκοπό να καταλάβει την Τσούκα. Το σχέδιο εκελέστηκε άψογα και στις 20 Φεβρουαρίου το Μπιζάνι είχε περικυκλωθεί. Στη συνέχεια το απίστευτο θάρρος του ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου και η βοήθεια της τύχης (;) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην παράδοση της πρωτεύουσας της Ηπείρου…
Δύο ευζωνικά τάγματα, υπό τους Ιωάννη Βελισσαρίου και Γεώργιο Ιατρίδη, βρέθηκαν στα νώτα του Μπιζανίου ενώ το οχυρό δεν είχε καταληφθεί. Παρ’ όλο όμως ότι είχαν εντολή να σταματήσουν στο χωριό Πεδινή, προχώρησαν ανατολικά του χωριού Κοσμηρά και κατευθύνθηκαν προς τα Γιάννενα.
Οι Έλληνες εύζωνοι συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους και οι Τούρκοι, καθώς υποχωρούσαν, σταμάτησαν 3 χιλιόμετρα έξω από τα Γιάννενα, εκεί που βρισκόταν το στρατηγείο του Εσάτ πασά, ο οποίος αναγκάστηκε να κατευθυνθεί προς την πόλη.
Παράλληλα, οι ελληνικές δυνάμεις κατέστρεψαν τις τηλεφωνικές και τηλεγραφικές γραμμές που συνέδεαν το Μπιζάνι με τον Άγιο Ιωάννη.
Ήταν 19.00, της 20ης Φεβρουαρίου 1913. Οι ελληνικές δυνάμεις βρίσκονταν στις παρυφές των Ιωαννίνων. Στις 23.00, αντιπροσωπεία από τον επίσκοπο Δωδώνης και τους Τούρκους υπολοχαγό Ρεούφ και ανθυπολοχαγό Ταλαάτ, πήγε στο στρατόπεδο του 9ου Τάγματος Ευζώνων, μεταφέροντας επιστολή των Ευρωπαίων προξένων και του Εσάτ πασά, για παράδοση της πόλης.
Η παράτολμη ενέργεια των Βελισσαρίου και Ιατρίδη έκανε τον Εσάτ να πιστέψει πως είχε συγκεντρωθεί μεγάλη ελληνική δύναμη έξω από τα Γιάννενα και δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει να αμύνεται. Η αντιπροσωπεία οδηγήθηκε από τον Βελισσαρίου στο χάνι Εμίν Αγά, όπου ήταν η έδρα του ελληνικού στρατηγείου. Ο Κωνσταντίνος αποδέχθηκε την παράδοση της πόλης και απαίτησε την παράδοση των τουρκικών δυνάμεων και των οχυρών. Στις 21 Φεβρουαρίου από τους (τότε) λοχαγούς Ιωάννη Μεταξά και Ξενοφώντα Στρατηγό και τον Βεχήπ μπέη, υπογράφτηκε το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης.
Τις πρώτες πρωινές ώρες, ο Κωνσταντίνος τηλεγράφησε στον βασιλιά Γεώργιο και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Λίγες ώρες αργότερα, ο ελληνικός στρατός έμπαινε πανηγυρικά στην πρωτεύουσα της Ηπείρου. Στις 22 Φεβρουαρίου, ο Κωνσταντίνος και η συνοδεία του, μεταξύ των οποίων οι πρίγκιπες Ανδρέας, Χριστόφορος, Αλέξανδρος και Γεώργιος και οι πριγκίπισσες Ελένη και Αλίκη, εισήλθαν κάτω από έντονες επευφημίες στα Γιάννενα. Ένα μάλλον, άγνωστο γεγονός, παραλίγο να προκαλέσει μια απίστευτη τραγωδία.
Ένας Αλβανός είχε ζωστεί με εκρηκτικές ύλες και περίμενε να περάσει ο Κωνσταντίνος για να τις πυροδοτήσει. Ωστόσο, οι εύζωνοι πρόλαβαν και τον σκότωσαν. Μάλιστα, ελάχιστοι αντιλήφθηκαν το περιστατικό αυτό, το οποίο είναι άγνωστο αν αποτελούσε προσωπική πρωτοβουλία του Αλβανού ή ήταν μέρος ευρύτερου σχεδίου.
Έπειτα από λίγες ημέρες, ο επικεφαλής των οχυρών του Μπιζανίου Φουάτ μπέης, τα παρέδωσε στον ελληνικό στρατό. Έτσι ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, μετά από 482 χρόνια οθωμανικής κατοχής. Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, να αναφέρουμε ότι επικρατούσε ντελίριο ενθουσιασμού μεταξύ των κατοίκων των Ιωαννίνων, κυρίως βέβαια των Χριστιανών και δευτερευόντως των Εβραίων, ακόμα όμως και αρκετών Μουσουλμάνων!
Οι δρόμοι της πόλης κατακλύστηκαν από πλήθος κόσμου. Τα σπίτια στολίστηκαν με γαλανόλευκες σημαίες, κρυμμένες στα μπαούλα ως τότε. Παράλληλα, εικόνες του βασιλιά Γεώργιου και του Ελευθέριου Βενιζέλου έκαναν την εμφάνισή τους, ενώ οι ιαχές “Ζήτω η Ελλάς”, “Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός”, “Ζήτω ο διάδοχος Κωνσταντίνος”, αναμειγνύονταν με το “Χριστός Ανέστη” που δονούσε την ατμόσφαιρα!
Είχαν περάσει μόλις 9 χρόνια από την πρώτη ιστορική πτήση των αδελφών Ράιτ με αεροπλάνο (17/12/1903), και στο τέλος Σεπτεμβρίου 1912, εν όψει της έναρξης των Βαλκανικών πολέμων, επέστρεψαν στην Ελλάδα από τη Γαλλία, 4 αξιωματικοί αεροπόροι οι οποίοι δημιούργησαν στη Λάρισα τον πρώτο αεροπορικό στολίσκο. Αυτοί ήταν οι: Υπολοχαγός Δημήτριος Καμπέρος (από τον οποίο προήλθε πιθανότατα λόγω των παράτολμων ενεργειών του η λέξη τρελοκαμπέρω), Υπολοχαγός Μιχαήλ Μουτούσης, Ανθυπίλαρχος Πανούτσος Νοταράς και Ανθυπίλαρχος Χρήστος Αδαμίδης. Ήταν κυβερνήτες τεσσάρων μονοθέσιων αεροπλάνων Henry Farman των 50 ίππων.
Επίσης, στην ομάδα των Ελλήνων αεροπόρων, προστέθηκαν ο Γάλλος λοχαγός Μπαρέ, ο επίσης Γάλλος αερομηχανικός Σοβό και 57 στρατιώτες. Η πρώτη εναέρια πολεμική αποστολή στην Ήπειρο, έγινε από τον Μιχαήλ Μουτούση, στις 5 Δεκεμβρίου 1912. Πέταξε σε ύψος 600 μέτρων μόλις πάνω από τα οχυρά του Μπιζανίου, ρίχνοντας αυτοσχέδιες βόμβες στους πανικόβλητους Τούρκους! Ακολούθησαν πολλές ακόμα αναγνωριστικές πτήσεις αλλά και ρίψεις τροφίμων και εφημερίδων στους Γιαννιώτες. Μετά την αποχώρηση των Καμπέρου, Μουτούση και Μπαρέ, επικεφαλής της Μοίρας, ανέλαβε ο ανθυπίλαρχος Αδαμίδης, ο οποίος την ημέρα της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, προσγειώθηκε με το αεροπλάνο του στην πλατεία διοικητηρίου της πόλης, προκαλώντας θύελλα ενθουσιασμού στους κατοίκους της.
Να σημειώσουμε ότι στις 24 Ιανουαρίου 1913, ο Μιχαήλ Μουτούσης και ο σημαιοφόρος Αριστείδης Μωραϊτίνης (ως παρατηρητής) με ένα αεροπλάνο Farman που είχε μετατραπεί σε υδροπλάνο, πραγματοποίησαν την πρώτη, στην παγκόσμια ιστορία, αεροπορική αποστολή ναυτικής συνεργασίας, καθώς κατόπτευσαν πετώντας πάνω από τα Δαρδανέλια τον τουρκικό στόλο και τον ναύσταθμο του Ναγαρά, ρίχνοντας 4 αυτοσχέδιες βόμβες κατά των πλοίων που βρίσκονταν εκεί. Ο Μωραϊτίνης κατάρτισε το πρώτο στον κόσμο πολεμικό σχεδιάγραμμα από αέρος, καταγράφοντας λεπτομερώς τις μονάδες και τις θέσεις του τουρκικού στόλου.
Διοικητής της 2ας Μεραρχίας ήταν ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Καλλάρης. Στην ίδια μονάδα, υπηρετούσε και ο γιος του Σπυρίδων, ανθυπολοχαγός, ο οποίος είχε πυρετό και οι γιατροί του απαγόρευσαν να πάρει μέρος στις επιχειρήσεις. Ωστόσο, ο νεαρός Σπυρίδων ζήτησε και πήρε την άδεια του πατέρα του για να πολεμήσει. Ο επικεφαλής του τμήματος του Σ. Καλλάρη σκοτώθηκε και τη διοίκησή του, ανέλαβε εκείνος. Αν και καταπονημένος, ο νεαρός ηγήθηκε της επίθεσης, ωστόσο μια σφαίρα τον βρήκε στο μέτωπο και τον σκότωσε. Ήταν 7/12/1912. Ο πατέρας του όταν έμαθε το τραγικό συμβάν, ζήτησε να δει τη σορό του γιου του.
Εκεί, εκτυλίχθηκαν συγκλονιστικές στιγμές. Ο Καλλάρης έβγαλε το πηλήκιο, φίλησε το ματωμένο μέτωπο του γιου του και είπε: “Η ημέρα αυτή, παιδί μου, είναι ημέρα ευτυχίας δια τον στρατηγόν και ευτυχίας δια τον πατέρα. Ανθυπολοχαγέ Καλλάρη, εξετέλεσες λαμπρά το καθήκον σου. Εύγε! Αιωνία σου η μνήμη, παιδί μου”! Βαθιά συγκλονισμένοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, επανέλαβαν “Αιωνία σου η μνήμη”. Έπειτα, ο Καλλάρης ζήτησε από τον υπολοχαγό Τσακμάκη να αναλάβει τα της κηδείας του γιου του και ανέβηκε στο άλογό του για να διευθύνει τις επιχειρήσεις…
Ιωάννης Βελισσαρίου
Γεννήθηκε το 1861. Διακρίθηκε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Με την παράτολμη ενέργειά του, υποχρέωσε, ουσιαστικά τους Τούρκους στα Γιάννενα, να συνθηκολογήσουν. Όταν τον συνάντησε ο Κωνσταντίνος στο Εμίν Αγά, του είπε: “Θέλεις φίλημα αλλά θέλεις και δέσιμο” ή κατ’ άλλους, “Ή θα σε ραπίσω, ή θα σε φιλήσω”. Είχε το προσωνύμιο “Μαύρος Καβαλάρης”, επειδή πολεμούσε έφιππος, χωρίς κανένα μέτρο προστασίας. Σκοτώθηκε στις 13 Ιουλίου 1913 στη μάχη της Κρέσνας, κατά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο. Έχοντας εξαντληθεί τα πυρομαχικά της μονάδας του, πολεμούσε τους Βούλγαρους με πέτρες και βράχους (!). Σηκώθηκε όρθιος και ξεκίνησε να μάχεται ακάλυπτος, χρησιμοποιώντας μόνο το περίστροφό του. Μια σφαίρα του έκοψε το νήμα της ζωής… Ο Κωνσταντίνος, όταν το έμαθε, είπε: “Ήταν επόμενο. Τέτοιοι ήρωες δε ζουν πολύ”. Στη σύζυγο του, έστειλε το εξής λακωνικό τηλεγράφημα: “Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων”.Άλλα άγνωστα στοιχεία από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων
Στο μέτωπο της Ηπείρου, πολέμησε και ο Λόχος Εθελοντών Νέας Υόρκης, που εντάχθηκε στο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών. Λόγω των πολλών απωλειών του όμως, ουσιαστικά διαλύθηκε.Πολύτιμα στοιχεία για την οχύρωση των Ιωαννίνων, έδωσε ο ομογενής αξιωματικός Νικολάκης Εφέντης (πραγματικό ονοματεπώνυμο Νικόλαος Τσεπτσίδης ή Μιζαντζιόγλου). Είχε μυηθεί στο κατασκοπευτικό “δίκτυο”, από τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Γερβάσιο και τον Αθανάσιο Τσεκούρα.
Το ίδιο έκανε και ο Πολωνός μηχανικός Ζίγκμουντ Μινέικο (ναι, ο πεθερός του “Γέρου της Δημοκρατίας” Γεωργίου Παπανδρέου που νυμφεύθηκε την κόρη του Σοφία, παππούς του Ανδρέα Παπανδρέου και προπάππους του Γ.Α. Παπανδρέου!), που είχε συνεργαστεί με τους Γερμανούς στον σχεδιασμό των οχυρών του Μπιζανίου.
Η συμπεριφορά των Ελλήνων στρατιωτών προς τους χιλιάδες Τούρκους αιχμαλώτους, ήταν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, άψογη.
Μαζί με τους Τούρκους, πολεμούσαν και αρκετοί Αλβανοί. Οι Τούρκοι αξιωματικοί δεν εκτιμούσαν τη μαχητική αξία των Αλβανών, πολλοί μάλιστα από τους οποίους λιποτακτούσαν.
Ο πρόξενος της Αυστροουγγαρίας Τάντσιος είχε εκφράσει τη βεβαιότητά του ότι δεν μπορεί να αλωθεί το Μπιζάνι μόνο με πεδινά πυροβόλα. Εάν αυτό συνέβαινε, θα έβγαζε το καπέλο του μέχρι του εδάφους. Την φράση αυτή άκουσε ο αρχηγός του Επιτελείου Δούσμανης και την ανέφερε στον Κωνσταντίνο μετά την κατάληψη των Ιωαννίνων. Αυτός υπενθύμισε στον Τάντσιο όσα είχε πει.
Το εντυπωσιακό αυτό απόσπασμα, όπως και πολλά άλλα στοιχεία για το σημερινό άρθρο, αντλήσαμε από το δίτομο βιβλίο “Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού” (1833-1949) του Ιωάννη Σ. Παπαφλωράτου, ο οποίος για μία ακόμη φορά, πρόθυμα και ευγενικά μας επέτρεψε να χρησιμοποιήσουμε πληροφορίες από το έργο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου