Μαρτύρησε στην Πάτρα στις 20 Ιανουαρίου το 1782
Ο Άγιος καταγόταν από την περιοχή της Άρτας και ήταν στο επάγγελμα γουναράς. Για κάποιο λόγο, τον οποίο δεν γνωρίζομε,αρνήθηκε τον Χριστό και έγινε μουσουλμάνος. Έφυγε δε και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα., όπου είχε εργαστήριο και συνέχιζε το επάγγελμά του.
Παρά την άρνησή του είχε ένα βιβλίο « Αμαρτωλών σωτηρία» και το
διάβαζε κρυφά. Το αποτέλεσμα ήταν να έλθει σε άκρα μετάνοια και να
κλαίει πικρά για το μεγάλο κακό που έπαθε. Παρακαλούσε δε θερμά τον
Κύριο να τον αξιώσει να τύχει της σωτηρίας του.
Ρώτησε ένα φίλο του Χριστιανό εάν γνωρίζει κάποιο καλό πνευματικό. Ο φίλος του του υπέδειξε ένα ενάρετο και έμπειρο πνευματικό, τον οποίο επισκέφτηκε νύχτα και εξωμολογήθηκε την αμαρτία του και τον σκοπό που είχε να ομολογήσει φανερά τον Χριστό. Ο πνευματικός άρχισε να τον νουθετεί λέγοντάς του ότι :
καλός είναι μεν ο λογισμός σου αλλά δεν πρέπει να τον κάνουμε πράξη ευθύς αμέσως διότι πολλές φορές ο διάβολος πλανά τους ανθρώπους εκ δεξιών με καλούς λογισμούς. Ας δοκιμάσουμε λοιπόν τον λογισμό σου αν είναι εκ Θεού. Θα πας στο εργαστήριό σου και θα κλειστείς μέσα για σαράντα ημέρες νηστεύοντας, προσευχόμενος και διαβάζοντας το βιβλίο που έχεις. Θα κάνω κι εγώ στο κελί μου τα ίδια για την αγάπη σου και ύστερα έλα να τα ξαναπούμε πάλι.
Με πολλή χαρά ο Ζαχαρίας δέχτηκε τη συμβουλή του πνευματικού, κλείστηκε στο εργαστήριό του και έκανε όπως του είπε. Δεν πέρασαν είκοσι ημέρες και άναψε μια φλόγα στην καρδιά του, που του δημιούργησε τελεία αγάπη στον Χριστό και ακράτητη προθυμία να δώσει όχι μια ζωή αλλά και δέκα αν είχε για χάρη Του.
Μη μπορώντας να αντέξει αυτή την κατάσταση, πηγαίνει στον πνευματικό και, πέφτοντας στα πόδια του με δάκρυα, του λέει : ευλόγησέ με, πάτερ, να πάω στο μαρτύριο γιατί δεν μπορώ να υποφέρω τη φλόγα που άναψε στην καρδιά μου. Ο πνευματικός προσπαθούσε να τον αποτρέψει αλλά εκείνος επέμενε. Οπότε ο πνευματικός του ζήτησε να εξωμολογηθεί λεπτομερώς όλες του τις αμαρτίες. Στάθηκε τότε με σταυρωμένα τα χέρια και εξωμολογήθηκε με κατάνυξη όλες του τις πράξεις. Βρέθηκε τόσο καθαρός, εκτός από την άρνηση, που ήταν άξιος και για την ιερωσύνη.
Ο πνευματικός, σαν έμπειρος που ήταν, τον υποβάλλει σε άλλη μια δοκιμασία. Αφού τον έβαλε να καθίσει του λέει :
Σκέψου, παιδί μου, τι πας να κάνεις. Γιατί από τον καιρό του πολέμου που ήρθαν οι Αλβανοί στον Μωριά (εννοεί την κατάπνιξη των Ορλωφικών το 1770) έμαθαν τους ντόπιους Τούρκους τέτοια βασανιστήρια για να παιδεύουν τους Χριστιανούς, που τα μαρτύρια των πρώτων Χριστιανών δεν είναι τίποτε μπροστά σε αυτά. Μη νομίσεις πως,αν παρουσιαστείς και ομολογήσεις,αμέσως θα διατάξουν να σου κόψουν το κεφάλι, το αντίθετο. Γι’ αυτό σου λέω, παιδί μου, να ξεχάσεις αυτόν τον λογισμό που έχεις, για να μη βάλεις τον εαυτό σου σε μεγαλύτερη ταλαιπωρία και εμάς σε πειρασμούς και κινδύνους. Σου υπόσχομαι να κανονίσουμε τη σωτηρία σου με σιγουρότερο τρόπο, ώστε πράγματι να σωθείς γιατί δεν υπάρχει αμαρτία που να νικά την ευσπλαχνία του Θεού.
Ο Άγιος στεκόταν και χαμογελούσε ενόσω έλεγε αυτά ο πνευματικός, κατόπιν σκυθρώπιασε για λίγο και αφού αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του αποκρίθηκε:
Θαυμάζω, πνευματικέ, με την τόση φρόνηση που έχεις,να κάθεσαι και να μου λες λόγια ανόητων παιδιών. Εγώ έχω αφιερωμένο ολόκληρο τον εαυτό μου στον Χριστό, έχω τόση δίψα να βασανιστώ για τον Χριστό μου, που επιθυμώ να υπομείνω περισσότερα από εκείνα που μου λες των Αλβανών.
Τότε ο πνευματικός, δοξάζοντας τον Θεό για την τόση χάρη που στάλαξε στην καρδιά του, του διάβασε την σχετική ευχή της Εκκλησίας, τον μύρωσε με το Άγιο Μύρο, τον κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και αφού έψαλαν μαζί την Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο, τον σταύρωσε και τον άφησε να φύγει λέγοντάς του να μην προσβάλει την θρησκεία των Τούρκων αλλά με σύντομα λόγια να αρνηθεί το Ισλάμ και να ομολογήσει τον Χριστό.
Ο Άγιος τότε φίλησε το χέρι του πνευματικού και γύρισε στο εργαστήριό του. Πούλησε όλα του τα υπάρχοντα και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς κρατώντας μόνο ελάχιστα. Κατόπιν πήγε και παρέδωσε το κλειδί του εργαστηρίου μαζί με το ενοίκιο στον ιδιοκτήτη. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στον δικαστή. Στο δρόμο ζητούσε συγχώρεση από τους Χριστιανούς που εύρισκε. Συνάντησε κι ένα φτωχό παιδί που δεν είχε ζωνάρι και του χάρισε το δικό του το μεταξωτό κι ένα παρά κι εκείνος ζώστηκε με λίγο σκοινί. Μπαίνοντας στο δικαστήριο χαιρέτησε τον δικαστή. Εκείνος μόλις τον είδε (τον γνώριζε γιατί του έραβε τις γούνες) του λέει :
Πού είναι το ζωνάρι σου, κακόμοιρε Μεεμέτη, έλα πάνω κάθισε, πες μου τι έπαθες;
Ο Άγιος τότε με πολύ θάρρος, χωρίς φόβο, του απάντησε :
Εγώ δεν είμαι Μεεμέτης αλλά Ζαχαρίας. Αλλά επειδή γελάστηκα και αρνήθηκα τον Χριστό, τον αληθινό Θεό, τον οποίο πίστευα από τη γέννησή μου και δέχτηκα τη δική σας πίστη, τώρα,που συναισθάνθηκα τι έκανα, ήρθα στο δικαστήριό σας να αρνηθώ την πίστη σας και να ενδυθώ τον Χριστό μου που αρνήθηκα. Γι’ αυτό λοιπόν, σε παρακαλώ, πάρε αυτά τα χρήματα για το χαράτσι και στείλτα με τον υπηρέτη σου στον φοροεισπράκτορα να μου φέρει ένα χαρατζοχάρτι για να είμαι κι εγώ ένας ραγιάς, όπως οι υπόλοιποι αδελφοί μου, οι Χριστιανοί.
Παιδί μου, Μεεμέτ πασά, άρχισε ο δικαστής, αν σου συνέβη κάτι κι έχασες τα λογικά σου, είμαι έτοιμος να συνάξω τους αγάδες να σε βοηθήσω, μόνο άνοιξέ μου την καρδιά σου.
Εγώ, αφέντη μου, πούλησα όλα μου τα υπάρχοντα και τα έδωσα ελεημοσύνη, δεν έχω ανάγκη από χρήματα.
Δίχως άλλο θάσαι μεθυσμένος, λέει ο δικαστής.
Πίστεψέ με, του απάντησε ο Άγιος, έχω τρεις ημέρες που δεν έβαλα στο στόμα μου ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε και καφέ. Άλλη αιτία δεν είναι απ’ αυτή που σου είπα, γι’ αυτό πάρε τα χρήματα και στείλε να μου φέρουν ένα χαρατζοχάρτι.
Βλέποντας ο δικαστής την επιμονή του, τον έστειλε στον πασά της πόλης, γράφοντάς του την υπόθεση.
Μπροστά στον πασά ο Άγιος ομολόγησε και πάλι τον Χριστό. Ο πασάς τότε συγκέντρωσε τους αγάδες και τους ανακοίνωσε την υπόθεση. Αποφάσισαν να τον κλείσουν στη φυλακή, να τον βγάζουν τρεις φορές την ημέρα και να τον ραβδίζουν τόσο σκληρά ώστε ή να επιστρέψει στο Ισλάμ ή να ξεψυχήσει. Είπαν μάλιστα να μη χυθεί αίμα για να μην ορμήσουν οι Χριστιανοί να παίρνουν ματωμένα χώματα και γίνεται φασαρία.
Τον ράβδιζαν αλύπητα, τον χτυπούσαν με πέτρες στο στήθος και την κοιλιά,εκείνος στεκόταν ασάλευτος στην πίστη του Χριστού προσευχόμενος ακαταπαύστως μυστικά, Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με τον αρνητή σου και βοήθησόν μοι.
Μετά από μερικές ημέρες ο επικεφαλής των στρατιωτών που τον βασάνιζαν διέταξε τον δεσμοφύλακα να τον βασανίσει τη νύχτα τόσο πολύ ώστε να πεθάνει για να μη παιδεύονται κάθε μέρα να τον ραβδίζουν. Ο δεσμοφύλακας τότε τον έβαλε στο τιμωρητικό ξύλο, του τέντωσε πολύ τα πόδια και ανέβηκε για να δειπνήσει. Ο Άγιος είπε σε κάποια στιγμή ωχ, επειδή πόνεσε πολύ. Τον άκουσε ο δεσμοφύλακας και του λέει : τώρα,άπιστε, να πιω όλο το κρασί και να κατέβω, να σε κόψω κομμάτια.
Και ο μάρτυρας τον προκάλεσε λέγοντάς του : αν είσαι παλικάρι μη λες μόνο λόγια αλλά να το κάνεις, να σου χρωστάω και χάρη.
Κατέβηκε τότε ο δεσμοφύλακας και τέντωσε υπερβολικά τα πόδια του μάρτυρος και ανέβηκε να αποδειπνήσει. Κι όπως έκανε να σαλέψει ο Άγιος σκίστηκαν τα σκέλη του. Ο Άγιος τότε,κάνοντας το σημείο του σταυρού σε όλο το σώμα του και λέγοντας Κύριε, εις χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου, ξεψύχησε.
Αμέσως τότε η φυλακή γέμισε από μια απερίγραπτη ευωδία, τόση πολλή που ο φύλακας έφυγε κατησχυμένος και κοιμήθηκε αλλού.
Το πρωί οι Χριστιανοί έμαθαν ότι ο Άγιος τελείωσε το μαρτύριο και με μεγάλη χαρά δόξασαν τον Θεό. Ο Μητροπολίτης ζήτησε από τον πασά το Άγιο λείψανο για να το ενταφιάσει. Εκείνος του απάντησε ότι αυτός δεν είναι ούτε από μας ούτε από σας, επειδή και τις δύο θρησκείες κορόιδεψε, γι’ αυτό δεν είναι άξιος ταφής. Διέταξε δυο στρατιώτες να δέσουν το Άγιο λείψανο από τα πόδια και να το ρίξουν σ’ ένα ξεροπήγαδο. Ρίχνοντάς το μέσα ο Άγιος έμεινε γονατιστός και το σώμα του όρθιο. Τη νύχτα φως ουράνιο έλαμπε πάνω στο ξεροπήγαδο και οι Χριστιανοί με φωνές έτρεχαν και προσκυνούσαν τον Άγιο.
Την άλλη μέρα οι Τούρκοι πήγαν και έριξαν χόρτα και χώματα κι έτσι ο Άγιος έμεινε εκεί σφαλισμένος μέσα στο πηγάδι.
Ο Άγιος καταγόταν από την περιοχή της Άρτας και ήταν στο επάγγελμα γουναράς. Για κάποιο λόγο, τον οποίο δεν γνωρίζομε,αρνήθηκε τον Χριστό και έγινε μουσουλμάνος. Έφυγε δε και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα., όπου είχε εργαστήριο και συνέχιζε το επάγγελμά του.
Ρώτησε ένα φίλο του Χριστιανό εάν γνωρίζει κάποιο καλό πνευματικό. Ο φίλος του του υπέδειξε ένα ενάρετο και έμπειρο πνευματικό, τον οποίο επισκέφτηκε νύχτα και εξωμολογήθηκε την αμαρτία του και τον σκοπό που είχε να ομολογήσει φανερά τον Χριστό. Ο πνευματικός άρχισε να τον νουθετεί λέγοντάς του ότι :
καλός είναι μεν ο λογισμός σου αλλά δεν πρέπει να τον κάνουμε πράξη ευθύς αμέσως διότι πολλές φορές ο διάβολος πλανά τους ανθρώπους εκ δεξιών με καλούς λογισμούς. Ας δοκιμάσουμε λοιπόν τον λογισμό σου αν είναι εκ Θεού. Θα πας στο εργαστήριό σου και θα κλειστείς μέσα για σαράντα ημέρες νηστεύοντας, προσευχόμενος και διαβάζοντας το βιβλίο που έχεις. Θα κάνω κι εγώ στο κελί μου τα ίδια για την αγάπη σου και ύστερα έλα να τα ξαναπούμε πάλι.
Με πολλή χαρά ο Ζαχαρίας δέχτηκε τη συμβουλή του πνευματικού, κλείστηκε στο εργαστήριό του και έκανε όπως του είπε. Δεν πέρασαν είκοσι ημέρες και άναψε μια φλόγα στην καρδιά του, που του δημιούργησε τελεία αγάπη στον Χριστό και ακράτητη προθυμία να δώσει όχι μια ζωή αλλά και δέκα αν είχε για χάρη Του.
Μη μπορώντας να αντέξει αυτή την κατάσταση, πηγαίνει στον πνευματικό και, πέφτοντας στα πόδια του με δάκρυα, του λέει : ευλόγησέ με, πάτερ, να πάω στο μαρτύριο γιατί δεν μπορώ να υποφέρω τη φλόγα που άναψε στην καρδιά μου. Ο πνευματικός προσπαθούσε να τον αποτρέψει αλλά εκείνος επέμενε. Οπότε ο πνευματικός του ζήτησε να εξωμολογηθεί λεπτομερώς όλες του τις αμαρτίες. Στάθηκε τότε με σταυρωμένα τα χέρια και εξωμολογήθηκε με κατάνυξη όλες του τις πράξεις. Βρέθηκε τόσο καθαρός, εκτός από την άρνηση, που ήταν άξιος και για την ιερωσύνη.
Ο πνευματικός, σαν έμπειρος που ήταν, τον υποβάλλει σε άλλη μια δοκιμασία. Αφού τον έβαλε να καθίσει του λέει :
Σκέψου, παιδί μου, τι πας να κάνεις. Γιατί από τον καιρό του πολέμου που ήρθαν οι Αλβανοί στον Μωριά (εννοεί την κατάπνιξη των Ορλωφικών το 1770) έμαθαν τους ντόπιους Τούρκους τέτοια βασανιστήρια για να παιδεύουν τους Χριστιανούς, που τα μαρτύρια των πρώτων Χριστιανών δεν είναι τίποτε μπροστά σε αυτά. Μη νομίσεις πως,αν παρουσιαστείς και ομολογήσεις,αμέσως θα διατάξουν να σου κόψουν το κεφάλι, το αντίθετο. Γι’ αυτό σου λέω, παιδί μου, να ξεχάσεις αυτόν τον λογισμό που έχεις, για να μη βάλεις τον εαυτό σου σε μεγαλύτερη ταλαιπωρία και εμάς σε πειρασμούς και κινδύνους. Σου υπόσχομαι να κανονίσουμε τη σωτηρία σου με σιγουρότερο τρόπο, ώστε πράγματι να σωθείς γιατί δεν υπάρχει αμαρτία που να νικά την ευσπλαχνία του Θεού.
Ο Άγιος στεκόταν και χαμογελούσε ενόσω έλεγε αυτά ο πνευματικός, κατόπιν σκυθρώπιασε για λίγο και αφού αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του αποκρίθηκε:
Θαυμάζω, πνευματικέ, με την τόση φρόνηση που έχεις,να κάθεσαι και να μου λες λόγια ανόητων παιδιών. Εγώ έχω αφιερωμένο ολόκληρο τον εαυτό μου στον Χριστό, έχω τόση δίψα να βασανιστώ για τον Χριστό μου, που επιθυμώ να υπομείνω περισσότερα από εκείνα που μου λες των Αλβανών.
Τότε ο πνευματικός, δοξάζοντας τον Θεό για την τόση χάρη που στάλαξε στην καρδιά του, του διάβασε την σχετική ευχή της Εκκλησίας, τον μύρωσε με το Άγιο Μύρο, τον κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και αφού έψαλαν μαζί την Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο, τον σταύρωσε και τον άφησε να φύγει λέγοντάς του να μην προσβάλει την θρησκεία των Τούρκων αλλά με σύντομα λόγια να αρνηθεί το Ισλάμ και να ομολογήσει τον Χριστό.
Ο Άγιος τότε φίλησε το χέρι του πνευματικού και γύρισε στο εργαστήριό του. Πούλησε όλα του τα υπάρχοντα και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς κρατώντας μόνο ελάχιστα. Κατόπιν πήγε και παρέδωσε το κλειδί του εργαστηρίου μαζί με το ενοίκιο στον ιδιοκτήτη. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στον δικαστή. Στο δρόμο ζητούσε συγχώρεση από τους Χριστιανούς που εύρισκε. Συνάντησε κι ένα φτωχό παιδί που δεν είχε ζωνάρι και του χάρισε το δικό του το μεταξωτό κι ένα παρά κι εκείνος ζώστηκε με λίγο σκοινί. Μπαίνοντας στο δικαστήριο χαιρέτησε τον δικαστή. Εκείνος μόλις τον είδε (τον γνώριζε γιατί του έραβε τις γούνες) του λέει :
Πού είναι το ζωνάρι σου, κακόμοιρε Μεεμέτη, έλα πάνω κάθισε, πες μου τι έπαθες;
Ο Άγιος τότε με πολύ θάρρος, χωρίς φόβο, του απάντησε :
Εγώ δεν είμαι Μεεμέτης αλλά Ζαχαρίας. Αλλά επειδή γελάστηκα και αρνήθηκα τον Χριστό, τον αληθινό Θεό, τον οποίο πίστευα από τη γέννησή μου και δέχτηκα τη δική σας πίστη, τώρα,που συναισθάνθηκα τι έκανα, ήρθα στο δικαστήριό σας να αρνηθώ την πίστη σας και να ενδυθώ τον Χριστό μου που αρνήθηκα. Γι’ αυτό λοιπόν, σε παρακαλώ, πάρε αυτά τα χρήματα για το χαράτσι και στείλτα με τον υπηρέτη σου στον φοροεισπράκτορα να μου φέρει ένα χαρατζοχάρτι για να είμαι κι εγώ ένας ραγιάς, όπως οι υπόλοιποι αδελφοί μου, οι Χριστιανοί.
Παιδί μου, Μεεμέτ πασά, άρχισε ο δικαστής, αν σου συνέβη κάτι κι έχασες τα λογικά σου, είμαι έτοιμος να συνάξω τους αγάδες να σε βοηθήσω, μόνο άνοιξέ μου την καρδιά σου.
Εγώ, αφέντη μου, πούλησα όλα μου τα υπάρχοντα και τα έδωσα ελεημοσύνη, δεν έχω ανάγκη από χρήματα.
Δίχως άλλο θάσαι μεθυσμένος, λέει ο δικαστής.
Πίστεψέ με, του απάντησε ο Άγιος, έχω τρεις ημέρες που δεν έβαλα στο στόμα μου ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε και καφέ. Άλλη αιτία δεν είναι απ’ αυτή που σου είπα, γι’ αυτό πάρε τα χρήματα και στείλε να μου φέρουν ένα χαρατζοχάρτι.
Βλέποντας ο δικαστής την επιμονή του, τον έστειλε στον πασά της πόλης, γράφοντάς του την υπόθεση.
Μπροστά στον πασά ο Άγιος ομολόγησε και πάλι τον Χριστό. Ο πασάς τότε συγκέντρωσε τους αγάδες και τους ανακοίνωσε την υπόθεση. Αποφάσισαν να τον κλείσουν στη φυλακή, να τον βγάζουν τρεις φορές την ημέρα και να τον ραβδίζουν τόσο σκληρά ώστε ή να επιστρέψει στο Ισλάμ ή να ξεψυχήσει. Είπαν μάλιστα να μη χυθεί αίμα για να μην ορμήσουν οι Χριστιανοί να παίρνουν ματωμένα χώματα και γίνεται φασαρία.
Τον ράβδιζαν αλύπητα, τον χτυπούσαν με πέτρες στο στήθος και την κοιλιά,εκείνος στεκόταν ασάλευτος στην πίστη του Χριστού προσευχόμενος ακαταπαύστως μυστικά, Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με τον αρνητή σου και βοήθησόν μοι.
Μετά από μερικές ημέρες ο επικεφαλής των στρατιωτών που τον βασάνιζαν διέταξε τον δεσμοφύλακα να τον βασανίσει τη νύχτα τόσο πολύ ώστε να πεθάνει για να μη παιδεύονται κάθε μέρα να τον ραβδίζουν. Ο δεσμοφύλακας τότε τον έβαλε στο τιμωρητικό ξύλο, του τέντωσε πολύ τα πόδια και ανέβηκε για να δειπνήσει. Ο Άγιος είπε σε κάποια στιγμή ωχ, επειδή πόνεσε πολύ. Τον άκουσε ο δεσμοφύλακας και του λέει : τώρα,άπιστε, να πιω όλο το κρασί και να κατέβω, να σε κόψω κομμάτια.
Και ο μάρτυρας τον προκάλεσε λέγοντάς του : αν είσαι παλικάρι μη λες μόνο λόγια αλλά να το κάνεις, να σου χρωστάω και χάρη.
Κατέβηκε τότε ο δεσμοφύλακας και τέντωσε υπερβολικά τα πόδια του μάρτυρος και ανέβηκε να αποδειπνήσει. Κι όπως έκανε να σαλέψει ο Άγιος σκίστηκαν τα σκέλη του. Ο Άγιος τότε,κάνοντας το σημείο του σταυρού σε όλο το σώμα του και λέγοντας Κύριε, εις χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου, ξεψύχησε.
Αμέσως τότε η φυλακή γέμισε από μια απερίγραπτη ευωδία, τόση πολλή που ο φύλακας έφυγε κατησχυμένος και κοιμήθηκε αλλού.
Το πρωί οι Χριστιανοί έμαθαν ότι ο Άγιος τελείωσε το μαρτύριο και με μεγάλη χαρά δόξασαν τον Θεό. Ο Μητροπολίτης ζήτησε από τον πασά το Άγιο λείψανο για να το ενταφιάσει. Εκείνος του απάντησε ότι αυτός δεν είναι ούτε από μας ούτε από σας, επειδή και τις δύο θρησκείες κορόιδεψε, γι’ αυτό δεν είναι άξιος ταφής. Διέταξε δυο στρατιώτες να δέσουν το Άγιο λείψανο από τα πόδια και να το ρίξουν σ’ ένα ξεροπήγαδο. Ρίχνοντάς το μέσα ο Άγιος έμεινε γονατιστός και το σώμα του όρθιο. Τη νύχτα φως ουράνιο έλαμπε πάνω στο ξεροπήγαδο και οι Χριστιανοί με φωνές έτρεχαν και προσκυνούσαν τον Άγιο.
Την άλλη μέρα οι Τούρκοι πήγαν και έριξαν χόρτα και χώματα κι έτσι ο Άγιος έμεινε εκεί σφαλισμένος μέσα στο πηγάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου