Μὲ
αὐτὸν τὸν τίτλο κυκλοφόρησε τὸ βιβλίο τοῦ Jonathan Swift (Κείμενο τοῦ
John Arbuthnot ἀποδιδόμενο στὸν Jonathan Swift. Εἰσαγωγὴ Jean-Jacques
Courtine, μετάφρ. ᾿Αλόη Σιδέρη, ἐκδ. ῎Αγρα, ᾿Αθήνα 1995), τὸ ὁποῖο θίγει
ἕνα ἰδιότυπο θέμα, αὐτὸ τῆς πολιτικῆς ἐξαπάτησης σὲ ἐπίπεδο «τέχνης»,
δηλαδὴ ἐν προκειμένῳ τεχνικῆς καὶ στρατηγικῆς διεκπεραίωσης.
Τὸ κείμενο ἐνέχει πρωτοτυπία ὡς σύλληψη καὶ ὡς πραγμάτευση· μάλιστα, ἂν
καὶ χειρίζεται ἕνα ἀρκετὰ κοινότοπο ζήτημα, τὸ ἀντιμετωπίζει ἀπὸ τὴν
ὀπτικὴ γωνία τῆς σάτιρας καὶ τῆς καυστικῆς εἰρωνείας.
῎Ηδη στὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἐν λόγῳ ἔκδοσης προαναγγέλλεται ἀπὸ τὸν σχολιαστὴ
ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ..
ὁλοκληρωμένη πραγματεία, ἀλλὰ γιὰ ἕνα «ἄνοιγμα καταλόγου συνδρομητῶν γιὰ δύο τόμους, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ παρουσιαστοῦν σὲ λίγο μὲ τὸν ἴδιο τίτλο» (σ. 7). Φυσικὰ ὁ ἐκδότης εἰσέπραξε τὰ χρήματα —ἐν μέρει ἢ ἐν τῷ συνόλῳ— γιὰ τὸ ἐπικείμενο πόνημα, εἶναι ἄγνωστο ὅμως ἂν αὐτὰ ἐπεστράφησαν, ἀφοῦ ἡ ἔκδοση δὲν πραγματοποιήθηκε ποτέ. ῎Αρα τὸ συγκεκριμένο ἔργο ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος σχεδιαγράμματος ἐπὶ τῆς πλήρους ἐκδόσεως καὶ εἶναι τὸ μόνο τμῆμα ποὺ παραδόθηκε τύποις. ῍Αν αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη δὲν εἶναι μορφὴ «ἐξαπάτησης» καὶ ἄρα προανάκρουσμα γιὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ πονήματος (ἔστω τῆς περίληψής του), τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι;
῾Η ἔννοια τῆς τέχνης τῆς πολιτικῆς ψευδολογίας ὁρίζεται ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ εὐσύνοπτου αὐτοῦ κειμένου ὡς· «ἡ Τέχνη νὰ πείθεις τὸν λαό, ἡ τέχνη τοῦ νὰ ἐπιβάλλεις σωτήρια ψεύδη μὲ καλὸ σκοπό» (σ. 36). ῾Επομένως, ἡ ἔννοια τῆς πολιτικῆς ψευδολογίας μπορεῖ νὰ συνοψισθεῖ στὴ λαϊκὴ ρήση· «ὁ σκοπὸς ἁγιάζει τὰ μέσα». Καὶ ἀφοῦ, ἂν ἔχεις καλὸ σκοπὸ, ὅλα ἐπιτρέπονται, ἄρα ἐπιτρέπεται καὶ τὸ ψεῦδος σὲ ὅλες του τὶς ἐκφάνσεις. Βεβαίως δὲν διευκρινίζεται ποιός ἀκριβῶς θὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ τὸν «καλὸ σκοπό»· ὁ ψευδόμενος πολιτικός, ὁ λαός, ἡ χώρα, οἱ θεσμοί, ποιός;
Περιττὸ νομίζω ὅτι εἶναι νὰ ἐπισημανθεῖ ἡ διαχρονικότητα τοῦ κειμένου αὐτοῦ. ῎Ηδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν σοφιστῶν –ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἑλληνικὰ δεδομένα– μέχρι καὶ σήμερα, ἡ «τέχνη» τῆς πολιτικῆς ψευδολογίας, τῆς σοφιστείας, τῆς δικολαβίας, τῆς στρεψοδικίας ἀκόμη, κυριαρχεῖ στὴν πολιτικὴ καὶ γενικῶς στὰ κοινά. Δὲν εἶναι προνόμιο τοῦ πολιτικοῦ ἡ ἐντιμότητα, ἀλλὰ ἡ πολιτικὴ «εὐελιξία» καὶ ἐπιτηδειότητα. Καὶ αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπὸ ένα μεγάλο φάσμα ψευδολογίας καὶ συγκεκαλυμμένου ψεύδους, τὸ ὁποῖο κατηγοριοποιεῖται στὸ συγκεκριμένο ἔργο σὲ ψεῦδος τῶν ὑποσχέσεων, συκοφαντικό, προσθετικό, διαβιβαστικό, ψεῦδος θαυμαστὸ ἢ τερατῶδες, ψεῦδος ποὺ ἐνθαρρύνει καὶ ἐμψυχώνει, ψεῦδος ὡριαῖο, ἡμερήσιο, ἐτήσιο, αἰώνιο κ.λπ.
Προκειμένου μάλιστα νὰ «πετύχει» ἡ τέχνη αὐτή, καλὸ θὰ εἶναι νὰ συνδυάζεται ἡ σωστὴ ἀναλογία μεταξὺ ἀλήθειας καὶ ψεύδους, δηλαδὴ ἡ τέχνη νὰ χρησιμοποιεῖ ἕνα «συνταγολόγιο», ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νὰ ἀποκαλυφθεῖ τὸ ψεῦδος ἀπὸ «κακὸ χειρισμὸ» ἢ λόγῳ λάθους στὴ σχετικὴ «πρόσμιξη».
῾Η ἐπικαιρότητα τοῦ κειμένου κρίνεται ὡς πανθομολογούμενη, ἰδίως γιὰ τὰ ἑλληνικὰ πολιτικὰ πράγματα, ἂν καὶ ὄχι μόνο. Καὶ στὶς μέρες μας, οἱ πολιτικοὶ μετέρχονται τὴν «πολιτικὴ ψευδολογία», ὁ λαὸς ἀρέσκεται στὴν πολιτικὴ φενάκη (ἀκόμη καὶ ὅταν μπορεῖ νὰ τὴν ἀποδείξει), καὶ μοιάζει νὰ εἶναι ὅλοι εὐχαριστημένοι. Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὸν συγγραφέα τοῦ ρεαλιστικοῦ αὐτοῦ κειμένου, «χρειάζεται μεγαλύτερη τέχνη γιὰ νὰ κάμεις τὸν λαὸ νὰ πιστέψει τὴν ἀλήθεια παρὰ νὰ τοῦ ὑποβάλεις ἕνα σωτήριο ψέμα» (σ. 37). Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πρόσφορο ἔδαφος τῶν πολιτικῶν ψευδολόγων· ὁ λαὸς χρειάζεται τὸ ψέμα, τὸ ἔχει ἀνάγκη γιὰ νὰ νιώθει ὅτι τὰ πράγματα πηγαίνουν καλὰ καὶ ὅτι θὰ πᾶνε καὶ ἀκόμη καλύτερα. Τὸ ψεῦδος τότε προβάλλει ὡς ψυχολογικὴ ἀναγκαιότητα καὶ λιγότερο ὡς πολιτική. Τὸ δὲ θαυμαστότερο εἶναι ὅτι τὴν πολιτικὴ ψευδολογία δὲν καλλιεργοῦν μόνον οἱ πολιτικοὶ, ἂν καὶ εἶναι οἱ κατ ἐξοχὴν σκαπανεῖς τοῦ εἴδους, ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς συλλήβδην, ἀπὸ ὅποια σκοπιὰ καὶ ἂν αὐτὸ τὸν ἐξυπηρετεῖ. ῎Ετσι ὁ λαός, ἀναλόγως, συστρατεύεται μὲ τοὺς πολιτικοὺς καὶ ἐθελοτυφλεῖ, ἀναπαράγει τὸ ψεῦδος, διαδίδει τὴ συκοφαντία καὶ γενικῶς μέσα ἀπὸ τὸν πλουραλισμὸ, ποὺ διακρίνει τὶς ἀπόψεις του, καλλιεργεῖ τὸ κατάλληλο ὑπόστρωμα γιὰ νὰ «εὐδοκιμήσει ἀποτελεσματικὰ» τὸ πολιτικὸ ψεῦδος.
Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ μία κοινωνία ἡ ὁποία ἐμπλέκεται σύσσωμη στὴν «τέχνη» τῆς πολιτικῆς ψευδολογίας καὶ τὴ χρησιμοποιεῖ, κατὰ περίπτωση, εἴτε ὡς «ψυχοφάρμακο», εἴτε ὡς μέσο ἀνάδειξης καὶ καταξίωσης, ὡς μέσο πλουτισμοῦ κ.λπ. ᾿Αγνοεῖ ὅμως ὅτι, ὅσο καὶ ἂν ἐπωφελεῖται ἀπὸ τὸν «καλὸ σκοπὸ», γιὰ τὸν ὁποῖο διατυπώνεται τὸ ψεῦδος, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν αὐτοσκοπὸς σὲ δημόσιο ἢ ἰδιωτικὸ ἐπίπεδο. Εἶναι αὐτὴ ποὺ «ὠφελεῖ», ἂν ὄχι βραχυπρόθεσμα, σίγουρα μακροπρόθεσμα.
῾Ωστόσο ἀποτελεῖ θέμα πολιτικοῦ ἤθους ἡ ἀνάδειξη καὶ πρόταξη τῆς ἀλήθειας, καὶ αὐτὸ τὸ ἦθος σίγουρα δὲν χαλκεύεται σὲ μία κοινωνία ὅπου ὅλοι, ἢ σχεδὸν ὅλοι, ἐπιδίδονται σὲ μία τόσο ἀποπροσανατολιστικὴ τέχνη, ὅπως αὐτὴ τῆς πολιτικῆς ψευδολογίας.
ὁλοκληρωμένη πραγματεία, ἀλλὰ γιὰ ἕνα «ἄνοιγμα καταλόγου συνδρομητῶν γιὰ δύο τόμους, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ παρουσιαστοῦν σὲ λίγο μὲ τὸν ἴδιο τίτλο» (σ. 7). Φυσικὰ ὁ ἐκδότης εἰσέπραξε τὰ χρήματα —ἐν μέρει ἢ ἐν τῷ συνόλῳ— γιὰ τὸ ἐπικείμενο πόνημα, εἶναι ἄγνωστο ὅμως ἂν αὐτὰ ἐπεστράφησαν, ἀφοῦ ἡ ἔκδοση δὲν πραγματοποιήθηκε ποτέ. ῎Αρα τὸ συγκεκριμένο ἔργο ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος σχεδιαγράμματος ἐπὶ τῆς πλήρους ἐκδόσεως καὶ εἶναι τὸ μόνο τμῆμα ποὺ παραδόθηκε τύποις. ῍Αν αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη δὲν εἶναι μορφὴ «ἐξαπάτησης» καὶ ἄρα προανάκρουσμα γιὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ πονήματος (ἔστω τῆς περίληψής του), τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι;
῾Η ἔννοια τῆς τέχνης τῆς πολιτικῆς ψευδολογίας ὁρίζεται ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ εὐσύνοπτου αὐτοῦ κειμένου ὡς· «ἡ Τέχνη νὰ πείθεις τὸν λαό, ἡ τέχνη τοῦ νὰ ἐπιβάλλεις σωτήρια ψεύδη μὲ καλὸ σκοπό» (σ. 36). ῾Επομένως, ἡ ἔννοια τῆς πολιτικῆς ψευδολογίας μπορεῖ νὰ συνοψισθεῖ στὴ λαϊκὴ ρήση· «ὁ σκοπὸς ἁγιάζει τὰ μέσα». Καὶ ἀφοῦ, ἂν ἔχεις καλὸ σκοπὸ, ὅλα ἐπιτρέπονται, ἄρα ἐπιτρέπεται καὶ τὸ ψεῦδος σὲ ὅλες του τὶς ἐκφάνσεις. Βεβαίως δὲν διευκρινίζεται ποιός ἀκριβῶς θὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ τὸν «καλὸ σκοπό»· ὁ ψευδόμενος πολιτικός, ὁ λαός, ἡ χώρα, οἱ θεσμοί, ποιός;
Περιττὸ νομίζω ὅτι εἶναι νὰ ἐπισημανθεῖ ἡ διαχρονικότητα τοῦ κειμένου αὐτοῦ. ῎Ηδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν σοφιστῶν –ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἑλληνικὰ δεδομένα– μέχρι καὶ σήμερα, ἡ «τέχνη» τῆς πολιτικῆς ψευδολογίας, τῆς σοφιστείας, τῆς δικολαβίας, τῆς στρεψοδικίας ἀκόμη, κυριαρχεῖ στὴν πολιτικὴ καὶ γενικῶς στὰ κοινά. Δὲν εἶναι προνόμιο τοῦ πολιτικοῦ ἡ ἐντιμότητα, ἀλλὰ ἡ πολιτικὴ «εὐελιξία» καὶ ἐπιτηδειότητα. Καὶ αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπὸ ένα μεγάλο φάσμα ψευδολογίας καὶ συγκεκαλυμμένου ψεύδους, τὸ ὁποῖο κατηγοριοποιεῖται στὸ συγκεκριμένο ἔργο σὲ ψεῦδος τῶν ὑποσχέσεων, συκοφαντικό, προσθετικό, διαβιβαστικό, ψεῦδος θαυμαστὸ ἢ τερατῶδες, ψεῦδος ποὺ ἐνθαρρύνει καὶ ἐμψυχώνει, ψεῦδος ὡριαῖο, ἡμερήσιο, ἐτήσιο, αἰώνιο κ.λπ.
Προκειμένου μάλιστα νὰ «πετύχει» ἡ τέχνη αὐτή, καλὸ θὰ εἶναι νὰ συνδυάζεται ἡ σωστὴ ἀναλογία μεταξὺ ἀλήθειας καὶ ψεύδους, δηλαδὴ ἡ τέχνη νὰ χρησιμοποιεῖ ἕνα «συνταγολόγιο», ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νὰ ἀποκαλυφθεῖ τὸ ψεῦδος ἀπὸ «κακὸ χειρισμὸ» ἢ λόγῳ λάθους στὴ σχετικὴ «πρόσμιξη».
῾Η ἐπικαιρότητα τοῦ κειμένου κρίνεται ὡς πανθομολογούμενη, ἰδίως γιὰ τὰ ἑλληνικὰ πολιτικὰ πράγματα, ἂν καὶ ὄχι μόνο. Καὶ στὶς μέρες μας, οἱ πολιτικοὶ μετέρχονται τὴν «πολιτικὴ ψευδολογία», ὁ λαὸς ἀρέσκεται στὴν πολιτικὴ φενάκη (ἀκόμη καὶ ὅταν μπορεῖ νὰ τὴν ἀποδείξει), καὶ μοιάζει νὰ εἶναι ὅλοι εὐχαριστημένοι. Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὸν συγγραφέα τοῦ ρεαλιστικοῦ αὐτοῦ κειμένου, «χρειάζεται μεγαλύτερη τέχνη γιὰ νὰ κάμεις τὸν λαὸ νὰ πιστέψει τὴν ἀλήθεια παρὰ νὰ τοῦ ὑποβάλεις ἕνα σωτήριο ψέμα» (σ. 37). Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πρόσφορο ἔδαφος τῶν πολιτικῶν ψευδολόγων· ὁ λαὸς χρειάζεται τὸ ψέμα, τὸ ἔχει ἀνάγκη γιὰ νὰ νιώθει ὅτι τὰ πράγματα πηγαίνουν καλὰ καὶ ὅτι θὰ πᾶνε καὶ ἀκόμη καλύτερα. Τὸ ψεῦδος τότε προβάλλει ὡς ψυχολογικὴ ἀναγκαιότητα καὶ λιγότερο ὡς πολιτική. Τὸ δὲ θαυμαστότερο εἶναι ὅτι τὴν πολιτικὴ ψευδολογία δὲν καλλιεργοῦν μόνον οἱ πολιτικοὶ, ἂν καὶ εἶναι οἱ κατ ἐξοχὴν σκαπανεῖς τοῦ εἴδους, ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς συλλήβδην, ἀπὸ ὅποια σκοπιὰ καὶ ἂν αὐτὸ τὸν ἐξυπηρετεῖ. ῎Ετσι ὁ λαός, ἀναλόγως, συστρατεύεται μὲ τοὺς πολιτικοὺς καὶ ἐθελοτυφλεῖ, ἀναπαράγει τὸ ψεῦδος, διαδίδει τὴ συκοφαντία καὶ γενικῶς μέσα ἀπὸ τὸν πλουραλισμὸ, ποὺ διακρίνει τὶς ἀπόψεις του, καλλιεργεῖ τὸ κατάλληλο ὑπόστρωμα γιὰ νὰ «εὐδοκιμήσει ἀποτελεσματικὰ» τὸ πολιτικὸ ψεῦδος.
Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ μία κοινωνία ἡ ὁποία ἐμπλέκεται σύσσωμη στὴν «τέχνη» τῆς πολιτικῆς ψευδολογίας καὶ τὴ χρησιμοποιεῖ, κατὰ περίπτωση, εἴτε ὡς «ψυχοφάρμακο», εἴτε ὡς μέσο ἀνάδειξης καὶ καταξίωσης, ὡς μέσο πλουτισμοῦ κ.λπ. ᾿Αγνοεῖ ὅμως ὅτι, ὅσο καὶ ἂν ἐπωφελεῖται ἀπὸ τὸν «καλὸ σκοπὸ», γιὰ τὸν ὁποῖο διατυπώνεται τὸ ψεῦδος, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν αὐτοσκοπὸς σὲ δημόσιο ἢ ἰδιωτικὸ ἐπίπεδο. Εἶναι αὐτὴ ποὺ «ὠφελεῖ», ἂν ὄχι βραχυπρόθεσμα, σίγουρα μακροπρόθεσμα.
῾Ωστόσο ἀποτελεῖ θέμα πολιτικοῦ ἤθους ἡ ἀνάδειξη καὶ πρόταξη τῆς ἀλήθειας, καὶ αὐτὸ τὸ ἦθος σίγουρα δὲν χαλκεύεται σὲ μία κοινωνία ὅπου ὅλοι, ἢ σχεδὸν ὅλοι, ἐπιδίδονται σὲ μία τόσο ἀποπροσανατολιστικὴ τέχνη, ὅπως αὐτὴ τῆς πολιτικῆς ψευδολογίας.
Τρίτη, 17 Νοέμβριος 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου