Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Γιατί ο Μπόρις Τζόνσον προτιμά το σκληρότερο Brexit – του Κώστα Ράπτη




Μια χαρακτηριστική ασυμμετρία αποτυπώθηκε, ήδη από την 1η Φεβρουαρίου, στον τρόπο με τον οποίο θιασώτες και πολέμιοι του Brexit υποδέχθηκαν την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε.
Μια ασυμμετρία βαθύτερη από το ότι οι Brexiteers πανηγύριζαν, ενώ η άλλη πλευρά, σε Βρετανία και Ευρώπη, διακατεχόταν από την αναμενόμενη περίσκεψη. Το κρίσιμο μέγεθος είναι ότι οι μεν άρθρωναν έναν κάποιο πολιτικό λόγο (περί ανάκτησης κυριαρχίας, κ.ο.κ.) και οι δε επέμεναν σε έναν λόγο συναισθηματολογικό και ηθικολογικό.
Δεν έχει σημασία αυτή την ώρα να εκτιμηθεί αν οι βρετανικές φιλοδοξίες είναι ρεαλιστικές. Γεγονός παραμένει ότι η Βρετανία, μέσα από μια διαδικασία ομολογουμένως τραυματική, γυρνά σελίδα και βλέπει το μέλλον της ακριβώς στην αλλαγή, τη μετατόπιση και το ρίσκο.
Αντιθέτως, η Ευρώπη των «27», θεωρώντας προφανώς ότι έχει αγγίξει το «τέλος της ιστορίας», δεν έχει καν ανοίξει τη συζήτηση για τις αλλαγές στη δική της φυσιογνωμία που αντικειμενικά επιβάλλει η απώλεια του 13% του πληθυσμού της και του 14% του ΑΕΠ της.
Η νοοτροπία αυτή μεταφέρεται και στη διαπραγματευτική τακτική που ξεδιπλώνουν οι δύο πλευρές για την «επόμενη ημέρα». Η πλευρά των «27» εξακολουθεί ακόμη και τώρα να δίνει τη «μάχη του Brexit» – με την ίδια διαπραγματευτική ομάδα, με την ίδια εκτίμηση περί του συσχετισμού ισχύος και με την ίδια ιδεολογική και τιμωρητική λογική.
Αντίθετα, ο Μπόρις Τζόνσον καθιστά σαφές ότι το γήπεδο έχει αλλάξει: διότι το Brexit έχει πλέον συμβεί και ο ίδιος έχει εξασφαλίσει μια διαφορετική πολιτική ισορροπία στο εσωτερικό της χώρας του.
Εξ ου και ανοίγοντας τα διαπραγματευτικά χαρτιά του στην ομιλία που εκφώνησε τη Δευτέρα στο Γκρίνουιτς, ο Βρετανός πρωθυπουργός περιέγραψε το σκληρότερο δυνατό Brexit. Η «ρυθμιστική εναρμόνιση» που ζητούν οι Βρυξέλλες από τη Βρετανία προκειμένου να της χορηγήσουν εμπορική συμφωνία στο τέλος της τρέχουσας μεταβατικής περιόδου, είναι, κατά τον Τζόνσον, εκτός συζήτησης. Το Λονδίνο ενδιαφέρεται για μία συμφωνία μηδενικών δασμών σαν αυτή που έχει υπογράψει η Ε.Ε. με τον Καναδά και με τους ίδιους όρους. Αν τεθεί ως προϋπόθεση η συνέχιση της συμμόρφωσης με το κοινοτικό δίκαιο και κάποιου είδους εμπλοκή του Ευρωδικαστηρίου, τότε η Βρετανία θα αρκεστεί στη συμφωνία διαζυγίου που ήδη διαθέτει – και τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν τους κανονισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Μάλιστα για να κάνει το μήνυμα σαφέστερο, ο ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ έφερε ως πιθανό πρότυπο και την εντελώς μινιμαλιστική συμφωνία της Ε.Ε. με την Αυστραλία.
Μπλοφάρει ο Τζόνσον με ένα σκληρό άνοιγμα στη διαπραγμάτευση; Ενδεχομένως, αλλά όχι αναγκαστικά. Το ότι η Ε.Ε. προσπαθεί ακόμη να κρατήσει στην τροχιά της την μόλις αποχωρήσασα Βρετανία, θέτοντάς της ως όρο, λόγω της «γειτνίασης», την «ρυθμιστική εναρμόνιση» που προφανώς δεν διεκδίκησε από τον Καναδά, δεν είναι απαραιτήτως σημάδι ισχύος, αλλά φόβου μπροστά στον ανταγωνισμό.
Είναι αληθές ότι το ήμισυ των εξαγωγών της Βρετανίας κατευθύνεται στην ευρωπαϊκή αγορά και ότι η ευρω-καναδική συμφωνία λίγα προβλέπει για τις υπηρεσίες, που αποτελούν τομέα μεγάλου βρετανικού ενδιαφέροντος. Όμως από την άλλη πλευρά, ως έχουσα ογκώδες πλεόνασμα στο διμερές εμπόριο είναι και αυτή διαπραγματευτικά ευάλωτη. Και το κυριότερο: οι τωρινοί υπολογισμοί βασίζονται στην παραδοχή ότι το βρετανικό παραγωγικό μοντέλο θα παραμείνει αμετάβλητο.
Υπάρχουν, ωστόσο, λόγοι να πιστεύουμε ότι ο Τζόνσον θα επιχειρήσει (άγνωστο με πόση στήριξη από το κόμμα και το υπουργικό του συμβούλιο) το ακριβώς αντίθετο. Να αξιοποιήσει δηλαδή την αποδέσμευση από το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο, όχι (τόσο) για να χαλαρώσει λ.χ. τις εργασιακές και περιβαλλοντικές προδιαγραφές, όσο για να αξιοποιήσει τις κρατικές ενισχύσεις για μία δημιουργία «εθνικών πρωταθλητών» στην επόμενη τεχνολογική επανάσταση, αντιστρέφοντας (αλλά όχι με εξάρτηση από εμπορεύσιμα υλικά αγαθά) την αποδυνάμωση της βρετανικής παραγωγικής βάσης (και της κοινωνικής συνοχής) μετά από δεκαετίες χρηματοπιστωτικοποίησης.
Συνδυάζοντας μια «δεξιά» στροφή στα θέματα νόμου, τάξης και μετανάστευσης με μια αναπάντεχη «αριστερή» στροφή στα οικονομικά (βλ. π.χ. την πρόσφατη επανεθνικοποίηση των σιδηροδρόμων της βόρειας Αγγλίας και την εξαγγελία κάποιων κινήσεων χαλάρωσης της λιτότητας), ο Τζόνσον φιλοδοξεί να επιφέρει βαθιές αλλαγές στην βρετανική κοινωνία – συμπεριλαμβανομένης, εννοείται, και της μονιμότερης πρόσδεσης στο κόμμα του των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης που το προτίμησαν για πρώτη φορά στις τελευταίες εκλογές.
Το μεγαλύτερο πρόβλημά του, από αυτή την άποψη, είναι η εξεύρεση των κατάλληλων επενδυτικών εργαλείων – όχι ο πόλεμος χαρακωμάτων των Βρυξελλών.

Κώστας Ράπτης
Πηγή: iskra



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου