Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Ποια η τύχη μικρών χωρών σε μεγάλες αναδιατάξεις;



του Ρούντι Ρινάλντι

Επιτρέψτε μου ένα διαφορετικό σημείωμα ετούτη τη φορά, πλην όμως επικεντρωμένο στα πλέον κρίσιμα και ζωτικής σημασίας ερωτήματα που μπαίνουν μπροστά μας όλο και πιο επιτακτικά. Με πνεύμα ανοικτό κι όχι προσκολλημένο στο «γράμμα» και με προβληματισμό που πρέπει να συνεχιστεί.

Για τον συσχετισμό δύναμης

O Γκράμσι παρατηρώντας ότι υπάρχει μια σύγχυση γύρω από το ζήτημα του συσχετισμού δυνάμεων θα πει: «Διαβάζουμε συχνά μέσα σε ιστορικές αφηγήσεις τη γενική έκφραση «συσχετισμός των δυνάμεων ευνοϊκός ή δυσμενής για τούτη ή εκείνη την τάση». Έτσι αφηρημένα, η διατύπωση αυτή δεν εξηγεί τίποτα ή σχεδόν τίποτα».
Ο ίδιος διακρίνει στη μελέτη του συσχετισμού των δυνάμεων τρεις βασικές στιγμές ή βαθμούς:

1) Αρχικά είναι ο συσχετισμός όλων των κοινωνικών δυνάμεων που συνδέεται στενά με τη δομή και που είναι αντικειμενικός, ανεξάρτητος από τη θέληση των ανθρώπων. H σχέση αυτή είναι που αποτελεί μια πραγματικότητα που δεν επιδέχεται αλλαγή: Κανένας δεν μπορεί να αλλάξει τον αριθμό των επιχειρήσεων και όσων εξαρτώνται από αυτές, τον αριθμό των πόλεων με το δεδομένο πληθυσμό τους κλπ. Αυτή η βασική διάταξη επιτρέπει να μελετήσουμε αν υπάρχουν μέσα στην κοινωνία οι αναγκαίοι και επαρκείς όροι για έναν μετασχηματισμό της, επιτρέπει δηλαδή να ελέγχουμε το βαθμό του ρεαλισμού και του πραγματοποιήσιμου των διαφόρων ιδεολογιών.
2) Μια διαδοχική στιγμή είναι ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων· δηλαδή η εκτίμηση του βαθμού της ομοιογένειας της αυτοσυνείδησης και της οργάνωσης που έχουν πετύχει οι διάφορες κοινωνικές ομάδες. Υπάρχουν βαθμίδες «που αντιστοιχούν στις διάφορες στιγμές της συλλογικής πολιτικής συνείδησης, έτσι όπως έχουν εκδηλωθεί μέχρι τώρα στην ιστορία». Ξεκινώντας από την οικονομικοσυνεταιριστική, περνώντας στην πιο καθαρά πολιτική, όταν μια τάξη συνειδητοποιήσει τα κοινά συμφέροντά της, και φτάνοντας έως αυτή της ηγεμονίας και του κράτους.
3) H τρίτη στιγμή είναι αυτή του συσχετισμού των στρατιωτικών δυνάμεων, που ορισμένες φορές είναι άμεσα αποφασιστική.
Ο Γκράμσι καταλήγει σε μια ενδιαφέρουσα διαπίστωση:
«H ιστορική εξέλιξη αιωρείται αδιάκοπα ανάμεσα στην πρώτη και την τρίτη στιγμή, με τη μεσολάβηση της δεύτερης». Δηλαδή η ιστορική εξέλιξη καθορίζεται αδιάκοπα από την πορεία του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων και του στρατιωτικού συσχετισμού. Μεσολαβείται από την πορεία και τις εκδηλώσεις του πολιτικού συσχετισμού, γιατί αυτός κινητοποιεί, δικαιολογεί, συγκεντρώνει, συνενώνει, αποσυνθέτει, δημιουργεί όρους επικράτησης κλπ.
Αν κάποιος επιχειρήσει σήμερα να διαβάσει το συσχετισμό δυνάμεων τόσο στην ελληνική κοινωνία όσο και στις σχέσεις της με τον γεωπολιτικό περίγυρο, θα παρατηρήσει μάλλον πως πάσχουμε τελείως στη δεύτερη στιγμή που αναλύει ο Γκράμσι, δηλαδή στη συνειδητοποίηση, στην ομοιογένεια, στην πολιτική συνείδηση. Επομένως υπάρχει ο κίνδυνος η ιστορική εξέλιξη να προχωρήσει κατά το σχήμα «αιωρείται αδιάκοπα ανάμεσα στην πρώτη και την τρίτη στιγμή» χωρίς να υπάρχει καμιά διαμεσολάβηση προς την κατεύθυνση αποτροπής χειρότερων εξελίξεων.

Ποια η μοίρα των μικρών χωρών

Σε μια περιοχή που τραντάζεται από γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς και μεγάλες αναδιατάξεις, τι μοίρα έχει μια μικρή χώρα; Ποια η τύχη της, αν και πως μπορεί να επιβιώσει, με ποιες δυνατότητες και τι ρόλο. Τέτοιου είδους ερωτήματα είναι όχι απλά νόμιμα αλλά και δραματικά. Η άποψη ότι δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά μόνοι μας, ότι για να έχουμε υπόσταση πρέπει να ανήκουμε σε ευρύτερες συμμαχίες, δηλαδή να βρούμε προστάτες, φαίνεται να κυριαρχεί. Η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για την επικύρωση της συμφωνίας επέκτασης των αμερικάνικων βάσεων και διευκολύνσεων υπήρξε μνημείο αυτής της αντίληψης.
Βέβαια το ερώτημα δεν μπαίνει για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, ενώ το συναντάμε και σε άλλες μικρές χώρες.
Ο Δημήτρης Γληνός το διαπραγματεύτηκε στην εισαγωγή του στο έργο του Πλάτωνα «Σοφιστής», που εκδόθηκε το 1940 πριν τον πόλεμο (για την ακρίβεια ο πόλεμος στην Ευρώπη είχε αρχίσει). Δύο χρόνια πριν, εξόριστος στη Σαντορίνη, ο Γληνός είχε γράψει την «Τριλογία του πολέμου». Δίνουμε αποσπάσματα από την προβληματική του:
«Είναι φανερό, πως με την εξέλιξη και των υλικών και των πνευματικών συνθηκών της ζωής μας η Ελλάδα ολοένα παύει πια να είναι μια καθυστερημένη επαρχιακή γωνιά της Ευρώπης στα σύνορα της ανατολίτικης βραδυπορίας προς το σύγχρονο πολιτισμό. Οι μεγάλοι οικονομικοί και κοινωνικοπολιτικοί ανταγωνισμοί του ευρωπαϊκού κόσμου έχουν άμεσον αντίχτυπο στη ζωή μας, τα προβλήματα της ευρωπαϊκής ζωής είναι και προβλήματα δικά μας και όλο το οικονομικό υπόστρωμα, καθώς και το οργανωτικό και πνευματικό εποικοδόμημα μας, επηρεάζεται γοργά και άμεσα από τις ροπές, τις μεταπτώσεις, τους ανταγωνισμούς, που συγκλονίζουνε και καθορίζουνε και διαμορφώνουνε τη σύγχρονη ζωή.
Η Ελλάδα βέβαια είναι ένας τόπος μικρός, ο λαός μας ολιγάριθμος, η δυναμική της υλικής μας υπόστασης δε μας επιτρέπει να παίζουμε βαρυσήμαντο, καθοριστικό και πρωτογενετικό ρόλο στις κατευθυντήριες γραμμές του σύγχρονου πολιτισμού. Ακολουθούμε πάντα, ως τώρα τουλάχιστον, αφομοιώνουμε καλά ή κακά, βαθιά ή ξώπετσα, ξεγελιόμαστε, λαχανιάζουμε, παραστρατούμε, αγωνιζόμαστε με δυσκολία να κρατήσουμε στα χέρια μας τη μοίρα μας.
Μέσα στις νέες μορφοπλασίες της ομαδικής ζωής, τα νέα οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά και πνευματικά καθεστώτα, που δημιουργούνται από τις τεράστιες ανταγωνιστικές κινητήριες δυνάμεις του σημερινού τεχνικού πολιτισμού, με δυσκολία μπορούμε να ξεχωρίσουμε ποιο θα είναι το αύριο των μικρών λαών, ένα πρόβλημα, που ιδιαίτερα και άμεσα μας ενδιαφέρει, και ακόμη με δυσκολία μπορούμε να μαντέψουμε ποιο θα είναι το αύριο και όλης της ευρωπαϊκής πολυεθνίας, που σήμερα κατασπαράζεται από τη διχόνοια. Αυτό είναι ένα πρόβλημα βαρύ, που αξίζει να του στρέφουμε ολόψυχα το ερευνητικό μάτι της επιστημονικής γνώσης, που όμως ξεφεύγει από τα πλαίσια τούτης εδώ της μελέτης.
Ωστόσο και μέσα στα τόσο κρυφά και σκοτεινά πεπρωμένα, που με αγωνία αντικρίζουμε, για ένα πράμα μπορούμε να είμαστε βέβαιοι και σε μιαν αμετάτρεπτη και ακλόνητη ιστορική πραγματικότητα μπορεί ο ελληνικός λαός να βρει από τώρα ένα σταθερό βάθρο για την αυριανή ζωή του. Στο ότι είμαστε oι Έλληνες. Είναι χρέος μας να πιστεύουμε και να ευχόμαστε και να ενεργούμε, όσο περνάει από το χέρι μας και σα σύνολο και σαν άτομα, για να βγει από το σημερινό χάος μια κατάσταση από αρμονικήν ισορρόπηση, όπου όλοι oι ευρωπαϊκοί λαοί, μεγάλοι και μικροί, με σεβασμόν αμοιβαίο στην υπόσταση των, με βαθιά συναίστηση για την ανθρώπινη και την ευρωπαΐκήν «αλληλεγγύη πολιτισμού», με σεβασμό προς τον κάθε λαό σα «λαό» και προς τον κάθε άνθρωπο σαν «άνθρωπο», να μπορούνε λαοί και άτομα να βαδίσουνε προς την κατάχτηση νέας ειρηνικής ζωής, προς την εξύψωση του πολιτισμού μέσα σε μιαν υπερεθνική κοινότητα, όπου κάθε λαός και κάθε άτομο θα συνεισφέρει τις ικανότητες του για την κοινήν ευτυχία.
Μα κι αν αυτό δε γίνει τώρα, κι αν άλλη μοίρα σκληρή μας κρύβει το αύριο, κι αν ακόμη πολλές γενιές άνθρωποι πρέπει να ποτίσουνε με το αίμα τους και με τον ιδρώτα τους τη γη, ως που ν’ ανθίσει το πανέμορφο και ονειρευτό λουλούδι ενός ειρηνικού πανανθρώπινου πολιτισμού, ο ελληνικός λαός έχει συνεισφέρει με την ιστορική του παρουσία πάνω στη γη τέτια στοιχεία ακατάλυτα από το πέρασμα του καιρού, τέτια στοιχεία σημαντικά για την αυτοεπίγνωση και την εξύψωση της πολιτισμένης ζωής, όπου καλλιεργώντας τα, ζωντανεύοντας τα, κρατώντας τα ψηλά μπροστά στη συνείδηση της ανθρωπότητας να βρίσκει με την εξαιρετικήν αυτή τωρινήν υπηρεσία και μοναδική συμβολή του στον πολιτισμό τη δικαίωση για την ύπαρξή του και να γίνεται άξιος και σημαντικός συνεργάτης και συναγωνιστής για τη διαμόρφωση της νέας ζωής.
Προικισμένος από την Ιστορία με την ατίμητην αυτήν ιδιομορφία του ο νέος Ελληνισμός, με την κληρονομιά, που κιντύνεψε να του γίνει αποπνιχτικός βραχνάς, μπορεί τώρα να καταχτήσει μια θέση τιμητική μέσα στην πνευματική πρωτοπορία της σύγχρονης ανθρωπότητας, αν βρει τη δύναμη και το σωστό δρόμο για ν’ αξιοποιήσει την κληροδοσία των αρχαίων Ελλήνων προς τον ανθρώπινο πολιτισμό.
Έτσι βρίσκεται να κατέχει ο νέος Ελληνισμός μια θέση προνομιακή ανάμεσα στους μικρούς λαούς της Ευρώπης. Αν ξέρει και αν μπορεί να την καταχτήσει.
Γιατί όμως να μην ξέρει και να μην μπορέσει;»
Η εξέλιξη προχώρησε κατά το στρατιωτικό συσχετισμό. Ήρθε ο πόλεμος, μετά η γερμανική κατοχή. Ο Γληνός, το Σεπτέμβρη του 1942, γράφει το περίφημο «τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ»…

(Ανάλογα προβλήματα, δηλαδή ποια η τύχη μικρών χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, πραγματεύεται και ο Κάρελ Κοσίκ, Τσέχος, διανοούμενος κομμουνιστής που κυνηγήθηκε μετά την εισβολή της ΕΣΣΔ στην Τσεχοσλοβακία (1968) στο βιβλίο του «Η κρίση της νεωτερικότητας», εκδόσεις Ψυχογιός, σελ. 34-41.)

από το «https://edromos.gr/»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου