Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Ποιο είναι το «έθνος» του «εθνικού κινήματος» που οδηγεί στο 1821 ;


Στέργιος Π. Ζυγούρας
Η εισήγηση με τίτλο “Η Εφορία της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο: σκέψεις για τη συμμετοχή των τοπικών ελίτ στο εθνικό κίνημα” διερευνά το αν η ομάδα των Πελοποννησίων προκρίτων μετέχει της Επαναστάσεως από την πλευρά της παράδοσης ή εκείνη της νεωτερικότητας. Ο διαχωρισμός είναι εύστοχος, με δεδομένο ότι παλιότερα η ιστορία εξέταζε τις διαφορετικές οπτικές του αγώνα από γωνίες που δεν συνιστούσαν κεντρική πρόθεση, αλλά δευτερεύον παρακολούθημα (ταξικότητα, εντοπιότητα, πολιτική-στρατιωτική ιδιότητα, ιδιότητα Έλληνα-ξένου). Η παρούσα μελέτη θέτει ως σταθερό άξονα το διμερές αντιθετικό σχήμα “παράδοση-νεωτερικότητα” γύρω από τον οποίο αναπτύσσονται οι διαφορετικές στοχεύσεις για την Επανάσταση.
Συνιστά όμως αυτός ο διαχωρισμός μετατόπιση από την συνολική στρέβλωση της νεωτερικής ερμηνείας που διασχίζει την Επανάσταση από τον Ρήγα και την Φιλική μέχρι τον Καποδίστρια και τον Όθωνα; Προφανώς όχι, αφού μια παλιότερη κεντρική οπτική, ο τοπικισμός, παραμένει -αξιωματικά- ως βασική παράμετρος. Κι αυτό γίνεται επειδή η μελέτη δεν διερευνά τον δυισμό “παράδοση-νεωτερικότητα” ως κεντρικό συγκρουσιακό στοιχείο της Επανάστασης. Διερευνά τον χαρακτήρα της Επανάστασης πάνω στην βάση ενός προκαθορισμένου στόχου. Γι αυτό και κατατάσσει μια ομάδα προσώπων σε μια τάση, έχοντας ως δεδομένη την τάση που (κατά τον μελετητή) έχει χαράξει ο οργανωτικός φορέας της Επανάστασης. Ενώ η μελέτη θέτει μια βασική προϋπόθεση για απεγκλωβισμό από κεντρικά λανθασμένες μαρξιστικές προσεγγίσεις, τελικά παραμένει παγιδευμένη μέσα σ’ ένα δόγμα που δεν επιβεβαιώνεται από την λογική προσέγγιση.
Το δόγμα της “προόδου” υπό την εκφορά του οποίου προσδιορίζονται θεωρητικά και ανορθολογικά τόσο η παράδοση, όσο και η νεωτερικότητα. Είναι λοιπόν αναγκαία η διασαφήνιση των δυο όρων. Υπάρχουν δυο παράλληλες Επαναστάσεις το 1821; Υπάρχουν, δηλαδή, δυο τάσεις στην Επανάσταση; Για ποιο θέμα μάχονται οι δυο πλευρές; Τι είναι “νέο” και τι “παλιό”, απογυμνωμένα από τις ψυχολογικές παραμέτρους που παίρνουν τη θέση της λογικής ανάλυσης και της πραγματικής πραγματικότητας; Γιατί θεωρείται δεδομένο πως η Φιλική Εταιρεία είχε ως στόχο την συγκεκριμένη “πρόοδο” μέσα από το συγκεκριμένο “νέο”;
Κατ’ αρχήν είναι αντιφατικό, το πώς ο μελετητής ερμηνεύει την παραδοσιακή εθνική συνείδηση συγκρίνοντάς την με τη νεωτερική: θεωρεί de jure ότι η δεύτερη είναι ευρύτερη της πρώτης. Με βάση δηλαδή το προς απόδειξη ζήτημα, ότι το “έθνος” που επαναστατεί δεν είναι τίποτε περισσότερο από την πολιτική [προ]συγκρότηση του επιθυμητού έθνους-κράτους, αξιωματικά θεωρεί ότι η παραδοσιακή εθνική ταυτότητα ταυτίζεται με την εντοπιότητα (το ανήκειν στην τοπική κοινότητα). Άρα, θεωρεί φυσική και την “αδυναμία” των αντίστοιχων προσώπων να αντιληφθούν ή να δεχτούν την νέα (πολιτική) αντίληψη του έθνους που θέτει υπό τον σφιχτό εναγκαλισμό της το παραδοσιακό έθνος. Κι όμως, η αντίληψη αυτή είναι ξεκάθαρα στενότερη της παλαιάς, επειδή η παλιά εθνική ταυτότητα δεν συγκροτείται στη βάση της εντοπιότητας.
Η παραδοσιακή πολιτισμική ταυτότητα ορίζεται στην χριστιανική κοινότητα, όχι στην τοπική κοινότητα· στο Πατριαρχείο, όχι στην Πελοπόννησο ή σε μια επαρχία της, ούτε στη Μάνη ή σε μια από τις άρχουσες οικογένειες των Μανιατών.
 Άπαξ και η πολιτική ηγεσία του αυτοκράτορα καταργείται, το χριστιανικό γένος πολιτικά δεν υπάγεται στον Σουλτάνο, αλλά στο Πατριαρχείο. Το “ρωμέικο” έθνος δεν ορίζεται γλωσσικά. Περιλαμβάνει και οποιαδήποτε άλλη εθνότητα η οποία ασπάζεται την ίδια πίστη, δίνοντας όμως την σαφή προτεραιότητα στην ελληνόφωνη εθνότητα, αφού αυτή κυριάρχησε ιστορικά, διαμορφώνοντας τα ιερά κείμενα και πρωτοστατώντας στην παιδεία, στην επιστήμη, στο δίκαιο και στο νομικό σύστημα του κράτους από τον 6ο αιώνα. Αν τα “400 χρόνια σκλαβιάς” είναι το ζήτημα που λέγεται ότι οριοθετεί το 1821, τότε, είτε ονομαστούν “Ρωμαίοι” οι επαναστατούντες, είτε “Έλληνες”, στοχεύουν σε πολυεθνικό αποτέλεσμα, όχι σε (γλωσσικά) εθνικό. Βέβαια, το αν πράγματι τόσα θεωρούν τα χρόνια της σκλαβιάς, αυτό μένει να διαπιστωθεί, αφού η νεωτερική ερμηνεία θεωρεί το 1821 ως απελευθέρωση από το 146 π.Χ., που, συνήθως, έρχεται να κρύψει το 338 π.Χ.
Εξίσου αξιωματικά κρίνεται από τον Δ. Τζάκη και η στόχευση της Εταιρείας: ένα νεωτερικό έθνος-κράτος. Αυτό που δειλά στην περίοδο 1822-27 και πιεστικά μετά το 1833 γίνεται κράτος-περιχαράκωμα του παραδοσιακού έθνους. Αυτή όμως δεν ήταν η βούληση της Εταιρείας, αλλά η επιδίωξη της νεωτερικής τάσης σε εντόπιο και διεθνές επίπεδο. Υπενθυμίζουμε το βασικό στοιχείο που κρίνει την νεωτερικότητα, με βάση όσα έγιναν στη Δύση από τον 16ο και 17ο αιώνα, με βάση όσα προέκυψαν στο ελληνικό κράτος από το 1833: Το νεωτερικό στοιχείο έγκειται στο συλλογικό υποκείμενο του νέου (πολιτικού) έθνους. 
Το έθνος αυτό δέχεται την χριστιανική πίστη ως δευτερεύον στοιχείο της κοινωνικής οργάνωσης και [περι]ορίζει τον μεσολαβητικό της φορέα (το ιερατείο) στα εθνικά όρια και με εποπτεύουσα αρχή την πολιτική. Το αν η Φιλική Εταιρεία έχει αυτό τον νεωτερικό στόχο μπορεί να αποδειχθεί, εύκολα ή δύσκολα, ακολουθώντας την διαδρομή της: πώς ιδρύεται, πώς μεθοδεύει την οργάνωση και την έκρηξη της Επανάστασης, ποια στάση τηρεί στην διάρκεια του πολέμου. Απαραίτητη είναι και η εξέταση της επαναστατικής περιόδου 1770-1821. Η εισήγηση του Δ. Τζάκη δεν δέχεται ότι το παραδοσιακό έθνος είναι ευρύτερο του νεωτερικού έθνους-κράτους. Ταυτίζει την παραδοσιακή ταυτότητα με την ιδιαίτερη καταγωγή και την τοπική άσκηση εξουσίας, κάτι που θα δούμε από πού προέρχεται και θα εξετάσουμε κατά πόσον ευσταθεί.
Θα πρέπει ακόμα να θυμηθούμε ότι η εντοπιότητα κρίθηκε στο παρελθόν ως κεντρικό αίτιο της σύγκρουσης (ιδιαίτερα στην “εμφύλια” σύγκρουση του 1824). Θα πρέπει λοιπόν να δούμε αν αυτό όντως ισχύει, όπως θα πρέπει να δούμε και το ποιος εκφράζει εκείνη τη στιγμή την βούληση της Φιλικής Εταιρείας. Αν κύριο ή αποκλειστικό στοιχείο κάποιων παλαιότερων ιστορικών αναλύσεων των εσωτερικών συγκρούσεων (κυρίως 1823-24) θεωρείτο η εντοπιότητα, το κριτήριο αυτό ήταν τελείως αδύναμο, επειδή επέκτεινε την σύγκρουση σε προγενέστερα και μεταγενέστερα του Νοεμβρίου 1824 στάδια, με παράλληλη αδυναμία συσχετισμού άλλων κριτηρίων που έδειχναν ξεκάθαρα ότι οι Ρουμελιώτες δεν κινήθηκαν εναντίον των Πελοποννησίων από κάποιο πρόσκαιρο ή διαχρονικό στοιχείο αντιπαλότητας, αλλά από την δελεαστική προτροπή της διοίκησης Κουντουριώτη. Και η προτροπή αυτή είχε αίτιο. 
Πήγαζε από άνωθεν υποδείξεις, πιέσεις, εκβιασμούς. Σήμερα που το ταξικό και το τοπικιστικό κριτήριο των εσωτερικών συγκρούσεων υποχωρεί (αν και κάτι πειστικό δεν πήρε τη θέση του), σήμερα που το σύνολο της Επανάστασης εξετάζεται ως ένα εθνικό γεγονός νεωτερικής φύσεως, είναι ευκαιρία να δούμε από πιο κοντά την νεωτερικότητα και την παράδοση, τόσο στο πεδίο της έκρηξης και της υλοποίησης του 21, όσο και στο προεπαναστατικό επίπεδο εκείνης της μυστικής οργάνωσης που όλοι ονομάζουμε Φιλική Εταιρεία. Επανέρχεται από το παράθυρο του 1819 η εξελθούσα από την πόρτα “τοπικότητα” του 1824; Κανένα πρόβλημα. Αρκεί να συγκρίνουμε την “τοπική” συνείδηση με την “εθνική” και να εξετάσουμε αν η εθνική συνείδηση της Φιλικής ήταν όντως νεωτερική.
Διερευνά λοιπόν ο Δ. Τζάκης το αν οι προεπαναστατικές κινήσεις των προκρίτων φανερώνουν πελοποννησιακή ή εθνική αντίληψη, όπου η πρώτη είναι του μπέη της Μάνης ή του κοτζάμπαση της Γορτυνίας, ενώ η δεύτερη είναι η υψηλαντική. Εδώ έχουμε ένα τριπλό ζήτημα. “Παραδοσιακή” ταυτότητα είναι μια και αναμφισβήτητη: η χριστιανική. Όλη η πολιτική οργάνωση της τοπικότητας απορρέει και χτίζεται πάνω στο χριστιανικό στοιχείο. Και, βέβαια, η χριστιανική ταυτότητα είναι ευρύτερη της εθνικής, αν “έθνος” είναι η πολιτική συγκρότηση μιας μόνο ομάδας από την χριστιανική κοινότητα. Και αυτή η κοινότητα είναι ταυτόχρονα “και πολιτική” σε όλη την οθωμανική περίοδο. Ως δεδομένο πρέπει να θεωρούμε ότι η νεωτερική πλευρά, λιγότερο ή περισσότερο φανερά, επιδιώκει άλλη σχέση πολιτείας-κοσμοθεωρίας. Όλη η σύγκρουση προ, κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου και μετά τη συγκρότηση του κράτους γίνεται αποκλειστικά γύρω απ’ αυτό το ζήτημα.
Το δεύτερο ζήτημα είναι η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η έννοια της “τοπικής (Πελοποννησιακής) ελίτ”. Στην περίπτωση των Μαυρομιχαλαίων έχουμε μια ηγετική οικογένεια με σαφή τα εγωκεντρικά στοιχεία του Πετρόμπεη. Η οικογένεια θεωρείται ότι έχει προσωπική μόνον αντίληψη των πολιτικών πραγμάτων και αυτή η αντίληψη επιβεβαιώνεται – συνοψίζεται στην δολοφονία του Καποδίστρια. Πρόκειται για μια πρόσληψη απλουστευτική, αλλά και εξαιρετικά προβληματική. Επίσης, η οικογένεια Μαυρομιχάλη και οι άλλες δυο ισχυρές οικογένειες της Μάνης θεωρούνται ικανές να ανταγωνίζονται μόνον μεταξύ τους για την τοπική επικράτηση. Υπάρχει αλήθεια σ’ αυτό, αλλά και ισοπέδωση των οικογενειών ως προς την προσχώρησή τους στην νεωτερικότητα. Με το θέμα αυτό ασχολήθηκε ο Ν. Ροτζώκος, τοποθετώντας την Φιλική Εταιρεία στην νεωτερικότητα. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν οι προύχοντες-κοτζαμπάσηδες που θεωρούνται ανίκανοι να αντιληφθούν την ευρωπαϊκή διάσταση, καθώς οι πολιτικές σχέσεις τους περιορίζονταν πάντα στο οθωμανικό πλαίσιο. Εδώ υπάρχουν μόνον ψήγματα αληθείας που κι αυτά διαφοροποιούνται κατά περίπτωση. 
Η Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε αρκετές δεκαετίες νωρίτερα και οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου -που είχαν σχετικά μικρή παράδοση στην οθωμανική κυριαρχία- μετείχαν σε μυστικές Εταιρείες με σαφή την υπερεθνική διάσταση. Κάποιοι είχαν σαφή γνώση των πολιτικών του περιβάλλοντος κόσμου που τόσο έντονα συγκλονίστηκε στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα. Αυτό που απουσιάζει, είναι η κατά περίπτωση εξέταση της χριστιανικής τους συνείδησης και της στάσης τους ως προς τον επαναστατικό στόχο.
Το τρίτο ζήτημα είναι η κατάταξη του Υψηλάντη στην νεωτερικότητα. Αυτό από πού προκύπτει; Από την προκήρυξη στην οποία μιλάει ξεχωριστά για πίστη και για πατρίδα; Σωστά, στο κείμενο αυτό ο Υψηλάντης ξεκινά με αναφορά στην μίμηση των λαών της Ευρώπης, θεωρεί “αδελφή Επανάσταση” την Ισπανική και κλείνει με την εξύμνηση της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας και την συνήθη, καρμποναρική αναφορά στην τυραννοκτονία. Αλλά ακόμα και σ’ αυτό το κείμενο των σκόπιμων πολιτικών ισορροπιών περιλαμβάνεται καθαρά ο επιδιωκόμενος από τον Υψηλάντη στόχος. Είναι διεθνικός και όχι εθνικός. Ο Υψηλάντης καλεί τους “Έλληνες” μαζί με τους αδελφούς Σέρβους, που έχουν κοινό “το προς την ιεράν Θρησκείαν Σέβας” να υψώσουν το σημείο του Σταυρού για να συντρίψουν τους εχθρούς “Πέρσες”. Ο παραλληλισμός των Οθωμανών με τους Πέρσες δεν είναι περιστασιακός· ως “Περσιάνοι” θα χαρακτηριστούν πολλές φορές οι Οθωμανοί στη διάρκεια του πολέμου. Και ο ιστορικός-Περσικός κίνδυνος αντιμετωπίζεται αρχικά από τον ελληνισμό, απόντος ενός ελληνικού κράτους. Στη συνέχεια αντιμετωπίζεται τελειωτικά από τον Αλέξανδρο που ηγείται του ελληνικού πολιτισμού στο όνομα μιας ελληνικής “ομοσπονδίας”. Ο (καταδιωκόμενος από την δυτική νεωτερικότητα) Μέγας Αλέξανδρος είναι παρών το 1821. Τον ενσαρκώνει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.
 Ο Ρήγας δεν τον ενσαρκώνει, επειδή ο ρόλος του είναι διαφορετικός από του Υψηλάντη. Όμως τον επικαλείται σε κεντρικό πλάνο μιας έκδοσης που έγινε παράλληλα με την Χάρτα. [Ομοίως επικαλείται και τον Ηρακλή, που, ως ημίθεος, εκτελεί ένα έργο διεθνικών διαστάσεων. Παραπέμπουμε πάλι σε μια σύγχρονη νεωτερική ανάλυση που προτιμά να ψάξει αλλού για την ερμηνεία του αμφίστομου αμαζονικού πέλεκυ και του ροπάλου με το οποίο ο Ηρακλής καταδιώκει την Αμαζόνα, βλ. προηγούμενο].
Όμως ο Υψηλάντης ενσαρκώνει έναν ακόμη ρόλο, πιο πρόσφατο από τον Ηρακλή και τον Αλέξανδρο. Τον Κωνσταντίνο Α΄. Ο Υψηλάντης είναι αυτός που καλεί και ενώνει τους Έλληνες, σε μια εθνική Επανάσταση κατά πολύ ευρύτερη της εθνικής του Κοραή. Τους ενώνει, όπως άλλοτε ο Αλέξανδρος για να νικήσει και να διώξει οριστικά έναν εθνικό κίνδυνο, όπως ο Κωνσταντίνος, που το 312 μάχεται για στην μετουσίωση της Αυτοκρατορίας. Ο Κοραής επιθυμεί επανάσταση των Γραικών, ενώ ο Υψηλάντης ακόμα και στην κεντρική προκήρυξη λέει ότι ο Σέρβος και ο Σουλιώτης είναι αδελφοί, υπονοώντας ότι είναι Έλληνες. Τι είδους “Έλληνες”; Το εξηγεί καθαρότερα σε άλλη προκήρυξη της ίδιας μέρας. Εκεί απευθύνεται στους “Έλληνες” της νεωτερικότητας, στους “Γραικούς” (δηλαδή στους ελληνόφωνους) και εκεί δηλώνει ολοκάθαρα ότι Έλληνες είναι όλοι οι χριστιανοί. Έλληνες κατά τον Αλέξανδρο Υψηλάντη είναι οι Πελοποννήσιοι, οι Ηπειρώτες, οι Θεσσαλοί, οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι, οι νησιώτες. Σε αμφότερες τις προκηρύξεις το κεντρικό σημείο είναι ο Σταυρός, το σύνθημα είναι ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ. Επιπλέον, στην προς τους Γραικούς προκήρυξη η Πατρίδα -έμμεσα, αλλά ολοκληρωτικά- ταυτίζεται με την Πίστη. Συνεπώς, στόχος της Επανάστασης δεν ήταν το έθνος-κράτος που τελικά προέκυψε.
Τι διαφορά έχει το έθνος του Υψηλάντη από το έθνος του Κοραή; Το πρώτο συγκροτείται γύρω από την χριστιανική πίστη, ενώ το δεύτερο γύρω από την ελληνική γλώσσα (που βρίσκεται υπό κατασκευή). Στο πρώτο η ελληνική γλώσσα είναι κεντρικό στοιχείο, αφού είναι τόσο η γλώσσα του Ευαγγελίου, όσο και η κεντρική γλώσσα του κράτους από τον 6οαιώνα. Στο δεύτερο η πίστη είναι ένα από τα στοιχεία του πολιτικού έθνους. Το πρώτο έχει ως επαναστατικό υποκείμενο τους Έλληνες, το δεύτερο τους Γραικούς. Η παραδοσιακή πλευρά σε κανένα σημείο δεν ονομάζει τους επαναστάτες “Ρωμαίους”. Η νεωτερική πλευρά δείχνει ότι συμβιβάζεται στην ονομασία “Έλληνες”, όμως προτιμά αποκλειστικά τους “Γραικούς”. Ούτε ο Κοραής που μιλά για το έθνος των Γραικογάλλων, ούτε κάποιος άλλος θα διαμαρτυρηθεί για την επίσημη ονομασία του κράτους: Grèce (Γραικία) θα λέγεται η Ελλάδα από το 1827 και η ονομασία “Έλληνας, Ελλάδα” θα περιορίζεται σε εσωτερική χρήση.
Είναι οι Χριστιανοί αυτοί που εξεγείρονται το 1821 για να ακυρώσουν το 1453 και για να αναδημιουργήσουν ένα κράτος σαν αυτό του 330; Έτσι λένε τα λόγια, χωρίς όμως να το λένε καθαρά, αφού περιλαμβάνονται και κάποια βασικά στοιχεία της αντίθετης τάσης. Πέρα όμως και από τις προκηρύξεις, υπάρχουν και οι πράξεις. Αν ο Υψηλάντης ταυτιζόταν με τον Κοραή, τον Νέγρη και τον Μαυροκορδάτο, δεν θα γινόταν όλη η σύγκρουση που κορυφώθηκε το 1824, το 1830, το 1832, το 1839. Δεν θα υπήρχε αμφισβήτηση του Αλ. Υψηλάντη το 1820, ούτε του Δ. Υψηλάντη το 1821 (αν και η τελευταία έχει ευρύτερα αίτια). Αν ο Αλ. Υψηλάντης πράγματι θεωρούσε αδελφή Επανάσταση την Ισπανική, η χρηματοδότηση του Λονδίνου θα γινόταν καθολικά δεκτή και δεν θα προτεινόταν ο δανεισμός από Ελβετικά και Γερμανικά κεφάλαια, ούτε θα επιστρατευόταν για άλλη μια φορά ο Βαρβάκης. 
Ακόμη κι αν δεν ξέρει κάποιος την προϊστορία των Υψηλαντών, τον Καποδίστρια που καταφανώς βρίσκεται πίσω του και τον κύκλο αμφοτέρων, δεν θα δυσκολευτεί να κατανοήσει ότι οι νεωτερικές αναφορές του Αλ. Υψηλάντη στοχεύουν αφ’ ενός στην εξασφάλιση ανοχής / υποστήριξης από το διεθνές τεκτονικό κίνημα, αφ’ ετέρου στην εξασφάλιση της συνοχής που από το 1818 απειλούσε την Φιλική Εταιρεία. Αυτήν που το 1820 αναγκάστηκε να δημιουργήσει νέο Ταμείο με τίτλο Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρεία, του οποίου Γενικός Έφορος ήταν ο Αλ. Υψηλάντης. Ήταν η προσπάθεια κατευνασμού της αντιδρώσας πλευράς (Κοραή, Καρατζά, Μαυροκορδάτου) που οδήγησε στην ονομασία αυτή. Με τον τρόπο αυτό δινόταν το μήνυμα προς τους υποστηρικτές της νεωτερικότητας ότι δεν θα έπρεπε να ανησυχούν και να αντιδρούν. Οι Γραικοί ήταν αυτοί που θα επαναστατούσαν. Βέβαια, για να κατανοήσει κάποιος τις νεωτερικές αναφορές του Υψηλάντη, θα πρέπει να γνωρίζει τα της Φιλικής Εταιρείας.
Κοραή, Διάλογος δυο Γραικών (εκδόθηκε ανώνυμα), 1805

Πού εμφανίζεται το κεντρικό δόγμα πάνω στο οποίο στηρίζεται ο Δ. Τζάκης; Στις φράσεις που λένε ότι η Φιλική Εταιρεία είναι μια μοντέρνα πολιτική οργάνωση, μια νεωτερικού τύπου πολιτική οργάνωση, μια συνωμοτική οργάνωση που προετοιμάζει εθνική επανάσταση. Στις συγκεκριμένες διατυπώσεις κυριαρχεί η υποκειμενική αντικειμενικότητα περί της Εταιρικής ταυτότητας, εμφανίζεται όμως ελαφρά και το στοιχείο της ψυχολογίας (μοντέρνα = πρόοδος, άρα κάτι θετικότερο του προγενέστερου). Υπενθυμίζουμε και πάλι ότι ως “έθνος” εδώ νοείται, όχι ο προϋπάρχων πολιτισμός, αλλά εκείνη η πολιτική συγκρότηση που στοχεύει στο έθνος-κράτος. Συνεπώς το δόγμα λέει ότι η Εταιρεία των Φιλικών είναι εκείνη η οργάνωση που αντλεί νοηματοδότηση από τον δυτικό διαφωτισμό και την Γαλλική Επανάσταση. Πριν ακόμα εξετάσουμε την ίδια την Εταιρεία, βλέπουμε ότι αυτή η ερμηνεία είναι χρονικά αντίστροφη, επειδή ο μεταξύ Ορλωφικών και Ρήγα χριστιανο-μουσουλμανικός πόλεμος του 1785 εντάσσεται στο ίδιο σχέδιο και προηγείται της Γαλλικής Επανάστασης. Η ερμηνεία είναι αντίστροφη, επειδή πιθανότατα η Γαλλική Επανάσταση έρχεται για να σταματήσει την Χριστιανική. 
Επίσης, η ερμηνεία αυτή παραλείπει τον Κοραή, που, ασθμαίνων, σπεύδει το 1805 πίσω από το Αούστερλιτς να επηρεάσει τους Έλληνες κατά των Ρώσων και να ακυρώσει την Επανάσταση που είναι έτοιμη να ξεσπάσει από τα χριστιανικά προγεφυρώματα της Σερβίας και των Επτανήσων. Αν λοιπόν η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν εξ αρχής Χριστιανική, θα είχαμε κάποιες σαφείς ενδείξεις περί της υποστήριξης από τον Ναπολέοντα, τον κατ’ εξοχήν πολιτικό υποστηρικτή και διακινητή της Γαλλικής Επανάστασης. Αντίθετα, ο Ναπολέων, ως αυτοκράτορας δείχνει την ίδια αδιαφορία ή εχθρότητα που έδειξε και ως στρατηγός (1798). Δείχνει καθαρά την προσήλωσή του στην Γραικική αντίληψη των πραγμάτων. Η ερμηνεία όμως του 1821 ως απότοκου της Γαλλικής Επανάστασης είναι και αλλόκοτη, επειδή έρχεται να δηλώσει ότι το κατά Rousseau έθνος-συμβόλαιο είναι ευρύτερο από το έθνος-συμβόλαιο με τον Θεό.
Γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη αμφισημία γύρω από τον “Έλληνα” και το “Ελληνικό έθνος”; Η προσπάθεια ορισμού του ελληνισμού και του έθνους δεν είναι σημερινή. Δεν είναι ούτε του 20ου αιώνα. Ξεκίνησε τον 18ο, όταν η ανακατάληψη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τους Χριστιανούς άρχισε να λαμβάνει σαφή προοπτική και εδραιώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν το “1821” άρχισε να περιγράφεται όχι ως “Ελληνική μεταβολή” (Φιλήμων) ή “Ελληνική Αναγέννηση” (Φραντζής), αλλά ως “Γραικική Επανάσταση” (Γκόρντον, Φίνλεϋ) και εκατό χρόνια αργότερα ως “Γραικική Ανεξαρτησία”. “Ανεξαρτησία” στην περίπτωση αυτή σημαίνει “από την Οθωμανική Διοίκηση και την Ορθοδοξία” (“Ρωσική” η τελευταία κατά τον Φίνλεϋ). Το τονίζει ιδιαίτερα αυτό ο Σκώτος, λέγοντας μάλιστα ότι η Φιλική Εταιρεία (Εταιρεία των Ορθοδόξων την χαρακτηρίζει) είναι αντίθετη σε μια ανεξαρτησία, που [σ’ αυτό το σημείο] την ονομάζει “Ελληνική” (Hellenic). Δηλαδή, στο ύψιστο σημείο “πίεσης” για ξεκαθάρισμα, η διεθνής νεωτερική πλευρά ισχυρίζεται ότι οι νεωτερικοί Γραικοί εξεγείρονται για να δημιουργήσουν ένα Ελληνικό κράτος το οποίο όμως η νεωτερική Δύση θα αναγνωρίσει ως Γραικικό. Έμμεσα ισχυρίζονται ότι η Αθήνα είναι πολιτισμικό κέντρο του ελληνισμού ευρύτερο της Κωνσταντινούπολης και ότι η Φιλική Εταιρεία στοχεύει στην πρώτη, όχι στην δεύτερη. Ο μονάρχης που είναι “ξένος”, αποτελεί πρόβλημα για τους υποστηρικτές της παράδοσης μόνον αν δεν εγγυάται τον διεθνικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας. Όμως για τους υποστηρικτές της (νεωτερικής) Εθνικής Επανάστασης δεν αποτελεί ζήτημα που απαιτεί εξήγηση, γιατί σύντομα ο μονάρχης θα μιλά την γραικική (κοραϊκή) γλώσσα.
Τι ακριβώς αντικρίζουμε; Τίποτε λιγότερο από το τελευταίο επεισόδιο της ιστορικής πάλης μεταξύ Δύσης και Ανατολής που μορφοποιείται οριστικά στα τέλη του 8ου αιώνα. Τότε εμφανίζονται όροι από το πουθενά (Βυζάντιο, Γραικοί), έννοιες διαστρέφονται ή αντιστρέφονται (Έλληνας, Ρωμαίος). Στην πάλη αυτή που ξεκινά με τον ένα επιτιθέμενο, ιστορικά είναι και τα όπλα. Τον 19ο αιώνα εμφανίζονται ανανεωμένα, αλλά δομούνται -όπως και πριν- στο επίπεδο του αυθαίρετου και της αντιστροφής των εννοιών. Ειδικότερα στον ιστορικό τομέα, η ανάλυση που κρίνει την πρόθεση με βάση το αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης, χρησιμοποιεί και τα στοιχεία εκείνα που της είναι απαραίτητα για να θεμελιωθεί, αποσιωπώντας ή παρερμηνεύοντας όσα δεν ταιριάζουν με την εξήγηση που προβάλλει.
Οι τελευταίες φράσεις αφορούν στην βιβλιογραφία εκείνη στην οποία στηρίζεται ο Δ. Τζάκης για να θεμελιώσει την υπαρκτή, πλην προβληματικά τοποθετημένη μάχη μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας. Η έννοια της “τοπικότητας” συστηματικά αποδίδεται ως πολιτισμική ιδιότητα και ως υπόρρητη “μομφή” στην παραδοσιακή πλευρά από την νεωτερική, τουλάχιστον από την περίοδο του George Finlay. Η τοπικότητα είναι μια μόνον παράμετρος της συνειδητής κατασκευής του Finlay. Πρόκειται για μια κατασκευή που στηρίζεται και σε άλλα κεντρικά σημεία. Όλα μαζί συγκροτούν ένα συνολικά εικονικό περιβάλλον επί του οποίου αναπτύσσεται μια Επανάσταση που στόχευε -κατ’ ελάχιστον- στο εθνικό αποτέλεσμα του 1833.  
Περιλαμβάνει Κλεφταρματολούς, Κοτζαμπάσηδες, Φαναριώτες, Οσποδάρους, Έλληνες & Φιλέλληνες, Στρατιωτικούς & Πολιτικούς, Συντηρητικούς & Φιλελεύθερους, πατριώτες & προδότες, ιστορία των Ελλήνων και -φυσικά- την Φιλική Εταιρεία. Δεν περιλαμβάνει την χριστιανική παράμετρο της Επανάστασης, άρα εξηγεί διαφορετικά την σύγκρουση μεταξύ χριστιανισμού και αντιχριστιανικής νεωτερικότητας. Ο παραμορφωτικός και δυσφημιστικός φακός του Finlay αποτελεί συνέχεια και της αντίστοιχης πολιτικής των νεωτερικών δυνάμεων από την εποχή της Επανάστασης. Υλοποιείται με την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ταύτιση όλων των πολιτικών αντιπάλων της νεωτερικότητας με το οθωμανικό στοιχείο, το οποίο με τη σειρά του ταυτίζεται με την αδικία και την διαφθορά. 
Ταυτίζοντας και την Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία με τις ίδιες έννοιες και μεταλλάσσοντας όλο το ιστορικό του διχασμού μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας, ο υμνητής της Γαλλικής Επανάστασης δεν θα μπει στον κόπο να εξηγήσει την σχέση της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού με την Ανατολή. Ούτε θα εξηγήσει γιατί η Φραγκία και η Βρετανία έχουν ως ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής τους την ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πριν ακόμη η Ρωσία αποκτήσει δύναμη και γίνει απειλητική.
Η αποσιώπηση της χριστιανικής ταυτότητας στους οπλαρχηγούς και σε μερίδα των προκρίτων και των φαναριωτών έχει ως μονόδρομο την υποκατάστασή της από άλλα στοιχεία που θα συγκροτήσουν μια ταυτότητα απωθητική και αντεπαναστατική, όταν η Επανάσταση έχει ταυτιστεί με την νεωτερικότητα. Ο Finlay θεωρεί δευτερεύουσα την Φιλική Εταιρεία στην πορεία προς μια Επανάσταση, θυγατρική της Γαλλικής. Ο Δ. Τζάκης δεν ενστερνίζεται αυτή την θέση. Θεωρεί όμως δεδομένη την νεωτερική ταυτότητα της Εταιρείας, επικαλούμενος και τον George Frangos που εκπόνησε στις Η.Π.Α. την μοναδική ίσως διδακτορική διατριβή για την Φιλική Εταιρεία (1971). Όμως το πρόσωπο της Φιλικής που σχηματίζεται κυρίως από την στατιστική ανάλυση του καταλόγου των μελών και -συμπληρωματικά- από τα ελλιπέστατα ιστορικά στοιχεία δεν ευσταθεί. Ούτε η ανάλυση του “ελληνικού προβλήματος” (της πολιτικής συγκρότησης) κατά JohnPetropulos και Νικηφόρο Διαμαντούρο ευσταθεί (ο Δ. Τζάκης στηρίζει την εισήγησή του πάνω στον κορμό που αυτοί χαράσσουν), εφόσον δίπλα στην λοιπή αυθαιρεσία-επιλεκτικότητα εμφανίζουν, ερμηνεύουν ή εξαφανίζουν κατά βούληση και την χριστιανική ταυτότητα. Ακολουθώντας συστηματικά μια κατηγορία ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα, οι δυο ιστορικοί ταυτίζουν, συσχετίζουν ή αντικαθιστούν την χριστιανική παράμετρο της εθνικής συνείδησης με την εντοπιότητα, το ποινικό έγκλημα (Κλεφτουριά), την κοινωνική αδικία, την προδοσία. Ταυτόχρονα ταυτίζουν το εθνικό κράτος με τον πατριωτισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη, τον διττό όρο “φιλελευθερισμός” και τους ψυχολογικού τύπου όρους “εκσυγχρονισμός” και “πρόοδος”.
petropulos-politics-and-statecraft
Petropulos – Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο, 1833-1843 (Περιεχόμενα)

Ο Petropulos λ.χ. αφού στην εισαγωγή του παραθέσει τις πολλαπλές κατηγοριοποιήσεις που εμφανίζονται είτε στην λαϊκή πρόσληψη, είτε ως λόγια προσπάθεια εξήγησης του ελληνικού φατριασμού / κομματισμού, καταλήγει να ξεκινήσει την μελέτη του θέτοντας το πλαίσιο των πολιτικών διαιρέσεων. Ονομάζοντας το πρώτο κεφάλαιο “Τοπικισμός και Εθνικισμός”, επισκοπεί με αναχρονισμούς, επιλεκτικότητα και αυθαιρεσία το μερικόέναντι του όλου. Διαχωρίζοντας την εθνικότητα από την θρησκεία, ταυτίζει τους Έλληνες με τους Γραικούς και μεταλλάσσει αναχρονιστικά το Ρωμέικο ή Rum Millet. Παρότι δέχεται ότι το κοσμικό με το θρησκευτικό στοιχείο ταυτίζονται πρακτικά στην χριστιανική κοινότητα, ισχυρίζεται ότι αυτό δεν αποτελεί “έθνος”, αλλά οφείλεται αποκλειστικά στην διάκριση που κάνει η οθωμανική διοίκηση. Αντί για Ρωμέικο έθνος το Rum Millet αποκαλείται θρησκευτική κοινότητα
Ακολουθώντας αυτόν τον αναχρονισμό ο Petropulos προσδιορίζει αυθαίρετα την αδυναμία ενός προσώπου που προσχωρεί στην Επανάσταση να ανήκει σε ένα προϋπάρχον έθνος, σε έναν προϋπάρχοντα πολιτισμό. Στην θέση έθνους που εξαφανίζει, τοποθετεί την τοπικότητα και την αντιδιαστέλει με ένα “έθνος” που πρωτοδημιουργείται και δημιουργεί την Επανάσταση. Φτάνει να ορίσει ως υπόβαθρο της τριμερούς υποδιαίρεσης που ο ίδιος θα ακολουθήσει (ρωσικό, αγγλικό, γαλλικό κόμμα) τους γεωγραφικούς φραγμούς που δημιουργούσαν τα βουνά και η θάλασσα μεταξύ των τριών περιοχών (Πελοπόννησος, Νησιά, Στερεά Ελλάδα). Αν και αναφέρει στην εισαγωγή του ότι η πολύμορφη και -συνήθως- αποτυχημένη προσπάθεια ορισμού των ελληνικών πολιτικών παρατάξεων εμφανίζεται ήδη σε όσους έζησαν από κοντά τα γεγονότα 1821-1833 και μετείχαν σε κάποια από τις παρατάξεις (Thiersch, Φιλήμων, Τρικούπης…), ο Petropulos, παρασυρμένος μάλλον και από το ότι εξετάζει κυρίως την περίοδο 1833-1843, περνά δίπλα, αλλά δεν αγγίζει το πώς, πότε και γιατί δημιουργείται το 1824 το “γαλλικό κόμμα”, που μετατρέπει την διμερή -εντός της Επανάστασης- σύγκρουση σε μια εικονικά τριμερή κατηγοριοποίηση. Και πάλι η βάση της σύγχυσης έγκειται στο ότι ο ιστορικός ακολουθεί την αντίστροφη χρονική πορεία, έχοντας ως δεδομένα κάποια μεταγενέστερα σημεία (ανεξαρτησία, πρόοδος, τοπικότητα, ποινικό έγκλημα…), των οποίων την εμφάνιση και την εξέλιξη αναζητά στο παρελθόν. Φτάνει έτσι να θεμελιώσει ένα ανύπαρκτο ζήτημα μέσα στο 1821: τον “πολιτικό τοπικισμό” έναντι του “πολιτικού εθνισμού”, που θεωρεί ως βάση της σύγκρουσης μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας.

Με την υποβάθμιση της χριστιανικής ταυτότητας σε θρησκεία και την υποκατάσταση της παραδοσιακής ταυτότητας από την εντοπιότητα, το σχήμα “τοπικισμός-εθνικισμός” καταλήγει σε αντιστροφή των εννοιών. Η αντιστροφή των εννοιών στηρίζεται σε αντιστροφή των γεγονότων. Στην πρόσκαιρη εμφάνιση ενός πολιτικού τοπικισμού (1822), ο ιστορικός αντιστρέφει τα γεγονότα. Στην πραγματικότητα οι όροι “τοπικότητα-εθνικότητα” όπως προβάλλονται από την συγκεκριμένη ιστορική γραμμή, συγκαλύπτουν την αιτία της σύγκρουσης που γίνεται στο επίπεδο των ιδεών ή των πεποιθήσεων. Οι παρατάξεις είναι σταθερά δυο και ο Petropulos εξετάζει την πολιτική συγκρότηση της Ελλάδος αντλώντας στοιχεία από μια και μόνον πλευρά. Φτάνει έτσι να αναρωτηθεί “Τι προσδοκούσαν όμως από την Επανάσταση οι υπόδουλοι και γιατί πήραν τα όπλα;”. Λογική ερώτηση η οποία έρχεται μετά από μια άκρως προβληματική διάταξη του προεπαναστατικού τοπίου και μια ημιεξαφάνιση της Φιλικής Εταιρείας. Μετά απ’ όλα αυτά, η απάντησή του φαντάζει εξίσου λογική: “…Πολλοί προεστοί και οπλαρχηγοί υποχρέωναν συχνά τους χωρικούς, που ήταν δεμένοι με τη γη τους και ανίκανοι να αντιληφθούν στην πράξη το νόημα του εθνικισμού, να λάβουν μέρος στον πόλεμο παρά τους δισταγμούς τους”.

karavaki.files.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου