του Χρήστου Γιανναρά
Τι ονομάζουμε «φαύλο κύκλο»; Τα λεξικά λένε: «Είναι η κατάσταση που δημιουργείται, όταν λύνοντας ένα πρόβλημα οδηγούμαστε στη δημιουργία άλλου προβλήματος, που με τη σειρά του μας οδηγεί πάλι στο αρχικό, δηλαδή σε αδιέξοδο».
Παράδειγμα: Θέλουμε οι Ελληνώνυμοι τον «εξευρωπαϊσμό» μας, που σημαίνει τον εκσυγχρονισμό μας -είναι ο καϋμός και η ξιπασιά που συνθέτουν τη συλλογική μας μειονεξία. Πώς όμως μια κοινωνία, από τα πανάρχαια χρόνια ευρωπαϊκή, αλλά με πολιτισμό στους αντίποδες (κυριολεκτικά) του μεταγενέστερου (μεταρωμαϊκού) πολιτισμού της Δυτικής Ευρώπης (μεσαιωνικού και νεωτερικού), μπορεί να μεταλλαχθεί πολιτισμικά και η μεταλλαγή να συνιστά «εκσυγχρονισμό» – όχι στείρα απομίμηση;
Η λογική ορίζει ότι «εκσυγχρονισμός» θα πει: Να προσλαμβάνεις καινούργιες λύσεις, για να εξυπηρετηθούν πληρέστερα οι (παλαιές και καινούργιες) ανάγκες σου. Φαύλος κύκλος (παραλογισμός) δημιουργείται, όταν προσλαμβάνεις λύσεις όχι για να ανταποκριθούν στις ανάγκες σου, αλλά μόνο επειδή είναι καινούργιες ή επειδή σου γυάλισαν. Και αρχίζει η σισύφεια προσπάθεια, να υποτάξεις τις ανάγκες σου στις λύσεις, όχι τις λύσεις στην εξυπηρέτηση των αναγκών σου. Τότε προκύπτουν σακατλίκια.
Να εικονογραφήσουμε παραδειγματικά το σακατλίκι: Είναι ολοφάνερη στα αρχαιοελληνικά κείμενα, στην τότε Τέχνη και στους θεσμούς, η πρωτεύουσα για τον Έλληνα ανάγκη σχέσεων κοινωνίας -να πραγματώνει τη ζωή ως σχέση. Αυτή η καταγωγική ανάγκη γεννάει «τρόπο» βίου ή πολιτισμό: την «πόλιν» αρχικά και τη «δημοκρατία» – μετά, την «κοινότητα», το χωριό, την αυτοδιαχειριζόμενη συλλογικότητα.
Η ίδια ανάγκη γεννάει και την ελληνική εκδοχή της αλήθειας ως μετεχόμενης-κοινωνούμενης γνώσης. Τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, ο Έλληνας ήταν πάντοτε στους αντίποδες του ατομοκεντρικού ηθικισμού, κάθε πουριτανικής ή νοησιαρχικής εγωλαγνείας, ασυμβίβαστος με το cogito και τη θρησκευτική «ατομική σωτηρία». Ακόμα και το κλίμα στην Ελλάδα, το φως, η μορφολογία του εδάφους ευνόησαν πανάρχαιους εθισμούς: να οικοδομούν οι Ελληνες κατοικίες υπηρετικές της συνύπαρξης, όχι της περιμαντρωμένης μοναξιάς.
Σήμερα, βλέπουμε από το αεροπλάνο την άλλοτε έκπαγλη γη της Αττικής, οριστικά και ανεπανόρθωτα αφανισμένη – η αναιδέστατη οικοδομική λέπρα βιάζει και ατιμάζει το απαρομοίαστο κάλλος, την ιερότητά της. Ένας ιλιγγιώδης, μοναδικός στην ανθρώπινη Ιστορία πολιτισμός, θάφτηκε κάτω από το μπετόν, παραδόθηκε στον πρωτογονισμό της ομοιομορφίας, στη συμφεροντολαγνεία της «αντιπαροχής», στις ύαινες της μανιακής κερδοσκοπίας.
Κάτι ανάλογο συντελέστηκε σε κάθε ελλαδική πόλη -αδύνατο πια να ξεχωρίσεις αν είσαι στη Λάρισα ή στην Πάτρα, στο Ηράκλειο ή στον Βόλο, στη Σπάρτη ή στην Κατερίνη. Η εργολαβίστικη ομοιομορφία ταίριαξε με τη φτηνιάρικη, μικρονοϊκή αναίδεια ατάλαντων αρχιτεκτόνων που αφέθηκαν να «μοντερνίζουν» κωμικά. «Ήταν η ανάγκη να στεγαστούν οι ρημαγμένοι από τον πόλεμο», αντιτάσσουν οι μικρόνοες δικολάβοι της «κονόμας». Εσκεμμένα τυφλοί μπροστά στο πείσμα άλλων λαών, των Γερμανών π.χ. που ξανάχτισαν τις ισοπεδωμένες από τον πόλεμο πόλεις τους, αποκαθιστώντας το παλαιό αρχιτεκτονικό τους κάλλος.
Εμείς, οι Ελληνώνυμοι, επιλέξαμε να μιμηθούμε τις μετα-αποικιακές (post-colonial) κοινωνίες: Δεν «προσλάβαμε» τη μοντέρνα οικοδομική τεχνική με κριτήριο τις δικές μας ανάγκες και την αισθητική που συντονίζεται με το ελληνικό φως και τοπίο. Μιμηθήκαμε το «μοδέρνο» σαν αυταξία, πιθηκίσαμε με κίνητρο την επαρχιώτικη ξιπασιά και τον πρωτογονισμό της χρηματολαγνείας.
Μέρες πάλι γιορτινές, και ολόκληρη η βανδαλικά εξομοιωμένη Ελλάδα πιθηκίζει τον χριστουγεννιάτικο «στολισμό» της Βόρειας Ευρώπης: Κάποτε τα Ελληνόπουλα τραγούδαγαν τα κάλαντα κρατώντας στολισμένο καράβι, τώρα μοτίβο στολισμού είναι το έλκηθρο ενός κοκκινοντυμένου, «αγνώστων στοιχείων» υπερήλικα.
Πλαστικά έλατα και πλαστικοί τάρανδοι, κουκλοθεατρινίστικες φάτνες, κιτσαριό από ψεύτικες γιρλάντες, φωτάκια που αναβοσβήνουν μόνο για να ελκύσουν το βλέμμα, όπως στις φτηνιάρικες βιτρίνες.
Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά, τα Φώτα ενδιαφέρουν «για να κινηθεί η αγορά». Με αυτό το κίνητρο (μοναδικό) αναλαμβάνουν τον εκφυλισμό της Γιορτής σε ταμάχι αδιάντροπης χρηματολαγνείας οι «επίσημες Αρχές» της πολυπλόκαμης εξουσίας. Είναι πια αυτονόητο να υπάρχει σε κάθε Δήμο, Περιφέρεια, Νομαρχία, οργανωμένη (δημοσιοϋπαλληλική) υπηρεσία, «πολιτισμού» – ωσάν να ήταν ποτέ δυνατό η δημοσιοϋπαλληλία να παραγάγει, ως διατεταγμένη υποχρέωση, ανθρώπινη καλλιέργεια.
Χάνοντας τη σημασία των λέξεων και υποτάσσοντας τη γλώσσα σε σκοπιμότητες κωμικής σπουδαιοφάνειας, χάνουμε κάθε ίχνος σοβαρότητας. Ο πολιτισμός δεν μπορεί ποτέ να υπηρετηθεί από υπουργείο και υπαλλήλους με ωράρια.
Η Ελλάδα χρειάζεται, αυτονόητα, ένα υπουργείο αρχαιολογικών ανασκαφών και συντήρησης μουσείων, και ένα δεύτερο υπουργείο Τεχνών και Βιβλίου. Οσο οι ονομασίες είναι συμβατικές και παραπειστικές τόσο η καπηλεία και η αγυρτεία θα νέμονται τον δημόσιο βίο. Καλό θα ήταν κάποιος ή κάτι να μας θυμίζει τα κορυφώματα των (ατιμώρητων) εγκλημάτων της κομματοκρατίας: Δεκαέξι κηπουροί σε ένα ελάχιστο μουσείο χωρίς κήπο, ονομαστής κωμόπολης. Οπως και τριάντα πέντε «συνοδοί ασανσέρ» στον «Ευαγγελισμό», ίσως ώς σήμερα.
Ένα τόσο γελοίο κράτος παραδομένο, άνευ όρων, σε μια κοινωνική ομάδα επαγγελματιών του άκρατου αμοραλισμού, δεν έχει ελπίδες ανάκαμψης. Μοιάζει να χάθηκαν οριστικά οι δυο τελευταίες αντιστάσεις, αυτές που γραδάρουν τις προϋποθέσεις επιβίωσης: Η γλώσσα και η καλαισθησία.
από το «https://www.kathimerini.gr/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου