Ο καθηγητής του Παντείου, Κωνσταντίνος Λάβδας, ανέδειξε πρόσφατα μια
προσπάθεια στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ να βαφτίσει “πολεμοκάπηλους” όσους
τάσσονται υπέρ της προστασίας με κάθε μέσο των εθνικών μας κυριαρχικών
δικαιωμάτων. Αναφέρει ο κ. Λάβδας στο facebook:
Επανεμφανίστηκαν και μάλιστα σε… συστοιχίες οι γνωστές φωνές που διατείνονται ότι το πρόβλημα, λίγο-πολύ, το έχει η ελληνική πλευρά με τους “πολεμοκάπηλους” που “παρασύρουν” την κοινή γνώμη. Εμφανίζονται βέβαια ενίοτε και ενδιαφέροντα, ψύχραιμα κείμενα αυτής της σχολής (ας την ονομάσουμε σχολή του καθωσπρεπισμού της συνειδητοποιημένης υποχωρητικότητας) στα οποία μπορούν να εντοπιστούν και θετικά στοιχεία συμβολής στη σχετική συζήτηση. Βλέπουμε εδώ ένα τέτοιο ενδιαφέρον κείμενο. Περιλαμβάνει και επιχειρήματα ως προς τα οποία σαφώς μπορεί να γίνει συζήτηση. Όμως ακόμη και ένα ενδιαφέρον, ποιοτικό κείμενο δεν αποφεύγει (α) την απίστευτη, πραγματικά, ταύτιση κάθε συγκροτημένης αντίθετης άποψης με τους «εθνικιστές» και (β) την σχεδόν πλήρη αποφυγή συγκεκριμένων προτάσεων επί του πρακτέου με δεδομένες τις επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας. Προσέξτε επιχείρημα:
“Ύστερα από κάθε τουρκική πρόκληση, οι εθνικιστές [sic] υποστηρίζουν πως «η στιγμή δεν είναι κατάλληλη». Ετσι όμως μας παρασέρνουν στη σύγκρουση γιατί από ένα σημείο και πέρα θα είναι αργά. Σήμερα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα από χθες, αλλά αύριο θα είναι πολύ πιο δύσκολα από σήμερα”. Οπότε, επί του πρακτέου, δικαιούται κανείς να συμπεράνει, οφείλουμε μετά από… επαρκείς προκλήσεις να καθήσουμε επιτέλους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων εφ’ όλης, δηλαδή ακριβώς όπως επιθυμεί από χρόνια η Τουρκία. I rest my case.
Διαβάστε το άρθρο στην Εφ.Συν. και βγάλτε τα συμπεράσματά σας:
του Σωτήρη Βαλντέν, Διδάσκοντος στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης και της επιτροπής προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ
Τον περασμένο Ιούνιο, ο Κώστας Σημίτης επισήμανε τους κινδύνους ενός θερμού επεισοδίου με την Τουρκία. Υπενθύμισε ότι στα ζητήματα που μας χωρίζουν υπάρχει και η άποψη της άλλης πλευράς, πως το διεθνές δίκαιο και ο διεθνής παράγοντας δεν είναι εξ ολοκλήρου με το μέρος μας και ότι, τέλος, επιβάλλεται να αναζητηθούν λύσεις που αναπόφευκτα θα περιλαμβάνουν συμβιβασμούς και για τις δύο χώρες. Οι αντιδράσεις υπήρξαν σχεδόν παντού αρνητικές: από τους εθνικιστές, δεξιάς και «αριστερής» κοπής, που ανέσυραν τις συνηθισμένες κατηγορίες περί «μειοδοσίας» και άλλες χυδαιότητες, μέχρι στελέχη τής τότε κυβέρνησης, αλλά και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που, ευγενέστερα, χαρακτήρισαν το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού άκαιρο (και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο) και περιττά κινδυνολογικό.
Εκτοτε, τα πράγματα από πλευράς μας αφέθηκαν στον αυτόματο πιλότο. Κάποιες διακριτικές πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης (όπως και της προηγούμενης) για συνεννόηση με τη γείτονα δεν ανέκοψαν την αδιέξοδη δυναμική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό· δυναμική που τα τελευταία δύο χρόνια έχει ενισχυθεί επικίνδυνα. Αντίθετα, οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων και ημερών επιβεβαιώνουν πως ο κίνδυνος δεν είναι η κινδυνολογία αλλά η υπνοβασία.
Αυτό που διαψεύδεται την περίοδο αυτήν είναι πως Κύπρος και Ελλάδα θα μπορέσουμε απρόσκοπτα να προχωρήσουμε στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών της ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου, αποκλείοντας στην ουσία την Τουρκία από τις θάλασσες αυτές και αποσυνδέοντας την αξιοποίηση της κυπριακής ΑΟΖ από την επίλυση του Κυπριακού. Αυτά θα τα πετύχουμε, πιστεύαμε, στηριζόμενοι στο διεθνές δίκαιο, στον Τραμπ και στην Ευρώπη, σε τοπικές περιφερειακές συμμαχίες και, κυρίως, στην εκτίμηση πως ο Ερντογάν δεν θα αντιδράσει σοβαρά λόγω των πολλαπλών εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει.
Ομως ο Ερντογάν αντέδρασε και φαίνεται πως θα αντιδράσει κι άλλο. Κανείς τρίτος δεν τον εμπόδισε, ούτε φαίνεται πως θα τον εμποδίσει, σίγουρα όχι στρατιωτικά, αλλά ούτε και πολιτικά, καθώς η αντιπαράθεση της Δύσης με την Τουρκία υπακούει σε άλλη ατζέντα και έχει ως όριο τη στρατηγική σημασία της χώρας. Ο Ερντογάν το γνωρίζει αυτό και δεν διστάζει να χρησιμοποιεί και τη βία (Συρία).
Η ελληνική διπλωματία, τα κόμματα και τα ΜΜΕ αντιδρούν στις τελευταίες κινήσεις της Αγκυρας με «έκπληξη». Η έκπληξη είναι, όμως, μόνο για τους αιθεροβάμονες και για την προπαγάνδα, καθότι αυτά που συμβαίνουν σήμερα έχουν επανειλημμένα προαναγγελθεί από την άλλη πλευρά. Αποτελούν λογική συνέπεια δύο αντιτιθέμενων γραμμών πλεύσης που ακολουθούν αδιαπραγμάτευτα και οι δύο πλευρές. Στην τροχιά αυτήν, γίνεται όλο και πιο πιθανό να διαμορφωθούν καταστάσεις όπου η στρατιωτική σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη, αν λ.χ. η Αγκυρα ξεπεράσει κάποιες δικές μας πραγματικές «κόκκινες γραμμές».
Η δυναμική αυτή πρέπει να ανακοπεί. Οι συνεχείς επικλήσεις του διεθνούς δικαίου, όσο αναγκαίες και αν είναι, δεν αρκούν. Το ίδιο και οι προσπάθειες εκμαίευσης ευνοϊκών δηλώσεων από τους Μεγάλους. Εννοείται πως η αποτρεπτική μας ισχύς είναι απαραίτητη με δεδομένη την επιθετικότητα και τον τυχοδιωκτισμό της άλλης πλευράς. Ομως ούτε αυτή αρκεί, αν δεν θέλουμε να υποκύψουμε στη μοιρολατρία μιας σύγκρουσης. Μιας σύγκρουσης που, ακόμη και σύντομη ή και νικηφόρα, θα ήταν καταστροφική και θα υποθήκευε το μέλλον της χώρας για δεκαετίες.
Πρώτη προτεραιότητα είναι η αποτοξίνωση της κοινής γνώμης από μύθους και νοοτροπίες που δημιουργούν λαθεμένες παραστάσεις, εκτρέφουν την αδιαλλαξία και τον φανατισμό και εγκλωβίζουν το πολιτικό σύστημα σε μια επικίνδυνη ακινησία. Οι ώριμες κοινωνίες δεν αποκρύπτουν την πραγματικότητα από τους πολίτες για να τονώσουν δήθεν το πατριωτικό φρόνημα. Η κατανόηση των θέσεων της άλλης πλευράς και των τρίτων, όπως και των διεθνών συσχετισμών, είναι προϋπόθεση για κάθε ψύχραιμη και αποτελεσματική πολιτική.
Η Τουρκία έχει και αυτή το δικό της αφήγημα, επικαλείται και αυτή το διεθνές δίκαιο και κρίνει ενέργειες της Λευκωσίας και της Αθήνας ως μονομερείς και προκλητικές. Οι τρίτοι και οι διεθνείς θεσμοί δεν αποδέχονται εξ ολοκλήρου τη δική μας ερμηνεία του διεθνούς δικαίου, ιδίως όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά, ενώ επιρρίπτουν στην ελληνοκυπριακή πλευρά μεγάλο μέρος της ευθύνης για το αδιέξοδο στο Κυπριακό.
Η επίσημη Ελλάδα έχει συμφέρον να παραμένει ψύχραιμη, να αποφεύγει τη λαϊκιστική ρητορεία εσωτερικής κατανάλωσης και να κρατάει τους διαύλους επικοινωνίας με την άλλη πλευρά ανοιχτούς. Αυτό γενικά συμβαίνει μέχρι στιγμής με τη νέα κυβέρνηση, όπως προκύπτει και από την τελευταία συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν. Ομως στον κυβερνητικό χώρο υπάρχουν δυνάμεις που ωθούν προς άλλες κατευθύνσεις. Το είδαμε στο συνέδριο της Ν.Δ., αλλά και –ιδιαίτερα ανησυχητικά– με την προερχόμενη από το υπουργείο Αμυνας διαρροή περί αναστολής των επαφών για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης – διαρροή που μόνο ως υπονόμευση της γραμμής της χώρας μπορεί να ερμηνευθεί. Είναι συνεπώς κρίσιμο η αντιπολίτευση να στηρίξει τη γραμμή της μετριοπάθειας και να πάρει σαφή θέση ενάντια στον εθνικισμό και τους φορείς του.
Ατεκμηρίωτες κριτικές περί «κατευνασμού» κινούνται, φοβάμαι, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οταν ο Αντώνης Σαμαράς επικρίνει τις «κινήσεις κατευνασμού» της κυβέρνησης, γνωρίζουμε τι αντιπροτείνει: τη συνέχιση επ’ άπειρον του «παιγνιδιού του κοτόπουλου» με την Τουρκία, με πιθανή προοπτική τη σύγκρουση. Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την ίδια λέξη, τι αντιπροτείνει; Να θέσει ο Μητσοτάκης το ζήτημα σε διμερή και διεθνή φόρα, κάτι που προφανώς το κάνει, όπως όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις; Δυστυχώς οι πολίτες καταλαβαίνουν πως η κυβέρνηση επικρίνεται από εθνικιστική σκοπιά. Και αυτό είναι σφάλμα.
Η ψυχραιμία και η μετριοπάθεια από μόνες τους δεν οδηγούν προς λύσεις, αν δεν συνεπάγονται και ετοιμότητα για επανεξέταση της ουσίας των θέσεών μας:
■ Οι πολιτισμένες χώρες συζητούν τις διαφορές τους. Με όπλο ασφαλώς το διεθνές δίκαιο, αλλά συζητούν. Η θεωρία πως η συζήτηση –και άρα κάθε συμβιβασμός– αποτελεί απαράδεκτη υποχώρηση χωλαίνει. Ουδείς αγνοεί πως η οριοθέτηση των διαφορών αποτελεί μείζον ζήτημα σε κάθε διαπραγμάτευση.
Ομως διερωτάται κανείς πώς οι αντιμαχόμενοι σε δεκάδες ανάλογες περιπτώσεις διεθνώς κατόρθωσαν να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις, διαιτησίες και λύσεις, αλλά εμείς δεν μπορούμε επί σχεδόν μισό αιώνα. Μόνο εμείς υπερασπιζόμαστε την κυριαρχία μας και μόνο εμείς έχουμε δύσκολο γείτονα; Ας σοβαρευτούμε. Γνωρίζουμε από το ιστορικό των ελληνοτουρκικών σχέσεων πως υπήρξαν στιγμές που πλησιάσαμε σε λύσεις. Αυτό το μονοπάτι πρέπει επειγόντως να ακολουθήσουμε.
■ Δρόμος για λύση υπάρχει και στην Κύπρο. Αρκεί να αποδεσμευτούμε από τον εναγκαλισμό των απορριπτικών και να επιδιώκουμε ειλικρινά ρεαλιστική λύση, αντί να ονειρευόμαστε ενεργειακές ουτοπίες.
Πρωτοβουλίες προς την παραπάνω κατεύθυνση πρέπει να παρθούν το συντομότερο. Υστερα από κάθε τουρκική πρόκληση, οι εθνικιστές υποστηρίζουν πως «η στιγμή δεν είναι κατάλληλη». Ετσι όμως μας παρασέρνουν στη σύγκρουση γιατί από ένα σημείο και πέρα θα είναι αργά. Σήμερα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα από χθες, αλλά αύριο θα είναι πολύ πιο δύσκολα από σήμερα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ συζητάει αυτόν τον καιρό την «ανασυγκρότησή» του. Ακούγονται φωνές ενάντια στην «πασοκοποίηση». Τις κατανοώ όταν επικαλούνται τη φθορά και διαφθορά του κόμματος αυτού, όπως και τη γενικότερη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας. Δεν τις κατανοώ όταν σβήνουν σημαντικά επιτεύγματα του ΠΑΣΟΚ (όπως τις αλλαγές του 1981 ή την ένταξη στο ευρώ), αντιτίθενται στη μαζικοποίηση του κόμματος ή και παραγνωρίζουν πως η σοσιαλδημοκρατία παραμένει ο κορμός της προοδευτικής παράταξης στην Ευρώπη. Κυρίως, όμως, έχει σημασία ποιο ΠΑΣΟΚ έχουμε κατά νου. Λ.χ. στην εξωτερική πολιτική υπάρχει το ΠΑΣΟΚ του «βυθίσατε το “Χόρα”» και του εμπάργκο κατά της Βόρειας Μακεδονίας, υπάρχει όμως και το ΠΑΣΟΚ του Ελσίνκι, της άρσης της «εμπολέμου» με την Αλβανία, της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, της βαλκανικής Θεσσαλονίκης, ναι, και της επιλογής της ειρήνης στην κρίση των Ιμίων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις Πρέσπες, έδειξε πως συνέχισε και ανάπτυξε τη γραμμή του «δεύτερου» ΠΑΣΟΚ. Θέλω να πιστεύω πως δεν θα την εγκαταλείψει, γιατί βέβαια μια «πατριωτική πασοκοποίηση» θα ήταν πράγματι αρνητική.
efsyn.gr
Επανεμφανίστηκαν και μάλιστα σε… συστοιχίες οι γνωστές φωνές που διατείνονται ότι το πρόβλημα, λίγο-πολύ, το έχει η ελληνική πλευρά με τους “πολεμοκάπηλους” που “παρασύρουν” την κοινή γνώμη. Εμφανίζονται βέβαια ενίοτε και ενδιαφέροντα, ψύχραιμα κείμενα αυτής της σχολής (ας την ονομάσουμε σχολή του καθωσπρεπισμού της συνειδητοποιημένης υποχωρητικότητας) στα οποία μπορούν να εντοπιστούν και θετικά στοιχεία συμβολής στη σχετική συζήτηση. Βλέπουμε εδώ ένα τέτοιο ενδιαφέρον κείμενο. Περιλαμβάνει και επιχειρήματα ως προς τα οποία σαφώς μπορεί να γίνει συζήτηση. Όμως ακόμη και ένα ενδιαφέρον, ποιοτικό κείμενο δεν αποφεύγει (α) την απίστευτη, πραγματικά, ταύτιση κάθε συγκροτημένης αντίθετης άποψης με τους «εθνικιστές» και (β) την σχεδόν πλήρη αποφυγή συγκεκριμένων προτάσεων επί του πρακτέου με δεδομένες τις επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας. Προσέξτε επιχείρημα:
“Ύστερα από κάθε τουρκική πρόκληση, οι εθνικιστές [sic] υποστηρίζουν πως «η στιγμή δεν είναι κατάλληλη». Ετσι όμως μας παρασέρνουν στη σύγκρουση γιατί από ένα σημείο και πέρα θα είναι αργά. Σήμερα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα από χθες, αλλά αύριο θα είναι πολύ πιο δύσκολα από σήμερα”. Οπότε, επί του πρακτέου, δικαιούται κανείς να συμπεράνει, οφείλουμε μετά από… επαρκείς προκλήσεις να καθήσουμε επιτέλους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων εφ’ όλης, δηλαδή ακριβώς όπως επιθυμεί από χρόνια η Τουρκία. I rest my case.
Διαβάστε το άρθρο στην Εφ.Συν. και βγάλτε τα συμπεράσματά σας:
του Σωτήρη Βαλντέν, Διδάσκοντος στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης και της επιτροπής προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ
Τον περασμένο Ιούνιο, ο Κώστας Σημίτης επισήμανε τους κινδύνους ενός θερμού επεισοδίου με την Τουρκία. Υπενθύμισε ότι στα ζητήματα που μας χωρίζουν υπάρχει και η άποψη της άλλης πλευράς, πως το διεθνές δίκαιο και ο διεθνής παράγοντας δεν είναι εξ ολοκλήρου με το μέρος μας και ότι, τέλος, επιβάλλεται να αναζητηθούν λύσεις που αναπόφευκτα θα περιλαμβάνουν συμβιβασμούς και για τις δύο χώρες. Οι αντιδράσεις υπήρξαν σχεδόν παντού αρνητικές: από τους εθνικιστές, δεξιάς και «αριστερής» κοπής, που ανέσυραν τις συνηθισμένες κατηγορίες περί «μειοδοσίας» και άλλες χυδαιότητες, μέχρι στελέχη τής τότε κυβέρνησης, αλλά και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που, ευγενέστερα, χαρακτήρισαν το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού άκαιρο (και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο) και περιττά κινδυνολογικό.
Εκτοτε, τα πράγματα από πλευράς μας αφέθηκαν στον αυτόματο πιλότο. Κάποιες διακριτικές πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης (όπως και της προηγούμενης) για συνεννόηση με τη γείτονα δεν ανέκοψαν την αδιέξοδη δυναμική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό· δυναμική που τα τελευταία δύο χρόνια έχει ενισχυθεί επικίνδυνα. Αντίθετα, οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων και ημερών επιβεβαιώνουν πως ο κίνδυνος δεν είναι η κινδυνολογία αλλά η υπνοβασία.
Αυτό που διαψεύδεται την περίοδο αυτήν είναι πως Κύπρος και Ελλάδα θα μπορέσουμε απρόσκοπτα να προχωρήσουμε στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών της ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου, αποκλείοντας στην ουσία την Τουρκία από τις θάλασσες αυτές και αποσυνδέοντας την αξιοποίηση της κυπριακής ΑΟΖ από την επίλυση του Κυπριακού. Αυτά θα τα πετύχουμε, πιστεύαμε, στηριζόμενοι στο διεθνές δίκαιο, στον Τραμπ και στην Ευρώπη, σε τοπικές περιφερειακές συμμαχίες και, κυρίως, στην εκτίμηση πως ο Ερντογάν δεν θα αντιδράσει σοβαρά λόγω των πολλαπλών εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει.
Ομως ο Ερντογάν αντέδρασε και φαίνεται πως θα αντιδράσει κι άλλο. Κανείς τρίτος δεν τον εμπόδισε, ούτε φαίνεται πως θα τον εμποδίσει, σίγουρα όχι στρατιωτικά, αλλά ούτε και πολιτικά, καθώς η αντιπαράθεση της Δύσης με την Τουρκία υπακούει σε άλλη ατζέντα και έχει ως όριο τη στρατηγική σημασία της χώρας. Ο Ερντογάν το γνωρίζει αυτό και δεν διστάζει να χρησιμοποιεί και τη βία (Συρία).
Η ελληνική διπλωματία, τα κόμματα και τα ΜΜΕ αντιδρούν στις τελευταίες κινήσεις της Αγκυρας με «έκπληξη». Η έκπληξη είναι, όμως, μόνο για τους αιθεροβάμονες και για την προπαγάνδα, καθότι αυτά που συμβαίνουν σήμερα έχουν επανειλημμένα προαναγγελθεί από την άλλη πλευρά. Αποτελούν λογική συνέπεια δύο αντιτιθέμενων γραμμών πλεύσης που ακολουθούν αδιαπραγμάτευτα και οι δύο πλευρές. Στην τροχιά αυτήν, γίνεται όλο και πιο πιθανό να διαμορφωθούν καταστάσεις όπου η στρατιωτική σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη, αν λ.χ. η Αγκυρα ξεπεράσει κάποιες δικές μας πραγματικές «κόκκινες γραμμές».
Η δυναμική αυτή πρέπει να ανακοπεί. Οι συνεχείς επικλήσεις του διεθνούς δικαίου, όσο αναγκαίες και αν είναι, δεν αρκούν. Το ίδιο και οι προσπάθειες εκμαίευσης ευνοϊκών δηλώσεων από τους Μεγάλους. Εννοείται πως η αποτρεπτική μας ισχύς είναι απαραίτητη με δεδομένη την επιθετικότητα και τον τυχοδιωκτισμό της άλλης πλευράς. Ομως ούτε αυτή αρκεί, αν δεν θέλουμε να υποκύψουμε στη μοιρολατρία μιας σύγκρουσης. Μιας σύγκρουσης που, ακόμη και σύντομη ή και νικηφόρα, θα ήταν καταστροφική και θα υποθήκευε το μέλλον της χώρας για δεκαετίες.
Πρώτη προτεραιότητα είναι η αποτοξίνωση της κοινής γνώμης από μύθους και νοοτροπίες που δημιουργούν λαθεμένες παραστάσεις, εκτρέφουν την αδιαλλαξία και τον φανατισμό και εγκλωβίζουν το πολιτικό σύστημα σε μια επικίνδυνη ακινησία. Οι ώριμες κοινωνίες δεν αποκρύπτουν την πραγματικότητα από τους πολίτες για να τονώσουν δήθεν το πατριωτικό φρόνημα. Η κατανόηση των θέσεων της άλλης πλευράς και των τρίτων, όπως και των διεθνών συσχετισμών, είναι προϋπόθεση για κάθε ψύχραιμη και αποτελεσματική πολιτική.
Η Τουρκία έχει και αυτή το δικό της αφήγημα, επικαλείται και αυτή το διεθνές δίκαιο και κρίνει ενέργειες της Λευκωσίας και της Αθήνας ως μονομερείς και προκλητικές. Οι τρίτοι και οι διεθνείς θεσμοί δεν αποδέχονται εξ ολοκλήρου τη δική μας ερμηνεία του διεθνούς δικαίου, ιδίως όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά, ενώ επιρρίπτουν στην ελληνοκυπριακή πλευρά μεγάλο μέρος της ευθύνης για το αδιέξοδο στο Κυπριακό.
Η επίσημη Ελλάδα έχει συμφέρον να παραμένει ψύχραιμη, να αποφεύγει τη λαϊκιστική ρητορεία εσωτερικής κατανάλωσης και να κρατάει τους διαύλους επικοινωνίας με την άλλη πλευρά ανοιχτούς. Αυτό γενικά συμβαίνει μέχρι στιγμής με τη νέα κυβέρνηση, όπως προκύπτει και από την τελευταία συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν. Ομως στον κυβερνητικό χώρο υπάρχουν δυνάμεις που ωθούν προς άλλες κατευθύνσεις. Το είδαμε στο συνέδριο της Ν.Δ., αλλά και –ιδιαίτερα ανησυχητικά– με την προερχόμενη από το υπουργείο Αμυνας διαρροή περί αναστολής των επαφών για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης – διαρροή που μόνο ως υπονόμευση της γραμμής της χώρας μπορεί να ερμηνευθεί. Είναι συνεπώς κρίσιμο η αντιπολίτευση να στηρίξει τη γραμμή της μετριοπάθειας και να πάρει σαφή θέση ενάντια στον εθνικισμό και τους φορείς του.
Ατεκμηρίωτες κριτικές περί «κατευνασμού» κινούνται, φοβάμαι, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οταν ο Αντώνης Σαμαράς επικρίνει τις «κινήσεις κατευνασμού» της κυβέρνησης, γνωρίζουμε τι αντιπροτείνει: τη συνέχιση επ’ άπειρον του «παιγνιδιού του κοτόπουλου» με την Τουρκία, με πιθανή προοπτική τη σύγκρουση. Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την ίδια λέξη, τι αντιπροτείνει; Να θέσει ο Μητσοτάκης το ζήτημα σε διμερή και διεθνή φόρα, κάτι που προφανώς το κάνει, όπως όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις; Δυστυχώς οι πολίτες καταλαβαίνουν πως η κυβέρνηση επικρίνεται από εθνικιστική σκοπιά. Και αυτό είναι σφάλμα.
Η ψυχραιμία και η μετριοπάθεια από μόνες τους δεν οδηγούν προς λύσεις, αν δεν συνεπάγονται και ετοιμότητα για επανεξέταση της ουσίας των θέσεών μας:
■ Οι πολιτισμένες χώρες συζητούν τις διαφορές τους. Με όπλο ασφαλώς το διεθνές δίκαιο, αλλά συζητούν. Η θεωρία πως η συζήτηση –και άρα κάθε συμβιβασμός– αποτελεί απαράδεκτη υποχώρηση χωλαίνει. Ουδείς αγνοεί πως η οριοθέτηση των διαφορών αποτελεί μείζον ζήτημα σε κάθε διαπραγμάτευση.
Ομως διερωτάται κανείς πώς οι αντιμαχόμενοι σε δεκάδες ανάλογες περιπτώσεις διεθνώς κατόρθωσαν να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις, διαιτησίες και λύσεις, αλλά εμείς δεν μπορούμε επί σχεδόν μισό αιώνα. Μόνο εμείς υπερασπιζόμαστε την κυριαρχία μας και μόνο εμείς έχουμε δύσκολο γείτονα; Ας σοβαρευτούμε. Γνωρίζουμε από το ιστορικό των ελληνοτουρκικών σχέσεων πως υπήρξαν στιγμές που πλησιάσαμε σε λύσεις. Αυτό το μονοπάτι πρέπει επειγόντως να ακολουθήσουμε.
■ Δρόμος για λύση υπάρχει και στην Κύπρο. Αρκεί να αποδεσμευτούμε από τον εναγκαλισμό των απορριπτικών και να επιδιώκουμε ειλικρινά ρεαλιστική λύση, αντί να ονειρευόμαστε ενεργειακές ουτοπίες.
Πρωτοβουλίες προς την παραπάνω κατεύθυνση πρέπει να παρθούν το συντομότερο. Υστερα από κάθε τουρκική πρόκληση, οι εθνικιστές υποστηρίζουν πως «η στιγμή δεν είναι κατάλληλη». Ετσι όμως μας παρασέρνουν στη σύγκρουση γιατί από ένα σημείο και πέρα θα είναι αργά. Σήμερα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα από χθες, αλλά αύριο θα είναι πολύ πιο δύσκολα από σήμερα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ συζητάει αυτόν τον καιρό την «ανασυγκρότησή» του. Ακούγονται φωνές ενάντια στην «πασοκοποίηση». Τις κατανοώ όταν επικαλούνται τη φθορά και διαφθορά του κόμματος αυτού, όπως και τη γενικότερη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας. Δεν τις κατανοώ όταν σβήνουν σημαντικά επιτεύγματα του ΠΑΣΟΚ (όπως τις αλλαγές του 1981 ή την ένταξη στο ευρώ), αντιτίθενται στη μαζικοποίηση του κόμματος ή και παραγνωρίζουν πως η σοσιαλδημοκρατία παραμένει ο κορμός της προοδευτικής παράταξης στην Ευρώπη. Κυρίως, όμως, έχει σημασία ποιο ΠΑΣΟΚ έχουμε κατά νου. Λ.χ. στην εξωτερική πολιτική υπάρχει το ΠΑΣΟΚ του «βυθίσατε το “Χόρα”» και του εμπάργκο κατά της Βόρειας Μακεδονίας, υπάρχει όμως και το ΠΑΣΟΚ του Ελσίνκι, της άρσης της «εμπολέμου» με την Αλβανία, της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, της βαλκανικής Θεσσαλονίκης, ναι, και της επιλογής της ειρήνης στην κρίση των Ιμίων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις Πρέσπες, έδειξε πως συνέχισε και ανάπτυξε τη γραμμή του «δεύτερου» ΠΑΣΟΚ. Θέλω να πιστεύω πως δεν θα την εγκαταλείψει, γιατί βέβαια μια «πατριωτική πασοκοποίηση» θα ήταν πράγματι αρνητική.
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου