Την Ορθόδοξη Εκκλησία στην
Ελλάδα αφορούν κατά 95% τα περιστατικά θρησκευτικής βίας στην Ελλάδα,
σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση για τα περιστατικά σε βάρος χωρών
θρησκευτικής σημασίας.
Αυτό καταγράφεται στην
σχετική έκθεση του υπουργείου Παιδείας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το
ενημερωτικό σημείωμα του Γ.Γ. Θρησκευμάτων Γ. Καλαντζή που
συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση:
Ακολουθεί το ενημερωτικό σημείωμα του κ. Καλαντζή:
«Η Έκθεση για τα Περιστατικά
εις βάρος χώρων θρησκευτικής σημασίας συμπλήρωσε 4 έτη εκδοτικής ζωής.
Το 2015 (το πρώτο έτος αναφοράς της Έκθεσης) καταγράφηκαν 147
Περιστατικά, το 2016 καταγράφηκαν 215 Περιστατικά, το 2017 καταγράφηκαν
556 Περιστατικά και το 2018 καταγράφηκαν 591 Περιστατικά. Από το 2015
έως το 2018 καταγράφεται αύξηση 300%.
Όμως, είναι σαφές ότι ένα
σημαντικό ποσοστό της αύξησης των περιστατικών που καταγράφονται,
συνδέεται με την ανάπτυξη του δικτύου καταγραφής, με την ανταπόκριση της
Αστυνομίας αλλά και με την προσπάθεια των ίδιων των θρησκευτικών
κοινοτήτων της χώρας μας να συγκεντρώσουν τα αναγκαία στοιχεία. Αξίζει
να σημειωθεί ότι η θρησκευτική κοινότητα που παρουσιάζει τις μεγαλύτερες
δυσκολίες συγκέντρωσης των σχετικών στοιχείων, είναι η Ορθόδοξη
Εκκλησία.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως
προκύπτει από τα στοιχεία και των τεσσάρων ετών, είναι το πρώτο και
μεγαλύτερο θύμα επιθέσεων/βεβηλώσεων/κλοπών/ιεροσυλιών (σε ποσοστό 95%).
Είναι, επίσης, αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η χειρότερη επίθεση
τρομοκρατικού χαρακτήρα στη χώρα μας εναντίον πολιτών που απλώς ήθελαν
να προσευχηθούν, πραγματοποιήθηκε το 2018 εναντίον των Ορθοδόξων
Χριστιανών στο κέντρο της Αθήνας. Η τοποθέτηση βόμβας στον Άγιο Διονύσιο
είναι η μοναδική τρομοκρατική επίθεση που στόχευε στην πρόκληση νεκρών
μεταξύ όσων ήθελαν να προσευχηθούν.
Όμως, αυτή η επίθεση
εναντίον των Ορθοδόξων Χριστιανών δεν πραγματοποιήθηκε από φανατικούς
πιστούς μιας άλλης θρησκευτικής κοινότητας αλλά, σύμφωνα με την σχετική
προκήρυξη, από τρομοκράτες με συγκεκριμένη πολιτική και ιδεολογική
στόχευση.
Είναι αξιοσημείωτο ότι
πολλοί συμπολίτες μας αλλά και οργανώσεις που δείχνουν δικαιολογημένο
ενδιαφέρον για θέματα θρησκευτικών ελευθεριών και ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, αγνοούν συστηματικά την Ορθόδοξη Εκκλησία και τους
Ορθόδοξους Χριστιανούς, δηλαδή αγνοούν συστηματικά τη μεγάλη πλειοψηφία
του ελληνικού λαού για διάφορους λόγους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις
αυτή η τακτική ακολουθείται και από συντάκτες εκθέσεων διεθνούς
χαρακτήρα για τις θρησκευτικές ελευθερίες καθώς η κύρια πηγή
πληροφόρησής τους είναι εγχώριες οργανώσεις. Αυτή η τακτική αγνόησης των
Ορθοδόξων Χριστιανών καλλιεργεί -έστω και αθέλητα- την αντίληψη ότι τα
ανθρώπινα δικαιώματα δεν αφορούν την πλειοψηφία της χώρας αλλά μόνο τις
εκάστοτε μειοψηφίες και μάλιστα σε αντιπαράθεση με την πλειοψηφία.
Όμως, τα ανθρώπινα
δικαιώματα δεν είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος μεταξύ μιας
πλειοψηφίας και διαφόρων μειοψηφιών. Είναι η ίδια η βάση του πολιτισμού
μας, η sine qua non προϋπόθεση της κοινωνικής ειρήνης και μια από τις
σημαντικότερες αιτίες για την ανάπτυξη της οικονομίας και την ευημερία
όλων των πολιτών.
Όπως προκύπτει από τα
στοιχεία και των τεσσάρων ετών έκδοσης της Έκθεσης, ο αντισημιτισμός
είναι υπαρκτός στη χώρα μας. Δεν έχει τις μορφές που έχει σε άλλα κράτη
όπου εκδηλώνεται με βίαιες επιθέσεις εναντίον προσώπων ή περιουσιών,
αλλά δεν πρέπει να κρυβόμαστε ή να ωραιοποιούμε καταστάσεις, αν δεν
θέλουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με εφιάλτες. Η δέσμευσή μας στην
καταπολέμηση του αντισημιτισμού, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας
πρέπει να είναι ειλικρινής και, κυρίως, να παράγει συγκεκριμένα
αποτελέσματα, όχι να αποτελεί ένα σύνηθες -και βολικό- ρητορικό
τέχνασμα.
Οι Έλληνες Εβραίοι αποτελούν
το 0,05% του ελληνικού πληθυσμού, αλλά τα περιστατικά που έχουν
αντισημιτικό χαρακτήρα φτάνουν το 3,38% (το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό
μεταξύ όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων) για το 2018
έχοντας παρουσιάσει
αύξηση 81% σε σχέση με το 2017.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα
επιστημονικά δεδομένα για τον ρόλο και την επιρροή της θρησκείας στις
σύγχρονες κοινωνίες και ειδικότερα στην ελληνική κοινωνία (μεταξύ άλλων
βλ. σχετικές εκθέσεις του Pew Research Center), η θρησκεία παίζει έναν
όλο και σημαντικότερο ρόλο όχι μόνο στην ιδιωτική αλλά και στη δημόσια
σφαίρα. Η θρησκεία θα ήταν πράγματι μια ιδιωτική υπόθεση εάν δεν
παρήγαγε αποτελέσματα που τελικά επηρεάζουν -θετικά ή αρνητικά- την
κοινωνία.
Ως εκ τούτου είναι αναγκαία
η έκφραση του ενδιαφέροντος του Κράτους με στόχο την προστασία και την
εγγύηση της θρησκευτικής ελευθερίας καθώς αυτή είναι εκ των ων ουκ άνευ
προϋπόθεση για τη θρησκευτική ειρήνη, τον διάλογο και τον αλληλοσεβασμό.
Αποτελεί ύψιστο εθνικό και
κοινωνικό συμφέρον να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για την αποφυγή
συγκρούσεων θρησκευτικού χαρακτήρα. Γι’ αυτό, εκτός από τις θετικές
δράσεις και πρωτοβουλίες που αναπτύσσει ή υποστηρίζει η Πολιτεία με
στόχο την εδραίωση της κουλτούρας του διαθρησκειακού διαλόγου και
αλληλοσεβασμού, είναι αναγκαίο ταυτοχρόνως να εκπέμπει ένα σταθερό και
δημόσιο μήνυμα αποδοκιμασίας και τιμωρίας των πράξεων εξαιτίας των
οποίων μπορεί να διακυβευθεί η θρησκευτική ειρήνη.
Αυτό το μήνυμα δεν
εκφράζεται μόνο μέσω των σύγχρονων κοινοτικών και εθνικών νομοθετικών
παρεμβάσεων για την προστασία του ατόμου από άμεσες ή έμμεσες
διακρίσεις, λόγω και έργω, βάσει (και) των θρησκευτικών πεποιθήσεών του
(ν. 4443/2016), ήτοι με τη ρητή απαγόρευση προσβολής των δικαιωμάτων του
ατόμου λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεών του αλλά αυτή η προστασία
πρέπει να ολοκληρώνεται με την ποινική απαξία συμπεριφορών και δη βίαιων
πράξεων που αποδεδειγμένα ενέχουν τέτοια διάκριση.
Η θρησκευτική ειρήνη ήταν,
είναι και θα παραμείνει ένα μείζον κοινωνικό αγαθό. Δεν υπάρχει κανείς
άλλος -και δεν πρέπει να υπάρξει κανείς άλλος- που να την εγγυάται παρά
μόνο η Ελληνική Πολιτεία, όπως το έχει πράξει με ιδιαίτερα μεγάλη
επιτυχία ως σήμερα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου