του Αχιλλέα Σύρμου από το slpress.gr
O
Φατός Λιουμπόνια (Fatos Lubonja), ίσως η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα της
μετακομμουνιστικής αλβανικής διανόησης, αποτελεί αναμφίβολα το πιο
σταθερό και διαχρονικό σημείο αναφοράς στην ακανθώδη και βραδυκίνητη
πορεία της χώρας προς τη δημοκρατία. Αν και υπήρξε γόνος υψηλόβαθμων
αξιωματούχων της προνομιακής ελίτ του καθεστώτος Χότζα, καταδίκασε ήδη
από τα φοιτητικά του χρόνια την προσωπολατρία και την υποκρισία του
δικτάτορα, γεγονός για το οποίο διώχθηκε απηνώς και καταδικάστηκε σχεδόν
ισόβια.
Αποφυλακίστηκε μαζί με τους τελευταίους πολιτικούς
κατάδικους της κομμουνιστικής Αλβανίας έπειτα από δεκαεφτά χρόνια
εγκλεισμού στα δύο πιο κακόφημα κάτεργα του χοτζικού καθεστώτος, το
στρατόπεδο-ορυχείο εξόρυξης χαλκού του Σπατς και τη φυλακή του
Μπουρρέλι. Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, εμπλέκεται ενεργά στο κίνημα
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ορίζεται εκπρόσωπος της Αλβανίας στην
Διεθνή Επιτροπή του Ελσίνκι.Το 1994, μαζί με μια ομάδα διανοουμένων και νέων καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων ήταν αρχικά και ο μετέπειτα πρωθυπουργός Έντι Ράμα, εκδίδει το περιοδικό Përpjekja (Προσπάθεια) το οποίο εστιάζει σε ζητήματα πολιτικής σκέψης, φιλοσοφίας, ιστορίας και κουλτούρας διαμορφώνοντας, για δύο και πλέον δεκαετίες, τις συνθήκες ανάδυσης μιας ρηξιγενούς αναθεώρησης της ταυτότητας της μετακομμουνιστικής Αλβανίας αποκαθαρμένης από τις συσσωρευμένες στρεβλώσεις του κομμουνιστικού παρελθόντος.
Οι λογοτεχνικές του μαρτυρίες γύρω από τις συνθήκες εγκλεισμού στα αλβανικά γκουλάγκ έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα πολωνικά, τα γερμανικά και κυρίως στα ιταλικά όπου και τιμήθηκε με το μεγάλο λογοτεχνικό βραβείο «Alberto Moravia», το 2002. Είναι, επίσης, ευρύτερα γνωστός ως ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ένας από τους εξέχοντες πολιτικούς αναλυτές της σύγχρονης Αλβανίας.
Μανιχαϊστική σχιζοφρένεια
Σε ένα πρόσφατο άρθρο του που δημοσιεύτηκε στη Γκαζέτα Πανοράμα (16/11/2018), ο Λιουμπόνια σχολίασε όσα συνέβησαν το τελευταίο διάστημα στη χώρα εξαιτίας της αδικαιολόγητης εκτέλεσης του Κωνσταντίνου Κατσίφα από τις δυνάμεις RENEA, περιστατικό το οποίο χαρακτηρίζει ενδεικτικό της «πολιτισμικής χρεοκοπίας» της χώρας και της αποτυχημένης μετακομμουνιστικής πορείας προς την κατάκτηση των ευρωπαϊκών ιδεωδών.Θεωρεί επίσης ότι το περιστατικό στάθηκε αφορμή να εκδηλωθεί ένα είδος «μανιχαϊστικής σχιζοφρένειας» στην Αλβανία οι ρίζες της οποίας θα πρέπει να αναζητηθούν στην εκφυλιστική παράδοση του εθνικο-κομμουνιστικού παρελθόντος. Σχετικά με τις δηλώσεις Ράμα, τις χαρακτήρισε «πολύ χαμηλού επιπέδου» από τις οποίες μπορεί κανείς να διαπιστώσει ποια βήματα προόδου έχουν σημειωθεί γενικά στη χώρα.
Θεωρεί επίσης υποκριτικό το δεύτερο σχόλιο του Ράμα ότι «εμείς επιδείξαμε ανωτερότητα και δεν ενδώσαμε στις προκλήσεις των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της κηδείας»: Γιατί δεν επέδειξαν ανωτερότητα οι αλβανικές αρχές και με το νεαρό Κατσίφα συλλαμβάνοντάς τον και όχι εκτελώντας τον; Ο Λιουμπόνια εξετάζει το περιστατικό εστιάζοντας σε τρία σημεία.
Η δολοφονία σημείο-σημείο
Κατά πρώτον, παροτρύνει τους συμπατριώτες του να αναρωτηθούν τι μπορεί να συνέβη στο μυαλό αυτού του νέου ανθρώπου που τον ώθησε να καταφύγει στη χρήση του όπλου, ποιες είναι οι πηγές ενός τέτοιου μίσους κατά της αλβανικής αστυνομίας, αν έχει υποστεί προηγουμένως κάποιου είδους ταπείνωση κτλ. Η επιθετική του ενέργεια αλλά και η συνολική υποστήριξη προς το πρόσωπό του από σύσσωμη την Ελληνική Μειονότητα, θα πρέπει να προβληματίσουν την αλβανική κοινωνία σχετικά με την ποιότητα του κράτους που έχουν δημιουργήσει τόσο για τους ίδιους τους Αλβανούς όσο και για τους Έλληνες Μειονοτικούς που είναι παράλληλα Aλβανοί πολίτες.Σε αυτό το σημείο υπενθυμίζει ότι πάνω από τους μισούς πολίτες της χώρας επιθυμούν διακαώς να την εγκαταλείψουν εξαιτίας ακριβώς της διαπλοκής του πολιτικού συστήματος με το οργανωμένο έγκλημα. Προτρέπει επομένως τους συμπατριώτες του να εκδηλώσουν τον πατριωτισμό τους μεριμνώντας για τη διαμόρφωση ενός σοβαρού και πολιτισμένου κράτους και όχι μισώντας τους εθνικά αλλογενείς.
Κατά δεύτερον, εστιάζοντας στο ίδιο το συμβάν και την τραγική του κατάληξη, καταδικάζει την απόπειρα τερατοποίησης του Κατσίφα από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό της χώρας και από τα αλβανικά μέσα ενημέρωσης που τον απογύμνωσαν από κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό αντί να ασχοληθούν όχι μόνο με τα κίνητρα που τον ώθησαν σε μια τέτοια ακραία ενέργεια, αλλά ούτε ακόμη και με τις συνθήκες θανάτου του: Αν δηλαδή οι δυνάμεις RENEA πήραν κάποια εντολή «από πάνω» να τον σκοτώσουν ή αν τον σκότωσαν έτσι από μόνοι τους, «κάνοντας του κεφαλιού τους».
Καταδικάζει επίσης τη συνύφανση της εκτέλεσης Κατσίφα με ένα ακατανόητο αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας διάχυτο στον αλβανικό τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με αναφορές του τύπου «Δεν μπορούμε να αφήσουμε να μας προκαλεί ένας έλληνας», «Καλά του κάνανε του κ***έλληνα» κ.τ.λ. Εμμένοντας στην τραγική κατάληξη του συμβάντος, ο Λιουμπόνια αναρωτιέται το αυτονόητο: Γιατί δε συνελήφθη απλώς για να οδηγηθεί στη συνέχεια στη δικαιοσύνη εφόσον ήταν πασιφανές ότι δεν είχε καμία απολύτως πρόθεση να σκοτώσει τους αστυνομικούς;
Το τρίτο σημείο, κατά τον Λιουμπόνια, που πρέπει να προβληματίσει τους συμπατριώτες του, με αφορμή την υπόθεση Κατσίφα, είναι το γεγονός ότι όσο ένας λαός είναι ανεκτικός, στα όρια της συναίνεσης, με την άσκηση βίας και ταπεινωτικών συμπεριφορών κατά των μειονοτήτων από τις δυνάμεις κρατικής καταστολής -είτε αυτές οι μειονότητες είναι Εβραίοι, Τσιγγάνοι, Αλβανοί, Ελληνες, Σέρβοι, ομοφυλόφιλοι κ.τ.λ- τόσο πιο πολύ πιθανό είναι αυτή η κρατική βία να στραφεί το ίδιο αλύπητα και κατά των πλειονοτήτων.
Το ερώτημα Γραμματικάκης
Υπάρχουν ωστόσο σημεία τα οποία πρέπει να προβληματίσουν και την ελληνική κοινή γνώμη. Είναι απορίας άξιον αν οι εκπρόσωποι εκείνοι της εγχώριας μεταπολιτευτικής αριστεράς που τάχθηκαν με πρωτόγνωρη θέρμη στο πλευρό της αλβανικής αστυνομίας και θεώρησαν ότι οι δηλώσεις Ράμα ήταν ένα μάθημα πολιτισμού και πατριωτικής ανωτερότητας, καταφέρουν μέσα από τις θέσεις του πιο ευφυούς παρατηρητή της σύγχρονης Αλβανίας να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της αλαζονικής ιδεοληπτικής αστοχίας τους σχετικά με την υπόθεση Κατσίφα. Είναι η ίδια εκείνη «αριστερά» που με την ίδια θέρμη έπαιρνε κάποτε το μέρος του Ενβέρ Χότζα πιστεύοντας ότι οι «Έλληνόφωνοι Νοτιοαλβανοί» ζούσαν στο σοσιαλιστικό τους παράδεισο –και ίσως εξακολουθούν να το πιστεύουν.Και κάτι ακόμη. Πριν από λίγες ημέρες η Ευρωβουλή απέρριψε την πρόταση του Έλληνα ευρωβουλευτή Νότη Μαριά για ειδική συζήτηση σχετικά με τη δολοφονία του Κωνσταντίνου Κατσίφα και την παραβίαση των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία. Μεταξύ των Ελλήνων ευρωβουλευτών που καταψήφισαν τη συγκεκριμένη πρόταση ήταν και ένας από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους της ελληνικής διανόησης, ο κ. Γιώργος Γραμματικάκης, συγγραφέας των βιβλίων ‘Η κόμη της Βερενίκης’, ‘Η αυτοβιογραφία του φωτός’, κ.α. Θα πρέπει και εμείς να αναρωτηθούμε τι συνέβη στο μυαλό του κ. Γραμματικάκη και τήρησε μια τέτοια επιθετική στάση απέναντι στη δολοφονία ενός νέου ανθρώπου, οι συνθήκες της οποίας ακόμα δεν έχουν διευκρινιστεί από την αλβανική αστυνομία.
Ακολούθησε απλώς την κομματική γραμμή ή «έκανε του κεφαλιού του»; Ποια ήταν τα στοιχεία εκείνα τα οποία υπέδειξαν στην επιστημονική αλλά και ανθρωπιστική του κρίση πως ο νεκρός δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ακραίο εθνικιστικό στοιχείο που πήγαινε γυρεύοντας; Δεν τον προβλημάτισε καθόλου πως μια ολόκληρη μειονότητα, που τυχαίνει να είναι και ελληνική, ταυτίστηκε μαζί του ζητώντας μόνο τη δικαίωση; Είχε υπόψη του πράγματι κάποια στοιχεία σχετικά με το περιστατικό ή ήταν απλώς το συνειδησιακό κριτήριο ενός αβυσσαλέου αριστερισμού που τον εμπόδισε να δει πέρα από «ένα οπλισμένο εθνίκι»;
Και πώς είναι δυνατόν, την ίδια στιγμή, ένας Αλβανός διανοούμενος (Φυσικός κι εκείνος) να δει στο πρόσωπο του νεαρού Κατσίφα πέρα από «έναν οπλισμένο κ***έλληνα» και να παροτρύνει και τους συμπατριώτες του να κάνουν το ίδιο; Μπορεί, είναι η απάντηση, γιατί ο συγκεκριμένος Αλβανός διανοούμενος ξέρει πόσο δύσκολη υπόθεση είναι η «αυτοβιογραφία του φωτός» μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου