H ελληνική εφευρετικότητα είναι ανεξάντλητη, δεν έχει όρια, όταν δε συνεργάζεται με νεόπλουτες διεθνείς ελίτ τότε είναι ασυναγώνιστη.
Άποψη
Ασυναγώνιστη όμως μόνο όταν η παρανομία
διαπερνά τα διάτρητα οικονομικά συστήματα όπως συνέβη πρόσφατα με την
παραβίαση των κινέζικων capital controls με την χρησιμοποίηση ελληνικών
POS αλλά και της πρακτικής το ίδιο περιουσιακό στοιχείο να περνά από το
ένα αλλοδαπό στο άλλο μέσω αγοραπωλησιών σε υψηλότερες αξίες.
Ο λόγος για τις χρυσές βίζες μέσω της
απόκτησης ελληνικών περιουσιακών στοιχείων στο τομέα της κατοικίας και
φυσικά το ηθικό δίλημμα εάν όλα εξαγοράζονται και μάλιστα με ευτελείς
τρόπους και διαδικασίες.
Τελικά ποιοι έχουν δίκιο, οι Αρχαίοι
Έλληνες των οποίων η πολιτική σκέψη δεν καθορίζονταν με στενούς
οικονομικούς όρους και οικονομικά συμφέροντα ή οι σύγχρονοι Έλληνες που
προσαρμόζουν, αξίες, ιδεώδη, παραδόσεις στην βάση των οικονομικών
αναγκών;
Πολλοί θα ισχυριστούν ότι η απάντηση
είναι εύκολη αφού η πρακτική των Αρχαίων Ελλήνων δοκιμάστηκε επί αιώνες
και γνωρίζουμε τα αποτελέσματα της ενώ η πρακτική των συγχρόνων στην
μορφή που την συναντούμε κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες και με
ιδιαίτερη ένταση με την έλευση των μνημονίων θα επιφέρει τις όποιες
μεταβολές μετά από δεκαετίες.
Ο λόγος για την ιδιοκτησία γης και ειδικότερα για την δυνατότητα απόκτησης γης από μη κάτοικους της χώρας.
Γενικότερα σε όλες τις προβιομηχανικές κοινωνίες η πιο σημαντική μορφή περιουσίας ήταν η γη.
Στην Αρχαία Ελλάδα μόνο οι γνήσιοι πολίτες μιας πόλης –κράτους είχαν το δικαίωμα να κατέχουν γη.
Ειδικότερα την Αρχαία Αθήνα οι αλλοδαποί κάτοικοι οι λεγόμενοι μέτοικοι δεν επιτρέπονταν να κατέχουν γη.
Μπορεί να κυριαρχούσαν στο εμπόριο και
στην βιομηχανία της εποχής , να κατείχαν ρευστό όμως δεν είχαν το
δικαίωμα να αγοράζουν γη.
Λογικό εάν σκεφθούμε ότι ένας από τους
βασικούς λόγους που συνέτεινε στην ίδρυση αποικιών ήταν η έλλειψη
εύφορης και καλλιεργήσιμης γης.
Όμως επειδή πιστωτικό σύστημα με την
έννοια που το συναντούμε σήμερα δεν υπήρχε η απόκτηση γης και σπιτιών
γίνονταν τοις μετρητοίς οπότε τέτοιες δυνατότητες είχαν μόνο οι
πλούσιοι.
Η κατοχή γης ήταν ένδειξη αριστοκρατικής
καταγωγής γι’ αυτό και πολλοί πλούσιοι έμμεσα εξαγόραζαν μέσω της
απόκτησης γης και τίτλους καταγωγής.
Στην σύγχρονη εποχή τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο η οπτική γωνιά είναι εντελώς διαφορετική.
Στην Ελλάδα από το 2013, με το νόμο
4146/2013 θεσπίστηκε το καθεστώς της «Χρυσής Βίζας» παρέχοντας άδειες
πενταετούς παραμονής σε όσους πολίτες τρίτων χωρών επενδύσουν
τουλάχιστον 250.000 ευρώ στην ελληνική αγορά ακινήτων, καθώς και στα
μέλη της οικογένειάς τους.
Ο ελληνικός νόμος είναι ελκυστικός αφού
οι συγκρίσεις με άλλες χώρες δείχνουν ότι τα αντίστοιχα προγράμματα
άλλων χωρών είναι πιο ακριβά.
Εάν σκεφθούμε ότι κατά τον πρώτο χρόνο
εφαρμογής του νόμου το 2013 δόθηκαν 21 άδειες και το δεύτερο 444 τότε
είναι εμφανές ότι την τελευταία 5ετία καταγράφεται μια σταθερή αύξηση
των χορηγούμενων αδειών.
Για το τρέχον έτος και με στοιχεία
Αυγούστου έχουν δοθεί 661 άδειες παραμονής ενώ συνολικά από την έναρξη
εφαρμογής του νόμου έχουν δοθεί 3.154 χρυσές βίζες.
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΝ ΧΡΥΣΗΣ ΒΙΖΑΣ
Με πρωταγωνιστές τους Κινέζους
δευτερευόντως τους Ρώσους και τελευταία Τούρκους και Λιβανέζους ο
νόμος φαίνεται πως είχε σχετική ανταπόκριση με το 2017 να κερδίζει τις
εντυπώσεις αφού εκδόθηκαν 961 χρυσές βίζες.
Στην Κύπρο η κατάσταση είναι διαφορετική μιας και έχει υιοθετηθεί μια πιο προχωρημένη πρακτική.
Από το Φθινόπωρο του 2016 με στόχο την
προσέλκυση ξένων επενδυτών δίνεται η δυνατότητα απόκτησης γης με δέλεαρ
την κυπριακή υπηκοότητα.
Βέβαια η Κύπρος θέτει τον πήχη υψηλότερα αφού το πρόγραμμα αφορά σε επενδύσεις τουλάχιστον 2 εκατ. ευρώ για αγορά και ανέγερση ακινήτων με σκοπό εμπορικές και οικιστικές δράσεις ενώ υπάρχει η δυνατότητα και οι γονείς του επενδυτή να αγοράζουν ακίνητη περιουσία με ελάχιστο ποσό το ένα εκατομμύριο ευρώ.
Πολλοί αναφερόμενοι στην κυπριακή αγορά ακινήτων θεωρούν ότι η αναβάθμιση της σχετίζεται με την συγκεκριμένη πρακτική ενώ θεωρούν ότι ένας σημαντικός λόγος που οι ξένοι επενδύσεις προτιμούν την Κύπρο είναι η απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας που μετατρέπει τους μη κατοίκους της χώρας όχι απλά σε Κυπρίους αλλά σε Ευρωπαίους πολίτες.
Βέβαια η Κύπρος θέτει τον πήχη υψηλότερα αφού το πρόγραμμα αφορά σε επενδύσεις τουλάχιστον 2 εκατ. ευρώ για αγορά και ανέγερση ακινήτων με σκοπό εμπορικές και οικιστικές δράσεις ενώ υπάρχει η δυνατότητα και οι γονείς του επενδυτή να αγοράζουν ακίνητη περιουσία με ελάχιστο ποσό το ένα εκατομμύριο ευρώ.
Πολλοί αναφερόμενοι στην κυπριακή αγορά ακινήτων θεωρούν ότι η αναβάθμιση της σχετίζεται με την συγκεκριμένη πρακτική ενώ θεωρούν ότι ένας σημαντικός λόγος που οι ξένοι επενδύσεις προτιμούν την Κύπρο είναι η απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας που μετατρέπει τους μη κατοίκους της χώρας όχι απλά σε Κυπρίους αλλά σε Ευρωπαίους πολίτες.
Το ερώτημα παραμένει.
Ποιοι τελικά έχουν δίκιο, οι Αρχαίοι ή οι σύγχρονοι Έλληνες;
Ερώτημα αφελές την εποχή της
παγκοσμιοποίησης , όμως τεκμηριωμένη απάντηση θα υπάρχει μετά από
δεκαετίες όταν οι σύγχρονες πρακτικές προς χάριν φυσικά της οικονομίας
θα έχουν απτά αποτελέσματα.
Σήμερα έχουμε φθάσει στο σημείο που
ακόμη και η Γερμανία για λόγους τόνωσης της ανταγωνιστικότητας να
εξαγγέλλει την πρόθεση απορρόφησης ενός εκατομμυρίου μεταναστών
κρύβοντας τις πραγματικές της προθέσεις και διανθίζοντας την πρωτοβουλία
με ανθρωπιστική διάσταση.
Τα πάντα προς χάριν οικονομίας.
Σ.Π.Λ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου