Του Μιχάλη Ρέττου*
Ο Εθνικός Διχασμός, είναι μία από τις πιο ταραγμένες περιόδους της νεώτερης ελληνικής ιστορίας και διεξήχθη σε μία πολύ κρίσιμη ιστορικά περίοδο, λαμβάνοντας ενίοτε χαρακτήρα εμφυλίου πολέμου. Ήταν η περίοδος της ολοκλήρωσης της κρατικής διάστασης του ελληνισμού και της τελικής λύσης του ανατολικού ζητήματος που κατέληξε στη μικρασιατική καταστροφή και τη Συνθήκη της Λοζάνης. Επίσης, ο διχασμός αυτός διατηρήθηκε ως η βασική διαιρετική τομή στην ταραγμένη περίοδο του μεσοπολέμου, μέχρι και το ξέσπασμα του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Υπάρχουν πολλοί τρόποι ανάγνωσης του εθνικού διχασμού, οι οποίοι δεν αφορούν τόσο οριζόντιες γραμμές διαιρέσεων με βάση σαφείς ιδεολογικοπολιτικές διαφορές και απόλυτα διακριτές στοχεύσεις των δύο αντιμαχόμενων πλευρών (όπως σε άλλες περιπτώσεις, πχ. στον εμφύλιο του 46-49).
Ένας τρόπος ανάγνωσης του εθνικού διχασμού είναι να ιδωθεί αυτός υπό το πρίσμα της διαμάχης δύο ισχυρών προσωπικοτήτων, δύο ηγετικών μορφών με τεράστιο λαϊκό έρεισμα, σε σημείο τέτοιο που η προσωπολατρία καθόριζε περισσότερο την πολιτική στάση του κόσμου από τα όποια πολιτικά διακυβεύματα.
Η ανάδειξη του Ελευθερίου Βενιζέλου ως πολιτικού ηγέτη του κινήματος του 1909 σε συνδυασμό με την πολιτική ανόρθωση που επαγγέλθηκε και τον επιτυχημένο διπλωματικό χειρισμό του στους βαλκανικούς πολέμους, είχαν διαμορφώσει το προφίλ μίας μεγάλης πολιτικής φυσιογνωμίας που θα εκπλήρωνε τις προσδοκίες του έθνους. Ο Κωνσταντίνος από την άλλη ήταν ο αρχιστράτηγος της νίκης στους βαλκανικούς πολέμους. Το λαϊκό του προφίλ και η συμμετοχή του στο πεδίο των μαχών τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό στο στράτευμα και μεγάλο μέρος του λαού έβλεπε στο πρόσωπο του τον Κωνσταντίνο τον 14ο που θα ξαναέπαιρνε την Πόλη.
Ο κρητικός πολιτικός αξίωνε να έχει ο ίδιος τον έλεγχο της κατεύθυνσης των πολεμικών επιχειρήσεων και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Το γεγονός αυτό από μόνο του τον έφερνε σε σύγκρουση ενίοτε με τον Κωνσταντίνο, ο οποίος θεωρούσε τον πόλεμο περισσότερο υπόθεση των στρατιωτικών και την εξωτερική πολιτική αρμοδιότητα του βασιλέως. Αυτή η προσωπική κόντρα των δύο ανδρών, που αφορά τη σύγκρουση σχετικά με τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες του καθενός, έχει αναδειχθεί πριν τον διχασμό του 15΄, ήδη από τις επιχειρήσεις των βαλκανικών πολέμων. Ο ανταγωνισμός τους διαφαίνεται ήδη από τη γνωστή φράση «σας το απαγορεύω» του Βενιζέλου προς στον Κωνσταντίνο, όταν ο τελευταίος προετίθετο να κινηθεί προς Μοναστήρι και όχι προς Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 12΄. Και επίσης, από την παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες, όπου ο Βενιζέλος είχε στείλει γράμμα στον Κωνσταντίνο που τον διέταζε να δεχθεί την παράδοση με οποιουσδήποτε όρους, με τον Κωνσταντίνο να του απαντά αλαζονικά, αφού είχε καταφέρει να κερδίσει την άνευ όρων παράδοση.
Αυτή η κόντρα, σχετικά με τα πρωτεία στην πολιτική διαχείριση, θα ενταθεί ακόμα περισσότερο με τη δολοφονία του Γεωργίου Α΄ και την ανάληψη της βασιλείας από τον Κωνσταντίνο. Έτσι, ο Βενιζέλος, μετά την επανεκλογή του στις εκλογές του Μαΐου του 1915, υπερασπίζεται το συνταγματικό δικαίωμά του να χαράξει την πολιτική της χώρας. Αντίθετα, ο Κωνσταντίνος εμμένει σε μία παραδοσιακή αντίληψη του Μονάρχη ως διαχειριστή των κρισίμων εθνικών αποφάσεων και των κατευθύνσεων της εξωτερικής πολιτικής. Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει και μία διαφορά αντιλήψεων και πρακτικών, που στη μία πλευρά προβάλει η νεωτερική κοινοβουλευτική νομιμότητα, ενώ στην άλλη η προνεωτερική ισχύς του μονάρχη.
Μία δεύτερη πτυχή του διχασμού είναι η κοινωνικο-ταξική του διάσταση. Η αντιβενιζελική παράταξη εξέφραζε περισσότερο τα ενδοελλαδικά μικροαστικά και αγροτικά στοιχεία, ενώ οι «Φιλελεύθεροι» τη μεγαλοαστική τάξη του εκτός συνόρων ελληνισμού, την οποία επεδίωκε να ενσωματώσει στον εθνικό κορμό στα πλαίσια του αστικού εκσυγχρονισμού. Έτσι, η κοινωνικο-ταξική διαίρεση μετατρέπεται και σε γεωγραφική, με την παλαιά Ελλάδα να διάκειται θετικά προς τον Κωνσταντίνο και τις νέες χώρες συν τη Μ.Ασία προς τον Βενιζέλο.
Μια επιπρόσθετη διαχωριστική γραμμή που μπορεί να εξαχθεί από τον εθνικό διχασμό είναι μεταξύ μίας πιο προοδευτικής και ριψοκίνδυνης και μίας πιο συντηρητικής και επιφυλακτικής πολιτικής στάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτή η διαφοροποίηση έχει να κάνει με την πρόθεση ή όχι της ανάληψης ρίσκων προς εξυπηρέτηση των εθνικών στόχων. Οι εθνικοί στόχοι είναι πάνω-κάτω κοινοί και στις δύο παρατάξεις. Η διάκριση προκύπτει ανάμεσα στην ριψοκίνδυνη θέση του Βενιζέλου για άμεση συστράτευση της Ελλάδος με την Αντάντ, με την προσδοκία εδαφικών οφελών, και στην επιφυλακτικότητα του κωνσταντινικού περιβάλλοντος απέναντι σε αυτή την προοπτική. Η πρόταση αυτή του Βενιζέλου εκδηλώνεται ήδη από τις παραμονές της εκστρατείας των αγγλογάλλων στη Καλλίπολη. Η άποψη αυτή, η οποία συνοδευόταν και από την αισιόδοξη πρόβλεψη ότι ο ευρωπαϊκός πόλεμος θα διαρκούσε μόλις λίγες εβδομάδες, καταδεικνύει τη διάθεση του Βενιζέλου να διεκδικήσει με την πρώτη ευκαιρία την εθνική ολοκλήρωση και την πραγμάτωση της Μεγάλης Ελλάδος, έστω και με τον κίνδυνο απώλειας των πρόσφατων κερδών. Αντίθετα, η συντηρητική στάση του Κωνσταντίνου και του περιβάλλοντος του, έδινε προτεραιότητα στη διατήρηση των κεκτημένων. Αυτή του η στάση, συνοδευόταν και από μία αντίθετη πρόβλεψη από αυτή του Βενιζέλου, όπου κατά τον Ιωάννη Μεταξά ο πόλεμος θα διαρκούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα (όπερ και εγένετο) και ότι η έκβασή του θα ήταν αβέβαιη. Η αντίληψη αυτή οδήγησε τον Κωνσταντίνο και τους αντιβενιζελικούς κύκλους να είναι όλο και πιο επιφυλακτικοί απέναντι στις δυνάμεις της συνεννόησης και επίσης πιο απαιτητικοί στα ανταλλάγματα που ζητούσαν για έξοδο στον πόλεμο (σε αντίθεση με την άνευ όρων πρόσδεση του Βενιζέλου), πράγμα που δημιούργησε την καχυποψία από την πλευρά της αντάντ ότι ο Κωνσταντίνος ελεγχόταν από τις βουλές του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ (δεδομένης της συγγένειας του με τη Βασίλισσα Σοφία). Ενδεικτικά, ο Κωνσταντίνος στις αρχές του 1915 τονίζει : «Το ελληνικό το αίμα είναι λιγοστό! Για να το χύσουμε για χάρη σας, κύριοι της Αντάντ, θα πρέπει να γνωρίζουμε ποια θα είναι τα ανταλλάγματα».
Τέλος, θα αναφερθώ ίσως στην πιο συνηθισμένη πλευρά του εθνικού διχασμού που έχει να κάνει με τον ανταγωνισμό των εμπόλεμων δυνάμεων στον ελληνικό χώρο και με την προσπάθειά τους να καθορίσουν τις κατευθύνσεις της εγχώριας εξωτερικής πολιτικής. Από αυτή την άποψη, ο βενιζελισμός έχει ταυτίσει το εθνικό συμφέρον με την εξυπηρέτηση των ανταντικών συμφερόντων. Δεδομένου, όμως, του ότι η ελληνική πολιτική ήταν παραδοσιακά αγγλόφιλη και του ότι δεν θα μπορούσε η Ελλάδα πρακτικά να βγει στον πόλεμο στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων, λόγω της κυριαρχίας του βρετανικού στόλου στη μεσόγειο (όπως εξηγεί ο Κωνσταντίνος στον ίδιο τον Κάιζερ), η ουδετερότητα του Κωνσταντίνου, ιδιαίτερα μετά την έξοδο της Βουλγαρίας στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων, φαίνεται να εξυπηρετεί τελικά τα γερμανικά συμφέροντα. Γι΄ αυτό το λόγο η Γερμανία έφτασε στο σημείο, τον Σεπτέμβριο του 1915, να προτείνει στην Ελλάδα de facto ουδετερότητα με εδαφικά ανταλλάγματα σε περίπτωση που κέρδιζε τον πόλεμο. Έτσι, πράξεις όπως η συναίνεση του Βενιζέλου στην είσοδο των αγγλογαλικών στρατευμάτων το 1915 στη Μακεδονία ή η παράδοση του οχυρού Ρούπελ από την κυβέρνηση των Αθηνών στη Βουλγαρία, σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις εξωτερικές εξαρτίσεις των δύο παρατάξεων και με τα αδιέξοδα των πολιτικών λύσεων που αυτές οι εξαρτήσεις υπαγόρευαν. Το ζήτημα αυτό έχει πολλές προεκτάσεις που έχουν να κάνουν και με τη δράση Γερμανών, Βρετανών ή Γάλλων πρακτόρων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη την περίοδο εκείνη, καθώς και με τις σχέσεις της βενιζελικής και της κωνσταντινικής πλευράς με βρετανικούς και γερμανικούς παράγοντες αντίστοιχα, όπως αποκαλύπτονται από τα αρχεία του Ζαχάρωφ και τα γερμανικά αρχεία.
Συμπερασματικά, λοιπόν, βλέπουμε ότι το ο εθνικός διχασμός είναι μία σύνθετη ιστορική περίοδος που μπορεί να τη προσεγγίσει κάποιος από διάφορες οπτικές γωνίες. Σίγουρα, η ιστορική έρευνα, που έχει φωτίσει αρκετές από αυτές, μπορεί να προσφέρει ακόμα περισσότερα στη συνολική και σε βάθος κατανόηση της εποχής και των διακυβευμάτων της.
*Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας και μεταπτυχιακός φοιτητής στη «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία» του ΕΚΠΑ.
https://cognoscoteam.gr
Ο Εθνικός Διχασμός, είναι μία από τις πιο ταραγμένες περιόδους της νεώτερης ελληνικής ιστορίας και διεξήχθη σε μία πολύ κρίσιμη ιστορικά περίοδο, λαμβάνοντας ενίοτε χαρακτήρα εμφυλίου πολέμου. Ήταν η περίοδος της ολοκλήρωσης της κρατικής διάστασης του ελληνισμού και της τελικής λύσης του ανατολικού ζητήματος που κατέληξε στη μικρασιατική καταστροφή και τη Συνθήκη της Λοζάνης. Επίσης, ο διχασμός αυτός διατηρήθηκε ως η βασική διαιρετική τομή στην ταραγμένη περίοδο του μεσοπολέμου, μέχρι και το ξέσπασμα του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Υπάρχουν πολλοί τρόποι ανάγνωσης του εθνικού διχασμού, οι οποίοι δεν αφορούν τόσο οριζόντιες γραμμές διαιρέσεων με βάση σαφείς ιδεολογικοπολιτικές διαφορές και απόλυτα διακριτές στοχεύσεις των δύο αντιμαχόμενων πλευρών (όπως σε άλλες περιπτώσεις, πχ. στον εμφύλιο του 46-49).
Ένας τρόπος ανάγνωσης του εθνικού διχασμού είναι να ιδωθεί αυτός υπό το πρίσμα της διαμάχης δύο ισχυρών προσωπικοτήτων, δύο ηγετικών μορφών με τεράστιο λαϊκό έρεισμα, σε σημείο τέτοιο που η προσωπολατρία καθόριζε περισσότερο την πολιτική στάση του κόσμου από τα όποια πολιτικά διακυβεύματα.
Η ανάδειξη του Ελευθερίου Βενιζέλου ως πολιτικού ηγέτη του κινήματος του 1909 σε συνδυασμό με την πολιτική ανόρθωση που επαγγέλθηκε και τον επιτυχημένο διπλωματικό χειρισμό του στους βαλκανικούς πολέμους, είχαν διαμορφώσει το προφίλ μίας μεγάλης πολιτικής φυσιογνωμίας που θα εκπλήρωνε τις προσδοκίες του έθνους. Ο Κωνσταντίνος από την άλλη ήταν ο αρχιστράτηγος της νίκης στους βαλκανικούς πολέμους. Το λαϊκό του προφίλ και η συμμετοχή του στο πεδίο των μαχών τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό στο στράτευμα και μεγάλο μέρος του λαού έβλεπε στο πρόσωπο του τον Κωνσταντίνο τον 14ο που θα ξαναέπαιρνε την Πόλη.
Ο κρητικός πολιτικός αξίωνε να έχει ο ίδιος τον έλεγχο της κατεύθυνσης των πολεμικών επιχειρήσεων και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Το γεγονός αυτό από μόνο του τον έφερνε σε σύγκρουση ενίοτε με τον Κωνσταντίνο, ο οποίος θεωρούσε τον πόλεμο περισσότερο υπόθεση των στρατιωτικών και την εξωτερική πολιτική αρμοδιότητα του βασιλέως. Αυτή η προσωπική κόντρα των δύο ανδρών, που αφορά τη σύγκρουση σχετικά με τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες του καθενός, έχει αναδειχθεί πριν τον διχασμό του 15΄, ήδη από τις επιχειρήσεις των βαλκανικών πολέμων. Ο ανταγωνισμός τους διαφαίνεται ήδη από τη γνωστή φράση «σας το απαγορεύω» του Βενιζέλου προς στον Κωνσταντίνο, όταν ο τελευταίος προετίθετο να κινηθεί προς Μοναστήρι και όχι προς Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 12΄. Και επίσης, από την παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες, όπου ο Βενιζέλος είχε στείλει γράμμα στον Κωνσταντίνο που τον διέταζε να δεχθεί την παράδοση με οποιουσδήποτε όρους, με τον Κωνσταντίνο να του απαντά αλαζονικά, αφού είχε καταφέρει να κερδίσει την άνευ όρων παράδοση.
Αυτή η κόντρα, σχετικά με τα πρωτεία στην πολιτική διαχείριση, θα ενταθεί ακόμα περισσότερο με τη δολοφονία του Γεωργίου Α΄ και την ανάληψη της βασιλείας από τον Κωνσταντίνο. Έτσι, ο Βενιζέλος, μετά την επανεκλογή του στις εκλογές του Μαΐου του 1915, υπερασπίζεται το συνταγματικό δικαίωμά του να χαράξει την πολιτική της χώρας. Αντίθετα, ο Κωνσταντίνος εμμένει σε μία παραδοσιακή αντίληψη του Μονάρχη ως διαχειριστή των κρισίμων εθνικών αποφάσεων και των κατευθύνσεων της εξωτερικής πολιτικής. Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει και μία διαφορά αντιλήψεων και πρακτικών, που στη μία πλευρά προβάλει η νεωτερική κοινοβουλευτική νομιμότητα, ενώ στην άλλη η προνεωτερική ισχύς του μονάρχη.
Μία δεύτερη πτυχή του διχασμού είναι η κοινωνικο-ταξική του διάσταση. Η αντιβενιζελική παράταξη εξέφραζε περισσότερο τα ενδοελλαδικά μικροαστικά και αγροτικά στοιχεία, ενώ οι «Φιλελεύθεροι» τη μεγαλοαστική τάξη του εκτός συνόρων ελληνισμού, την οποία επεδίωκε να ενσωματώσει στον εθνικό κορμό στα πλαίσια του αστικού εκσυγχρονισμού. Έτσι, η κοινωνικο-ταξική διαίρεση μετατρέπεται και σε γεωγραφική, με την παλαιά Ελλάδα να διάκειται θετικά προς τον Κωνσταντίνο και τις νέες χώρες συν τη Μ.Ασία προς τον Βενιζέλο.
Μια επιπρόσθετη διαχωριστική γραμμή που μπορεί να εξαχθεί από τον εθνικό διχασμό είναι μεταξύ μίας πιο προοδευτικής και ριψοκίνδυνης και μίας πιο συντηρητικής και επιφυλακτικής πολιτικής στάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτή η διαφοροποίηση έχει να κάνει με την πρόθεση ή όχι της ανάληψης ρίσκων προς εξυπηρέτηση των εθνικών στόχων. Οι εθνικοί στόχοι είναι πάνω-κάτω κοινοί και στις δύο παρατάξεις. Η διάκριση προκύπτει ανάμεσα στην ριψοκίνδυνη θέση του Βενιζέλου για άμεση συστράτευση της Ελλάδος με την Αντάντ, με την προσδοκία εδαφικών οφελών, και στην επιφυλακτικότητα του κωνσταντινικού περιβάλλοντος απέναντι σε αυτή την προοπτική. Η πρόταση αυτή του Βενιζέλου εκδηλώνεται ήδη από τις παραμονές της εκστρατείας των αγγλογάλλων στη Καλλίπολη. Η άποψη αυτή, η οποία συνοδευόταν και από την αισιόδοξη πρόβλεψη ότι ο ευρωπαϊκός πόλεμος θα διαρκούσε μόλις λίγες εβδομάδες, καταδεικνύει τη διάθεση του Βενιζέλου να διεκδικήσει με την πρώτη ευκαιρία την εθνική ολοκλήρωση και την πραγμάτωση της Μεγάλης Ελλάδος, έστω και με τον κίνδυνο απώλειας των πρόσφατων κερδών. Αντίθετα, η συντηρητική στάση του Κωνσταντίνου και του περιβάλλοντος του, έδινε προτεραιότητα στη διατήρηση των κεκτημένων. Αυτή του η στάση, συνοδευόταν και από μία αντίθετη πρόβλεψη από αυτή του Βενιζέλου, όπου κατά τον Ιωάννη Μεταξά ο πόλεμος θα διαρκούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα (όπερ και εγένετο) και ότι η έκβασή του θα ήταν αβέβαιη. Η αντίληψη αυτή οδήγησε τον Κωνσταντίνο και τους αντιβενιζελικούς κύκλους να είναι όλο και πιο επιφυλακτικοί απέναντι στις δυνάμεις της συνεννόησης και επίσης πιο απαιτητικοί στα ανταλλάγματα που ζητούσαν για έξοδο στον πόλεμο (σε αντίθεση με την άνευ όρων πρόσδεση του Βενιζέλου), πράγμα που δημιούργησε την καχυποψία από την πλευρά της αντάντ ότι ο Κωνσταντίνος ελεγχόταν από τις βουλές του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ (δεδομένης της συγγένειας του με τη Βασίλισσα Σοφία). Ενδεικτικά, ο Κωνσταντίνος στις αρχές του 1915 τονίζει : «Το ελληνικό το αίμα είναι λιγοστό! Για να το χύσουμε για χάρη σας, κύριοι της Αντάντ, θα πρέπει να γνωρίζουμε ποια θα είναι τα ανταλλάγματα».
Τέλος, θα αναφερθώ ίσως στην πιο συνηθισμένη πλευρά του εθνικού διχασμού που έχει να κάνει με τον ανταγωνισμό των εμπόλεμων δυνάμεων στον ελληνικό χώρο και με την προσπάθειά τους να καθορίσουν τις κατευθύνσεις της εγχώριας εξωτερικής πολιτικής. Από αυτή την άποψη, ο βενιζελισμός έχει ταυτίσει το εθνικό συμφέρον με την εξυπηρέτηση των ανταντικών συμφερόντων. Δεδομένου, όμως, του ότι η ελληνική πολιτική ήταν παραδοσιακά αγγλόφιλη και του ότι δεν θα μπορούσε η Ελλάδα πρακτικά να βγει στον πόλεμο στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων, λόγω της κυριαρχίας του βρετανικού στόλου στη μεσόγειο (όπως εξηγεί ο Κωνσταντίνος στον ίδιο τον Κάιζερ), η ουδετερότητα του Κωνσταντίνου, ιδιαίτερα μετά την έξοδο της Βουλγαρίας στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων, φαίνεται να εξυπηρετεί τελικά τα γερμανικά συμφέροντα. Γι΄ αυτό το λόγο η Γερμανία έφτασε στο σημείο, τον Σεπτέμβριο του 1915, να προτείνει στην Ελλάδα de facto ουδετερότητα με εδαφικά ανταλλάγματα σε περίπτωση που κέρδιζε τον πόλεμο. Έτσι, πράξεις όπως η συναίνεση του Βενιζέλου στην είσοδο των αγγλογαλικών στρατευμάτων το 1915 στη Μακεδονία ή η παράδοση του οχυρού Ρούπελ από την κυβέρνηση των Αθηνών στη Βουλγαρία, σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις εξωτερικές εξαρτίσεις των δύο παρατάξεων και με τα αδιέξοδα των πολιτικών λύσεων που αυτές οι εξαρτήσεις υπαγόρευαν. Το ζήτημα αυτό έχει πολλές προεκτάσεις που έχουν να κάνουν και με τη δράση Γερμανών, Βρετανών ή Γάλλων πρακτόρων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη την περίοδο εκείνη, καθώς και με τις σχέσεις της βενιζελικής και της κωνσταντινικής πλευράς με βρετανικούς και γερμανικούς παράγοντες αντίστοιχα, όπως αποκαλύπτονται από τα αρχεία του Ζαχάρωφ και τα γερμανικά αρχεία.
Συμπερασματικά, λοιπόν, βλέπουμε ότι το ο εθνικός διχασμός είναι μία σύνθετη ιστορική περίοδος που μπορεί να τη προσεγγίσει κάποιος από διάφορες οπτικές γωνίες. Σίγουρα, η ιστορική έρευνα, που έχει φωτίσει αρκετές από αυτές, μπορεί να προσφέρει ακόμα περισσότερα στη συνολική και σε βάθος κατανόηση της εποχής και των διακυβευμάτων της.
*Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας και μεταπτυχιακός φοιτητής στη «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία» του ΕΚΠΑ.
https://cognoscoteam.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου