Ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων έχει εκπλαγεί με τη θρυλούμενη τεράστια στροφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά του Τσίπρα: Από μια υποτιθέμενη αντισυστημική, πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση, προσχώρησε ολοκληρωτικά στην ιδεολογία των αγορών και στον πλέον άκρατο νεοφιλελευθερισμό (ξεπούλημα των τραπεζών στα ξένα funds, ιδιωτικοποιήσεις αεροδρομίων, σιδηροδρόμων, ενέργειας και.. αρχαιολογικών χώρων), καθώς και στην άκρατη προσχώρηση στον Ατλαντισμό, στον φιλοαμερικανισμό και στον φιλογερμανισμό ταυτόχρονα (Σκόπια, Κυπριακό, σύγκρουση με τη Ρωσία κ.λπ.)
Τους μόνους, ίσως, που δεν εξέπληξε είναι όσους είχαμε μάλλον προβλέψει μια τέτοια πορεία (βλέπε τα βιβλία μου «Έξι μήνες που συγκλόνισαν την Ελλάδα»
(2015) και «Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, η υπέρβαση» (2016), καθώς και αναρίθμητα κείμενα στη Ρήξη, στο Άρδην, στη γραπτή και ηλεκτρονική έκδοσή τους). Αυτό συνέβη όχι επειδή διαθέταμε κάποιο προορατικό χάρισμα, αλλά επειδή είχαμε επιλέξει, εδώ και αρκετά χρόνια, μία αναλυτική σκοπιά, που μας επέτρεπε να διαγνώσουμε τη φύση του συγκεκριμένου μορφώματος.
Το γεγονός, δηλαδή, ότι εδώ και δεκαετίες πιστεύουμε πως το κεντρικό διακύβευμα της χώρας αφορά την ίδια την εθνική της επιβίωση και με αυτό το κλειδί κρίνουμε το σύνολο των ιδεολογικών και πολιτικών εξελίξεων. Έτσι, με βάση αυτό το κριτήριο, θεωρούσαμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, και γενικότερα ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς στην Ελλάδα, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, αποτελούσε τον κύριο φορέα της παγκοσμιοποιητικής ιδεολογίας, σε όλες της τις εκφάνσεις. Δηλαδή, άρνηση του πατριωτισμού, θεωρία των ανοικτών συνόρων, πολυπολιτισμικότητα, ακραίος δικαιωματισμός που είχε υποκαταστήσει την ταξική αφήγηση.
Αυτή η ιδεολογική, καθώς και η ανάλογη κοινωνική συγκρότηση (ένας χώρος κατ’ εξοχήν ριζωμένος στα αποεθνικοποιημένα μεσαία στρώματα και σε μια ακραία ευρωλάγνα διανόηση), τους μετέβαλε στο σκεύος επιλογής του εθνομηδενισμού και της παγκοσμιοποίησης στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και θεωρούσαμε την άνοδό τους στην εξουσία ως τη χειρότερη δυνατή επιλογή που εγκυμονούσε αναρίθμητες συμφορές στη χώρα και ήδη από τα τέλη του 2012 κάναμε ματαίως ό,τι μπορούσαμε για να αποφευχθεί.
Επιστράτευση διανοούμενων
Οι ΗΠΑ, ο Σόρος, οι ολιγάρχες και η οικονομίστικη τύφλωση του παραζαλισμένου από τον καταναλωτισμό και τα μνημόνια ελληνικού λαού ήταν προφανώς πολύ ισχυρότερες. Στο παρελθόν, έξαλλου, ακόμα και ο Σημίτης, για να μπορέσει να επικρατήσει απέναντι στα πατριωτικά κατάλοιπα του παπανδρεϊσμού στο ΠΑΣΟΚ, είχε υποχρεωθεί να «προσλάβει» χιλιάδες στελέχη και διανοουμένους από τον χώρο της Αριστεράς για να στελεχώσει το «εκσυγχρονιστικό» αποεθνικοποιητικό του εγχείρημα.Ο Τσουκαλάς, ο Λιάκος, η Ζορμπά, ο Χριστοδουλάκης, ο Μουζέλης, ο Κοτζιάς, ακόμα και ο Βέλτσος, για να αναφέρουμε μόνον ορισμένους, είχαν συνταχθεί με το σημιτικό ΠΑΣΟΚ στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας. Το ΠΑΣΟΚ, εντούτοις, έφερε πολλά βαρίδια από την παλαιότερη διαδρομή του και, εξάλλου, κατεστράφη πολιτικά από τον Γιώργο Παπανδρέου και την είσοδο της χώρας στη μνημονιακή εποχή.
Έτσι, οι διανοούμενοι που είχαν προσχωρήσει στον σημιτισμό με «υποσχετική», παλιννόστησαν, εν σώματι, στον ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελούσε μια «χημικά καθαρή» μορφή εθνομηδενισμού. Γι’ αυτό και μόνο ένα κόμμα αντιπατριωτικό, αντιορθόδοξο, ακραία ευρωπαϊστικό και εκσυγχρονιστικό, που απεχθάνεται την εγχώρια παράδοση, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε να είναι ο κατ’ εξοχήν φορέας που, χωρίς ενδοιασμούς, θα μπορούσε ολοκληρώσει την αποικιοποίηση της χώρας. Κι αυτό, επειδή δεν είχε ιδεολογικά βαρίδια που θα αποτελούσαν εμπόδιο σε μια τέτοια πορεία.
Εξάλλου, όσα τέτοια κομμουνιστογενή «βαρίδια» εμπεριείχε, εκδιώχθηκαν μετά τη μεγάλη κωλοτούμπα του δημοψηφίσματος και την αποχώρηση της ΛΑΕ, της ΚΟΕ κ.ά. και έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρο του Λεωνίδα Κύρκου.
Ο χρήσιμος Τσίπρας
Αντίθετα, η Δεξιά, όντας συνδεδεμένη σε μεγάλο βαθμό με συντηρητικά κοινωνικά στρώματα, με την Εκκλησία, και, έστω και φραστικά, με μια πατριωτική παραδοσιοκεντρική, αγροτική και μικροαστική βάση, δεν αποτελούσε το ιδανικό όχημα για την ολοκλήρωση της εκχώρησης της ελληνικής οικονομίας και του ελληνικού έθνους στους ξένους. Και τούτο, παρά την ηγεμονία των φιλελεύθερων και εκσυγχρονιστικών στρωμάτων στην ηγεσία της, παρά τον Μητσοτάκη και ακόμα χειρότερα τον Μπακογιάννη.Γι’ αυτό και δεν ήταν ο Σαμαράς που δέχτηκε την εκχώρηση όλης της δημόσιας περιουσίας με το Υπερταμείο, ούτε καν ο φιλελεύθερος Κυριάκος Μητσοτάκης που μπορεί να ολοκληρώσει τη μεγάλη προδοσία του Μακεδονικού, εκτός και αν διαλύσει το κόμμα του στα εξ ων συνετέθη.
Και γι’ αυτό, τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Αμερικανοί, προτιμούν τον Τσίπρα έναντι του Μητσοτάκη και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να τον διατηρήσουν στην εξουσία. Γι’ αυτό και η Μέρκελ δείχνει μάλλον διατεθειμένη να παραχωρηθεί η αναστολή της περικοπής των συντάξεων, πραγματοποιώντας ανοιχτή στροφή στη γερμανική οικονομική πολιτική έναντι της Ελλάδας.
Αυτό συμβαίνει όχι μόνο διότι προσδοκά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, την οποία δεν μπορεί να πραγματοποιήσει με τις σημερινές συνθήκες ο Μητσοτάκης, αλλά και διότι θέλει να επιβάλει τον ΣΥΡΙΖΑ ως τον φιλοδυτικό και παγκοσμιοποιητικό πόλο στον χώρο της «Κεντροαριστεράς». Εξ ου και οι τεράστιες πιέσεις από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία προς τη Γεννηματά και την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ να προσχωρήσει σε ένα ενιαίο μέτωπο με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτά τα πλαίσια εξάλλου εντάσσεται και η αποχώρηση του Ποταμιού από το ΚΙΝΑΛ.
Δηλαδή, ο «διεθνής παράγων» βρήκε στον Τσίπρα και τους νεαρούς γιάπηδες που τον περιστοιχίζουν, τον ιδανικό εκφραστή του εκσυγχρονιστικού σοσιαλδημοκρατικού πόλου στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, δεν τον στηρίζει μόνο μέχρι να ολοκληρώσει τις εκκρεμότητες των Σκοπίων, της Κύπρου και του μεταναστευτικού, αλλά και για να διατηρηθεί μονιμότερα, ως ο δεύτερος πόλος του πολιτικού συστήματος.
Στο εθνομηδενιστικό DNA
Με βάση τις τελευταίες εξελίξεις, εξάλλου, ο Τσίπρας φαίνεται να το πετυχαίνει, τόσο στο εσωτερικό του κόμματός του, όσο και σε σχέση με το ΚΙΝΑΛ. Στο εσωτερικό, ο τελευταίος ανασχηματισμός, πίσω από το επικοινωνιακό προπέτασμα καπνού της Παπακώστα και της Ξενογιαννακοπούλου, είχε ως σημαντικότερο χαρακτηριστικό την ανάδειξη δεκάδων νεώτερων στελεχών.Στελεχών που βρίσκονται στη πολιτική γραμμή, αλλά και την ηλικία των Τσίπρα-Παππά-Τζανακόπουλου-Αχτσιόγλου-Καλογήρου. Αυτοί δεν κυριαρχούν πλέον μόνο στο επίπεδο των συμβούλων και των γενικών γραμματέων υπουργείων, αλλά και στο ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ σταδιακώς παραμερίζεται η παλιά φρουρά του ΣΥΝ. Έτσι, το φυτώριο των νέων γιάπηδων του πολιτικού συστήματος, που δεν έχουν πλέον ούτε κατ’ ελάχιστο τις όποιες ιδεολογικές αναστολές, έπαψε να είναι το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και μετακινήθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ.
Πώς, άλλωστε, θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν η Γεννηματά και η απόψεις της αποτελούν μειοψηφία στο εσωτερικό του ηγετικού απαράτ, φανερού και αφανούς, του ΚΙΝΑΛ (Γιώργος Παπανδρέου, Καμίνης, Λαλιώτης, Λιβάνης κ.ά.), και στηρίζεται μόνο στο αβυσσαλέο μίσος της σημερινής βάσης του ΠΑΣΟΚ εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή όσων δεν προσχώρησαν σε αυτόν.
Συνεπώς, η «στροφή» Τσίπρα και στο εθνικό και στο κοινωνικό-οικονομικό πεδίο ήταν εγγεγραμμένη εξ αρχής στο εθνομηδενιστικό DNA του ΣΥΡΙΖΑ και, όπως συχνά επαναλαμβάνουμε, «όποιος δεν αγαπάει την πατρίδα του δεν μπορεί εν τέλει να αγαπάει και τον λαό της». Αλλά, βέβαια, παρότι ο Σύριζα φαίνεται να πετυχαίνει το στοίχημα της υποκατάστασης των υπολειμμάτων του ΠΑΣΟΚ, δεν έχει καμία πιθανότητα να ενδυθεί και τα μεγέθη του.
Αντίθετα, η πορεία του θα είναι υποχρεωτικά φθίνουσα, διότι ο εθνομηδενισμός σε τέτοιες συνθήκες, ακόμα και αν ηγεμονεύει στις ελίτ μιας χώρας που είναι αποικία χρέους και απειλείται με εθνικό ακρωτηριασμό, δεν μπορεί να είναι πλειοψηφικός. Αναπόφευκτα και άλλες πολιτικές δυνάμεις, πατριωτικές, θα αναδειχθούν τα επόμενα χρόνια στο πολιτικό προσκήνιο μιας χώρας που απειλείται με ιστορική έκλειψη. Το κρίσιμο ζήτημα είναι να είναι ταυτόχρονα και δημοκρατικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου