«Οι φασίστες διακρίνονται σε δυο κατηγορίες: τους φασίστες και τους αντιφασίστες».
Έννιο Φλαϊάνο, Ιταλός συγγραφέας και συνδημιουργός των καλύτερων σεναρίων του Φρεντερίκο Φελίνι.
Τις
πρόσφατες εβδομάδες (σ.σ. το άρθρο γράφτηκε τον Οκτώβριο του 2017), μια
απολύτως αποπροσανατολισμένη αριστερά καλείται ευρέως να ενοποιηθεί
γύρω από μια μασκοφορεμένη πρωτοπορία που αυτοαποκαλούνται αντιφά, ή
αντιφασίστες. Οι αντιφά αποτελούν μια πρόσφατη παραλλαγή του μαύρου
μπλοκ, γνωστή για την πρόκληση βίαιων επεισοδίων κατά την διάρκεια
ειρηνικών διαδηλώσεων σε πολλές χώρες. Εισαγόμενη από την Ευρώπη, η
ταμπέλα αντιφά ηχεί περισσότερο πολιτικά. Επίσης χρησιμεύει στο να
στιγματίσει εκείνους που στοχοποιεί ως «φασίστες».
Παρά
την εισαγωγή του ονόματός τους από την Ευρώπη, οι αντίφα αποτελούν ένα
ακόμα παράδειγμα διολίσθησης της αμερικάνικης κοινωνίας στην βία.
Ιστορικές φιλοδοξίες
Οι
αντιφά έγιναν γνωστοί για τον ρόλο που έπαιξαν στην αντιστροφή της
παράδοσης «ελευθερίας του λόγου» που είχε το Μπέρκλεϊ, όπου απαγόρευσαν
τις ομιλίες προσωπικοτήτων προερχόμενων από την δεξιά. Αλλά η ένδοξη
στιγμή τους ήταν η σύγκρουση με ακροδεξιούς στο Σάρλοτσβιλ, στις 12
Αυγούστου 2017, και αυτό που τους εκτόξευσε ήταν μια δήλωση του Τραμπ
για τα γεγονότα, ότι «υπάρχουν καλοί άνθρωποι και στις δυο πλευρές». Με
περισσή χαιρεκακία, οι κονδυλοφόροι άρπαξαν την ευκαιρία να καταγγείλουν
τον μισητό πρόεδρο για τις «ίσες αποστάσεις» του, αποδίδοντας έτσι τα
ηθικά εύσημα στους Αντιφά.
Το Σάρλοτσβιλ λειτούργησε και ιδιαιτέρως θετικά ως προς την καμπάνια προώθησης ενός βιβλίου των αντίφα: Το Αντιφασιστικό εγχειρίδιο,
γραμμένο από έναν νεαρό καθηγητή πανεπιστημίου, τον Μαρκ Μπρέι, έναν
αντιφά στην θεωρία και την πράξη. Τo βιβλίο «ξεκίνησε πολύ καλά»,
πανηγύρισε ο εκδοτικός του οίκος, Melville House. Απέσπασε πολύ γρήγορα εγκωμιαστικά σχόλια από ΜΜΕ του κατεστημένου όπως οι Τάιμς της Νέας Υόρκης, ο Γκάρντιαν
και το NBC, μέσα που δεν συνηθίζουν να καλύπτουν στις σελίδες τους
αριστερές εκδόσεις, πόσο μάλλον εκείνες που προέρχονται από τον χώρο του
επαναστατικού αναρχισμού.
Η Ουάσιγκτον Πόστ χαιρέτισε τον Μπρέι ως εκπρόσωπο των «αντάρτικων ακτιβιστικών κινημάτων» σημειώνοντας ότι «η
πιο διαφωτιστική συμβολή του βιβλίου είναι η εξιστόρηση των
αντιφασιστικών εγχειρημάτων του προηγούμενου αιώνα, αλλά περισσότερο
σχετική με το σήμερα είναι η αιτιολόγηση της στέρησης του δικαιώματος
του λόγου και της διαπόμπευσης των οπαδών της λευκής ανωτερότητας».
Η
«διαφωτιστική συμβολή» του Μπρέι εξαντλείται σε μια εξωραϊσμένη
εξιστόρηση του αντιφασισμού, που απευθύνεται μάλιστα σε μια γενιά που η
μανιχαϊστική, επικεντρωμένη στο Ολοκαύτωμα αντίληψη για την ιστορία της
έχει στερήσει τόσο τα πραγματολογικά όσο και τα αναλυτικά εργαλεία με τα
οποία θα μπορούσε να κρίνει πολυδιάστατα φαινόμενα όπως ήταν και η
άνοδος του φασισμού. Ο Μπρέι παρουσιάζει τους σύγχρονους αντιφά λες και
αποτελούν τους νόμιμους διάδοχους κάθε δίκαιης κινητοποίησης από την
εποχή της αποκήρυξης της δουλειάς κι έπειτα. Αλλά δεν υπήρχαν
αντιφασίστες πριν το φασισμό, και ο χαρακτηρισμός «αντιφά» δεν μπορεί να
αποδοθεί με τίποτα σε όλη την γκάμα εκείνων που τον αντιστρατεύονται.
Η
υπονοούμενη διεκδίκηση μιας συνέχειας με την παράδοση των Διεθνών
Ταξιαρχιών που πολέμησαν στην Ισπανία εναντίον του Φράνκο, δεν είναι
τίποτα άλλο παρά απόπειρα εκμετάλλευσης μιας απλής συνωνυμίας. Μιας και
οι ήρωες του Ισπανικού Εμφυλίου είναι αξιοθαύμαστοι, κάποια από την
αίγλη τους πρέπει να περνάει και σε εκείνους που έχουν αυτοανακηρυχθεί
σε κληρονόμους τους. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πλέον επιζώντες της
Μεραρχίας Αβραάμ Λίνκολν, ώστε να μας πουν για την τεράστια διαφορά που
υπάρχει μεταξύ μιας οργανωμένης άμυνας ενάντια στην εισβολή φασιστικών
στρατευμάτων, και των αψιμαχιών στο κάμπους του Μπέρκλει. Όσο για τους
αναρχικούς της Καταλονίας, η πατέντα τους στον αναρχισμό έχει πάψει να
ισχύει εδώ και πάρα πολύ καιρό, οπότε ο καθένας είναι ελεύθερος να
λανσάρει το δικό του γενόσημο.
Το
αυθεντικό αντιφασιστικό κίνημα αποτελούσε μια προσπάθεια της
Κομμουνιστικής Διεθνούς, ώστε να καμφθούν οι εσωτερικές αντιθέσεις των
ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων για να δημιουργηθεί ένα κοινό μέτωπο
εναντίον των θριαμβεύοντων κινημάτων που καθοδηγούσαν οι Χίτλερ και
Μουσολίνι.
Μιας και ο Φασισμός εν
τέλει εξαπλώθηκε, και οι αντιφά δεν αποτέλεσαν ποτέ σημαντικό του
αντίπαλο, οι απολογητές του καταφεύγουν στο επιχείρημα της έγκαιρης
εξάλειψης: «Εάν και μόνο εάν» οι αντιφασίστες έδερναν αρκετά τους
φασίστες πριν αυτοί δυναμώσουν, οι τελευταίοι δεν θα καταφέρναν να
επιβιώσουν. Αφού η λογική και η πολιτική αντιπαράθεση απέτυχε να
αποτρέψει την άνοδο του φασισμού, ισχυρίζονται, θα πρέπει να
χρησιμοποιήσουμε τη «βία στους δρόμους» -η οποία παρεμπιπτόντως απέτυχε
ακόμα πιο πολύ.
Πρόκειται για ένα
ανιστόρητο επιχείρημα. Ο Φασισμός αποθέωσε την βία, και η βία αποτέλεσε
προνομιακό έδαφος για την ανάπτυξή του. Τόσο οι Κομμουνιστές όσο και οι
Φασίστες πλακώνονταν στους δρόμους και η ατμόσφαιρα της βίας βοήθησε
τους τελευταίους να εμφανιστούν σαν το φόβητρο των Μπολσεβίκων,
κερδίζοντας έτσι την υποστήριξη των κυριότερων καπιταλιστών και
στρατοκρατών στις χώρες τους, οι οποίοι τους έφεραν και στην εξουσία.
Από
στην στιγμή που ο ιστορικός φασισμός δεν υπάρχει πλέον, οι αντιφά του
Μπρέι διεύρυναν την έννοια του «φασισμού» για να περιλάβουν μέσα σε
αυτήν ό,τι αντίκειται στον κανόνα των ‘πολιτικών της ταυτότητας’: Από
την ‘πατριαρχία’ (μια προ-φασιστική στάση) στην ‘τρανσφοβικότητα’ (που
είναι ένα μεταφασιστικό πρόβλημα).
Οι μασκοφόροι μαχητές των αντιφά, όμως, φαίνεται να εμπνέονται περισσότερο από τον Μπάτμαν, αντί για τον Μαρξ ή τον Μπακούνιν.
Τάγματα εφόδου του Νεοφιλελεύθερου Κόμματος του Πολέμου
Μιας
και ο Μαρκ Μπρέι αποδίδει ευρωπαϊκή καταγωγή στους Αμερικάνους Αντίφα,
αξίζει να εξετάσουμε σε τι αντιστοιχεί αυτό το ρεύμα σήμερα στην Ευρώπη.
Εκεί,
λοιπόν, η τάση αυτή έχει δυο εκφράσεις: Ακτιβιστές του Μπλακ Μπλοκ που
εισβάλουν συχνά σε συγκεντρώσεις αριστεριστών για να σπάσουν βιτρίνες
και να συγκρουστούν με την αστυνομία. Αυτοί οι επιδειξίες της
τεστοστερόνης δεν έχουν καμία άλλη πολιτική συνεισφορά πέραν του να
προκαλούν δημόσιες εκκλήσεις για την ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων.
Θεωρείται ευρέως ότι οι γραμμές τους είναι διάτρητες από την διείσδυση
της αστυνομίας.
Για παράδειγμα, στις
23 Σεπτεμβρίου του 2017 αρκετοί από αυτούς τους μασκοφορεμένους,
επιτέθηκαν σε συγκέντρωση της Ανυπότακτης Γαλλίας, του κορυφαίου σήμερα
αριστερού κόμματος της Γαλλίας, και σκίζοντας αφίσες και πετώντας πέτρες
προσπάθησαν να φτάσουν στην εξέδρα όπου μιλούσε ο επικεφαλής του
Ζαν-Λυκ Μελανσόν. Το νόημα της επιχείρησης αυτής ήταν να καταδείξουν ότι
κανείς δεν είναι τόσο επαναστάτης όσο οι ίδιοι. Περιστασιακά, όντως
πετυχαίνουν κάποιον τυχαίο σκίνχεντ στους δρόμους για να τον
ξυλοφορτώσουν, και αυτό τους αποδίδει τα εύσημα του «αντιφασίστα».
Αυτά
τα εύσημα είναι που χρησιμοποιούν για να αποδώσουν στους εαυτούς τους
το δικαίωμα να επιτίθενται εναντίον οποιουδήποτε αυτοανακηρυσσόμενοι σε
κάποιου είδους άτυπης ιερής εξέτασης.
Ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στα τέλη του 2010 μια νεαρή γυναίκα με το όνομα Ορνέλα Γκιγιέ,
εμφανίστηκε στο Παρίσι αναζητώντας δουλειά σε διάφορα περιοδικά και
ιστολόγια της αριστεράς. Προσπάθησε «να διεισδύσει παντού», σύμφωνα με
τον τέως διευθυντή της Λε Μόντ Ντιπλοματίκ, Μωρίς Λεμουάν, ο οποίος διαισθητικά «ήταν πάντοτε δύσπιστος απέναντί της», όταν την προσέλαβε στο έντυπό του.
Ο Βικτόρ Ντεντά, που διευθύνει μια από τις κυριότερες αριστερές ιστοσελίδες στην Γαλλία, το Le Grand Soir,
ήταν ένας από εκείνους που προσπάθησαν να την βοηθήσουν, για να βιώσει
μια πικρή εμπειρία μερικούς μήνες μετά. Η Ορνέλα είχε αυτοανακηρυχθεί σε
ιεροεξεταστή στρατευμένο στην καταπολέμηση της «συνωμοσιολογίας, της
παραπλάνησης, του αντι-σημιτισμού και της κόκκινο-καφέ συμμαχίας» στο
διαδίκτυο. Αυτή η εκστρατεία πήρε την μορφή προσωπικών επιθέσεων σε
προσωπικότητες τις οποίες η ίδια έκρινε ενόχους αυτών των αμαρτημάτων.
Αυτό που έχει σημασία είναι πως όλοι της οι στόχοι αντιτάσσονται στους
επιθετικούς πολέμους που έχουν εξαπολύσει το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ στη Μέση
Ανατολή.
Όντως, η έναρξη της
εκστρατείας της ταυτίζεται χρονικά με την «αλλαγή καθεστώτων» που
κατέστρεψε την Λιβύη και έσκισε στα δυο την Συρία. Οι επιθέσεις της
στόχευαν στους κυριότερους επικριτές αυτών των πολέμων.
Ο
Βικτώρ Ντεντά ήταν στη λίστα της, όπως ήταν και ο Μισέλ Κολόν, που
συνδέεται με το Εργατικό Κόμμα του Βελγίου, συγγραφέας, ακτιβιστής και
διευθυντής της δίγλωσσης ιστοσελίδας Investig’action. Στη λίστα ήταν επίσης και ο Φρανσουά Ρουφίν, σκηνοθέτης, εκδότης της αριστερής επιθεώρησης Φακίρ που εξελέγη πρόσφατα στο κοινοβούλιο με το κόμμα του Μελανσόν Ανυπότακτη Γαλλία. Και πάει λέγοντας. Η λίστα ήταν μεγάλη.
Οι
προσωπικότητες που στοχοποιήθηκαν προέρχονται από διαφορετικούς χώρους,
αλλά έχουν ένα κοινό: Αντιτάσσονται στους επιθετικούς πολέμους. Βασικά,
όσο μπορώ να ξέρω, σχεδόν οποιοσδήποτε αντιτάσσεται σε αυτούς τους
πολέμους βρέθηκε στην λίστα της.
Η
κυριότερη τακτική της είναι να ενοχοποιεί τα θύματά της κατασκευάζοντας
εικονικές συσχετίσεις. Ψηλά στην λίστα των θανάσιμων αμαρτημάτων έχει
την κριτική προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία αποδίδει ‘εθνικισμό’, ο
οποίος συνδέεται με τον ‘φασισμό’ και τον ‘αντισημιτισμό’, υπονοώντας
μια υπόγεια κλίση προς τις γενοκτονίες. Αυτό ταυτίζεται πλήρως με την
επίσημη πολιτική της Ε.Ε. και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αλλά οι αντιφά
χρησιμοποιούν μια πολύ σκληρότερη ρητορική.
Στα
μέσα του Ιουνίου του 2011, το αντιευρωπαϊκό κόμμα της Ένωσης για τον
Λαϊκό Ρεπουμπλικανισμό (UPR) του Φρανσουά Ασελινώ κατέστη στόχος σφοδρών
επιθέσεων από ιστοσελίδες των Αντιφά, που υπογράφονταν όλες από την
Άννα Μαριά Μπουτελώ (ψευδώνυμο της Ορνέλα Γκιγιέ). Υπό τον φόβο της
βίας, ιδιοκτήτες των χώρων ακύρωσαν εκδηλώσεις υποστήριξης του κόμματος
στη Λυόν. Το UPR έκανε μια μικρή έρευνα, ανακαλύπτοντας ότι η Ορνέλα
Γκιγιέ συμμετείχε σ’ ένα σεμινάριο που οργάνωσε η οργάνωση International
Media τον Μάρτιο του 2009 σε συνεργασία με το Center for the Study of
International Communications και το School of Media and Public Affairs
του Πανεπιστημίου Τζώρτζ Ουάσιγκτον. Μια παράδοξη σχέση για κάποιον που
εκστρατεύει με τέτοιο ζήλο εναντίον της «κοκκινο-καφέ» συμμαχίας.
Σε
περίπτωση που αναρωτιέται κανείς, ο όρος «κοκκινο-καφέ» συμμαχία
χρησιμοποιείται για να συσχετίσει οποιονδήποτε προέρχεται από την
αριστερά –εξ ου και το ‘κόκκινος’– με τον φασισμό, εξ ου και το ‘καφέ’. Η
συκοφαντία αφορά όποιον εμφανίζεται να έχει παρόμοιες απόψεις με
κάποιον που προέρχεται από την αριστερά, όποιον δεχτεί να μιλήσει στο
ίδιο πάνελ με κάποιον δεξιό, όποιον εμφανίζεται στην ίδια αντιπολεμική
διαδήλωση στην οποία συμμετέχουν και δεξιοί και πάει λέγοντας. Μια
τακτική που είναι ιδιαίτερα προσφιλής για το Κόμμα του Πολέμου, μιας και
στις μέρες μας αρκετοί συντηρητικοί τείνουν να αντιτάσσονται στους
πολέμους περισσότερο από τους αριστερούς εκείνους που έχουν διολισθήσει
στο ιδεολόγημα των «ανθρωπιστικών πολέμων».
Έτσι
η κυβέρνηση δεν χρειάζεται πλέον να καταστέλλει τις αντιπολεμικές
συγκεντρώσεις, καθώς, την δουλειά αυτοί έχουν αναλάβει οι Αντιφά.
Ο γαλλο-αφρικανός κωμικός Ντιεντονέ Μ’παλά-Μ’παλά,
που είχε στιγματιστεί για αντισημιτισμό το 2002, εξαιτίας ενός
τηλεοπτικού του σκετς, το οποίο διακωμωδούσε έναν ισραηλινό έποικο ως
μέρος του ‘άξονα του Καλού’ του Τζ. Μπους, δεν αποτελεί μόνιμο στόχο
επιθέσεων, αλλά χρησιμοποιείται ως σκιάχτρο για να κατηγορηθεί
οποιοσδήποτε υπερασπίζεται το δικαίωμά του στην ελευθερία του λόγου.
Όπως και ο Βέλγος καθηγητής πανεπιστημίου Ζαν Μπρικμόν, ο οποίος βρέθηκε
στην μαύρη λίστα στην Γαλλία αφού προσπάθησε να ψελλίσει κάτι υπέρ της
ελευθερίας της έκφρασης σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Ο Ντιεντονέ έχει
αποκλειστεί από τα μήντια, αλλά οι αίθουσες στις παραστάσεις που δίνει
–και οι οποίες έχουν συνήθως αντιπολεμικό περιεχόμενο– είναι γεμάτες από
ενθουσιώδεις υποστηρικτές του.
Ωστόσο,
η κατηγορία ότι κάποιος αποδέχεται το Ντιεντονέ μπορεί να έχει σοβαρές
συνέπειες, καθώς ακόμα και η παραμικρή υπόνοια ‘αντισημιτισμού’ μπορεί
να καταστρέψει καριέρες στην Γαλλία: Οι πόρτες κλείνουν, οι εκδόσεις και
οι προσκλήσεις για διαλέξεις ακυρώνονται.
Τον
Απρίλιο του 2016, η Ορνέλα Γκιγιέ εξαφανίστηκε από την δημοσιότητα, εν
μέσω ισχυρών υποψιών για τις δικές τις περίεργες διασυνδέσεις
Το
ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας είναι απλό. Αυτοανακηρυσσόμενοι
ριζοσπάστες επαναστάτες μπορεί να αποβούν χρησιμότατοι ως «αστυνομία
σκέψης» για το νεοφιλελεύθερο κόμμα του πολέμου.
Δεν
υπονοώ ότι όλοι, ή οι περισσότεροι Αντιφά είναι πράκτορες του
κατεστημένου. Ωστόσο μπορούν να χειραγωγηθούν, να διεισδύσουν στους
κόλπους τους, ή να τους πλαστογραφήσουν ακριβώς γιατί δρουν ανώνυμα και
ασύστολα.
Καταστέλλοντας την αναγκαία συζήτηση
Ένας που είναι ιδιαίτερα ειλικρινής είναι ο Μαρκ Μπρέι, συγγραφέας του Εγχειριδίου των Αντιφά.
Οι καταβολές του είναι πολύ ξεκάθαρες όταν ο ίδιος γράφει (σελ. 36-37):
«… Η ‘τελική λύση’ του Χίτλερ δολοφόνησε περί τους 6 εκατομμύρια
Εβραίους, στους θαλάμους αερίων, στα εκτελεστικά αποσπάσματα, μέσω της
πείνας ή της έλλειψης ιατρικής βοήθειας σε ερειπωμένα στρατόπεδα και
γκέτο, με ξυλοδαρμούς, με το να δουλεύουν μέχρι θανάτου, ή εξωθούμενοι
απελπισμένοι στην αυτοκτονία. Περίπου δύο στους τρείς Εβραίους της
ηπείρου σκοτώθηκαν, και μέσα σε αυτούς ήταν και κάποιοι από τους
συγγενείς μου».
Η προσωπική του
ιστορία εξηγεί γιατί ο Μαρκ Μπρέι πολεμάει παθιασμένα τον φασισμό. Και
αυτό είναι απολύτως κατανοητό για κάποιον άνθρωπο που κατατρύχεται από
τον φόβο μήπως «αυτό συμβεί ξανά».
Ωστόσο,
ακόμα και οι πιο δίκαιες συναισθηματικές αντιδράσεις δεν συνεισφέρουν
απαραιτήτα σε μια σοφή κρίση. Οι βίαιες αντιδράσεις στον φόβο μπορεί να
φαίνονται ισχυρές και αποτελεσματικές, στην πραγματικότητα όμως είναι
τρωτές ηθικά και πρακτικά δεν οδηγούν πουθενά.
Ζούμε
μια εποχή μεγάλης πολιτικής σύγχυσης. Το να αποδίδεται σε οποιαδήποτε
έκφραση κριτικής στην πολιτική ορθότητα η ταμπέλα του φασισμού,
αποτρέπει την συζήτηση γύρω από ζητήματα που χρειάζονται ξεκαθάρισμα.
Η
έλλειψη φασιστών αντιμετωπίστηκε με το να προσδιορίζεται ως φασιστική
οποιαδήποτε κριτική στη μετανάστευση. Αυτή η ταύτιση, σε συνδυασμό με
την απόρριψη των εθνικών συνόρων, έλκει σε μεγάλο βαθμό την καταγωγή της
από την συναισθηματική δύναμη που πηγάζει από τον προαιώνιο φόβο της
εβραϊκής κοινότητας ότι θα παραμείνει αποκλεισμένη από τα έθνη μέσα στα
οποία βρίσκεται.
Ωστόσο, το ζήτημα
της μετανάστευσης έχει διαφορετικές διαστάσεις ανάλογα με το που
εξελίσσεται. Δεν είναι το ίδιο στις ευρωπαϊκές χώρες όπως είναι στις
ΗΠΑ. Και υπάρχει μια βασική διαφορά μεταξύ των μεταναστών και της
μετανάστευσης. Οι μετανάστες είναι άνθρωποι που έχουν ανάγκη τον σεβασμό
μας. Η μετανάστευση είναι μια πολιτική που πρέπει να κριθεί. Θα έπρεπε
να ήταν εφικτή η κριτική απέναντι στην πολιτική, δίχως να κατηγορηθεί
εκείνος που την απευθύνει ότι θέλει να διώξει τους ανθρώπους. Στο κάτω
κάτω της γραφής, οι ηγεσίες των εργατικών συνδικάτων παραδοσιακά
αντιτάσσονταν στην μαζική μετανάστευση, όχι εξαιτίας κάποιου ρατσισμού,
αλλά γιατί μπορεί να λειτουργήσει ως μια αποτελεσματική καπιταλιστική
στρατηγική για την πτώση των μισθών.
Στην
πραγματικότητα, η μετανάστευση είναι πολύπλοκο ζήτημα, και σε πολλές
του πλευρές μπορεί να βρεθεί μια λογική συναίνεση. Αλλά με το να
πολώνεται το ζήτημα, χάνεται η δυνατότητα επίτευξης συναινέσεων. Δίχως
να υπάρξει συζήτηση, δίχως να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε πολλές
οπτικές, το ζήτημα απλώς θα διαιρέσει την κοινή γνώμη σε δυο στρατόπεδα,
εκείνων που είναι υπέρ, και εκείνων που είναι κατά. Και ποιος θα
κερδίσει από μια τέτοια αντιπαράθεση;
Μια πρόσφατη δημοσκόπηση[1]
δείχνει ότι η μαζική μετανάστευση είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλής σε
όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Η πολυπλοκότητα του ζητήματος φαίνεται και
από το γεγονός ότι στην μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών, οι
περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι έχουν καθήκον να καλωσορίσουν τους
πρόσφυγες, αλλά αντιτάσσονται στην μακροχρόνια μαζική μετανάστευση. Το
κατεστημένο επιχείρημα ότι η μετανάστευση είναι καλή, γίνεται αποδεκτό
μόνο από το 40%, σε αντίθεση με ένα 60% που στις περισσότερες χώρες
πιστεύει ότι «η μετανάστευση κάνει κακό στην χώρα μας». Μια αριστερά η
οποία ξεκινάει από θέση αρχής υπέρ των ανοιχτών συνόρων αναπόφευκτα θα
γίνεται ολοένα και πιο αντιδημοφιλής.
Παιδιάστικη βία
Η
ιδέα ότι μπορείς να κάνεις κάποιον να σιωπήσει με το να του ρίξεις μια
μπουνιά στο σαγόνι είναι τόσο αμερικάνικη όσο και οι ταινίες του
Χόλυγουντ. Είναι επίσης χαρακτηριστική του πολέμου συμμοριών που
επικρατεί σε συγκεκριμένες περιοχές του Λος Άντζελες. Το να ενωθεί
κανείς με άλλους «σαν κι αυτόν» για να πολεμήσει τις συμμορίες «των
άλλων», συγκρουόμενος για τον έλεγχο της περιοχής είναι μια
χαρακτηριστική αντίδραση των νέων ανθρώπων όταν ζουν σε συνθήκες
αβεβαιότητας. Η αναζήτηση κάποιου σκοπού μπορεί να περιβάλλει μια τέτοια
συμπεριφορά με μια αύρα πολιτικοποίησης, φασιστικής είτε
αντιφασιστικής. Για την αποπροσανατολισμένη νεολαία, αυτή είναι μια
εναλλακτική λύση αντί για την κατάταξη στους Αμερικανούς πεζοναύτες.
Οι
Αμερικάνοι Αντιφά μοιάζουν σαν να είναι τέκνα ενός μεσοαστικού γάμου
μεταξύ των «πολιτικών της ταυτότητας» και του πολέμου συμμοριών. Ο Μαρκ
Μπρέι (σελίδα 175) παραπέμπει στα λεγόμενα ενός μέλους της Αντιφά
Ουάσιγκτον DC, ο οποίος λέει ότι το κίνητρο των επίδοξων φασιστών είναι
«να συμπράξουν με τους πιο ισχυρούς στη γειτονιά» αν φοβηθούν, θα
απομακρυνθούν. Η συμμορία μας είναι σκληρότερη από την δική σας.
Αυτή
είναι επίσης και η λογική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, που συνεχώς
λέει για αυτούς που έχει επιλέξει ως εχθρούς του ότι «το μόνο που
καταλαβαίνουν είναι η ισχύς». Παρ’ όλο που οι Αντιφά ισχυρίζονται ότι
είναι ριζοσπάστες επαναστάτες, η αντίληψή τους είναι απολύτως
χαρακτηριστική της ατμόσφαιρας βίας που κυριαρχεί στην
στρατιωτικοποιημένη Αμερική.
Στην
άλλη τους εκδοχή, οι Αντιφά ακολουθά την τάση της τρέχουσας υπερβολής
των ‘πολιτικών της ταυτότητας’ που υπονομεύουν την ελευθερία της
έκφρασης σε αυτό που υποτίθεται ότι θα ήταν το προπύργιό της, το
πανεπιστήμιο. Οι λέξεις θεωρούνται τόσο επικίνδυνες, ώστε εγκαθιδρύονται
«ασφαλείς ζώνες» για να προστατέψουν τους ανθρώπους από αυτές. Αυτή η
υπερβάλλουσα ευαισθησία στον λόγο συνδέεται μυστηριωδώς με μια απίστευτη
ανοχή στην πραγματική, φυσική βία.
Το κυνήγι των σκιάχτρων
Στις
ΗΠΑ, το χειρότερο που συμβαίνει με τους Αντίφα είναι η προσπάθειά τους
να καθοδηγήσουν την αποπροσανατολισμένη αμερικάνικη Αριστερά σ’ ένα
κυνήγι σκιάχτρων, έτσι ασχολείται με την καταδίωξη των υποτιθέμενων
«φασιστών» αντί να επιδιώξει μορφές ενότητας που θα επέτρεπε στην
επεξεργασία ενός θετικού προγράμματος. Οι ΗΠΑ διαθέτουν κάτι παραπάνω
από τον μέσο όρο περίεργων τύπων, εξαιρετικά επιθετικών, φορείς των πιο
τρελών ιδεών, και η καταδίωξη τέτοιων περιθωριακών χαρακτήρων είναι
εξόχως αποπροσανατολιστική. Ωστόσο οι πραγματικά επικίνδυνοι άνθρωποι
είναι αποκατεστημένοι στην ασφάλεια της Γουόλ Στρητ, στα Θινκ Τανκς της
Ουάσιγκτον, και στις πολυτελείς σουίτες, όπου συνευρίσκεται η αφρόκρεμα
της στρατιωτικής βιομηχανίας, για να μην αναφερθούμε στις αρχισυνταξίες
των κατεστημένων ΜΜΕ, εκείνων που τώρα αντιμετωπίζουν πολύ θετικά τους
‘αντιφασίστες’ μόνο και μόνο επειδή τους είναι χρήσιμοι για να
επικεντρώνεται η κοινή γνώμη στον μπαμπούλα του Τραμπ, αντί στους
ίδιους.
Οι Αντιφά των ΗΠΑ,
προσδιορίζοντας την «αντίσταση στο φασισμό» ως αντίσταση σε τελειωμένες
υποθέσεις –την ανεξαρτησία του Νότου, τους οπαδούς της λευκής
ανωτερότητας, και γι’ αυτόν τον λόγο, τον Ντόναλντ Τραμπ–
αποπροσανατολίζει την αντίσταση από το να επικεντρωθεί εναντίον του
κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου κατεστημένου, τα οποίο επίσης αντιτάσσεται
στους οπαδούς των Νοτίων, της λευκής ανωτερότητας, και έχει ήδη
καταφέρει να θέσει τον Τραμπ σε ομηρία με την αμείλικτη εκστρατεία
δυσφήμισης που έχουν εξαπολύσει εναντίον του. Αυτό το κατεστημένο, με
τους ακόρεστους επιθετικούς πολέμους και την εισαγωγή πρακτικών
αστυνομικού κράτους, έχει επιτυχώς χρησιμοποιήσει την δημοφιλή
«αντίσταση στον Τραμπ» στο να τον κάνει ακόμα χειρότερο απ’ ό,τι ο ίδιος
υπήρξε.
Η καταχρηστική χρήση του
όρου «φασίστας» στέκεται εμπόδιο στην προσπάθεια να προσδιορίσουμε
επιτυχώς τον σύγχρονο και πραγματικό εχθρό της ανθρωπότητας. Στο
σύγχρονο χάος, οι μεγαλύτερες και πιο επικίνδυνες αναταραχές στον
πλανήτη οφείλονται στην ίδια αιτία, που είναι δύσκολο να την
ονοματίσουμε, αλλά μπορούμε να της αποδώσουμε την συμβατική και
απλοποιητική έννοια του Παγκοσμιοποιημένου Ιμπεριαλισμού. Αυτή
αντιστοιχεί σε ένα πολυδιάστατο σχέδιο αναδιαμόρφωσης του κόσμου, ώστε
να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, του
στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος, της αμερικάνικης ιδεολογικής
ματαιοδοξίας, και της μεγαλομανίας ηγετών λιγότερο ‘δυτικών’ δυνάμεων
όπως είναι το Ισραήλ. Θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε απλά
‘ιμπεριαλισμό’, αλλά είναι πιο πολύπλοκος και πιο καταστροφικός από τον
ιστορικό ιμπεριαλισμό των προηγούμενων αιώνων. Κι επίσης, δρα
περισσότερο συγκαλυμμένα. Και επειδή δεν μπορεί να του αποδοθεί μια τόσο
εύκολη ταμπέλα όπως ο «φασισμός», είναι δύσκολο να τον καταγγείλει
κανείς με τόσο απλά λόγια.
Η ιδέα του
να αποτρέψουμε μια τυραννία η οποία υπήρχε πριν 80 χρόνια, κάτω από
εντελώς διαφορετικές συνθήκες, δυσκολεύει το να αναγνωρίσουμε την
θηριώδη τυραννία της εποχής μας. Είναι συνταγή ήττας, το να πολεμάει
κανείς τους πολέμους του παρελθόντος.
Ο
Ντόναλντ Τραμπ είναι ξένο σώμα στο κατεστημένο και δεν θα αφεθεί για
πολύ καιρό εντός του. Η εκλογή του αποτελεί πάνω απ’ όλα ένα τρανταχτό
σύμπτωμα της παρακμής του αμερικάνικου πολιτικού συστήματος, που σήμερα
κατακυριαρχείται από το χρήμα, τα λόμπι, το στρατιωτικο-βιομηχανικό
σύμπλεγμα και τα εταιρικά ΜΜΕ. Τα ψέματά τους υπονομεύουν την πιο
θεμελιώδη βάση της δημοκρατίας. Οι Αντιφά έχουν ξεκινήσει την επίθεσή
τους ενάντια σ’ ένα όπλο που βρίσκεται ακόμα στα χέρια των λαών: Το
δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και του συνέρχεσθαι.
[1]
«Où va la démocratie?», une enquête de la Fondation pour l’innovation
politique sous la direction de Dominique Reynié, (Plon, Paris, 2017).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου