Τάκης Νικολόπουλος
Η «γραμμική» οικονομία και τεχνολογία της βιομηχανικής επανάστασης βασισμένη στην ιερά και απεριόριστη μεγέθυνση και στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς οδήγησε στη μαζική παραγωγή και κατανάλωση. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα την απόληψη φυσικών πόρων και εξάντληση (των πεπερασμένων) αποθεμάτων, τη δημιουργία και διάθεση αποβλήτων.
Εάν σ΄ αυτά προστεθεί η ρύπανση των εδαφών, της ατμόσφαιρας, η μόλυνση διατροφικών προϊόντων, η μείωση της βιοποικιλότητας και η ερημοποίηση τεράστιων εκτάσεων, πρόκειται για διαδικασία χωρίς «επιστροφή». Μια απάντηση στις οικολογικές αυτές προκλήσεις θα ήταν η αποσύνδεση του οικονομικού πλούτου από την φυσική-υλική κατανάλωση: παράγουμε περισσότερο, καταναλώνοντας λιγότερους μη ανανεώσιμους πόρους. Ένας από τους τρόπους για να επιτευχθεί αυτό μπορεί να είναι η κυκλική οικονομία ή, κατά άλλους, αεικυκλική οικονομία (économie circulaire ή permacirculaire), κυρίως μέσω της αξιοποίησης των αποβλήτων, αλλά όχι μόνο.
Η έννοια που εκλαϊκεύτηκε προς το τέλος της δεκαετίας του 2000, ήταν συνήθης πρακτική (επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση) σε παλιότερους τρόπους παραγωγής μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, και εντάσσεται στην έννοια της οικολογικής (ή πράσινης υπό ευρεία έννοια) οικονομίας. Πρόκειται για τον επαναπροσανατολισμό των παμπάλαιων τεχνικών και πρακτικών («τίποτα δεν πάει χαμένο») που θα καθιστούσαν, ως μια νέα (οικο-ορθολογική) ρύθμιση, δυνατό το πέρασμα σε μια βιώσιμη (πράσινη; ποιοτική) μεγέθυνση (J. Gadrey, 2010) (ή σ’ ένα απλό «πρασίνισμα» του καπιταλισμού). Ωστόσο, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, οι οικο-πρακτικές αυτές ρυθμίσεις δεν φαίνεται να μπορούν να γενικευθούν, αλλά ούτε και επαρκείς είναι.
Η κυκλική οικονομία αποσκοπεί σε μια οικονομία λιτή σε πόρους και σε ελαχιστοποίηση των δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Με την κυκλική οικονομία «κλείνει ο κύκλος» υλικών και ενέργειας χάρις στην επιδιόρθωση, επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση. Εδώ προβάλλεται ένας κόσμος χωρίς εντροπία, όπου τα απόβλητα μιας δραστηριότητας γίνονται πρώτες ύλες μιας άλλης δραστηριότητας μέσω μιας ανακύκλωσης επ’ άπειρον. Ειδικότερα τούτο επιδιώκεται με τη χρήση των αποβλήτων ως πόρων, κυρίως με την παρέμβαση στην παραγωγή, «οικο-συλλαμβάνοντας», δηλαδή τα προϊόντα με την κατανάλωση ελάχιστης ενέργειας και πρώτων υλών αντί αυτά να οδηγούνται στις χωματερές ή στην καύση. Τούτο επιτυγχάνεται είτε κατά την παραγωγή είτε καθ’ όλη την διάρκεια ζωής των, με αύξηση του χρόνου ζωής των προϊόντων, με έμφαση στην επιδιόρθωση. Για παράδειγμα, ένα παλιό έπιπλο που δεν χρησιμοποιούμε, θα μπορούσε να επαναχρησιμοποιηθεί αντί να πάει στην ανακύκλωση.
Με λίγα λόγια, στόχος είναι να παράγονται ίδια με λιγότερα (υλικά και ενέργεια), επομένως με λιγότερη υλική ένταση. Πρόκειται για να ένα υπόδειγμα (οικολογικής) οικονομίας που επεκτείνεται πέρα από την απλή ανακύκλωση των αποβλήτων και αποσκοπεί να περιορίσει δραστικά την παραγωγή τους, προωθώντας μια άριστη χρήση των πόρων δια της ανταλλαγής ροών και υλικών σε μια λογική συνεργασίας σε επίπεδο χωρο-τοπικό (territoire). Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του λιμανιού του Kalundborg (Δανία), όπου ένα πυκνό δίκτυο ανταλλαγών–οικοσύστημα έχει στηθεί μεταξύ των τοπικών οικονομικών παραγόντων. Η οικονομία αυτή που ονομάζεται ειδικότερα και βιομηχανική (χωρο-τοπική) οικολογία ή βιομηχανική συμβίωση, θέτει, υλικά και ενεργειακά, σε συνεργασία και συνέργεια επιχειρήσεις περίπου όμοιες (ιδίου κλάδου)1. Τούτο με σκοπό την αριστοποίηση των πόρων και την επαναχρησιμοποίηση, όπως προείπαμε, των αποβλήτων (τα απόβλητα των μεν χρησιμεύουν ως πρώτη ύλη στους δε). Όμως, αυτού του τύπου η οικο-οικονομία προϋποθέτει και απαιτεί πληροφοριακές και εφοδιαστικές υποδομές που δημιουργούν επιπρόσθετα κόστη. Από την άλλη, οι σχετικές εταιρικές συμφωνίες δεν εμπίπτουν στις απαγορεύσεις του δικαίου προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Ένα προϊόν της κυκλικής οικονομίας θα ήταν προϊόν ανάγκης (ενταγμένο σε μια οικονομία των αναγκών), προορισμένο όπως προαναφέραμε να διαρκεί (όχι σύντομη-βραχύβια- ζωή των προϊόντων – «προγραμματισμένη απαξία» για αύξηση των πωλήσεων) και να αποτελεί αντικείμενο διαμοίρασης ή ενοικίασης και, τέλος, εύκολα επαναχρησιμοποιούμενο ή ανακυκλώσιμο στο τέλος της ζωής του. Πρόκειται για την λεγόμενη, καταχρηστικά όμως, οικονομία και κατανάλωση της διαμοίρασης και της συνεργασίας, η οποία βασίζεται στη χρήση ενός αντικειμένου και όχι στην κατοχή, σύμφωνα με την οικονομία της λειτουργικότητας, βλ. αμέσως παρακ.). Τα παραπάνω προϋποθέτουν αλλαγή των συμπεριφορών των καταναλωτών, αλλά και μετασχηματισμό των στρατηγικών των παραγωγών προς την οικοσύλληψη αγαθών και υπηρεσιών. Βέβαια θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι χωρίς κανονιστική- καταναγκαστική ή οικονομική ρύθμιση, οι επιχειρήσεις δεν είναι πρόθυμες να προσχωρήσουν και να υιοθετήσουν εκτεταμένες αλλαγές.
Πάντως είναι επιβεβλημένο, επειδή σήμερα οι καταναλωτές εξαρτώνται από την προσφορά των προϊόντων, το πρόβλημα να αναστραφεί προς στον παραγωγό και στην υπευθυνοποίησή του κατά τη στιγμή της σύλληψης του προϊόντος (ΟΟΣΑ από το 1990) κυρίως μέσω της περιβαλλοντικής αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» (Pigou) και επίσης, κατ’ επέκταση, «αποκαθιστά». Αλλά και εδώ οι διάφοροι οικο-οργανισμοί που είναι επιφορτισμένοι να εφαρμόσουν σε αρχικό στάδιο αυτή την ευθύνη βρίσκονται στα χέρια των ίδιων των παραγωγών. Εξ ου και η σημασία της προαναφερθείσας οικονομίας της λειτουργικότητας (économie de foncionnalité) ή της βιομηχανικής και χωρο-τοπικής οικολογίας που βασίζεται στην οργάνωση της (τεχνικής) συνεργασίας και της συνέργειας μεταξύ επιχειρήσεων (και τοπικών συλλογικοτήτων, δήμων κλπ), κατά την οποία ο παραγωγός παραμένει ιδιοκτήτης του προϊόντος του οποίου εκμισθώνει την χρήση (π.χ ελαστικά αυτοκινήτων, μοκέτες, υπολογιστές κλπ). Έτσι, ο παραγωγός οδηγείται στη δημιουργία προϊόντων με μακρά διάρκεια ζωής και εύκολα ανακυκλώσιμων αλλά και, όπως ειπώθηκε, στην αριστοποίηση του κόστους της χρήσης των πόρων (ύλης και ενέργειας). Κριτήριο αποδοτικότητας γίνεται ο βαθμός της αποσύνδεσης ανάμεσα στην παραγωγή προϊόντων και την κατανάλωση των πόρων.
Παράλληλα (F. Aggeri, 2018), οι δημόσιες πολιτικές προώθησης για μια κυκλική μετάβαση είναι αναγκαίες με δεδομένη όπως προαναφέρθηκε την κουλτούρα της (μαζικής) κατανάλωσης η οποία είναι βαθιά ριζωμένη στις δυτικές τουλάχιστον κοινωνίες (κοινωνία της κατανάλωσης-οικονομία των αγαθών). Επίσης, (F. Aggeri, οπ. παρ.) καθώς αυξάνεται η αξία των αποβλήτων πρέπει να αποφευχθεί η παράνομη και οργανωμένη διακίνηση (εξαγωγή κυρίως) αυτών. Πρακτική η οποία πλεονεκτεί έναντι των νόμιμων διαύλων ένεκα της μη καταβολής φόρων αλλά και της απουσίας κόστους απορρύπανσης. Ας μη ξεχνάμε ότι το διακύβευμα είναι μεγάλο όχι μόνο ένεκα της δημιουργίας αξίας αλλά και των δυνατοτήτων δημιουργίας θέσεων απασχόλησης σε χωρο-τοπικό επίπεδο που διανοίγονται2.
Όμως, από την άλλη, παρατηρείται (κυρίως από τους απομεγεθυνσιακούς) ότι η κυκλική αυτή διαδικασία έχει όρια ένεκα απωλειών σε κάθε φάση της και ότι σε κάθε «κύκλο» κατανάλωσης χάνεται οριστικά ένα μέρος των πόρων (A. Sinai, 2016). Με άλλα λόγια η ανακύκλωση των υλικών είναι εφικτή μέχρι ενός βαθμού. Επί πλέον η ενέργεια δεν μπορεί να ανακυκλωθεί. Είναι φανερό επίσης ότι η κυκλική οικονομία είναι συνδεδεμένη με την αναδιαμόρφωση της οικονομίας της αγοράς και του ανταγωνισμού: η εξοικονόμηση πόρων και η μείωση της εξάρτησης από τις πεπερασμένες πρώτες ύλες δημιουργούν νέο (οικο) ανταγωνιστικό πλεονέκτημα
Κλείνοντας, ας τονισθεί, τελευταίο αλλά όχι μικρότερης σημασίας, ότι η κυκλική οικονομία μπορεί να επιβραδύνει την εξάντληση των πόρων αλλά δεν την αποφεύγει σε μια μεγεθυνσιακή οικονομία της αγοράς και κατανάλωσης. Άλλωστε, στην αντίληψη της ΕΕ οι οικολογικές αυτές καινοτομίες έχουν ως κοινό ζητούμενο την μεγιστοποίηση της οικονομικής μεγέθυνσης (με περιορισμό της πίεσης στους πόρους). Πράγματι, οι εναλλακτικές μορφές διαχείρισης (παραγωγής και διάθεσης) αφορούν στους εξαντλήσιμους πόρους, οι οποίοι παρά την οικονομία που προσφέρουν, θα συνεχίσουν να εξαντλούνται (G. Rotillon, 2010· Ph. Frémeaux, W. Kolinowski, A. Lalucq, 2014).
Το ερώτημα δηλαδή είναι πόσα από αυτά τα νέα ποιοτικά –οικοαποδοτικά αγαθά θα πρέπει να παράγονται για να μην εμπίπτουν στο παράδοξο του (άγγλου νεοκλασσικού οικονομολόγου του 19 ου αιώνα) Jevons3 ή «φαινόμενο της αναπήδησης» (effet rebond). Τούτο συναρτάται με στην ακύρωση του πλεονεκτήματος από την ανά μονάδα παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών με την χρησιμοποίηση λιγότερων πρώτων υλών μη ανανεώσιμων, εξ’ αιτίας της ενδεχόμενης αύξησης της κατανάλωσης ποσοτήτων, τουλάχιστον έμμεσα, στο βαθμό που δεν αντιμετωπίζει την αύξηση της κατανάλωσης (της αύξησης δηλαδή π.χ. σε σχέση με την ενοικίαση ελαστικών αυτοκινήτων, εξοπλισμού γραφείων κ.α). Στην ίδια προβληματική, η υποτιθέμενη αποδέσμευση (decouplage) της διαρκούς αύξησης του ΑΕΠ (της μεγέθυνσης) με ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και υλικών, δεν επιβεβαιώνεται πουθενά, σε καμία εποχή και σε καμία οικονομία (Α. Sinai, 2016).
Ενώ μπορεί να συναντάμε μια σχετική αποσύνδεση (μείωση ανά μονάδα ΑΕΠ), απόλυτη αποϋλοποίηση συναντάται μόνο σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Οι πράσινες οικοαποδοτικές (τεχνολογικές) καινοτομίες συνίστανται συνήθως στη χρήση όλο και πιο πολύπλοκων προϊόντων, συστατικών και συστημάτων, όλο και πιο δύσκολα ανακυκλώσιμων (π.χ στην παραγωγή ΑΠΕ, στην κατασκευή «έξυπνων» κτηρίων, ηλεκτρικών ή υβριδικών ή υδρογονοκινούμενων αυτοκινήτων κλπ)( Φ. Μπιουί, 2017). Επί πλέον, η γενικευμένη επέκταση υψηλών τεχνολογιών (νανοτεχνολογιών), η ανάπτυξη των big data και των συνδεδεμένων με το διαδίκτυο αντικειμένων οδηγούν σε αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας και της συσσώρευσης αποβλήτων (Φ. Μπιουί, οπ.παρ.).
Το «φαινόμενο της αναπήδησης» συνιστά και μια «εσωτερική» διαφορά ανάμεσα στην οικολογική ή πράσινη υπό ευρεία έννοια οικονομία και στην πράσινη μεγέθυνση, η οποία ανάγεται σ’ ένα τρόπο ανάλυσης υπολογιζόμενο ανά παραγόμενη μονάδα, ενώ οι οικοοικονομολόγοι βασίζονται στην απόλυτη αξία, στην υιοθέτηση πολιτικών που περιορίζουν, όπως αναφέρθηκε, τη συνολική πίεση στο περιβάλλον (χωρίς βέβαια να αρνούνται, όπως αναφέρθηκε, οικοαποδοτικές τεχνικές). Τέλος δεν είναι σίγουρο ότι οι πρακτικές αυτές δεν εμπίπτουν στο άλλο παράδοξο, το «πράσινο παράδοξο» (green paradοx). Ενδέχεται, δηλαδή, οι πολιτικές περιβάλλοντος υποτιμώντας την μελλοντική αξία των αποθεμάτων των ορυκτών καυσίμων ή των μη ανανεώσιμων πρώτων υλών, να παρακινούν τους κατόχους αυτού του είδους των αποθεμάτων να τα εκμεταλλευτούν πιο γρήγορα επιβαρύνοντας με τον τρόπο αυτό το πρόβλημα και πάντως μη συμβάλλοντας στην επίλυσή του.
* Ο Τ. Νικολόπουλος είναι διδάσκων στο ΔΠ Μεταπτυχιακών Σπουδών στις Περιβαλλοντικές Επιστήμες Πανεπιστημίου Πατρών
1. Ήδη και στην Ελλάδα φαίνεται ότι δημιουργείται τα πρώτο περιβαλλοντικό πάρκο κυκλικής οικονομίας 300 τ.μ στην περιοχή Ηρακλείου Κρήτης, Εφ. των Συντ. 2/4/2018
2. Η γαλλική Ademe θεωρεί ότι η ανακύκλωση είναι είκοσι φορές πιο εντατική σε δημιουργία θέσεων απασχόλησης, συγκρινόμενη με τη διάθεση στις χωματερές. Στόχος στη Γαλλία είναι η δημιουργία 500.000 θέσεων απασχόλησης έως το 2025 στον τομέα της κυκλικής οικονομίας, οπ. παρ.
3. Το 1865 σ’ ένα βιβλίο του «σχετικά με το ζήτημα του κάρβουνου» και την ανησυχία του για την εξάντλησή του προς το τέλος του 20 ου αιώνα στην Αγγλία, είχε παρατηρήσει ότι όσο πιο αποτελεσματικά χρησιμοποιείται το κάρβουνο τόσο περισσότερο αυξάνεται η κατανάλωσή του (παρότι οι ατμομηχανές ήταν όλο και πιο οικονόμες )
Πηγή: tvxs.gr
Η «γραμμική» οικονομία και τεχνολογία της βιομηχανικής επανάστασης βασισμένη στην ιερά και απεριόριστη μεγέθυνση και στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς οδήγησε στη μαζική παραγωγή και κατανάλωση. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα την απόληψη φυσικών πόρων και εξάντληση (των πεπερασμένων) αποθεμάτων, τη δημιουργία και διάθεση αποβλήτων.
Εάν σ΄ αυτά προστεθεί η ρύπανση των εδαφών, της ατμόσφαιρας, η μόλυνση διατροφικών προϊόντων, η μείωση της βιοποικιλότητας και η ερημοποίηση τεράστιων εκτάσεων, πρόκειται για διαδικασία χωρίς «επιστροφή». Μια απάντηση στις οικολογικές αυτές προκλήσεις θα ήταν η αποσύνδεση του οικονομικού πλούτου από την φυσική-υλική κατανάλωση: παράγουμε περισσότερο, καταναλώνοντας λιγότερους μη ανανεώσιμους πόρους. Ένας από τους τρόπους για να επιτευχθεί αυτό μπορεί να είναι η κυκλική οικονομία ή, κατά άλλους, αεικυκλική οικονομία (économie circulaire ή permacirculaire), κυρίως μέσω της αξιοποίησης των αποβλήτων, αλλά όχι μόνο.
Η έννοια που εκλαϊκεύτηκε προς το τέλος της δεκαετίας του 2000, ήταν συνήθης πρακτική (επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση) σε παλιότερους τρόπους παραγωγής μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, και εντάσσεται στην έννοια της οικολογικής (ή πράσινης υπό ευρεία έννοια) οικονομίας. Πρόκειται για τον επαναπροσανατολισμό των παμπάλαιων τεχνικών και πρακτικών («τίποτα δεν πάει χαμένο») που θα καθιστούσαν, ως μια νέα (οικο-ορθολογική) ρύθμιση, δυνατό το πέρασμα σε μια βιώσιμη (πράσινη; ποιοτική) μεγέθυνση (J. Gadrey, 2010) (ή σ’ ένα απλό «πρασίνισμα» του καπιταλισμού). Ωστόσο, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, οι οικο-πρακτικές αυτές ρυθμίσεις δεν φαίνεται να μπορούν να γενικευθούν, αλλά ούτε και επαρκείς είναι.
Ανακύκλωση επ’ άπειρον
Η κυκλική οικονομία αποσκοπεί σε μια οικονομία λιτή σε πόρους και σε ελαχιστοποίηση των δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Με την κυκλική οικονομία «κλείνει ο κύκλος» υλικών και ενέργειας χάρις στην επιδιόρθωση, επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση. Εδώ προβάλλεται ένας κόσμος χωρίς εντροπία, όπου τα απόβλητα μιας δραστηριότητας γίνονται πρώτες ύλες μιας άλλης δραστηριότητας μέσω μιας ανακύκλωσης επ’ άπειρον. Ειδικότερα τούτο επιδιώκεται με τη χρήση των αποβλήτων ως πόρων, κυρίως με την παρέμβαση στην παραγωγή, «οικο-συλλαμβάνοντας», δηλαδή τα προϊόντα με την κατανάλωση ελάχιστης ενέργειας και πρώτων υλών αντί αυτά να οδηγούνται στις χωματερές ή στην καύση. Τούτο επιτυγχάνεται είτε κατά την παραγωγή είτε καθ’ όλη την διάρκεια ζωής των, με αύξηση του χρόνου ζωής των προϊόντων, με έμφαση στην επιδιόρθωση. Για παράδειγμα, ένα παλιό έπιπλο που δεν χρησιμοποιούμε, θα μπορούσε να επαναχρησιμοποιηθεί αντί να πάει στην ανακύκλωση.
Με λίγα λόγια, στόχος είναι να παράγονται ίδια με λιγότερα (υλικά και ενέργεια), επομένως με λιγότερη υλική ένταση. Πρόκειται για να ένα υπόδειγμα (οικολογικής) οικονομίας που επεκτείνεται πέρα από την απλή ανακύκλωση των αποβλήτων και αποσκοπεί να περιορίσει δραστικά την παραγωγή τους, προωθώντας μια άριστη χρήση των πόρων δια της ανταλλαγής ροών και υλικών σε μια λογική συνεργασίας σε επίπεδο χωρο-τοπικό (territoire). Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του λιμανιού του Kalundborg (Δανία), όπου ένα πυκνό δίκτυο ανταλλαγών–οικοσύστημα έχει στηθεί μεταξύ των τοπικών οικονομικών παραγόντων. Η οικονομία αυτή που ονομάζεται ειδικότερα και βιομηχανική (χωρο-τοπική) οικολογία ή βιομηχανική συμβίωση, θέτει, υλικά και ενεργειακά, σε συνεργασία και συνέργεια επιχειρήσεις περίπου όμοιες (ιδίου κλάδου)1. Τούτο με σκοπό την αριστοποίηση των πόρων και την επαναχρησιμοποίηση, όπως προείπαμε, των αποβλήτων (τα απόβλητα των μεν χρησιμεύουν ως πρώτη ύλη στους δε). Όμως, αυτού του τύπου η οικο-οικονομία προϋποθέτει και απαιτεί πληροφοριακές και εφοδιαστικές υποδομές που δημιουργούν επιπρόσθετα κόστη. Από την άλλη, οι σχετικές εταιρικές συμφωνίες δεν εμπίπτουν στις απαγορεύσεις του δικαίου προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Προϋποθέσεις και αποδοτικότητα
Ένα προϊόν της κυκλικής οικονομίας θα ήταν προϊόν ανάγκης (ενταγμένο σε μια οικονομία των αναγκών), προορισμένο όπως προαναφέραμε να διαρκεί (όχι σύντομη-βραχύβια- ζωή των προϊόντων – «προγραμματισμένη απαξία» για αύξηση των πωλήσεων) και να αποτελεί αντικείμενο διαμοίρασης ή ενοικίασης και, τέλος, εύκολα επαναχρησιμοποιούμενο ή ανακυκλώσιμο στο τέλος της ζωής του. Πρόκειται για την λεγόμενη, καταχρηστικά όμως, οικονομία και κατανάλωση της διαμοίρασης και της συνεργασίας, η οποία βασίζεται στη χρήση ενός αντικειμένου και όχι στην κατοχή, σύμφωνα με την οικονομία της λειτουργικότητας, βλ. αμέσως παρακ.). Τα παραπάνω προϋποθέτουν αλλαγή των συμπεριφορών των καταναλωτών, αλλά και μετασχηματισμό των στρατηγικών των παραγωγών προς την οικοσύλληψη αγαθών και υπηρεσιών. Βέβαια θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι χωρίς κανονιστική- καταναγκαστική ή οικονομική ρύθμιση, οι επιχειρήσεις δεν είναι πρόθυμες να προσχωρήσουν και να υιοθετήσουν εκτεταμένες αλλαγές.
Πάντως είναι επιβεβλημένο, επειδή σήμερα οι καταναλωτές εξαρτώνται από την προσφορά των προϊόντων, το πρόβλημα να αναστραφεί προς στον παραγωγό και στην υπευθυνοποίησή του κατά τη στιγμή της σύλληψης του προϊόντος (ΟΟΣΑ από το 1990) κυρίως μέσω της περιβαλλοντικής αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» (Pigou) και επίσης, κατ’ επέκταση, «αποκαθιστά». Αλλά και εδώ οι διάφοροι οικο-οργανισμοί που είναι επιφορτισμένοι να εφαρμόσουν σε αρχικό στάδιο αυτή την ευθύνη βρίσκονται στα χέρια των ίδιων των παραγωγών. Εξ ου και η σημασία της προαναφερθείσας οικονομίας της λειτουργικότητας (économie de foncionnalité) ή της βιομηχανικής και χωρο-τοπικής οικολογίας που βασίζεται στην οργάνωση της (τεχνικής) συνεργασίας και της συνέργειας μεταξύ επιχειρήσεων (και τοπικών συλλογικοτήτων, δήμων κλπ), κατά την οποία ο παραγωγός παραμένει ιδιοκτήτης του προϊόντος του οποίου εκμισθώνει την χρήση (π.χ ελαστικά αυτοκινήτων, μοκέτες, υπολογιστές κλπ). Έτσι, ο παραγωγός οδηγείται στη δημιουργία προϊόντων με μακρά διάρκεια ζωής και εύκολα ανακυκλώσιμων αλλά και, όπως ειπώθηκε, στην αριστοποίηση του κόστους της χρήσης των πόρων (ύλης και ενέργειας). Κριτήριο αποδοτικότητας γίνεται ο βαθμός της αποσύνδεσης ανάμεσα στην παραγωγή προϊόντων και την κατανάλωση των πόρων.
Παράλληλα (F. Aggeri, 2018), οι δημόσιες πολιτικές προώθησης για μια κυκλική μετάβαση είναι αναγκαίες με δεδομένη όπως προαναφέρθηκε την κουλτούρα της (μαζικής) κατανάλωσης η οποία είναι βαθιά ριζωμένη στις δυτικές τουλάχιστον κοινωνίες (κοινωνία της κατανάλωσης-οικονομία των αγαθών). Επίσης, (F. Aggeri, οπ. παρ.) καθώς αυξάνεται η αξία των αποβλήτων πρέπει να αποφευχθεί η παράνομη και οργανωμένη διακίνηση (εξαγωγή κυρίως) αυτών. Πρακτική η οποία πλεονεκτεί έναντι των νόμιμων διαύλων ένεκα της μη καταβολής φόρων αλλά και της απουσίας κόστους απορρύπανσης. Ας μη ξεχνάμε ότι το διακύβευμα είναι μεγάλο όχι μόνο ένεκα της δημιουργίας αξίας αλλά και των δυνατοτήτων δημιουργίας θέσεων απασχόλησης σε χωρο-τοπικό επίπεδο που διανοίγονται2.
Μέχρι ενός βαθμού
Όμως, από την άλλη, παρατηρείται (κυρίως από τους απομεγεθυνσιακούς) ότι η κυκλική αυτή διαδικασία έχει όρια ένεκα απωλειών σε κάθε φάση της και ότι σε κάθε «κύκλο» κατανάλωσης χάνεται οριστικά ένα μέρος των πόρων (A. Sinai, 2016). Με άλλα λόγια η ανακύκλωση των υλικών είναι εφικτή μέχρι ενός βαθμού. Επί πλέον η ενέργεια δεν μπορεί να ανακυκλωθεί. Είναι φανερό επίσης ότι η κυκλική οικονομία είναι συνδεδεμένη με την αναδιαμόρφωση της οικονομίας της αγοράς και του ανταγωνισμού: η εξοικονόμηση πόρων και η μείωση της εξάρτησης από τις πεπερασμένες πρώτες ύλες δημιουργούν νέο (οικο) ανταγωνιστικό πλεονέκτημα
Κλείνοντας, ας τονισθεί, τελευταίο αλλά όχι μικρότερης σημασίας, ότι η κυκλική οικονομία μπορεί να επιβραδύνει την εξάντληση των πόρων αλλά δεν την αποφεύγει σε μια μεγεθυνσιακή οικονομία της αγοράς και κατανάλωσης. Άλλωστε, στην αντίληψη της ΕΕ οι οικολογικές αυτές καινοτομίες έχουν ως κοινό ζητούμενο την μεγιστοποίηση της οικονομικής μεγέθυνσης (με περιορισμό της πίεσης στους πόρους). Πράγματι, οι εναλλακτικές μορφές διαχείρισης (παραγωγής και διάθεσης) αφορούν στους εξαντλήσιμους πόρους, οι οποίοι παρά την οικονομία που προσφέρουν, θα συνεχίσουν να εξαντλούνται (G. Rotillon, 2010· Ph. Frémeaux, W. Kolinowski, A. Lalucq, 2014).
Το ερώτημα δηλαδή είναι πόσα από αυτά τα νέα ποιοτικά –οικοαποδοτικά αγαθά θα πρέπει να παράγονται για να μην εμπίπτουν στο παράδοξο του (άγγλου νεοκλασσικού οικονομολόγου του 19 ου αιώνα) Jevons3 ή «φαινόμενο της αναπήδησης» (effet rebond). Τούτο συναρτάται με στην ακύρωση του πλεονεκτήματος από την ανά μονάδα παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών με την χρησιμοποίηση λιγότερων πρώτων υλών μη ανανεώσιμων, εξ’ αιτίας της ενδεχόμενης αύξησης της κατανάλωσης ποσοτήτων, τουλάχιστον έμμεσα, στο βαθμό που δεν αντιμετωπίζει την αύξηση της κατανάλωσης (της αύξησης δηλαδή π.χ. σε σχέση με την ενοικίαση ελαστικών αυτοκινήτων, εξοπλισμού γραφείων κ.α). Στην ίδια προβληματική, η υποτιθέμενη αποδέσμευση (decouplage) της διαρκούς αύξησης του ΑΕΠ (της μεγέθυνσης) με ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και υλικών, δεν επιβεβαιώνεται πουθενά, σε καμία εποχή και σε καμία οικονομία (Α. Sinai, 2016).
Ενώ μπορεί να συναντάμε μια σχετική αποσύνδεση (μείωση ανά μονάδα ΑΕΠ), απόλυτη αποϋλοποίηση συναντάται μόνο σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Οι πράσινες οικοαποδοτικές (τεχνολογικές) καινοτομίες συνίστανται συνήθως στη χρήση όλο και πιο πολύπλοκων προϊόντων, συστατικών και συστημάτων, όλο και πιο δύσκολα ανακυκλώσιμων (π.χ στην παραγωγή ΑΠΕ, στην κατασκευή «έξυπνων» κτηρίων, ηλεκτρικών ή υβριδικών ή υδρογονοκινούμενων αυτοκινήτων κλπ)( Φ. Μπιουί, 2017). Επί πλέον, η γενικευμένη επέκταση υψηλών τεχνολογιών (νανοτεχνολογιών), η ανάπτυξη των big data και των συνδεδεμένων με το διαδίκτυο αντικειμένων οδηγούν σε αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας και της συσσώρευσης αποβλήτων (Φ. Μπιουί, οπ.παρ.).
Το «φαινόμενο της αναπήδησης» συνιστά και μια «εσωτερική» διαφορά ανάμεσα στην οικολογική ή πράσινη υπό ευρεία έννοια οικονομία και στην πράσινη μεγέθυνση, η οποία ανάγεται σ’ ένα τρόπο ανάλυσης υπολογιζόμενο ανά παραγόμενη μονάδα, ενώ οι οικοοικονομολόγοι βασίζονται στην απόλυτη αξία, στην υιοθέτηση πολιτικών που περιορίζουν, όπως αναφέρθηκε, τη συνολική πίεση στο περιβάλλον (χωρίς βέβαια να αρνούνται, όπως αναφέρθηκε, οικοαποδοτικές τεχνικές). Τέλος δεν είναι σίγουρο ότι οι πρακτικές αυτές δεν εμπίπτουν στο άλλο παράδοξο, το «πράσινο παράδοξο» (green paradοx). Ενδέχεται, δηλαδή, οι πολιτικές περιβάλλοντος υποτιμώντας την μελλοντική αξία των αποθεμάτων των ορυκτών καυσίμων ή των μη ανανεώσιμων πρώτων υλών, να παρακινούν τους κατόχους αυτού του είδους των αποθεμάτων να τα εκμεταλλευτούν πιο γρήγορα επιβαρύνοντας με τον τρόπο αυτό το πρόβλημα και πάντως μη συμβάλλοντας στην επίλυσή του.
* Ο Τ. Νικολόπουλος είναι διδάσκων στο ΔΠ Μεταπτυχιακών Σπουδών στις Περιβαλλοντικές Επιστήμες Πανεπιστημίου Πατρών
Σημειώσεις:
1. Ήδη και στην Ελλάδα φαίνεται ότι δημιουργείται τα πρώτο περιβαλλοντικό πάρκο κυκλικής οικονομίας 300 τ.μ στην περιοχή Ηρακλείου Κρήτης, Εφ. των Συντ. 2/4/2018
2. Η γαλλική Ademe θεωρεί ότι η ανακύκλωση είναι είκοσι φορές πιο εντατική σε δημιουργία θέσεων απασχόλησης, συγκρινόμενη με τη διάθεση στις χωματερές. Στόχος στη Γαλλία είναι η δημιουργία 500.000 θέσεων απασχόλησης έως το 2025 στον τομέα της κυκλικής οικονομίας, οπ. παρ.
3. Το 1865 σ’ ένα βιβλίο του «σχετικά με το ζήτημα του κάρβουνου» και την ανησυχία του για την εξάντλησή του προς το τέλος του 20 ου αιώνα στην Αγγλία, είχε παρατηρήσει ότι όσο πιο αποτελεσματικά χρησιμοποιείται το κάρβουνο τόσο περισσότερο αυξάνεται η κατανάλωσή του (παρότι οι ατμομηχανές ήταν όλο και πιο οικονόμες )
Πηγή: tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου