Ορισμένες πολιτιστικές συνεισφορές του Βυζαντίου στην Ρωμανική Ευρώπη (από τον 10ο αιώνα ως τις αρχές του 13ου αιώνα), μετ. Μενέλαος Παπαϊωάννου- φιλ. επιμέλεια Ε. Κεκροπούλου, εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα, Δεκέμβριος 2019, σελ. 526.

Γράφει ο Σπύρος Κουτρούλης

Ο συγγραφέας έγινε ιδιαίτερα γνωστός με το βιβλίο του «Ο Αριστοτέλης στο Μον Σαίν Μισέλ» στο οποίο τεκμηριωμένα παρουσιάζει την αφομοίωση του αρχαίου ελληνικού στοχασμού από τον μεσαιωνικό κόσμο της Δύσης. Όσα υποστήριξε προκάλεσαν αναταραχή και αντιδράσεις στην γαλλική ακαδημαϊκή κοινότητα, η οποία σε ένα βαθμό κυριαρχείται από ένα πνεύμα «πολιτικής ορθότητας» που στάθηκε αντίθετο απέναντι στην έκθεση των γεγονότων και της πραγματικότητας.

Με το νέο αυτό βιβλίο ο συγγραφέας επιστρέφει πιο αναλυτικός για να θυμίσει ότι οι Βυζαντινοί αντέγραφαν και έτσι διέσωσαν ένα μεγάλο μέρος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Το ίδιο έκαναν πολλά δυτικά μοναστήρια που όμως είχαν προμηθευθεί αντίγραφα από το Βυζάντιο ή από στοχαστές που αναγκαστικά μετακινήθηκαν στην Δύση μετά την Άλωση της Πόλης. Τελικά «οι ευρωπαϊκές ελίτ ανακάλυψαν τους Έλληνες ιστορικούς, τους τραγικούς και τους άλλους ποιητές, η επιμονή των οποίων στον πολιτισμό και στην εκπαίδευση υπήρξε τεράστια. Στην διάρκεια του 14ου και του 15ου αιώνα, πολυάριθμοι Ιταλοί πήγαν στην Κωνσταντινούπολη για να μάθουν ελληνικά. Για εκείνους δεν υπήρχε καμμία διαφορά ανάμεσα στον ελληνισμό της αρχαιότητας και στο Βυζάντιο. Η ανανέωση του θεάτρου τον 16ο και 17ο αιώνα προήλθε εν μέρει από την ανάγνωση των αρχαίων κειμένων (χωρίς τον Ευριπίδη, ο Ρακίνας δεν θα μπορούσε να συνθέσει ορισμένα έργα του)» (σελ. 32).

Ο Σ. Γκουγκενέμ μνημονεύει την σκέψη του Θεόδωρου Μετοχίτη για τα χαρακτηριστικά του Βυζαντίου «μετέχουμε του λαού και της γλώσσας των αρχαίων Ελλήνων και είμαστε οι διάδοχοί των» (σελ. 41) για να συμπεράνει ότι «αυτή η αυτοκρατορία, η οποία αποκλήθηκε «ανατολικορωμαϊκή» έγινε σταδιακά μια αυτοκρατορία ελληνική» (σελ. 42). Πράγματι η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα του κράτους και της θρησκείας. Η βυζαντινή αυτοκρατορία «ήταν σαφώς, παρά την πολυεθνική της διάσταση, μια ελληνική αυτοκρατορία, ενώ και οι γείτονες της την θεωρούσαν έτσι, και της οποίας η ενότητα βασιζόταν στην ισχύ της εξουσίας, στην κυριαρχία που ασκούσε η Ορθοδοξία και στην χρήση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας» (σελ. 73). Στα σχολεία διδασκόταν ο Όμηρος, ο Ησίοδος, οι τραγωδίες, ο Δημοσθένης, ο Αριστοτέλης, ο Ευκλείδης, ο Πτολεμαίος.

Ο συγγραφέας έχει μελετήσει σε βάθος και όλες τις πλευρές του βυζαντινού πολιτισμού ώστε η πληροφόρηση που μας παρέχει είναι πολύτιμη όχι μόνο για τον δυτικό αναγνώστη αλλά και τους Έλληνες που θεωρητικά θα πρέπει να είναι περισσότερο εξοικειωμένοι. Ιδιαίτερα χρήσιμοι στάθηκαν στην προσπάθεια του πολλοί νεότεροι Έλληνες ιστορικοί όπως ο Σ.Βρυώνης, η Ε.Αρβελέρ, η Αντωνιάδου-Μπιμπίκου και ο Β.Τατάκης.
Σημαντική είναι η επισήμανση που διατυπώνει: στο Βυζάντιο τον 6ο αιώνα δημιουργείται το νοσοκομείο που καλείται να θεραπεύσει τον ασθενή, σε αντίθεση με την λατινική Ευρώπη που γνώριζε μόνο το άσυλο (σελ. 120).

Ο Σ.Γ. μνημονεύει τον Ιωάννη Σκώτο Εριγένη που μετάφρασε Μάξιμο Ομολογητή και Γρηγόριο Νύσσης , ενώ το σημαντικότερο έργο του «Περί φύσεων» είναι «μία σύνθεση νεοπλατωνικής και πατερικής έμπνευσης» (σελ. 212).

Τελικά «το Βυζάντιο χρησίμευσε σαν ενδιάμεσος, σαν σταθμός, σαν γέφυρα – σύμφωνα με τις μεταφορικές εκφράσεις που επιλέγουν- ανάμεσα στην αρχαία κουλτούρα και στην μεσαιωνική Ευρώπη» ( σελ. 386).

ΑΡΔΗΝ

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ