Το παραμύθι είναι παλιό αλλά πάντα υπάρχουν χείλη πρόθυμα να το αναπαράγουν, ώτα ευήκοα να το αποδεχτούν και κεφάλια έτοιμα να κουνηθούν συγκαταβατικά στο άκουσμά του: είμαστε ένας λαός τεμπέληδων και καλοπερασάκηδων, που έχουμε μάθει να τρώμε όχι μόνο όσα βγάζουμε αλλά να παίρνουμε και δανεικά από πάνω και που δεν πρόκειται ποτέ να βρούμε στον ήλιο μοίρα αν δεν αλλάξουμε μυαλά. Κι επειδή κάθε καθώς πρέπει παραμύθι πρέπει να έχει κι ένα ηθικό δίδαγμα, το εν λόγω προβάλλει ως παράδειγμα προς μίμηση τον γερμανικό λαό, ο οποίος καταναλώνει ελάχιστα και αποταμιεύει πολλά, συντείνοντας έτσι στο να γίνει η χώρα του μεγάλη και τρανή.
Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με το παραμύθι καθ’ εαυτό, καθ’ όσον δεν έχει
νόημα να προσπαθήσω να πείσω τους ανεγκέφαλους ότι δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρίζεται ως καλοπερασάκιας ένας λαός του οποίου το επίπεδο ποιότητας ζωής έχει καταβαραθρωθεί και το προσδόκιμο ζωής του άρχισε να μειώνεται λόγω κακής διατροφής και κακής περίθαλψης. Μήτε θα μπω στον κόπο να θυμίσω πως ούτε οι πατεράδες μας ήσαν καλοπερασάκηδες, εφ’ όσον μετανάστευαν κατά χιλιάδες για να βρουν μεροκάματο αλλά ούτε και οι παππούδες μας ή οι προπάπποι μας, που πέρασαν την μισή τους νιότη πολεμώντας κάπου. Αυτά τα καταλαβαίνει όποιος έχει ένα κουκούτσι μυαλό στο κεφάλι του. Εδώ θα ασχοληθώ με το ηθικό δίδαγμα του παραμυθιού, διερευνώντας την πραγματική του διάσταση.
Είναι γεγονός πως οι αριθμοί δείχνουν συγκεκριμένα πράγματα: οι Γερμανοί πολίτες καταναλώνουν λιγότερα από όσα θα μπορούσαν βάσει εισοδήματος, οι Γερμανοί επιχειρηματίες επενδύουν λιγότερα από όσα θα μπορούσαν βάσει κερδών και το γερμανικό κράτος δαπανά λιγότερα από όσα θα μπορούσε βάσει εσόδων. Όλα αυτά μαζί έχουν εκτινάξει τις αποταμιεύσεις στα ύψη, έχουν φέρει στα δημόσια ταμεία πλεονάσματα δεκάδων δισεκατομμυρίων και έχουν εξακοντίσει το πλεόνασμα του εξωτερικού ισοζυγίου τής χώρας μιάμιση φορά πάνω από εκείνο της Κίνας.
Εκείνο που δεν λένε οι αριθμοί είναι το ποιος αποταμιεύει. Ας θυμηθούμε τις αλήστου μνήμης πολιτικές Hartz (I έως IV) του Σρέντερ, που κράτησαν παγωμένους τους μισθούς των εργαζομένων από το 2000 (με την σύμφωνη γνώμη των συνδικάτων, τα οποία δέχονταν ως αντάλλαγμα την σταθερότητα στην εργασία και την μείωση των απολύσεων). Χάρη στον «σοσιαλιστή» Σρέντερ, οι Γερμανοί εργαζόμενοι είδαν τις πραγματικές τους αποδοχές να μειώνονται μέχρι το 2012 κατά 2% περίπου, όταν οι συνάδελφοί τους στην Δύση απολάμβαναν αυξήσεις μέχρι και 15%. Αυτοί οι χαμηλοί μισθοί οδήγησαν στην μείωση της κατανάλωσης (και, κατ’ επέκταση, των εισαγωγών) σε επίπεδα λίγο πάνω από το 50% του ΑΕΠ, την ώρα που στις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει το 70%. Αυτός ο λαός, λοιπόν, όσο και να θέλει, δεν μπορεί να αυξήσει την αποταμίευσή του.
Πώς, λοιπόν, οι αριθμοί δείχνουν αύξηση της αποταμίευσης; Ας είναι καλά οι επιχειρηματίες, οι οποίοι αποταμιεύουν τα κέρδη τους επειδή… δεν έχουν τι να τα κάνουν. Η συγκράτηση των μισθών αύξησε την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό άρα και τις εξαγωγές. Από την μια, αυτό δημιούργησε τα υψηλά πλεονάσματα στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας. Από την άλλη, όμως, έστρεψε την επενδυτική δραστηριότητα των κεφαλαιούχων στις εξαγωγές, μιας και η υποκατανάλωση εντός της χώρας λειτουργούσε αποτρεπτικά ως προς το ενδιαφέρον τους για την εγχώρια αγορά. Έτσι, όσο κεφάλαιο περισσεύει από την εξαγωγική δραστηριότητα, αποταμιεύεται και μένει σε αναμονή.
Εκτός από τους επιχειρηματίες, η υψηλή αποταμίευση οφείλεται και στο κράτος, αφού η δημόσια δαπάνη έχει βρεθεί στο ναδίρ. Η πάλαι ποτέ καλολαδωμένη γερμανική μηχανή παρουσιάζει πλέον έντονα προβλήματα δυσλειτουργιών. Για παράδειγμα, στην παιδεία κατευθύνεται μόλις λίγο πάνω από το 4% του ΑΕΠ, με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ να βρίσκεται στο 5,3%. Επίσης, στο κάποτε διάσημο αλλά τώρα κακοσυντηρημένο και παραμελημένο οδικό δίκτυο καταγράφονται κάπου δυο χιλιάδες μποτιλιαρίσματα κάθε μέρα, δίχως το κράτος να σχεδιάζει οποιαδήποτε δαπάνη για την βελτίωση και την ανάπτυξή του. Αλλά και στα τραίνα η κατάσταση δεν είναι ρόδινη καθώς οι καθυστερήσεις και οι ματαιώσεις δρομολογίων αποτελούν καθημερινό φαινόμενο. Παράλληλα, αν και το δικαίωμα να πηγαίνουν τα παιδιά σε παιδικό σταθμό είναι νομικά κατοχυρωμένο, το 10% των παιδιών δεν βρίσκει θέση σ’ αυτούς τους σταθμούς. Ακόμη, η άθληση φαίνεται πως θεωρείται πλέον πολυτέλεια και σπατάλη, εφ’ όσον η περικοπή των κρατικών επιχορηγήσεων έχει οδηγήσει στο κλείσιμο περισσότερα από χίλια γυμναστήρια και κολυμβητήρια σε ολόκληρη την χώρα.
Αν και τα παραπάνω στοιχεία είναι λαλίστατα, το πλέον χαρακτηριστικό για την κατάντια τού γερμανικού κράτους είναι αυτό που συμβαίνει στις ψηφιακές υποδομές. Στην Κίνα και την Ιαπωνία, το 75% των συνδέσεων στο διαδίκτυο γίνεται με οπτικές ίνες, οι οποίες διασφαλίζουν εξαιρετικά υψηλή ταχύτητα και αξιοπιστία. Το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες τού ΟΟΣΑ βρίσκεται στο 20%. Στην Γερμανία, την υποτιθέμενη πρωτοπόρο και ατμομηχανή τής Ευρώπης, μόνο το 1,6% των συνδέσεων γίνεται με οπτικές ίνες.
Ιδού, λοιπόν, η εξήγηση του φαινομένου τής υψηλής αποταμίευσης στην Γερμανία. Οι μόνοι που δεν αποταμιεύουν είναι οι εργαζόμενοι και, γενικότερα, η φτωχή και μεσαία τάξη της χώρας, μιας και δεν έχουν τι να αποταμιεύσουν. Όσο κι αν η κυβέρνηση καμαρώνει για το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό ανεργίας, η αλήθεια είναι ότι σε καμμιά άλλη χώρα δεν υπάρχουν τόσοι φτωχοί εργαζόμενοι. Σε Βέλγιο και Σουηδία, οι χαμηλόμισθοι αποτελούν το 5% των συνολικά εργαζόμενων. Σε Γαλλία, Δανία, Ιταλία και Φινλανδία το αντίστοιχο ποσοστό είναι λίγο μεγαλύτερο αλλά κάτω από 10%. Στην «περήφανη» Γερμανία είναι 23%, σχεδόν ένας στους τέσσερις… Κατά τα άλλα, το γερμανικό δημόσιο έχει πλεονάσματα 25-30 δισ. ευρώ, τα οποία δεν τα επιστρέφει στους υπηκόους του αλλά τα δανείζει στο εξωτερικό για να μαζεύει τόκους.
Επίλογος. Σε περυσινό του άρθρο, ο Economist κατέληγε με την εξής αποστροφή: «Πάνω απ’ ‘όλα, εδώ και πολύ καιρό η Γερμανία θα έπρεπε να αναγνωρίσει ότι η υπερβολική αποταμίευση συνιστά αδυναμία» (*). Είναι σαφές ότι ο Economist δεν είχε κατά νου τους απλούς πολίτες όταν έγραφε εκείνο το άρθρο.
Κι όπως λέει ο καθηγητής Σεμπάστιαν Ντούλιν, «η αύξηση της αποταμίευσης προέρχεται κυρίως από τον επιχειρηματικό τομέα. Στα νοικοκυριά, οι εύποροι αποταμιεύουν αλλά το φτωχότερο 40% δεν έχει αποταμιεύσεις. Γι’ αυτό δεν θα έλεγα ότι είναι θέμα κουλτούρας. Αν εξετάσουμε την οικονομία συνολικά, προφανώς υπάρχει υπερβολική αποταμίευση λόγω του ότι πρώτα η κυβέρνηση και τώρα τα κρατίδια έχουν πλεονάσματα. Οι επιχειρήσεις επίσης αποταμιεύουν και δεν επενδύουν αρκετά, αν και εμφανίζουν υψηλά κέρδη λόγω της συγκράτησης των μισθών. Αυτοί οι δύο παράγοντες λοιπόν ηγούνται της αποταμιευτικής δυναμικής» (**). ——————————————————
(*) «Why Germany’s current-account surplus is bad for the world economy – The country saves too much and spends too little», The Economist, 8/7/2017. Από το ίδιο άρθρο αντλήθηκαν και άλλα στοιχεία του κειμένου. (**) Τάνια Μποζανίνου, «Γερμανία: Υψηλή αποταμίευση και χαμηλοί μισθοί», Το Βήμα, 23/7/2017. Οι υπογραμμίσεις δικές μου.
από το teddygr.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου