Του Γιώργου Καραμπελιά
Το εκτενές κείμενο που ακολουθεί, και το οποίο θα παρουσιαστεί για λογούς ευχερέστερης αναγνωσιμότητας σε τέσσερις συνέχειες στην Ιστοσελίδα του Άρδην, επιχειρεί μια συνολική απάντηση στα καλοπροαίρετα τουλάχιστον επιχειρήματα όσων πιστεύουν πως η στάση του Άρδην θα έπρεπε να βρίσκεται στον αντίποδα της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, για λόγους μιας αντιπολιτευτικής και αντιμητσοτακικής «πολιτικής ορθότητας». Επί πλέον, επιχειρεί να κάνει κατανοητό, και πάλι στους καλοπροαίρετους φίλους και φίλες, πως η κριτική σε απόψεις δεν ενέχει κάποια απαξιωτική αντιμετώπιση του οποιουδήποτε, αλλά θέλει να ενισχύσει τον «ξυνό λόγο» του δημοκρατικού πατριωτισμού ως προϋπόθεση για την πολιτική του συγκρότηση. Έτσι υποχρεώθηκα να κάνω μια εκτεταμένη αναδρομή στην πρόσφατη ιστορία για να ξαναέλθω στην παρούσα συγκυρία.
Α. Το διαχρονικό νόημα της στρατηγικής αντιπολίτευσης
Σε ένα εκτενές συλλογικό κείμενο του Άρδην, κατά την πρώτη φάση της κρίσης του κορωνοϊού, προσπαθήσαμε να διευκρινίσουμε τη στάση μας, τονίζοντας πως η δική μας στρατηγική δεν εντάσσεται σε μια λογική «τακτικιστικής αντιπολίτευσης» αλλά έχει χαρακτηριστικά στρατηγικής αντιπολίτευσης. Δηλαδή, δεν μπαίνουμε στο μικροπολιτικό παιγνίδι, ούτε έχουμε ιδεολογικές ή άλλες εξαρτήσεις από μικρές ή μεγάλες δυνάμεις. Γι’ αυτό και οι κριτικές μας δεν είναι ποτέ –ή τουλάχιστον το προσπαθούμε– φορτισμένες από τις ιδεολογικές ή άλλες προκαταλήψεις μας. Επιπλέον, προσπαθούμε πάντα να εντάσσονται σε μια συνολική ανάλυση που θεωρεί πως ο ελληνισμός δίνει τη μεγάλη μάχη της ιστορίας του, μάχη επιβίωσης, και αυτή είναι η αποκλειστική πυξίδα για τις επιλογές μας.
Όμως, αυτή η στρατηγική στάση, το να στρεφόμαστε ενάντια σε πολιτικές και σε ιδεολογικο-κοινωνικά μπλοκ και όχι απλά σε κυβερνήσεις, κρίνεται συχνά ως αντιπολιτευτικά ελλιπής (sic) από ένα μέρος της πατριωτικής Αριστεράς, ή της λαϊκής Δεξιάς, ακόμα και του ορθόδοξου χώρου κ.λπ.
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί σε αρκετές στιγμές στο πρόσφατο παρελθόν, και ίσως σε μεγαλύτερη έκταση ακόμα. Αρχικώς, όταν ετέθη θέμα ανατροπής της κυβέρνησης Σαμαρά, από τον συνασπισμό Τσίπρα-Καμμένου, με την ευκαιρία των προεδρικών εκλογών του 2015. Τότε, είχαμε αντιπαρατεθεί σε μια κίνηση που τη θεωρούσαμε καταστροφική για τη χώρα, και γι’ αυτό μάλιστα δεν συμμετείχαμε σε κοινό σχήμα «πατριωτικής αριστεράς και δεξιάς» που μας είχε προτείνει ο Καμμένος, και αφήσαμε «μόνο» του τον Ζουράρι στον δρόμο της καταισχύνης. Και τότε, πολλοί, ακόμα και στο άμεσο περιβάλλον μας, ελαυνόμενοι κυρίως από αντισαμαρικές εμμονές, «φιλοαριστερές» ή ακροδεξιές, θεώρησαν την κριτική μας υπερβολική ή ακόμα και φιλοσαμαρική, με αποτέλεσμα μια πρώτη μεγάλη τομή στο εσωτερικό του «αντιμνημονιακού χώρου».
Μια σημαντική ιδεολογική αντιπαράθεση κατά τη μνημονιακή περίοδο αφορούσε το περιβόητο ζήτημα της εγκατάλειψης της ευρωζώνης και της επιστροφής στη δραχμή. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, εμείς υπήρξαμε από τους ελάχιστους που είχαν ταχθεί ενάντια στην είσοδο της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, θεωρώντας πως μία τέτοια κίνηση θα ενίσχυε τον παρασιτισμό της ελληνικής οικονομίας. Στη νέα συγκυρία, όμως, στη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων, θεωρήσαμε καταστροφική την έξοδο από την ευρωζώνη. Και αυτό διότι σε συνθήκες διόγκωσης της τουρκικής απειλής και υποβάθμισης της ελληνικής οικονομίας και των Ενόπλων Δυνάμεών της, η Ελλάδα δεν διέθετε πλέον την πολυτέλεια μιας τέτοιας κίνησης. Γιατί θα προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή και θα υποβάθμιζε περαιτέρω τη γεωπολιτική θέση της χώρας.
Και τότε, όπως και σήμερα, καταβάλαμε μία μεγάλη προσπάθεια για να πείσουμε όλους τους καλοπροαίρετους, τουλάχιστον, φίλους μας στον αντιμνημονιακό χώρο πως μία τέτοια κίνηση ήταν καταστροφική και επικίνδυνη για τη χώρα. Εν τούτοις, οι δραχμικές σειρήνες ήταν πανίσχυρες. Στην πρώτη περίοδο, ενισχυμένες από την Αμερική, που επιθυμούσε, τότε τουλάχιστον, να πλήξει το ευρώ μέσω της Ελλάδας, και από τη Ρωσία του Πούτιν που για προφανείς λόγους θα επιθυμούσε την αποσύνδεσή μας από τη Δύση – και, δόξα τω Θεώ, πολλοί δούλευαν και ακόμα δουλεύουν για μεγάλες ή και μικρότερες δυνάμεις στη χώρα μας. Παράλληλα, οι ολιγάρχες των καναλιών θα εισέπρατταν μια ουσιαστική μείωση των χρεών τους, με τη μετατροπή τους σε δραχμές, γι’ αυτό με Βαρουφάκη ξημερώνονταν και με Καζάκη νυχτώνανε. Τέλος, πολλοί από εκείνους που είχαν αποθέματα σε ευρώ ή δολάρια πίστευαν πως με τη δραχμή θα αγόραζαν μπιρ-παρά επιχειρήσεις και ακίνητα. Και όμως, πάρα πολλοί, και η συντριπτική πλειοψηφία καλή τη πίστη, παρασύρονταν για πολύ καιρό, ξεχνώντας ή αποσιωπώντας το γεγονός πως ο επιφανέστερος δραχμιστής ήταν κάποιος που μας αγαπάει ιδιαίτερα, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Μια επίσης κομβική στιγμή κρίσης, κατά την πρόσφατη μνημονιακή ιστορία μας, υπήρξε η περίοδος του δημοψηφίσματος, όταν είχαμε καταγγείλει ανοικτά την απάτη του Τσίπρα και των συν αυτώ, προτείνοντας το μποϋκοτάζ του δημοψηφίσματος, που θα το καθιστούσε άκυρο. Και πάλι κατηγορηθήκαμε ότι ταυτιζόμαστε με τους «μένουμε-Ευρώπη» και ένα μέρος φίλων –τότε ακόμα και μελών του Άρδην– αποστασιοποιήθηκε, πρόσκαιρα τουλάχιστον, μια και πολύ σύντομα αποδείχτηκε σε τι παγίδα είχαν οδηγηθεί οι πολίτες της χώρας. Διότι όλοι γνωρίζουμε ότι, με αυτό το κύκνειο άσμα, το αντιμνημονιακό κίνημα εξεμέτρησε το ζην και ξεπουλήθηκε ολόκληρη η εθνική περιουσία χωρίς να ανοίξει μύτη.
[Χαρακτηριστική άλλωστε υπήρξε η μοίρα όλων των πολιτικών σχημάτων που είχαν επενδύσει στην «ψευδο-επαναστατική» πλειοδοσία εκείνης της εποχής. Και όχι μόνο της Χρυσής Αυγής ή του Καμμένου. Ας δούμε τι έγινε με την ΛΑΕ του Λαφαζάνη, με την «Πλεύση Ελευθερίας», τη «Νέα Δεξιά», το ΕΠΑΜ, και αναρίθμητα άλλα σχήματα. Και όμως, παρ’ όλα ταύτα, ούτε ένας από εκείνους που συμμετείχαν στην καταστροφική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ ή πλειοδοτούσαν στις επιλογές του –πλην του Μανόλη Γλέζου–, δεν ζήτησε συγγνώμη από τον ελληνικό λαό τον οποίο ενέπλεξε σε μια καταστροφική και δαπανηρή περιπέτεια. Και αυτό για μας αποτελεί και ένα κριτήριο για την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητα της μεταστροφής πολλών φίλων. Διότι δεν ζητάμε μια τέτοια πράξη «συγγνώμης» ως στοιχείο «εκδίκησης» και επιβεβαίωσης της δικής μας θέσης. Αλλά διότι πιστεύουμε ότι η μη αναγνώριση κεφαλαιωδών σφαλμάτων υποκρύπτει την ατελή ιδεολογική υπέρβαση των πολιτικών θέσεων που είχαν οδηγήσει σε συμπαράταξη με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ή σε δραχμολάγνα φληναφήματα. Και οδηγεί υποχρεωτικά σε μια στάση του τύπου: «Ο Τσίπρας και οι περί αυτόν πρόδωσαν ένα κατά τα άλλα θετικό στον πυρήνα του εγχείρημα». Ενώ το πρόβλημα βρίσκεται σε αυτό το ίδιο το εγχείρημα, ακριβώς!]
Ακόμα πιο πίσω, στο μακρινό 1974, παρότι προερχόμαστε από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, δεν ακολουθήσαμε τις ομάδες και ομαδούλες αυτού του χώρου ούτε τον Ανδρέα Παπανδρέου που χαρακτήριζαν δημοκοπικά την έλευση του Καραμανλή στην Ελλάδα και την πτώση της δικτατορίας ως απλή «αλλαγή φρουράς του συστήματος». Αντίθετα, τονίζαμε πως οι νέες κοινοβουλευτικές συνθήκες προσφέρουν τη δυνατότητα για μία «κοινωνική και ιδεολογική μεταπολίτευση», ως συνέχεια της πολιτικής μεταπολίτευσης. Και τότε διάφοροι καλοθελητές και κάποιοι από το νεόκοπο τότε ΠΑΣΟΚ έσπευσαν να μας χαρακτηρίσουν «καραμανλικούς». Εντούτοις, εμείς, στην προσπάθειά μας να κάνουμε πράξη αυτή την κοινωνική και ιδεολογική μεταπολίτευση, ήρθαμε σε μετωπική σύγκρουση με το καθεστώς στους εργασιακούς χώρους και στο ζήτημα των δικαιωμάτων –εγώ προσωπικά φυλακίστηκα για δύο μήνες στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης– ενώ πολλοί από τους «επαναστάτες» επικριτές μας έγιναν υπουργοί, βουλευτές κ.ο.κ.
Το ίδιο συνέβη όταν στην εξουσία ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Παρότι είμαστε σε ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση μαζί του, δεν θεωρήσαμε απολύτως αρνητική την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, με τα πατριωτικά και κοινωνιοκεντρικά συνθήματα του, το 1981. Εν τούτοις, παραμείναμε αυστηρά έξω από το σύστημα ΠΑΣΟΚ, διότι δεν είχαμε καμία εμπιστοσύνη στην ειλικρίνεια των διακηρύξεών του και αυτό μας αντάμειψε με αναρίθμητες διώξεις, ιδιαίτερα μέχρι το 1985.
Την ίδια στάση αρχής, ίσως μέχρι βλακείας, κρατήσαμε και στην περίπτωση της 17ης Νοέμβρη και της τρομοκρατίας. Στη δεκαετία του 1970, κατανοώντας το μίσος ενός σημαντικού τμήματος της νεολαίας και του λαού ενάντια στο καθεστώς και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του, προσπαθούσαμε να πείσουμε τους ενόπλους –στη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα– συναγωνιστές μας πως οι νέες ιστορικές συνθήκες δεν επέτρεπαν τη συγκρότηση ενόπλων οργανώσεων. Τους αντιμετωπίζαμε ως «συντρόφους που κάνουν λάθος» και προσπαθούσαμε απελπισμένα να τους πείσουμε, ενώ υπερασπιζόμαστε με τον πιο επίμονο τρόπο τα δημοκρατικά τους δικαιώματα. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια πως η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες μας θεωρούσαν ως τον «πολιτικό βραχίονα» της τρομοκρατίας και μας είχαν υπό διαρκή παρακολούθηση, με συλλήψεις, δίκες και ούτω καθεξής. Την ίδια στιγμή, βέβαια, «οι σύντροφοι που κάνουν λάθος» όχι μόνο αποδεικνύονταν αμετανόητοι και προσκολλημένοι στις εμμονές τους αλλά έκαναν έναν συστηματικό εισοδισμό στο εσωτερικό της ομάδας μας, ώστε να βρουν κάλυψη.
Ιδιαίτερα, μετά το 1981, όταν πλέον είχε εδραιωθεί στην Ελλάδα ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς και η νέα κυβέρνηση σάλπιζε τον σοσιαλισμό και τον πατριωτισμό, οι ένοπλες εμμονές της δεκαετίας του 1970 μεταβλήθηκαν πλέον σε απλή και σκέτη τρομοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν να έρθουμε σε απόλυτη ρήξη με ολόκληρο τον λεγόμενο αυτόνομο χώρο που στο μεγαλύτερο μέρος του, με τον ένα ή άλλο τρόπο, είτε στήριζε είτε ανεχόταν το τρομοκρατικό φαινόμενο. Έτσι, το καθεστώς, τα ΜΜΕ και εν τέλει ένα μεγάλο μέρος του κόσμου μας θεωρούσαν ή τουλάχιστον μας χαρακτήριζαν «τρομοκράτες», οι δε… τρομοκράτες μας συκοφαντούσαν ανελέητα ως «συστημικούς». Αρκεί να διαβάσει κανείς το περιβόητο άρθρο της «17ης Νοέμβρη» εναντίον μας, δημοσιευμένο στην Ελευθεροτυπία, υπό τον τίτλο «Όχι στους Καραγκιόζηδες των Εξαρχείων» και τη δική μου ανταπάντηση στην ίδια εφημερίδα «Όχι στους Καραγκιόζηδες κουμπουροφόρους».
Έκτοτε χώρισαν τα τσανάκια μας και σταδιακώς άρχισαν να χάνονται από τον περίγυρό μας αρκετοί φίλοι που μέχρι τότε μας θεωρούσαν ως ένα καλό προκάλυμμα ή είχαν διαφωνήσει μαζί μας εξαιτίας της εξαντλητικής κριτικής μας στο τρομοκρατικό φαινόμενο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η τελευταία δική μου επαφή με το τρομοκρατικό φαινόμενο συνέβη μετά τη σύλληψη της «17 Νοέμβρη». Απέναντι στη βλακώδη θεωρία ότι οι τρομοκράτες είναι «ποινικοί εγκληματίες», υποστήριζα επίμονα πως τα μέλη της «17 Νοέμβρη» είναι «πολιτικοί εγκληματίες». Δηλαδή, άνθρωποι που είχαν διαπράξει παράνομες πράξεις και εγκλήματα με βάση ένα απολύτως λαθεμένο αλλά πραγματικό πολιτικό σκεπτικό. Και προσπαθούσα να εξηγήσω σε όλους τους τόνους –αμφιβάλλω βέβαια αν πέτυχα τίποτα– πως μόνο μία τέτοια αντιμετώπιση από την πλευρά της πολιτείας θα έκλεινε μία εμφυλιο-πολεμικού τύπου βεντέτα και θα αποτελούσε μία ουσιαστική παρακαταθήκη για να μην επανεμφανιστεί φαινόμενο τρομοκρατίας στη συνέχεια. Και αυτό το επαναλάμβανα στις τότε καθημερινές εμφανίσεις μου στα τηλεοπτικά κανάλια, που ήθελαν λίγο-πολύ να με παρουσιάζουν ως τον εκφραστή των απόψεων της «17 Νοέμβρη», αλλά και στην ίδια τη δίκη της οργάνωσης. Η άποψή μου στηριζόταν εν πολλοίς στην ιταλική εμπειρία όπου η αναγνώριση των πολιτικών κινήτρων της τρομοκρατίας (Ερυθρές Ταξιαρχίες και λοιπά) επέτρεψε στην Ιταλία να ξεπεράσει και με μέτρα καταλλαγής το τρομοκρατικό φαινόμενο. Αντίθετα, εδώ, η απίστευτη βλακεία του συστήματος, με την εμμονή σε μία κατασταλτική αντιμετώπιση αποκλειστικά, άφησε ελεύθερο το πεδίο για μία επανεμφάνιση τρομοκρατικών ομάδων, ιδιαίτερα μετά τον Δεκέμβρη του 2008.
Δηλαδή, η στρατηγική αντιπολίτευση αποτελεί για μας ένα κυριολεκτικό modus vivendi, την ψυχή της ιδεολογίας και της πρακτικής μας. Γι’ αυτό και, σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο, το κύριο μέλημά μας δεν υπήρξε ποτέ η οργανωτική μας μικροσυγκρότηση και ο οργανωτικός πατριωτισμός αλλά η εξυπηρέτηση των αρχών που θέταμε ως προτεραιότητα, έστω και αν το τίμημα ήταν πολύ συχνά η οργανωτική μας αποδυνάμωση. Αυτή η αντίληψη ακριβώς είναι που μας επέτρεψε να πραγματοποιήσουμε μία διαδρομή χωρίς ιστορικό προηγούμενο στην πολιτική ιστορία του τόπου, από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά μέχρι τον δημοκρατικό πατριωτισμό και την υπέρβαση Αριστεράς και Δεξιάς. Θέταμε πάντα αυτό που θεωρούσαμε γενικότερο συμφέρον πάνω από το μικροκομματικό.
Το εκτενές κείμενο που ακολουθεί, και το οποίο θα παρουσιαστεί για λογούς ευχερέστερης αναγνωσιμότητας σε τέσσερις συνέχειες στην Ιστοσελίδα του Άρδην, επιχειρεί μια συνολική απάντηση στα καλοπροαίρετα τουλάχιστον επιχειρήματα όσων πιστεύουν πως η στάση του Άρδην θα έπρεπε να βρίσκεται στον αντίποδα της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, για λόγους μιας αντιπολιτευτικής και αντιμητσοτακικής «πολιτικής ορθότητας». Επί πλέον, επιχειρεί να κάνει κατανοητό, και πάλι στους καλοπροαίρετους φίλους και φίλες, πως η κριτική σε απόψεις δεν ενέχει κάποια απαξιωτική αντιμετώπιση του οποιουδήποτε, αλλά θέλει να ενισχύσει τον «ξυνό λόγο» του δημοκρατικού πατριωτισμού ως προϋπόθεση για την πολιτική του συγκρότηση. Έτσι υποχρεώθηκα να κάνω μια εκτεταμένη αναδρομή στην πρόσφατη ιστορία για να ξαναέλθω στην παρούσα συγκυρία.
Γ. Κ.
Α. Το διαχρονικό νόημα της στρατηγικής αντιπολίτευσης
Σε ένα εκτενές συλλογικό κείμενο του Άρδην, κατά την πρώτη φάση της κρίσης του κορωνοϊού, προσπαθήσαμε να διευκρινίσουμε τη στάση μας, τονίζοντας πως η δική μας στρατηγική δεν εντάσσεται σε μια λογική «τακτικιστικής αντιπολίτευσης» αλλά έχει χαρακτηριστικά στρατηγικής αντιπολίτευσης. Δηλαδή, δεν μπαίνουμε στο μικροπολιτικό παιγνίδι, ούτε έχουμε ιδεολογικές ή άλλες εξαρτήσεις από μικρές ή μεγάλες δυνάμεις. Γι’ αυτό και οι κριτικές μας δεν είναι ποτέ –ή τουλάχιστον το προσπαθούμε– φορτισμένες από τις ιδεολογικές ή άλλες προκαταλήψεις μας. Επιπλέον, προσπαθούμε πάντα να εντάσσονται σε μια συνολική ανάλυση που θεωρεί πως ο ελληνισμός δίνει τη μεγάλη μάχη της ιστορίας του, μάχη επιβίωσης, και αυτή είναι η αποκλειστική πυξίδα για τις επιλογές μας.
Όμως, αυτή η στρατηγική στάση, το να στρεφόμαστε ενάντια σε πολιτικές και σε ιδεολογικο-κοινωνικά μπλοκ και όχι απλά σε κυβερνήσεις, κρίνεται συχνά ως αντιπολιτευτικά ελλιπής (sic) από ένα μέρος της πατριωτικής Αριστεράς, ή της λαϊκής Δεξιάς, ακόμα και του ορθόδοξου χώρου κ.λπ.
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί σε αρκετές στιγμές στο πρόσφατο παρελθόν, και ίσως σε μεγαλύτερη έκταση ακόμα. Αρχικώς, όταν ετέθη θέμα ανατροπής της κυβέρνησης Σαμαρά, από τον συνασπισμό Τσίπρα-Καμμένου, με την ευκαιρία των προεδρικών εκλογών του 2015. Τότε, είχαμε αντιπαρατεθεί σε μια κίνηση που τη θεωρούσαμε καταστροφική για τη χώρα, και γι’ αυτό μάλιστα δεν συμμετείχαμε σε κοινό σχήμα «πατριωτικής αριστεράς και δεξιάς» που μας είχε προτείνει ο Καμμένος, και αφήσαμε «μόνο» του τον Ζουράρι στον δρόμο της καταισχύνης. Και τότε, πολλοί, ακόμα και στο άμεσο περιβάλλον μας, ελαυνόμενοι κυρίως από αντισαμαρικές εμμονές, «φιλοαριστερές» ή ακροδεξιές, θεώρησαν την κριτική μας υπερβολική ή ακόμα και φιλοσαμαρική, με αποτέλεσμα μια πρώτη μεγάλη τομή στο εσωτερικό του «αντιμνημονιακού χώρου».
Μια σημαντική ιδεολογική αντιπαράθεση κατά τη μνημονιακή περίοδο αφορούσε το περιβόητο ζήτημα της εγκατάλειψης της ευρωζώνης και της επιστροφής στη δραχμή. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, εμείς υπήρξαμε από τους ελάχιστους που είχαν ταχθεί ενάντια στην είσοδο της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, θεωρώντας πως μία τέτοια κίνηση θα ενίσχυε τον παρασιτισμό της ελληνικής οικονομίας. Στη νέα συγκυρία, όμως, στη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων, θεωρήσαμε καταστροφική την έξοδο από την ευρωζώνη. Και αυτό διότι σε συνθήκες διόγκωσης της τουρκικής απειλής και υποβάθμισης της ελληνικής οικονομίας και των Ενόπλων Δυνάμεών της, η Ελλάδα δεν διέθετε πλέον την πολυτέλεια μιας τέτοιας κίνησης. Γιατί θα προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή και θα υποβάθμιζε περαιτέρω τη γεωπολιτική θέση της χώρας.
Και τότε, όπως και σήμερα, καταβάλαμε μία μεγάλη προσπάθεια για να πείσουμε όλους τους καλοπροαίρετους, τουλάχιστον, φίλους μας στον αντιμνημονιακό χώρο πως μία τέτοια κίνηση ήταν καταστροφική και επικίνδυνη για τη χώρα. Εν τούτοις, οι δραχμικές σειρήνες ήταν πανίσχυρες. Στην πρώτη περίοδο, ενισχυμένες από την Αμερική, που επιθυμούσε, τότε τουλάχιστον, να πλήξει το ευρώ μέσω της Ελλάδας, και από τη Ρωσία του Πούτιν που για προφανείς λόγους θα επιθυμούσε την αποσύνδεσή μας από τη Δύση – και, δόξα τω Θεώ, πολλοί δούλευαν και ακόμα δουλεύουν για μεγάλες ή και μικρότερες δυνάμεις στη χώρα μας. Παράλληλα, οι ολιγάρχες των καναλιών θα εισέπρατταν μια ουσιαστική μείωση των χρεών τους, με τη μετατροπή τους σε δραχμές, γι’ αυτό με Βαρουφάκη ξημερώνονταν και με Καζάκη νυχτώνανε. Τέλος, πολλοί από εκείνους που είχαν αποθέματα σε ευρώ ή δολάρια πίστευαν πως με τη δραχμή θα αγόραζαν μπιρ-παρά επιχειρήσεις και ακίνητα. Και όμως, πάρα πολλοί, και η συντριπτική πλειοψηφία καλή τη πίστη, παρασύρονταν για πολύ καιρό, ξεχνώντας ή αποσιωπώντας το γεγονός πως ο επιφανέστερος δραχμιστής ήταν κάποιος που μας αγαπάει ιδιαίτερα, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Μια επίσης κομβική στιγμή κρίσης, κατά την πρόσφατη μνημονιακή ιστορία μας, υπήρξε η περίοδος του δημοψηφίσματος, όταν είχαμε καταγγείλει ανοικτά την απάτη του Τσίπρα και των συν αυτώ, προτείνοντας το μποϋκοτάζ του δημοψηφίσματος, που θα το καθιστούσε άκυρο. Και πάλι κατηγορηθήκαμε ότι ταυτιζόμαστε με τους «μένουμε-Ευρώπη» και ένα μέρος φίλων –τότε ακόμα και μελών του Άρδην– αποστασιοποιήθηκε, πρόσκαιρα τουλάχιστον, μια και πολύ σύντομα αποδείχτηκε σε τι παγίδα είχαν οδηγηθεί οι πολίτες της χώρας. Διότι όλοι γνωρίζουμε ότι, με αυτό το κύκνειο άσμα, το αντιμνημονιακό κίνημα εξεμέτρησε το ζην και ξεπουλήθηκε ολόκληρη η εθνική περιουσία χωρίς να ανοίξει μύτη.
[Χαρακτηριστική άλλωστε υπήρξε η μοίρα όλων των πολιτικών σχημάτων που είχαν επενδύσει στην «ψευδο-επαναστατική» πλειοδοσία εκείνης της εποχής. Και όχι μόνο της Χρυσής Αυγής ή του Καμμένου. Ας δούμε τι έγινε με την ΛΑΕ του Λαφαζάνη, με την «Πλεύση Ελευθερίας», τη «Νέα Δεξιά», το ΕΠΑΜ, και αναρίθμητα άλλα σχήματα. Και όμως, παρ’ όλα ταύτα, ούτε ένας από εκείνους που συμμετείχαν στην καταστροφική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ ή πλειοδοτούσαν στις επιλογές του –πλην του Μανόλη Γλέζου–, δεν ζήτησε συγγνώμη από τον ελληνικό λαό τον οποίο ενέπλεξε σε μια καταστροφική και δαπανηρή περιπέτεια. Και αυτό για μας αποτελεί και ένα κριτήριο για την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητα της μεταστροφής πολλών φίλων. Διότι δεν ζητάμε μια τέτοια πράξη «συγγνώμης» ως στοιχείο «εκδίκησης» και επιβεβαίωσης της δικής μας θέσης. Αλλά διότι πιστεύουμε ότι η μη αναγνώριση κεφαλαιωδών σφαλμάτων υποκρύπτει την ατελή ιδεολογική υπέρβαση των πολιτικών θέσεων που είχαν οδηγήσει σε συμπαράταξη με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ή σε δραχμολάγνα φληναφήματα. Και οδηγεί υποχρεωτικά σε μια στάση του τύπου: «Ο Τσίπρας και οι περί αυτόν πρόδωσαν ένα κατά τα άλλα θετικό στον πυρήνα του εγχείρημα». Ενώ το πρόβλημα βρίσκεται σε αυτό το ίδιο το εγχείρημα, ακριβώς!]
Μια διαχρονική πολιτική αντίληψη
Η αντίληψη της στρατηγικής αντιπολίτευσης δεν είναι συγκυριακού χαρακτήρα, είναι δομικό στοιχείο της άποψής μας από πολύ παλιά και αφορά σε όλα τα σημαντικά ζητήματα, επί παραδείγματι στο Κυπριακό.
Η πολιτική μας διαμόρφωση –των παλαιότερων και εμένα προσωπικά, από τη
δεκαετία του ’60 ακόμα– είναι άρρηκτα δεμένη με το αίτημα της Αυτοδιάθεσης της Κύπρου και της συνακόλουθης Ένωσής
της με την Ελλάδα. Και γι’ αυτό, στο εσωτερικό του αντιδικτατορικού
κινήματος, αρκετοί δυσανασχετούσαν, διότι υποτίθεται πως τα ίδια
υποστήριζαν και οι χουντικοί οι οποίοι, με προμετωπίδα αυτό το αίτημα,
κατάστρεψαν την Κύπρο και χαντάκωσαν το αίτημα της Ένωσης. Και παρότι
θεωρούμε και σήμερα την Ένωση ως τη μόνη λύση που θα εξέφραζε
ολοκληρωμένα τα εθνικά συμφέροντα, μετά το 1990-2000 και με βάση τις
εξελίξεις στο Κυπριακό, υποχρεωθήκαμε από την πολιτική πραγματικότητα να συνδέουμε πλέον το αίτημα της Αυτοδιάθεσης με την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, την άρση της διχοτόμησης της Κύπρου, την απόρριψη της Διζωνικής Ομοσπονδίας
και τη στρατηγική ενότητα ανάμεσα στο ελληνικό και το κυπριακό κράτος.
Μόνο εάν προχωρούσαμε σε μια τέτοια κατεύθυνση θα μπορούσε να τεθεί εκ
νέου, ρεαλιστικά, το αίτημα της Ένωσης. Και όμως, αυτή η αυτονόητη και
προφανής τοποθέτηση συνάντησε την αντίθεση φίλων και συντρόφων –συχνά
ιδιαίτερα αγαπημένων–, από την Κύπρο κυρίως, που επέμεναν στη δεκαετία
του 2000 στο αίτημα της Ένωσης, ως άμεσου πολιτικού αιτήματος, το οποίο
ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να υποστηρίζουν στις νέες συνθήκες. Εν τέλει, η
πραγματική και μεγάλη μάχη που δώσαμε όλοι μαζί ήταν η απόρριψη του σχεδίου Ανάν που οδηγούσε στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.Ακόμα πιο πίσω, στο μακρινό 1974, παρότι προερχόμαστε από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, δεν ακολουθήσαμε τις ομάδες και ομαδούλες αυτού του χώρου ούτε τον Ανδρέα Παπανδρέου που χαρακτήριζαν δημοκοπικά την έλευση του Καραμανλή στην Ελλάδα και την πτώση της δικτατορίας ως απλή «αλλαγή φρουράς του συστήματος». Αντίθετα, τονίζαμε πως οι νέες κοινοβουλευτικές συνθήκες προσφέρουν τη δυνατότητα για μία «κοινωνική και ιδεολογική μεταπολίτευση», ως συνέχεια της πολιτικής μεταπολίτευσης. Και τότε διάφοροι καλοθελητές και κάποιοι από το νεόκοπο τότε ΠΑΣΟΚ έσπευσαν να μας χαρακτηρίσουν «καραμανλικούς». Εντούτοις, εμείς, στην προσπάθειά μας να κάνουμε πράξη αυτή την κοινωνική και ιδεολογική μεταπολίτευση, ήρθαμε σε μετωπική σύγκρουση με το καθεστώς στους εργασιακούς χώρους και στο ζήτημα των δικαιωμάτων –εγώ προσωπικά φυλακίστηκα για δύο μήνες στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης– ενώ πολλοί από τους «επαναστάτες» επικριτές μας έγιναν υπουργοί, βουλευτές κ.ο.κ.
Το ίδιο συνέβη όταν στην εξουσία ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Παρότι είμαστε σε ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση μαζί του, δεν θεωρήσαμε απολύτως αρνητική την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, με τα πατριωτικά και κοινωνιοκεντρικά συνθήματα του, το 1981. Εν τούτοις, παραμείναμε αυστηρά έξω από το σύστημα ΠΑΣΟΚ, διότι δεν είχαμε καμία εμπιστοσύνη στην ειλικρίνεια των διακηρύξεών του και αυτό μας αντάμειψε με αναρίθμητες διώξεις, ιδιαίτερα μέχρι το 1985.
Την ίδια στάση αρχής, ίσως μέχρι βλακείας, κρατήσαμε και στην περίπτωση της 17ης Νοέμβρη και της τρομοκρατίας. Στη δεκαετία του 1970, κατανοώντας το μίσος ενός σημαντικού τμήματος της νεολαίας και του λαού ενάντια στο καθεστώς και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του, προσπαθούσαμε να πείσουμε τους ενόπλους –στη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα– συναγωνιστές μας πως οι νέες ιστορικές συνθήκες δεν επέτρεπαν τη συγκρότηση ενόπλων οργανώσεων. Τους αντιμετωπίζαμε ως «συντρόφους που κάνουν λάθος» και προσπαθούσαμε απελπισμένα να τους πείσουμε, ενώ υπερασπιζόμαστε με τον πιο επίμονο τρόπο τα δημοκρατικά τους δικαιώματα. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια πως η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες μας θεωρούσαν ως τον «πολιτικό βραχίονα» της τρομοκρατίας και μας είχαν υπό διαρκή παρακολούθηση, με συλλήψεις, δίκες και ούτω καθεξής. Την ίδια στιγμή, βέβαια, «οι σύντροφοι που κάνουν λάθος» όχι μόνο αποδεικνύονταν αμετανόητοι και προσκολλημένοι στις εμμονές τους αλλά έκαναν έναν συστηματικό εισοδισμό στο εσωτερικό της ομάδας μας, ώστε να βρουν κάλυψη.
Ιδιαίτερα, μετά το 1981, όταν πλέον είχε εδραιωθεί στην Ελλάδα ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς και η νέα κυβέρνηση σάλπιζε τον σοσιαλισμό και τον πατριωτισμό, οι ένοπλες εμμονές της δεκαετίας του 1970 μεταβλήθηκαν πλέον σε απλή και σκέτη τρομοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν να έρθουμε σε απόλυτη ρήξη με ολόκληρο τον λεγόμενο αυτόνομο χώρο που στο μεγαλύτερο μέρος του, με τον ένα ή άλλο τρόπο, είτε στήριζε είτε ανεχόταν το τρομοκρατικό φαινόμενο. Έτσι, το καθεστώς, τα ΜΜΕ και εν τέλει ένα μεγάλο μέρος του κόσμου μας θεωρούσαν ή τουλάχιστον μας χαρακτήριζαν «τρομοκράτες», οι δε… τρομοκράτες μας συκοφαντούσαν ανελέητα ως «συστημικούς». Αρκεί να διαβάσει κανείς το περιβόητο άρθρο της «17ης Νοέμβρη» εναντίον μας, δημοσιευμένο στην Ελευθεροτυπία, υπό τον τίτλο «Όχι στους Καραγκιόζηδες των Εξαρχείων» και τη δική μου ανταπάντηση στην ίδια εφημερίδα «Όχι στους Καραγκιόζηδες κουμπουροφόρους».
Έκτοτε χώρισαν τα τσανάκια μας και σταδιακώς άρχισαν να χάνονται από τον περίγυρό μας αρκετοί φίλοι που μέχρι τότε μας θεωρούσαν ως ένα καλό προκάλυμμα ή είχαν διαφωνήσει μαζί μας εξαιτίας της εξαντλητικής κριτικής μας στο τρομοκρατικό φαινόμενο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η τελευταία δική μου επαφή με το τρομοκρατικό φαινόμενο συνέβη μετά τη σύλληψη της «17 Νοέμβρη». Απέναντι στη βλακώδη θεωρία ότι οι τρομοκράτες είναι «ποινικοί εγκληματίες», υποστήριζα επίμονα πως τα μέλη της «17 Νοέμβρη» είναι «πολιτικοί εγκληματίες». Δηλαδή, άνθρωποι που είχαν διαπράξει παράνομες πράξεις και εγκλήματα με βάση ένα απολύτως λαθεμένο αλλά πραγματικό πολιτικό σκεπτικό. Και προσπαθούσα να εξηγήσω σε όλους τους τόνους –αμφιβάλλω βέβαια αν πέτυχα τίποτα– πως μόνο μία τέτοια αντιμετώπιση από την πλευρά της πολιτείας θα έκλεινε μία εμφυλιο-πολεμικού τύπου βεντέτα και θα αποτελούσε μία ουσιαστική παρακαταθήκη για να μην επανεμφανιστεί φαινόμενο τρομοκρατίας στη συνέχεια. Και αυτό το επαναλάμβανα στις τότε καθημερινές εμφανίσεις μου στα τηλεοπτικά κανάλια, που ήθελαν λίγο-πολύ να με παρουσιάζουν ως τον εκφραστή των απόψεων της «17 Νοέμβρη», αλλά και στην ίδια τη δίκη της οργάνωσης. Η άποψή μου στηριζόταν εν πολλοίς στην ιταλική εμπειρία όπου η αναγνώριση των πολιτικών κινήτρων της τρομοκρατίας (Ερυθρές Ταξιαρχίες και λοιπά) επέτρεψε στην Ιταλία να ξεπεράσει και με μέτρα καταλλαγής το τρομοκρατικό φαινόμενο. Αντίθετα, εδώ, η απίστευτη βλακεία του συστήματος, με την εμμονή σε μία κατασταλτική αντιμετώπιση αποκλειστικά, άφησε ελεύθερο το πεδίο για μία επανεμφάνιση τρομοκρατικών ομάδων, ιδιαίτερα μετά τον Δεκέμβρη του 2008.
Δηλαδή, η στρατηγική αντιπολίτευση αποτελεί για μας ένα κυριολεκτικό modus vivendi, την ψυχή της ιδεολογίας και της πρακτικής μας. Γι’ αυτό και, σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο, το κύριο μέλημά μας δεν υπήρξε ποτέ η οργανωτική μας μικροσυγκρότηση και ο οργανωτικός πατριωτισμός αλλά η εξυπηρέτηση των αρχών που θέταμε ως προτεραιότητα, έστω και αν το τίμημα ήταν πολύ συχνά η οργανωτική μας αποδυνάμωση. Αυτή η αντίληψη ακριβώς είναι που μας επέτρεψε να πραγματοποιήσουμε μία διαδρομή χωρίς ιστορικό προηγούμενο στην πολιτική ιστορία του τόπου, από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά μέχρι τον δημοκρατικό πατριωτισμό και την υπέρβαση Αριστεράς και Δεξιάς. Θέταμε πάντα αυτό που θεωρούσαμε γενικότερο συμφέρον πάνω από το μικροκομματικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου