Του Gerard Courtois (*)
Απευθύνοντας τις ευχές του προς τους Γάλλους στις 31 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος Μακρόν συμπύκνωσε σε λίγες λέξεις την κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα του εδώ και εβδομάδες και τη λύση που σκοπεύει να δώσει. Το 2018, «ζήσαμε μια μεγάλη αναταραχή εξαιτίας μιας οργής που ερχόταν από μακριά...» Το 2019, «πρέπει να ξαναδώσουμε στη δημοκρατία όλη τη ζωτικότητά της».
Στην πραγματικότητα, ο Μακρόν βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με μια κρίση που σοβεί εδώ και είκοσι χρόνια. Οι προειδοποιητικές ενδείξεις ήταν πολλές, αλλά οι πολιτικοί επέλεξαν να τις αγνοήσουν.
Ηδη από το 1995, ο Ζακ Σιράκ είχε αναγάγει το «κοινωνικό ρήγμα» σε κεντρικό θέμα της προεκλογικής του εκστρατείας. Όταν ανέλαβε όμως την εξουσία δεν έκανε τίποτα και δύο χρόνια αργότερα οι ψηφοφόροι τον τιμώρησαν στερώντας του την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το δεύτερο καμπανάκι κτύπησε στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2002, με τον αποκλεισμό του σοσιαλιστή πρωθυπουργού Λιονέλ Ζοσπέν, την επιτυχία του ακροδεξιού ηγέτη Ζαν-Μαρί Λεπέν να περάσει στον δεύτερο γύρο και το σχεδόν εξευτελιστικό ποσοστό (20%) του προέδρου Σιράκ. Ο οποίος, το βράδυ, της τελικής του νίκης διαβεβαίωσε τους Γάλους ότι κατάλαβε την έκκλησή τους να αλλάξει η πολιτική. Δεν άλλαξε όμως τίποτα.
Δεν άλλαξε τίποτα ούτε την επομένη του δημοψηφίσματος του 2005, όταν οι Γάλλοι απέρριψαν το σχέδιο της ευρωπαϊκής συνταγματικής συνθήκης. Δύο χρόνια αργότερα, την επομένη της εκλογής του, ο Νικολά Σαρκοζί διαπραγματεύτηκε με τους εταίρους του τη συνθήκη της Λισαβώνας που υιοθετούσε την ουσία του Συντάγματος το οποίο είχε απορριφθεί από τους Γάλλους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ψηφοφόροι ένιωσαν προδομένοι.
Οσο για τον Φρανσουά Ολάντ, άρχισε να εφαρμόζει το 2014 μια πολιτική στήριξης των επιχειρήσεων που βρισκόταν στους αντίποδες των δογμάτων της Αριστεράς και για την οποία δεν είχε πει λέξη στην εκστρατεία του το 2012. Το ρήγμα που προκλήθηκε στο στρατόπεδό του εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την απόφασή του να μη διεκδικήσει και πάλι την προεδρία.
Ας προσθέσουμε ότι εδώ και δεκαπέντε χρόνια, και ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης το 2008, ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά έλαβαν μέτρα για την επίλυση των προβλημάτων πoυ προκάλεσαν την εξέγερση των «Κίτρινων Γιλέκων»: μαζική ανεργία, κοινωνική ανασφάλεια, συνεχής αύξηση των φόρων - για να μη μιλήσουμε για το αβυσσαλέο δημόσιο χρέος.
Θα ήταν πολύ περίεργο σε αυτές τις συνθήκες να μη χάσουν οι ψηφοφόροι την εμπιστοσύνη τους στους ηγέτες τους. Μόλις το 28% των Γάλλων έχουν εμπιστοσύνη στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, 22% στην κυβέρνηση, 23% στην εθνοσυνέλευση και 9% στα πολιτικά κόμματα. Οσο για το ίδιο το κράτος, τρεις Γάλλοι στους τέσσερις θεωρούν ότι η διαχείριση των υποθέσεών του γίνεται προς το συμφέρον των λίγων και όχι της κοινωνίας. Το 85% των πολιτών πιστεύουν ότι οι πολιτικοί δεν ασχολούνται με τα δικά τους προβλήματα.
Με δεδομένη αυτή την κατάσταση, αντιλαμβάνεται κανείς τι εννοεί ο Μακρόν όταν τονίζει πως πρέπει να ξαναδοθεί στη δημοκρατία όλη η ζωτικότητά της. Πόσο μάλλον που, αν οι προκάτοχοί του φέρουν μεγάλη ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση, η δική του ευθύνη δεν είναι μικρότερη.
Δεν είχε υποσχεθεί το 2017 ότι θα ξαναέδινε στη Γαλλία τη λαχτάρα της για το μέλλον, ότι θα ξεκινούσε μια «δημοκρατική επανάσταση» και θα επανίδρυε μια Δημοκρατία που θα είχε εμπιστοσύνη στην κοινωνία και τους ανθρώπους της; Συνέβη το αντίθετο: οι κοινωνικοί εταίροι αγνοήθηκαν και οι πολίτες έγιναν δέκτες κηρυγμάτων χωρίς αντίκρυσμα. Οσο για το προεδρικό κόμμα, απέχει πολύ από την αποστολή που είχε αναλάβει: «Να εκπαιδεύει, να στοχάζεται και να προτείνει».
Ο υποψήφιος Μακρόν ήθελε να ταρακουνήσει τη Γαλλία για να την εκσυγχρονίσει καλύτερα. Ο πρόεδρος Μακρόν την έστρεψε εναντίον του, προκαλώντας μια δυσαρέσκεια που δύσκολα θα μπορέσει να ξεπεράσει.
Η μόνη του ελπίδα είναι να στηριχθεί σε ένα στοιχείο που αποκαλύπτει μια έρευνα της Sciences Po: ότι το 80% των Γάλλων θεωρούν πως «η δημοκρατία μπορεί να θέτει προβλήματα, είναι όμως καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη μορφή διακυβέρνησης.» Οσο σφοδρή και αν είναι η κριτική προς το πολιτικό σύστημα και τους πρωταγωνιστές του, η πίστη των Γάλλων στη δημοκρατία έχει βαθιές ρίζες. Αρκεί κανείς να την ακούει, να τη σέβεται και να τη λαμβάνει υπόψη. Αυτό θα είναι το διακύβευμα των επόμενων μηνών.
(*) Ο Ζεράρ Κουρτουά είναι αρθρογράφος της Monde
Πηγή: Le Monde, ΑΠΕ - ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου