επιμέλεια:πρωτοπρεσβυτέρου Δημ.Αθανασίου
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σήν αισθομένη
Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του
ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην
παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
——————————————–
(Φώτη Κόντογλου μεταγραφή)
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.
Σύντομα βιογραφικά στοιχεία της Οσίας της Κασσιανής
Στο Μοναστήρι η Κασσιανή έγραψε πολλά ποιήματα με τα οποία τραγούδησε
την ευδαιμονία του μοναχικού βίου και δίδαξε βαθύτατη θεολογία. Επίσης
έγραψε και άλλα συγγράμματα και συλλογές, προ πάντων όμως πάρα πολλά
τροπάρια, ιδιόμελα, εκκλησιαστικούς ύμνους κ.λ.π. μεταξύ των οποίων και
το γνωστό ΄΄Τροπάριο της Κασσιανής΄΄, το οποίο είναι ένα ολοκληρωμένο σε
σύλληψη ποίημα, γεμάτο Χριστιανικό μεγαλείο, αγάπη και γνώση θεολογική
και ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης στους Ιερούς Ναούς
συγκεντρώνοντας πλήθη πιστών για να το ακούσουν.
Σύμφωνα με μια ρομαντική μεν, αλλά καθόλου αληθινή παράδοση, ο Θεόφιλος δεν λυτρώθηκε ποτέ από τον έρωτα που του ενέπνευσε η ομορφιά της Κασσιανής και την αναζητούσε στα Μοναστήρια της αυτοκρατορίας του. Κάποτε που έφτασε στο μοναστήρι της, η Κασσιανή κρύφτηκε για να αποφύγει την ανεπιθύμητη αυτή συνάντηση. Ήταν τότε που συνέθεσε το ιδιόμελο της. Το κείμενο βρισκόταν στο αναλόγιο μισοτελειωμένο, ως τη φράση : “ών (ποδών) έν τώ παραδείσω Εύα το δειλινόν”.
Ο Θεόφιλος διάβασε το τροπάριο, αναγνώρισε το ύφος της Κασσίας, και θέλησε να την πειράξει για μια ακόμα φορά. Πήρε τη γραφίδα και συμπλήρωσε τη φράση “κρότων τοίς ωσίν ηχηθείσα τώ φόβω εκρύβη”, κάνοντας έτσι υπαινιγμό στο φόβο που αυτή ένιωσε όταν άκουσε τον θόρυβο των βημάτων του. Όταν ο Θεόφιλος έφυγε, η Κασσία γύρισε στο κελί της και με έκπληξη είδε την επέμβαση του Θεόφιλου. Χωρίς όμως να απαλείψει τη φράση, συνέχισε και ολοκλήρωσε τον ύμνο της.
Η ζωή και η ιστορία έχουν τους δικούς μυστικούς νόμους. Δύο γυναίκες αντίπαλες σε μια κορυφαία κρίση υποβολής και κοσμικής εξουσίας, παραδόθηκαν στη συνέχεια στην κρίση της ιστορίας. Η μια έγινε βασίλισσα κι αργότερα αγία, η άλλη ταπεινή μοναχή. Οπωσδήποτε και οι δύο δικαιώθηκαν ενώπιον του θρόνου του Θεού.
Γνωρίζουμε όμως εμείς ποια από τις δύο κέρδισε την υστεροφημία και τη συμπάθεια των ανθρώπων. Η ταπεινή μοναχή Κασσιανή έχασε τον επίγειο θρόνο, αλλά έγινε πιο διάσημη και πιο δημοφιλής με ένα μόνο τροπάριο.
Η Κασσιανή ως υμνογράφος
Η Κασσιανή κατέχει στην ιστορία των Βυζαντινών γραμμάτων ξεχωριστή θέση ως αξιόλογη ποιήτρια με πολλά κοσμικά ποιήματα και άλλα συγγράμματα, αλλά και πολλά εκκλησιαστικά ποιήματα, ύμνους, τροπάρια, ιδιόμελα κ.λ.π. Σπουδαίο υμνογραφικό έργο είναι το πρώτο δοξαστικό του εσπερινού των Χριστουγέννων “Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γής…”. Με την εκκλησιαστική ποίησή της μας μεταφέρει σε ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα. Δεν γράφει για τον εαυτό της, για τον κόσμο, για τους ανθρώπους, αλλά θέτει την πλούσια ποίησή της στην υπηρεσία της Εκκλησίας και την κάνει φωνή θρησκευτικού ενθουσιασμού, μετάνοιας, προσευχής και δοξολογίας.
Το επεισόδιο της Κασσιανής με το Θεόφιλο ήταν φυσικό να περάσει και στην περιοχή της λόγιας λογοτεχνίας και προ πάντων στην νέα Ελληνική Λογοτεχνία όπου γράφηκαν πολλά ποιήματα και τρυφερά διηγήματα και μυθιστορήματα. Το θέμα της Κασσιανής επηρέασε έντονα πολλούς Βυζαντινούς χρονογράφους, ιστορικούς και φιλολόγους, τον Κωστή Παλαμά, τον Ψυχάρη, τον Πολίτη κ.α. “
Το τροπάριο της Κασσιανής και ο Κωστής Παλαμάς.
Κων/νου Παπαδημητρίου.
Τα δραματικά εκείνα λόγια του τροπαρίου της Κασσιανής δεν ήταν πάλι δυνατόν να μην μιλήσουν και στην περιπαθή και ευαίσθητη ψυχή του ποιητή Κ. Παλαμά, που με πολλούς τρόπους ύμνησε τον κόσμο του Βυζαντίου σε διάφορους τόνους λυρικής μέθης. Ζη και αυτός παρόμοιες καταστάσεις κάτω από το βάρος της δικής του αμαρτωλότητας, των τύψεων και της λαχτάρας για συγχώρεση. Τούτο το ποίημα της Κασσιανής, σαν ένα παθητικό κρυφομίλημα, εκφράζει και τη δική του κριματισμένη και αμαρτωλή ψυχή. Νιώθει και τη δική του ψυχική κατάσταση να ταυτίζεται με κείνες της Κασσιανής και της αμαρτωλής μοιχαλίδας. Πολύ συχνά, γεμάτος μυστικοπάθεια και συντριβή, αισθανόμενος την αμαρτία να τον βαραίνη, βυθίζεται στη συντριβή που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος του έργου του. Εκείνη η συντριβή, θα πη ο ίδιος, «με βυθίζει σε μια εκστατική προσδοκία, με φτερώνει και μ’ εξαγνίζει, με κάνει να διαβλέπω το είναι μου σ’ έναν καθρέφτη μαγικό, μου φέρνει δάκρυα στα μάτια». (Ποιητική)
Στην «Ποιητική» και στο «Λυρισμό του εγώ» ο ίδιος θα σημειώση:
«Ο ποιητής γνωρίζει, ζει με την αντίληψη και το πάθος, με το φόβο κάποιας ενθύμησης και με την απόγνωση κάποιας συμφοράς. Είναι κάτι σαν αμαρτία και σαν ξεπεσμός, σαν κατρακύλισμα, σαν εξορία, χαμός κάποιου παράδεισου που θα λογάριαζε πως της ήταν αρχικά της ζωής του γραμμένο να κατοικήσει, ένας εκτοπισμός απάνου σε μιαν άγονη πια κι αχάριστη γη. Τον τρώει το σαράκι. Η τύψις. Κάτι που δεν τον αφήνει να πατήσει ποτέ στέρεα. Μια φοβερή αδυναμία…»
Από το τροπάριο της Κασσιανής στέκεται ιδιαίτερα στους στίχους της: «Νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας». Αυτόν τον «οίστρο της ακολασίας» θέλει να πετάξη από μέσα του και να υψωθή προς τον «έμπυρο ουρανό».
Αισθανόμενος κι αυτός συχνά την ίδια νύχτα και τον ίδιο οίστρο ακολασίας, μα και τον ίδιο ζοφώδη και ασέληνο έρωτα της αμαρτίας μέσα του, θέλησε να εκφραστή με δικό του τρόπο. Ενδοσκοπείται ο ίδιος και καταθέτει μια συγκλονιστική μαρτυρία που αντικαθρεπτίζει την προσωπική, την «εκ βαθέων» δραματική εξομολόγηση και υπαρξιακή τοποθέτησή του. Συνθέτει η παραφράζει το κείμενο του τροπαρίου της Κασσιανής δίνοντάς του το χρώμα της δικής του εσωτερικής κατάστασης, της αυτοσυνειδησίας του, ολόκληρης της ψυχής του, απογυμνωμένης και ανυπόκριτης. Σε τούτους τους στίχους του δεν εκφράζει κάποιες σκέψεις η νοήματα που συμφωνούν πολύ η λίγο με τις αρχές της Ορθοδοξίας, αλλά αποτυπώνεται ολόκληρη η στάση ζωής του Χριστιανού. Αυτή τη στάση ζωής την ονόμασε ο ίδιος «Κασσιανισμό» από το όνομα της Κασσιανής, και αποτελεί ασφαλώς μια καθαρά μεταφυσική ενατένιση της ζωής και προσεγγίζει το αληθινό νόημα της Ορθοδοξίας. Παραθέτουμε τους στίχους του:
………………………………………………………………………………………
«Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πως η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου!
………………………………………..
Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας…Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.
Τάκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε…Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση».
Μα και στο ποίημά του «Νέοι Ανάπαιστοι και Ίαμβοι» των «Βωμών» πάλι ο νους του πηγαίνει στη βυζαντινή καλόγρια και ποιήτρια Κασσιανή και την υμνεί μέσω της αμαρτωλής γυναίκας του Ευαγγελίου:
«Με της Κασσίας καλόγριας
τα δάκρυα, τα τροπάρια
κλαίω, βρέχω, φιλώ τ’ άχραντα,
πόρνη, του θείου ποδάρια.
Ξεπλέκω ολόμαυρα ύστερα
μαλλιά, τα κρίματά μου,
για να σφουγγίσω τ’ άχραντα
ποδάρια του έρωτά μου»
Από κάποιες σκέψεις που τον ξεστρατίζουν σε πονηρούς και ακόλαστους συλλογισμούς προέρχεται η εσωτερική του δοκιμασία που τον βασανίζει, αλλά και τον ανεβάζει σε κόσμους πνευματικούς. Καθώς συμβαίνει με την εξωτερική και επιδερμική χαρά που στην αρχή σ’ ευχαριστεί κι ύστερα σε ταπεινώνει αντίθετα η άλλη, η πνευματική χαρά, πρώτα σε δυσκολεύει, ώσπου να τη γευτής, ύστερα όμως σε ανυψώνει, σε εξαγνίζει, σε μεταρσιώνει και σε κάνει να προσδοκάς και να ελπίζης, το ίδιο συμβαίνει και με την πνευματική πορεία του ανθρώπου.
Δεν είναι εύκολα να ζη πάντοτε ο άνθρωπος σύμφωνα με το νόμο του Θεού. «Βλέπω», θα πη ο Απόστολος Παύλος, «εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τον νόμον του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου…». Το κακό είναι η στάση που παίρνει ψυχικά ο άνθρωπος απέναντι στην αμαρτία. Η βασική και θεμελιακή αμαρτία είναι η εμμονή και παραμονή σ’ αυτήν και η προσπάθεια να αποσπασθής από τον Θεό και να αυτονομηθής από αυτόν. Αν τελειώνης μια αμαρτία, την ξεχνάς και τραβάς για την άλλη. Η ορθή θέση του Χριστιανού είναι να μην ξεχνά την αμαρτία του, αυτή να συνέχη το νου του και οι τύψεις του γι’ αυτήν να τον συγκρατούν, ώστε να μην την επαναλαμβάνη. Να θυμάται τα λόγια της Κασσιανής: «Νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας…» η το του Ψαλμού: «Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστιν δια παντός». Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και από τη σκέψη του Παλαμά δεν απομακρύνεται. Και με μια τέτοια κασσιανική στροφή η αμαρτία του γίνεται θεμέλιο για τον θρησκευτικό έρωτα. Και όπως γράφει ο Κ. Τσάτσος στον «Παλαμά» του, «Τότε η αμαρτία γίνεται σκληρός πυρήνας που χωρίς αυτόν δεν θάνοιγαν τα φτερά του πόθου προς το γαλήνεμα των ουρανών… Μέσα σ’ αυτό το διαλεκτικό σύμπλεγμα διακινείται η ζωή του και ξετυλίγεται ο κασσιανισμός του ποιητή. Μα τελικά η αμαρτία και του ίδιου του ποιητή αδερφώνεται με την αθωότητα… Ο Παλαμάς βρήκε ένα νέο ρίγος στη διατύπωση του πιο ανθρώπινου συντριμμού. Κάποτε «ο απολωλός έχει μια χάρη που δεν την έχει ο αναμάρτητος. Μέσα απ’ τα κάγκελα της αμαρτίας του ο αμαρτωλός, ταπεινός, σπαραγμένος, νικημένος ως τα βάθη του είναι του, νιώθει το κρίμα του, τη μοίρα του κι ένας καημός την ομορφαίνει που δένεται με την νοσταλγία. Σε μακρινό λυκόφως υποφώσκει κατάβαθα στη μνήμη της ψυχής το φάσμα της χαμένης καλοσύνης, της σβησμένης ιδέας…Ο έρωτας γι’ αυτήν ξυπνά την ανάμνηση της ιδέας, η αμαρτία γίνεται πηγή του έρωτα, δακρύων νοσταλγικών (για το καλό). Έτσι αδερφώνεται έρωτας και αμαρτία στη συνείδησή του». ( Κ. Τσάτσου, «Παλαμάς» σελ. 31)
Σε αρκετά ποιήματά του ο Παλαμάς δίνει στην προσευχή του κασσιανικό και φλογισμένο τόνο. Στη ζοφερή και κολασμένη ψυχική του ροπή αντιπαραθέτει τον κασσιανισμό του. Ιδιαίτερα αυτός ο κασσιανικός του παραδαρμός και το αυτομαστίγωμα φαίνεται στο έργο του «Εκατό φωνές» στο τέταρτο βιβλίο «Πολιτεία και Μοναξιά», στα «Παθητικά Κρυφομιλήματα», αλλά και στο «Στερνό λόγο» του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», που ανήκει στη μεγάλη κατηγορία των ποιημάτων του , που ο ίδιος ονομάζει «Κασσιανικά» και στα οποία μας «αποκαλύπτει φανερά τον εσωτερικό σπαραγμό της ψυχής του και την απόγνωσή του και αυτοτιμωρούμενος επίμονα σκαλίζει τα οδυνηρότερα τραύματα του ηθικού του κόσμου και βγάζει προς τα έξω τον αυτοδιασυρμό του, την εξομολόγηση και τις τύψεις της βασανισμένης του ψυχής» (Ιωάν. Συκουτρή «Μελέται και άρθρα» σελ. 509)
Αισθάνεται στα κατάβαθα του εγώ του πως είναι ένας αμαρτωλός, αισθάνεται τύψεις να τον βαραίνουν και να τον ελέγχουν και σε κείνες τις ώρες της συνειδησιακής του κρίσης δέεται με πόνο ψυχής κάτω από το βάρος του ξεπεσμού του, αλλά και γενικότερα του ανθρώπου, υψώνει τα χέρια του προς τον ουρανό και γεμίζει όλο το είναι του από την προσδοκία της συγχώρεσης. Αυτό του φέρνει δάκρυα στα μάτια, τον εξαγνίζει, τον γαληνεύει εσωτερικά.
Στο κεφάλαιο «Ο πυρισμός του εγώ» της «Ποιητικής» του, ενδοσκοπούμενος για να δείξη πως η ζωή του διχάζεται ανάμεσα σε ορέξεις και πράξεις καθαρά υλιστικές από το ένα μέρος και από το άλλο σε ανατάσεις καθαρά μεταφυσικές της ψυχής, γράφει: «..Αισθάνομαι πως δύο ιδεατές γυναίκες, πότε η μία πότε η άλλη, συγκυρίαρχες κάθονται μέσα στη φαντασία μου. Η μια βακχίδα καλεί οργιαστικά, η άλλη μεγαλόχαρη, κρατεί το χέρι της απλωμένο πάντα από πάνω μου σε μια χειρονομία που μου ευαγγελίζεται ζωή μιας αγνείας παραδείσιας». Απ τήν πρώτη ξεκινά αμαρτωλός και ακόλαστος για να υποταχθή στη δεύτερη μετανοημένος και συντριμμένος με θερμές ικεσίες συγχώρεσης και εξιλασμού. Το τυραννικό, το βασανιστικό αίσθημα της αμαρτίας και της αναμενόμενης τιμωρίας είναι εκείνο που τον κάνει να στρέφη διαρκώς το βλέμμα του προς τον ουρανό. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και της ενοχής, η βαθειά τύψη είναι η αρχή της μετάνοιας.
Ο καθημερινός εσωτερικός του διάλογος με τον πιο μύχιο εαυτό του δημιουργεί μια συναισθηματική στάση που της έδωσε το όνομα Κασσιανισμό και που αποτελεί για τον Παλαμά μια μεταφυσική ενατένιση της ζωής, που τον οδηγεί σε ουσιαστικά θρησκευτικά βιώματα. Με τον Κασσιανισμό του ο Παλαμάς προσεγγίζει το αληθινό νόημα της Ορθοδοξίας. Ο «οίστρος της ακολασίας», που η Μοναχή Κασσιανή ετόνισε στο πύρινο άσμα της προς τον Νυμφίον και που κατέκαιε τα σπλάχνα της, χρησίμευσε σα θείο πιοτό να θερμάνη και την καρδιά του Παλαμά και να τον καταστήση ένα «πολύαυλον εκκλησιαστικόν όργανον», όπως τον χαρακτήρισε ο Ν. Λούβαρης.
Και ο Λεωνίδας Φιλιππίδης στο βιβλίο του «Ο Κωστής Παλαμάς ως εθνική και θρησκευτική προσωπικότης» θα γράψη:
«Με συναρπάζει η θρησκευτική ιδιοτυπία του Παλαμά, το βάθος των θρησκευτικών του ενοράσεων, το πλάτος της θρησκευτικής του πίστεως, το ύφος της θρησκευτικής του εξάρσεως, το πλέγμα των εσωτέρων θρησκευτικών συγκινήσεων εις τα τρίσβαθα της ψυχής του, ο πόθος του, ο πόνος του και η προσπάθειά του για λύτρωση. Αναμόχλευσε τα απύθμενα τρίσβαθα της ανθρωπίνης προσωπικότητας. Ολόκληρος, ο ζωντανός και ο γραπτός, ο ολοζώντανος Παλαμάς, κάτω από κάθε του λέξη και στίχο και στροφή. Η γραμμή των απομνημονευμάτων του παρουσιάζει ανάγλυφη την εσωτερική πηγαία σχέση θρησκείας και ζωής, σε όλες της ζωής τις εκδηλώσεις, και σ’ αυτές ακόμα που δεν φαίνονται αμέσως, να είναι ειδικά αρωματισμένες από την θρησκευτική πνοή, που μοσχοβολάει το θρησκευτικό βίωμα και η θρησκευτική έξαρσις»
Το καλύτερο εκ μέρους μας μνημόσυνο για τον εθνικό ποιητή που ετίμησε το Έθνος, την Εκκλησία μας και την Ιστορία μας, που σαν τανύπτερος αετός ξεπέρασε εκστατικός από θαυμασμό τις ψηλοκορφές του Ολύμπου και των θεών της αρχαίας Ελλάδας για να φτάση μέχρι του να ψαύση ευλαβικά τα κράσπεδα του θρόνου του αληθινού Θεού της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, του Θεού της Χριστιανικής Ελλάδας, είναι να μελετήσουμε και να προσδιορίσουμε επιστημονικά την θρησκευτική ιδιοτυπία της προσωπικότητάς του.
Τέτοια τιμή ανήκει δίκαια στον Παλαμά. Πολύ μεγαλύτερο όμως ταιριάζει στη μεγαλόπνοη ποιήτρια Κασσιανή που με το ομώνυμο, το αριστούργημα της βυζαντινής υμνολογίας και τα άλλα όπως: «Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον», «Εξέλθετε εξέλθετε και λαοί», «Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον», «Ήπλωσας τα παλάμας» κ.α., ενεργοποίησε το ποιητικό ταλέντο του Παλαμά και έγραψε πάμπολλους σχετικούς στίχους. Έχασε βέβαια η Κασσιανή τις γήϊνες τιμές τότε. Έχασε έναν γαμπρό βασιλιά και δεν υποκλίθηκαν μπροστά της αυλικοί και υπήκοοι του βυζαντινού αυτοκράτορα. Κέρδισε όμως τον ουράνιο Νυμφίο, έκανε και κάνει χιλιάδες Χριστιανούς να γονατίζουν κάθε χρόνο μπροστά σ’ αυτόν τον Νυμφίο, παρακαλώντας για την σωτηρία τους και άφησε πίσω ένα άγιο παράδειγμα και μια άγια φήμη που θυμίζει σ’ όλους μας, ιδιαίτερα τις άγιες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, πως όλα τα αγαθά του κόσμου δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στη σωτηρία της ψυχής «υπέρ ης Χριστός απέθανεν».–
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην
παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
——————————————–
(Φώτη Κόντογλου μεταγραφή)
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.
Σύντομα βιογραφικά στοιχεία της Οσίας της Κασσιανής
Δυστυχώς μερικοί τα λόγια του Τροπαρίου τα αποδίδουν στην ίδια την
Κασσιανή, που δήθεν ήταν αμαρτωλή με περιπετειώδεις και αμαρτωλούς
έρωτες με τον Αυτοκράτορα Θεόφιλο. Διάφορoι μυθιστοριογράφοι, ανίκανοι
να συλλάβουν το μεγαλείο της και τυφλωμένοι από τη μέθη των παθών τους,
προσπάθησαν να παραχαράξουν την αλήθεια και να δημιουργήσουν ένα μύθο,
που δυστυχώς στάθηκε ικανός να ξεγελάσει πολλούς. «Την ωραία, αγνή,
σοφή παρθένο, τη φιλοσοφούσα και τω Θεώ μόνω ζώσα», όπως γράφει
Βυζαντινός χρονογράφος της εποχής της, παρουσίασαν με σκανδαλώδεις
περιπέτειες και αμαρτωλή. Σύγχρονοι και νεώτεροι χρονογράφoι, όπως ο
Γλυκάς, Πτωχοπρόδρομος, Κωδινός, Γεώργιος Αμαρτωλός, Ζωναράς κ.λπ. που
έγραψαν για τη ζωή της Κασσιανής, αναφέρουν ότι ήταν απλώς μια υποψήφια
νύφη για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο.
Η Κασσιανή και ο αυτοκράτορας Θεόφιλος.
Τίποτε δεν υπήρξε περισσότερο μεταξύ Κασσιανής και Θεόφιλου ούτε πριν,
ούτε μετά τη στιγμή που το χρυσό μήλο δόθηκε στη συνυποψήφιά της νύφη
Θεοδώρα. Έτσι η σπουδαία αυτή μορφή της Οσίας Κασσιανής για πολύ κόσμο
είναι παρεξηγημένη και αδικημένη, όπως και η άλλη μεγάλη Αγία Μαρία
Μαγδαληνή, που ενώ δεν υπήρξε τίποτε το αμαρτωλό στη ζωή και της μιας
και της άλλης από πολλούς (είτε από άγνοια, είτε από κακή προαίρεση),
παρουσιάζονται σαν αμαρτωλές – πόρνες γυναίκες με φανταστικές και
βλάσφημες ιστορίες.
Από τα λίγα βιογραφικά στοιχεία που αναφέρουν διάφοροι Βυζαντινοί
χρονογράφοι, γνωρίζομε ότι η Κασσιανή είχε ευγενική καταγωγή, με πολύ
μόρφωση και αρετή.
Την εικόνα της ζωής και της προσωπικότητάς της την συμπληρώνει το
λαμπρό συγγραφικό της έργο. Η ποίησή της μαρτυρεί μια γυναίκα σοφή, με
αναπτυγμένο καλλιτεχνικό συναίσθημα, με μεγάλη πνευματική δύναμη, με
βαθιά θρησκευτικότητα και θεολογική γνώση της Αγίας Γραφής. Ο
Κρουμβάχερ, ο πατέρας της Βυζαντινής λογοτεχνίας γράφει: «Η Κασσιανή
υπήρξε η μόνη αξιομνημόνευτη βυζαντινή ποιήτρια, προσωπικότητα
ενδιαφέρουσα για το άτομο και τη λογοτεχνική της θέση και συνδύασε τη
λαμπρή συναισθηματικότητα, με τη βαθιά θρησκευτικότητα και τη δραστήρια
ειλικρίνεια».
Όταν το 830 μ.Χ. στο Τρίκλινο των ανακτόρων κάλεσε ο Θεόφιλος τις
ωραιότερες κόρες του Βυζαντίου για να διαλέξει τη πιο καλή για γυναίκα
του, δεν άρχιζε για την Κασσιανή μια ζωή ακολασίας όπως παρουσιάζουν
μερικοί αλλά μια ζωή αγιότητας που της χάρισε το στεφάνι της
αιωνιότητας.
Η ομορφιά και η χάρη της Κασσιανής ξεχώριζε μέσα στις τόσες όμορφες της
Πόλης και ο Θεόφιλος την πρόσεξε. Και στην απόφασή του να την κάνει
βασίλισσα, ίσως για να δοκιμάσει τη σοφία της, είπε το θρυλικό εκείνο
«εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα», δηλ. από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά
(εννοώντας την Εύα που έφερε το προπατορικό αμάρτημα). Η ενάρετη και
σοφή Κασσιανή έχοντας κατά νου το μεγαλείο και Αγιότητα της Παναγίας
Θεοτόκου απάντησε: «Αλλά και δια της γυναικός πηγάζει τα κρείττονα ω
Βασιλεύ». Τη σοφή αυτή απάντηση της Κασσιανής ο αλαζονικός αυτοκράτορας
τη θεώρησε προσβολή και με θυμό, ίσως και με αόριστο φόβο της είπε «ω
γύναι! Είθε να εσίγας» δηλαδή καλύτερα να σιωπούσες και έδωσε το μήλο
και την εκλογή στη Θεοδώρα.
Η Κασσιανή ως μοναχή
Θα πρέπει να πιστέψομε, ότι η θεία πρόνοια επενέβη για να γίνει
αυτοκράτειρα η Θεοδώρα που με την ορθόδοξη πίστη της και το δυναμικό
χαρακτήρα της έμελλε να βοηθήσει στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας και την
τακτοποίηση του θέματος των εικόνων (εικονομαχίες) το 843 μ.Χ. Και η
Κασσιανή να φορέσει το μοναχικό σχήμα και μακριά από τους περισπασμούς
και τύρβη του κόσμου να αναδειχθεί η μεγάλη υμνωδός και Αγία της
Εκκλησίας μας.
Η Κασσιανή αρνήθηκε την ύλη για το πνεύμα, τα πρόσκαιρα για τα αιώνια,
τα φθαρτά για τα άφθαρτα εγκατέλειψε το αρχοντικό της, τον κόσμο και
τους δικούς της και έγινε μοναχή, και ίδρυσε τη Μονή της Κασσίας ή
Εικασίας ή Κασσιανής. Δεν την οδήγησε στο Μοναστήρι η αμαρτωλή της ζωή,
γιατί ποτέ της δεν υπήρξε αμαρτωλή.
Η Εκκλησία μας έχει τη δύναμη να παρουσιάσει στο φως της δημοσιότητας
αμαρτωλές ψυχές και να τις προβάλλει ακόμη σαν παράδειγμα μετανοίας,
όπως συμβαίνει με τη Οσία Μαρία την Αιγυπτία και την Πόρνη του
Ευαγγελίου. Δεν θα της ήταν δύσκολο να διακηρύξει ότι και η Κασσιανή
υπήρξε μετανοημένη αμαρτωλή, αν πραγματικά ήταν τέτοια
Η Κασσιανή δεν νικήθηκε από το ανθρώπινο πάθος και την αδυναμία, διότι η
ψυχή της φλεγόταν από θείο έρωτα, που την οδήγησε τελικά στην υπηρεσία
του θείου θελήματος και τη μοναδική αφιέρωσή της.
Σύμφωνα με μια ρομαντική μεν, αλλά καθόλου αληθινή παράδοση, ο Θεόφιλος δεν λυτρώθηκε ποτέ από τον έρωτα που του ενέπνευσε η ομορφιά της Κασσιανής και την αναζητούσε στα Μοναστήρια της αυτοκρατορίας του. Κάποτε που έφτασε στο μοναστήρι της, η Κασσιανή κρύφτηκε για να αποφύγει την ανεπιθύμητη αυτή συνάντηση. Ήταν τότε που συνέθεσε το ιδιόμελο της. Το κείμενο βρισκόταν στο αναλόγιο μισοτελειωμένο, ως τη φράση : “ών (ποδών) έν τώ παραδείσω Εύα το δειλινόν”.
Ο Θεόφιλος διάβασε το τροπάριο, αναγνώρισε το ύφος της Κασσίας, και θέλησε να την πειράξει για μια ακόμα φορά. Πήρε τη γραφίδα και συμπλήρωσε τη φράση “κρότων τοίς ωσίν ηχηθείσα τώ φόβω εκρύβη”, κάνοντας έτσι υπαινιγμό στο φόβο που αυτή ένιωσε όταν άκουσε τον θόρυβο των βημάτων του. Όταν ο Θεόφιλος έφυγε, η Κασσία γύρισε στο κελί της και με έκπληξη είδε την επέμβαση του Θεόφιλου. Χωρίς όμως να απαλείψει τη φράση, συνέχισε και ολοκλήρωσε τον ύμνο της.
Η ζωή και η ιστορία έχουν τους δικούς μυστικούς νόμους. Δύο γυναίκες αντίπαλες σε μια κορυφαία κρίση υποβολής και κοσμικής εξουσίας, παραδόθηκαν στη συνέχεια στην κρίση της ιστορίας. Η μια έγινε βασίλισσα κι αργότερα αγία, η άλλη ταπεινή μοναχή. Οπωσδήποτε και οι δύο δικαιώθηκαν ενώπιον του θρόνου του Θεού.
Γνωρίζουμε όμως εμείς ποια από τις δύο κέρδισε την υστεροφημία και τη συμπάθεια των ανθρώπων. Η ταπεινή μοναχή Κασσιανή έχασε τον επίγειο θρόνο, αλλά έγινε πιο διάσημη και πιο δημοφιλής με ένα μόνο τροπάριο.
Η Κασσιανή ως υμνογράφος
Η Κασσιανή κατέχει στην ιστορία των Βυζαντινών γραμμάτων ξεχωριστή θέση ως αξιόλογη ποιήτρια με πολλά κοσμικά ποιήματα και άλλα συγγράμματα, αλλά και πολλά εκκλησιαστικά ποιήματα, ύμνους, τροπάρια, ιδιόμελα κ.λ.π. Σπουδαίο υμνογραφικό έργο είναι το πρώτο δοξαστικό του εσπερινού των Χριστουγέννων “Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γής…”. Με την εκκλησιαστική ποίησή της μας μεταφέρει σε ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα. Δεν γράφει για τον εαυτό της, για τον κόσμο, για τους ανθρώπους, αλλά θέτει την πλούσια ποίησή της στην υπηρεσία της Εκκλησίας και την κάνει φωνή θρησκευτικού ενθουσιασμού, μετάνοιας, προσευχής και δοξολογίας.
Το επεισόδιο της Κασσιανής με το Θεόφιλο ήταν φυσικό να περάσει και στην περιοχή της λόγιας λογοτεχνίας και προ πάντων στην νέα Ελληνική Λογοτεχνία όπου γράφηκαν πολλά ποιήματα και τρυφερά διηγήματα και μυθιστορήματα. Το θέμα της Κασσιανής επηρέασε έντονα πολλούς Βυζαντινούς χρονογράφους, ιστορικούς και φιλολόγους, τον Κωστή Παλαμά, τον Ψυχάρη, τον Πολίτη κ.α. “
Το τροπάριο της Κασσιανής και ο Κωστής Παλαμάς.
Κων/νου Παπαδημητρίου.
Τα δραματικά εκείνα λόγια του τροπαρίου της Κασσιανής δεν ήταν πάλι δυνατόν να μην μιλήσουν και στην περιπαθή και ευαίσθητη ψυχή του ποιητή Κ. Παλαμά, που με πολλούς τρόπους ύμνησε τον κόσμο του Βυζαντίου σε διάφορους τόνους λυρικής μέθης. Ζη και αυτός παρόμοιες καταστάσεις κάτω από το βάρος της δικής του αμαρτωλότητας, των τύψεων και της λαχτάρας για συγχώρεση. Τούτο το ποίημα της Κασσιανής, σαν ένα παθητικό κρυφομίλημα, εκφράζει και τη δική του κριματισμένη και αμαρτωλή ψυχή. Νιώθει και τη δική του ψυχική κατάσταση να ταυτίζεται με κείνες της Κασσιανής και της αμαρτωλής μοιχαλίδας. Πολύ συχνά, γεμάτος μυστικοπάθεια και συντριβή, αισθανόμενος την αμαρτία να τον βαραίνη, βυθίζεται στη συντριβή που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος του έργου του. Εκείνη η συντριβή, θα πη ο ίδιος, «με βυθίζει σε μια εκστατική προσδοκία, με φτερώνει και μ’ εξαγνίζει, με κάνει να διαβλέπω το είναι μου σ’ έναν καθρέφτη μαγικό, μου φέρνει δάκρυα στα μάτια». (Ποιητική)
Στην «Ποιητική» και στο «Λυρισμό του εγώ» ο ίδιος θα σημειώση:
«Ο ποιητής γνωρίζει, ζει με την αντίληψη και το πάθος, με το φόβο κάποιας ενθύμησης και με την απόγνωση κάποιας συμφοράς. Είναι κάτι σαν αμαρτία και σαν ξεπεσμός, σαν κατρακύλισμα, σαν εξορία, χαμός κάποιου παράδεισου που θα λογάριαζε πως της ήταν αρχικά της ζωής του γραμμένο να κατοικήσει, ένας εκτοπισμός απάνου σε μιαν άγονη πια κι αχάριστη γη. Τον τρώει το σαράκι. Η τύψις. Κάτι που δεν τον αφήνει να πατήσει ποτέ στέρεα. Μια φοβερή αδυναμία…»
Από το τροπάριο της Κασσιανής στέκεται ιδιαίτερα στους στίχους της: «Νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας». Αυτόν τον «οίστρο της ακολασίας» θέλει να πετάξη από μέσα του και να υψωθή προς τον «έμπυρο ουρανό».
Αισθανόμενος κι αυτός συχνά την ίδια νύχτα και τον ίδιο οίστρο ακολασίας, μα και τον ίδιο ζοφώδη και ασέληνο έρωτα της αμαρτίας μέσα του, θέλησε να εκφραστή με δικό του τρόπο. Ενδοσκοπείται ο ίδιος και καταθέτει μια συγκλονιστική μαρτυρία που αντικαθρεπτίζει την προσωπική, την «εκ βαθέων» δραματική εξομολόγηση και υπαρξιακή τοποθέτησή του. Συνθέτει η παραφράζει το κείμενο του τροπαρίου της Κασσιανής δίνοντάς του το χρώμα της δικής του εσωτερικής κατάστασης, της αυτοσυνειδησίας του, ολόκληρης της ψυχής του, απογυμνωμένης και ανυπόκριτης. Σε τούτους τους στίχους του δεν εκφράζει κάποιες σκέψεις η νοήματα που συμφωνούν πολύ η λίγο με τις αρχές της Ορθοδοξίας, αλλά αποτυπώνεται ολόκληρη η στάση ζωής του Χριστιανού. Αυτή τη στάση ζωής την ονόμασε ο ίδιος «Κασσιανισμό» από το όνομα της Κασσιανής, και αποτελεί ασφαλώς μια καθαρά μεταφυσική ενατένιση της ζωής και προσεγγίζει το αληθινό νόημα της Ορθοδοξίας. Παραθέτουμε τους στίχους του:
………………………………………………………………………………………
«Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πως η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου!
………………………………………..
Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας…Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.
Τάκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε…Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση».
Μα και στο ποίημά του «Νέοι Ανάπαιστοι και Ίαμβοι» των «Βωμών» πάλι ο νους του πηγαίνει στη βυζαντινή καλόγρια και ποιήτρια Κασσιανή και την υμνεί μέσω της αμαρτωλής γυναίκας του Ευαγγελίου:
«Με της Κασσίας καλόγριας
τα δάκρυα, τα τροπάρια
κλαίω, βρέχω, φιλώ τ’ άχραντα,
πόρνη, του θείου ποδάρια.
Ξεπλέκω ολόμαυρα ύστερα
μαλλιά, τα κρίματά μου,
για να σφουγγίσω τ’ άχραντα
ποδάρια του έρωτά μου»
Από κάποιες σκέψεις που τον ξεστρατίζουν σε πονηρούς και ακόλαστους συλλογισμούς προέρχεται η εσωτερική του δοκιμασία που τον βασανίζει, αλλά και τον ανεβάζει σε κόσμους πνευματικούς. Καθώς συμβαίνει με την εξωτερική και επιδερμική χαρά που στην αρχή σ’ ευχαριστεί κι ύστερα σε ταπεινώνει αντίθετα η άλλη, η πνευματική χαρά, πρώτα σε δυσκολεύει, ώσπου να τη γευτής, ύστερα όμως σε ανυψώνει, σε εξαγνίζει, σε μεταρσιώνει και σε κάνει να προσδοκάς και να ελπίζης, το ίδιο συμβαίνει και με την πνευματική πορεία του ανθρώπου.
Δεν είναι εύκολα να ζη πάντοτε ο άνθρωπος σύμφωνα με το νόμο του Θεού. «Βλέπω», θα πη ο Απόστολος Παύλος, «εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τον νόμον του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου…». Το κακό είναι η στάση που παίρνει ψυχικά ο άνθρωπος απέναντι στην αμαρτία. Η βασική και θεμελιακή αμαρτία είναι η εμμονή και παραμονή σ’ αυτήν και η προσπάθεια να αποσπασθής από τον Θεό και να αυτονομηθής από αυτόν. Αν τελειώνης μια αμαρτία, την ξεχνάς και τραβάς για την άλλη. Η ορθή θέση του Χριστιανού είναι να μην ξεχνά την αμαρτία του, αυτή να συνέχη το νου του και οι τύψεις του γι’ αυτήν να τον συγκρατούν, ώστε να μην την επαναλαμβάνη. Να θυμάται τα λόγια της Κασσιανής: «Νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας…» η το του Ψαλμού: «Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστιν δια παντός». Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και από τη σκέψη του Παλαμά δεν απομακρύνεται. Και με μια τέτοια κασσιανική στροφή η αμαρτία του γίνεται θεμέλιο για τον θρησκευτικό έρωτα. Και όπως γράφει ο Κ. Τσάτσος στον «Παλαμά» του, «Τότε η αμαρτία γίνεται σκληρός πυρήνας που χωρίς αυτόν δεν θάνοιγαν τα φτερά του πόθου προς το γαλήνεμα των ουρανών… Μέσα σ’ αυτό το διαλεκτικό σύμπλεγμα διακινείται η ζωή του και ξετυλίγεται ο κασσιανισμός του ποιητή. Μα τελικά η αμαρτία και του ίδιου του ποιητή αδερφώνεται με την αθωότητα… Ο Παλαμάς βρήκε ένα νέο ρίγος στη διατύπωση του πιο ανθρώπινου συντριμμού. Κάποτε «ο απολωλός έχει μια χάρη που δεν την έχει ο αναμάρτητος. Μέσα απ’ τα κάγκελα της αμαρτίας του ο αμαρτωλός, ταπεινός, σπαραγμένος, νικημένος ως τα βάθη του είναι του, νιώθει το κρίμα του, τη μοίρα του κι ένας καημός την ομορφαίνει που δένεται με την νοσταλγία. Σε μακρινό λυκόφως υποφώσκει κατάβαθα στη μνήμη της ψυχής το φάσμα της χαμένης καλοσύνης, της σβησμένης ιδέας…Ο έρωτας γι’ αυτήν ξυπνά την ανάμνηση της ιδέας, η αμαρτία γίνεται πηγή του έρωτα, δακρύων νοσταλγικών (για το καλό). Έτσι αδερφώνεται έρωτας και αμαρτία στη συνείδησή του». ( Κ. Τσάτσου, «Παλαμάς» σελ. 31)
Σε αρκετά ποιήματά του ο Παλαμάς δίνει στην προσευχή του κασσιανικό και φλογισμένο τόνο. Στη ζοφερή και κολασμένη ψυχική του ροπή αντιπαραθέτει τον κασσιανισμό του. Ιδιαίτερα αυτός ο κασσιανικός του παραδαρμός και το αυτομαστίγωμα φαίνεται στο έργο του «Εκατό φωνές» στο τέταρτο βιβλίο «Πολιτεία και Μοναξιά», στα «Παθητικά Κρυφομιλήματα», αλλά και στο «Στερνό λόγο» του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», που ανήκει στη μεγάλη κατηγορία των ποιημάτων του , που ο ίδιος ονομάζει «Κασσιανικά» και στα οποία μας «αποκαλύπτει φανερά τον εσωτερικό σπαραγμό της ψυχής του και την απόγνωσή του και αυτοτιμωρούμενος επίμονα σκαλίζει τα οδυνηρότερα τραύματα του ηθικού του κόσμου και βγάζει προς τα έξω τον αυτοδιασυρμό του, την εξομολόγηση και τις τύψεις της βασανισμένης του ψυχής» (Ιωάν. Συκουτρή «Μελέται και άρθρα» σελ. 509)
Αισθάνεται στα κατάβαθα του εγώ του πως είναι ένας αμαρτωλός, αισθάνεται τύψεις να τον βαραίνουν και να τον ελέγχουν και σε κείνες τις ώρες της συνειδησιακής του κρίσης δέεται με πόνο ψυχής κάτω από το βάρος του ξεπεσμού του, αλλά και γενικότερα του ανθρώπου, υψώνει τα χέρια του προς τον ουρανό και γεμίζει όλο το είναι του από την προσδοκία της συγχώρεσης. Αυτό του φέρνει δάκρυα στα μάτια, τον εξαγνίζει, τον γαληνεύει εσωτερικά.
Στο κεφάλαιο «Ο πυρισμός του εγώ» της «Ποιητικής» του, ενδοσκοπούμενος για να δείξη πως η ζωή του διχάζεται ανάμεσα σε ορέξεις και πράξεις καθαρά υλιστικές από το ένα μέρος και από το άλλο σε ανατάσεις καθαρά μεταφυσικές της ψυχής, γράφει: «..Αισθάνομαι πως δύο ιδεατές γυναίκες, πότε η μία πότε η άλλη, συγκυρίαρχες κάθονται μέσα στη φαντασία μου. Η μια βακχίδα καλεί οργιαστικά, η άλλη μεγαλόχαρη, κρατεί το χέρι της απλωμένο πάντα από πάνω μου σε μια χειρονομία που μου ευαγγελίζεται ζωή μιας αγνείας παραδείσιας». Απ τήν πρώτη ξεκινά αμαρτωλός και ακόλαστος για να υποταχθή στη δεύτερη μετανοημένος και συντριμμένος με θερμές ικεσίες συγχώρεσης και εξιλασμού. Το τυραννικό, το βασανιστικό αίσθημα της αμαρτίας και της αναμενόμενης τιμωρίας είναι εκείνο που τον κάνει να στρέφη διαρκώς το βλέμμα του προς τον ουρανό. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και της ενοχής, η βαθειά τύψη είναι η αρχή της μετάνοιας.
Ο καθημερινός εσωτερικός του διάλογος με τον πιο μύχιο εαυτό του δημιουργεί μια συναισθηματική στάση που της έδωσε το όνομα Κασσιανισμό και που αποτελεί για τον Παλαμά μια μεταφυσική ενατένιση της ζωής, που τον οδηγεί σε ουσιαστικά θρησκευτικά βιώματα. Με τον Κασσιανισμό του ο Παλαμάς προσεγγίζει το αληθινό νόημα της Ορθοδοξίας. Ο «οίστρος της ακολασίας», που η Μοναχή Κασσιανή ετόνισε στο πύρινο άσμα της προς τον Νυμφίον και που κατέκαιε τα σπλάχνα της, χρησίμευσε σα θείο πιοτό να θερμάνη και την καρδιά του Παλαμά και να τον καταστήση ένα «πολύαυλον εκκλησιαστικόν όργανον», όπως τον χαρακτήρισε ο Ν. Λούβαρης.
Και ο Λεωνίδας Φιλιππίδης στο βιβλίο του «Ο Κωστής Παλαμάς ως εθνική και θρησκευτική προσωπικότης» θα γράψη:
«Με συναρπάζει η θρησκευτική ιδιοτυπία του Παλαμά, το βάθος των θρησκευτικών του ενοράσεων, το πλάτος της θρησκευτικής του πίστεως, το ύφος της θρησκευτικής του εξάρσεως, το πλέγμα των εσωτέρων θρησκευτικών συγκινήσεων εις τα τρίσβαθα της ψυχής του, ο πόθος του, ο πόνος του και η προσπάθειά του για λύτρωση. Αναμόχλευσε τα απύθμενα τρίσβαθα της ανθρωπίνης προσωπικότητας. Ολόκληρος, ο ζωντανός και ο γραπτός, ο ολοζώντανος Παλαμάς, κάτω από κάθε του λέξη και στίχο και στροφή. Η γραμμή των απομνημονευμάτων του παρουσιάζει ανάγλυφη την εσωτερική πηγαία σχέση θρησκείας και ζωής, σε όλες της ζωής τις εκδηλώσεις, και σ’ αυτές ακόμα που δεν φαίνονται αμέσως, να είναι ειδικά αρωματισμένες από την θρησκευτική πνοή, που μοσχοβολάει το θρησκευτικό βίωμα και η θρησκευτική έξαρσις»
Το καλύτερο εκ μέρους μας μνημόσυνο για τον εθνικό ποιητή που ετίμησε το Έθνος, την Εκκλησία μας και την Ιστορία μας, που σαν τανύπτερος αετός ξεπέρασε εκστατικός από θαυμασμό τις ψηλοκορφές του Ολύμπου και των θεών της αρχαίας Ελλάδας για να φτάση μέχρι του να ψαύση ευλαβικά τα κράσπεδα του θρόνου του αληθινού Θεού της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, του Θεού της Χριστιανικής Ελλάδας, είναι να μελετήσουμε και να προσδιορίσουμε επιστημονικά την θρησκευτική ιδιοτυπία της προσωπικότητάς του.
Τέτοια τιμή ανήκει δίκαια στον Παλαμά. Πολύ μεγαλύτερο όμως ταιριάζει στη μεγαλόπνοη ποιήτρια Κασσιανή που με το ομώνυμο, το αριστούργημα της βυζαντινής υμνολογίας και τα άλλα όπως: «Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον», «Εξέλθετε εξέλθετε και λαοί», «Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον», «Ήπλωσας τα παλάμας» κ.α., ενεργοποίησε το ποιητικό ταλέντο του Παλαμά και έγραψε πάμπολλους σχετικούς στίχους. Έχασε βέβαια η Κασσιανή τις γήϊνες τιμές τότε. Έχασε έναν γαμπρό βασιλιά και δεν υποκλίθηκαν μπροστά της αυλικοί και υπήκοοι του βυζαντινού αυτοκράτορα. Κέρδισε όμως τον ουράνιο Νυμφίο, έκανε και κάνει χιλιάδες Χριστιανούς να γονατίζουν κάθε χρόνο μπροστά σ’ αυτόν τον Νυμφίο, παρακαλώντας για την σωτηρία τους και άφησε πίσω ένα άγιο παράδειγμα και μια άγια φήμη που θυμίζει σ’ όλους μας, ιδιαίτερα τις άγιες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, πως όλα τα αγαθά του κόσμου δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στη σωτηρία της ψυχής «υπέρ ης Χριστός απέθανεν».–
ΠΗΓΗ.
Εφημερίδα-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Εφημερίδα-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου