Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Ανχης (ΜΧ) Παναγιώτης Σπυρόπουλος: Ο Ψυχισμός και το Πνεύμα του Μαχητή των Βαλκανικών Πολέμων

Ο ΨΥΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΑΧΗΤΗ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΟΠΩΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΟΥ ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΟΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Στις αρχές του 20ού αιώνα τα χριστιανικά έθνη της Βαλκανικής, λόγω της διάψευσης των ελπίδων από τις αλλαγές που ευαγγελίζονταν οι Νεότουρκοι και της καταπίεσης σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών, ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα με στόχο την απελευθέρωσή τους από τον οθωμανικό ζυγό. Οι συνθήκες για την ανάληψη δράσης μέσα στην παραπαίουσα αυτοκρατορία ήταν ιδανικές. Έτσι, το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα προχώρησαν το 1912 στη σύναψη διμερών αμυντικών συμβάσεων και τελικά από τις 25 Σεπτεμβρίου ως στις 5 Οκτωβρίου 1912, κήρυξαν διαδοχικά τον πόλεμο στην Πύλη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Τουρκία, θορυβημένη από την συμμαχική διακοίνωση, προσπάθησε να αποσπάσει την Ελλάδα από την...
συμμαχία, υποσχόμενη την παραχώρηση της Κρήτης και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της συνθήκης του Βερολίνου (1/13 Ιουλίου 1878) που προέβλεπε κάποια μέτρα ανακούφισης των χριστιανικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας και την αυτονομία (όχι ανεξαρτησία) της Βουλγαρίας. Η Ελλάδα απέρριψε την πρόταση με αγανάκτηση.[1]
Ο Ελληνικός Στρατός διεξήγαγε νικηφόρες επιχειρήσεις στα μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Υπό τη διοίκηση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στις 27 Οκτωβρίου εισήλθε θριαμβευτικά στην συμβασιλεύουσα ύστερα από 472 χρόνια Οθωμανικής κατοχής και σε διάστημα περίπου ενός μηνός, απελευθέρωσε διαδοχικά την Κεντρική και τη Δυτική Μακεδονία. Στις 21 Φεβρουαρίου απελευθερώθηκαν τα Ιωάννινα ενώ μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 είχε απελευθερωθεί και η Βόρειος Ήπειρος.
Με τη συνθήκη ειρήνης του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913 τερματίστηκε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Όμως, οι διαφορές για τη διανομή των εδαφών προκάλεσαν προστριβές στους κόλπους των νικητών. Ανάχωμα στον βουλγαρικό μεγαλοϊδεατισμό υπήρξε η ελληνοσερβική αμυντική συμμαχία που υπογράφηκε στις 19 Μαΐου, ενώ η αιφνιδιαστική βουλγαρική επίθεση ένα μήνα αργότερα σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Μετά την αιματηρή μάχη του Κιλκίς–Λαχανά από τις19 έως τις 21 Ιουνίου, η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων συνεχίστηκε στην Ανατολική Μακεδονία. Η αποχώρηση των Βουλγάρων σημαδεύτηκε από ειδεχθείς λεηλασίες και δηώσεις, σε όλες τις προσωρινά υπ’ αυτούς περιοχές με προεξάρχουσες τη Νιγρίτα, το Σιδηρόκαστρο, τις Σέρρες και το Δοξάτο της Δράμας, καταγγελλόμενες μάλιστα και από τους επιτόπιους επιτρόπους των άλλων χριστιανικών δογμάτων, καθώς και από όλους τους ανταποκριτές του ευρωπαϊκού τύπου στην Μακεδονία που ήταν αυτόπτες μάρτυρες προχωρώντας και στην λήψη φωτογραφιών.[2] Με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου 1913 έληξε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος με ταπεινωτικούς όρους για την Βουλγαρία.
Η Ελλάς των Βαλκανικών πολέμων έζησε μια από τις γονιμότερες και ενδοξότερες εποχές της νεότερης Ιστορίας της σε όλες τις σφαίρες της δημιουργίας, καθώς υπήρξε παλλαϊκός ενθουσιασμός. Η επίτευξη μεγάλου μέρους των εθνικών διεκδικήσεων με τον διπλασιασμό σχεδόν σε έκταση (68%) και σε πληθυσμό (80%, 2,2 περίπου εκατομμύρια επιπλέον) του ελληνικού κράτους, οδήγησε στην αντικατάσταση του αισθήματος της ταπείνωσης του 1897 με αισθήματα εθνικής ολοκλήρωσης, αισιοδοξίας, πνευματικής υπεροχής αλλά και τόνωσης της εθνικής οικονομίας, βελτιώνοντας το βιοτικό επίπεδο του λαού, με την προσθήκη νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Τοποθετείται σε αξία -τηρουμένων των αναλογιών- δίπλα σε εκείνη της Εθνεγερσίας του 1821, καθώς παράλληλα με τα μεγάλα πολεμικά επιτεύγματα, ο απανταχού Ελληνισμός βίωσε στιγμές ύψιστης εθνικής ομοψυχίας. Ο Λίνος Πολίτης χαρακτήρισε την περίοδο 1897-1912 ως «ορμής και ανάτασης».[3]
Ο Έλληνας Μαχητής των Βαλκανικών, σε ξηρά και θάλασσα, κρινόμενος εκ του αποτελέσματος, υπήρξε πραγματικά θυελλώδης και είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε τον κοινωνικό περίγυρο, το λεγόμενο εσωτερικό μέτωπο-που διαμόρφωσε τον ψυχισμό του.
Δεν πρέπει κατ’ αρχάς να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι το Ελληνικό Έθνος βρισκόταν σε συνεχή πολεμική εγρήγορση από το 1821 καθώς, οι δεκαετίες και οι πολεμικές αναμετρήσεις που μεσολάβησαν (επαναστάσεις σε Θεσσαλία, Κρήτη, Μακεδονία, Ήπειρο) σε συνάρτηση και με την ενσωμάτωση της Επτανήσου το 1864, συντηρούσαν το επαναστατικό πνεύμα της Εθνεγερσίας, μέσα από την ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας».[4] Η ελληνική στρατηγική σκέψη, όπως και η κοινωνία εμφορούνταν από αυτήν, την ανασύσταση δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την στιγμή που στα εδάφη της υπήρχαν εκατομμύρια αλύτρωτων Ελλήνων. Τα σωζόμενα αποστολικά δελτάρια και οι λιθογραφίες π.χ. «βρίθουν» από το Όραμα της Μ. Ελλάδας, παραλληλίζοντας πολλές φορές συμβολικά μάλιστα τον Βασιλιά Κωνσταντίνο με τον Παλαιολόγο και με «φόντο» την Αγιά Σοφιά….
Η αρχή της περιόδου ωστόσο που θα εξετάσουμε εντοπίζεται ασφαλώς στον πόλεμο του 1897, ο οποίος βάρυνε αποφασιστικά στην αφύπνιση των συνειδήσεων αλλά και την αυστηρότερη προσήλωση της ελληνικής κοινωνίας στην προάσπιση των εθνικών δικαίων και επίτευξη των εθνικών οραμάτων. Η σημασία της ήττας και της ταπείνωσης λειτούργησε κυρίως στο ψυχολογικό επίπεδο, καθώς η Ελλάδα δεν απώλεσε εδάφη, εξασφάλισε την αυτονομία της Κρήτης, ενώ δεν έγιναν μεγάλες καταστροφές στις κατοικημένες και αγροτικές περιοχές, λόγω των βραχύβιων πολεμικών επιχειρήσεων. Μόνο στον δημοσιονομικό τομέα υπήρξαν σοβαρές συνέπειες με την καταβολή μιας μεγάλης αποζημίωσης στην Τουρκία και την ταυτόχρονη επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου λόγω του δανείου που αναγκαστικά συνήφθει λόγω αυτής.
Ο κοινωνικός αντίκτυπος, ανιχνεύεται πιο ανάγλυφα στην εκπαίδευση καθώς οι διανοούμενοι της εποχής –εναρμονιζόμενοι με το λαϊκό αίσθημα- επέβαλλαν την άποψη, ότι βασική προϋπόθεση για να υπάρξει κοινωνική αποτελμάτωση και να «ξεπλυθεί» η ντροπή από τον «ατυχή» πόλεμο, αποτελούσε η μόρφωση του λαού. Έτσι το 1899 ο Υπουργός Παιδείας Αθ. Ευταξίας υπέβαλλε νομοσχέδια προς αυτή την κατεύθυνση. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αρχή της εισήγησής του: «Δια της μεταρρυθμίσεως του εκπαιδευτικού συστήματος[….]θα κατορθούτο[….]ν’ αναδείξει [η Ελλάς][….]στρατόν ικανόν, ίν’ αποτρέψει ποτέ εκ του μετώπου της το στίγμα του 1897».[5]
Στο ίδιο πνεύμα οι βαλκανικοί πόλεμοι δεν εμπόδισαν την συνέχεια των συζητήσεων για τα φλέγοντα εκπαιδευτικά θέματα και μάλιστα σε συνάρτηση με τις άμεσες προσδοκίες για το μέλλον. Πριν καλά-καλά τελειώσει ο Β΄ Βαλκανικός, ο Υπουργός Παιδείας Ιωάννης Τσιριμώκος, έθεσε στην Βουλή το πιο συγκροτημένο σχέδιο εκπαίδευσης από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Το ότι αυτό βέβαια δεν εφαρμόστηκε ποτέ, γίνεται εύκολα αντιληπτό λόγω των κοσμογονικών γεγονότων των Βορειοηπειρωτικού Αγώνος, Α΄ΠΠ και Μικρασιατικής Γενοκτονίας που επακολούθησαν.[6]
Ωστόσο η πρόκληση του θρησκευτικού συναισθήματος, μέσω του γλωσσικού ζητήματος («Ευαγγελικά» και «Ορεστειακά»[7] ), αποτέλεσε την σημειολογική αφετηρία μιας καθοριστικής για τα μετέπειτα γεγονότα δεκαετίας. Τα όρια της τελευταίας διαμορφώθηκαν από κομβικά για τον Ελληνισμό γεγονότα τα οποία κατέστησαν εμφανή την ταχεία «ωρίμανση» της ελληνικής κοινωνίας, για ανάληψη «αυτονομημένης»-από τα κέντρα εξουσίας- δράσης. Η ιστορική τους «απήχηση» μας αναγκάζει να δεχτούμε ότι τα όρια αυτά συνιστούν πραγματικές τομές.
Με τα «Ευαγγελικά» είχαμε μαχητικές διαδηλώσεις των φοιτητών οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα οχτώ νεκρούς, και πάνω από 70 τραυματίες αφού οι τελευταίοι ήρθαν αντιμέτωποι και με τον Στρατό. Σαν αποτέλεσμα είχαμε τις παραιτήσεις της κυβέρνησης του Γ. Θεοτόκη, των Αρχηγών της Χωροφυλακής και Αστυνομίας, και του Μητροπολίτου Αθηνών Προκοπίου. Είναι πραγματικά ενδιαφέροντα τα αίτια αυτής της εξάρσεως της λαϊκής δυσαρέσκειας καθώς η τελευταία δεν εκδηλώθηκε τόσο για την ακραία και προκλητική μετάφραση του Ευαγγελίου του Πάλλη που έτσι και αλλιώς καταδικάστηκε σχεδόν από όλους, αλλά από την εμμονή της Βασίλισσας Όλγας να επιβάλλει, την δεδομένη χρονική στιγμή την δική της (μετάφραση), χωρίς την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ιεράς Συνόδου, με μόνη την προφορική άδεια του Προέδρου της τελευταίας, Μητροπολίτου Αθηνών.
Για την λαϊκή αντίληψη λόγω της ρωσικής καταγωγής της Όλγας και μεσούσης της περιόδου κατατρομοκράτησης του μακεδονικού ελληνισμού από τους Βουλγάρους, η συνομωσία ήταν δεδομένη και μάλιστα με την σύμπραξη υψηλά ισταμένων: η απλοποίηση θα οδηγούσε στο να «μειωθεί» η «θεία» εκκλησιαστική ελληνική γλώσσα και να «νομιμοποιήσει» τις μεταφραστικές απόπειρες των άλλων ορθοδόξων εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκχυδαΐζοντας την Ορθόδοξη πίστη, και αποκαθηλώνοντας έτσι τον ελληνισμό από τα πολιτισμικά και θρησκευτικά του «πρωτοτόκια». «Μεμακρυσμένος» στόχος ήταν η υφαρπαγή-απορρόφηση της Μακεδονίας (όπως στο παρελθόν της Ανατολικής Ρωμυλίας) και η κάθοδος της Ρωσίας στο Αιγαίο. Όλα συνέτειναν σε αυτή την θεωρία καθώς, η Μόσχα ενεθάρρυνε την απόσχιση από το Πατριαρχείο, και ταυτόχρονα θεωρούσε τους Βουλγάρους, ως τους κατ’ εξοχήν συμμάχους της στην βαλκανική, για την προώθηση του πανσλαβιστικού της σχεδιασμού. [8]
Είναι ενδιαφέρον για την κατανόηση του πνεύματος της εποχής να αναφερθεί και η περίπτωση του διαπρεπούς λογίου Σωτηριάδη, που υπήρξε ταυτόχρονα επικριτής των δημοτικιστών κατά τα «Ευαγγελικά»- και ιδίως του Εφταλιώτη- αλλά και το «θύμα» των «Ορεστειακών», αφού η μετάφρασή του της «Ορέστειας» σε μια ήπια μορφή καθαρεύουσας, δεν έγινε κοινωνικά αποδεκτή, και η εξέγερση που επακολούθησε είχε ένα νεκρό.
Πρέπει εδώ να τονισθεί ότι δημοτικιστές και οπαδοί της καθαρεύουσας είχαν τον ίδιο στόχο αναγνωρίζοντας την σημασία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της γλώσσας στην διάσωση της εθνικής συνείδησης : η εκμάθηση της ομιλουμένης γλώσσας στους ελληνόπαιδες των αλύτρωτων περιοχών συνιστούσε ένα αποτελεσματικότερο όπλο στον πόλεμο που μαινόταν στις εν λόγω περιοχές, για την προστασία των συνειδήσεων των ομόφυλων. Χαρακτηριστικά ο συγγραφέας στην δημοτική, της «Ιστορίας της Ρωμιοσύνης» που την εξέδωσε αρχές του 1901, Αργύρης Εφταλιώτης αναφέρει σε μια επιστολή του στην Πηνελόπη Δέλτα: «Τα βοηθήματά μου είναι: Παπαρρηγόπουλος. Άλλα έργα δεν έχω μήτε θα έχω καιρό να διαβάσω!..»· ενώ στην Εισαγωγή του τόμου δηλώνει ρητά: «[…]η θρησκευτική πορεία στάθηκε και η εθνική μας πορεία».[9]
Το ιστορικό αυτό ψηφιδωτό θα παρέμενε ελλιπές αν αγνοούσαμε το γεγονός του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856)[10] , το οποίο αποτέλεσε μια σημαντική τομή στον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες προσέλαβαν την μετέπειτα ρωσική πολιτική. Ειδικότερα επικρατούσε η άποψη ότι η Ελλάδα «προδόθηκε» από την Ρωσία παρότι συντάχθηκε μαζί της και με την προσέλευση πολλών Ελλήνων εθελοντών, στον εν λόγω πόλεμο. Η ήττα της τελευταίας στον Μεγάλο Ανατολικό πόλεμο έτρωσε διεθνώς το κύρος της, κάτι που την ανάγκασε να αναδιπλωθεί και από τον ρόλο της προστάτιδας Ορθοδόξου Δύναμης των ομοδόξων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετατρέπεται σταδιακά στην προστάτιδα των σλαβικών λαών της χερσονήσου του Αίμου και ιδιαίτερα των Βουλγάρων των οποίων έξαψε τον ανύπαρκτο μέχρι τότε εθνικισμό. Υιοθετώντας την ευρωπαϊκή (ιδίως γαλλική) ρητορεία, της αρχής των εθνικοτήτων, προσπαθούσε να χειραγωγήσει τον χώρο εις βάρος αυτή την φορά των ελληνικών δικαίων.
Επιπλέον ήρθε σε αντιπαράθεση με τον ελληνισμό και στην Μέση Ανατολή με αφορμή τις εκλογές στους Θρόνους των τριών Πατριαρχείων. Ο συγκεκριμένος χώρος ήταν αυτός όπου ο ελληνισμός δεν μπορούσε να διεκδικήσει, όπως στα Βαλκάνια, και να εξωθήσει το εδαφικό του, αλλά να εδραιώσει το πολιτισμικό του όριο, με όχημα-εκτός από τις ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες-την Ορθοδοξία και, διαμέσου αυτής, την ιερή γλώσσα του Ευαγγελίου. Ήταν επίσης ο χώρος προς τον οποίο σταδιακά μετατοπίζονταν τα γεωπολιτικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, κατανέμοντάς τον σε ζώνες επιρροής. Τα «Ευαγγελικά» απείχαν χρονικά μόλις δύο χρόνια από την εκλογή του πρώτου Άραβα Πατριάρχη Αντιοχείας το 1899, και την έντονη πλέον διαπάλη ρωσικού και ελληνικού στοιχείου με άξονα τον ανερχόμενο αραβικό εθνικισμό, η εμφάνιση του οποίου «χρεώθηκε» στην Ρωσία, όπως σαράντα χρόνια πριν είχε «χρεωθεί» και τον βουλγαρικό, και όχι άδικα. Υπό αυτό το πρίσμα είναι κατανοητές οι αντιρρήσεις π.χ. του καταξιωμένου καθηγητού ιστορίας Παύλου Καρολίδη για την μετάφραση του Ευαγγελίου. Ο προαναφερθείς συμβούλευε και ενημέρωνε την πολιτική ηγεσία για τους φόβους του, όσον αφορά τα τεκταινόμενα στην Μ. Ανατολή. Θεωρούσε ότι η ελληνική ενδογλωσσική μετάφραση, όχι μόνο θα μείωνε την ιερή γλώσσα των Ελλήνων, αλλά κυρίως θα νομιμοποιούσε τις ανάλογες απόπειρες των άλλων ορθοδόξων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και θα ευνοούσε αποσχιστικές τάσεις από την ορθόδοξη κοινότητα, όπως των Βουλγάρων.
Δεδομένης λοιπόν της αναγνωρισμένης σημασίας της γλώσσας στην διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, τα «Ευαγγελικά» και κατ’ επέκταση τα «Ορεστειακά» ήταν μία οξεία εκφορά της συζήτησης για το αιτούμενο του προσδιορισμού ή του αυτοπροσδιορισμού του ελληνισμού, μετά την τραυματική εμπειρία του 1897. Μαζί με την Ορθοδοξία θεωρούνταν θεμελιώδη συστατικά της ελληνικότητας και κατά συνέπεια το όλο εγχείρημα βιώθηκε ως μέγιστη απειλή για την εθνική ταυτότητα. Αμφότερα λοιπόν, κατά τις αντιλήψεις της εποχής, αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος για την διεκδίκηση εκ μέρους των Ελλήνων τμήματος ή του συνόλου της υπό διάλυση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και για την διατήρηση της πολιτισμικής τους πρωτοκαθεδρίας στον Μ. Ανατολή. Με την ακύρωση λοιπόν των «αντεθνικών» σχεδιασμών, επιτεύχθηκε η κοινωνική γαλήνη, διαφυλάχθηκε αρραγές το εσωτερικό μέτωπο και ικανοποιήθηκε το λαϊκό αίσθημα για το «αναλλοίωτο» της εθνικής ιδιοσυστασίας.
Οι Βρετανοί και γενικότερα οι Δυτικοί λόγω των παραπάνω αλλά και της ρωσοφοβίας τους, φάνταζαν ελκυστικότερος σύμμαχος στον ελληνικό λαό ο οποίος εξέλαβε τον Βούλγαρο-τον προστατευόμενο των Ρώσων- και όχι τον Τούρκο ως εχθρό, κάτι που εκμεταλλεύτηκε η αντιπολίτευση, χωρίς βέβαια ν’ αποκλείεται σε αυτή την έκρυθμη κατάσταση και δυτικός δάκτυλος. Οι αναφορές άλλωστε των Άγγλου και Γάλλου πρέσβεων των Αθηνών οι οποίοι αναγνώρισαν ως αιτία των επεισοδίων την διασύνδεση, στη λαϊκή συνείδηση, του εθνικού με το θρησκευτικό συναίσθημα είναι χαρακτηριστικές. [11]
Ήταν εδραία από τότε η πεποίθηση και στον διεθνή παράγοντα, ότι όταν αλλοιώνεται η πίστη του Έλληνα, αλλοιώνεται και η εθνική του συνείδηση. Δεν είναι τυχαίο συναφώς, ότι και στην περίπτωση του «Μακεδονικού Ζητήματος» εμφιλοχώρησε πάλι-και μάλιστα ως κύριος παράγοντας-το θρησκευτικό στοιχείο, με τους Βούλγαρους να τρομοκρατούν τον ελληνικό πληθυσμό ώστε να αρνηθεί την υπαγωγή του στο Πατριαρχείο και να υπαχθεί στην σχισματική τους Εξαρχία.
Δεδομένων των παραπάνω και της-αποτόκου λόγω αυτών-ρευστότητας και υπό συνεχή διαπραγμάτευση, πολιτισμικών και-κατά συνέπεια- γεωγραφικών ορίων, του ελληνικού έθνους, η αναγνώριση εκ μέρους τρίτης χώρας και μάλιστα σλαβικής, και άλλων συνδιεκδικητών του διαφιλονικούμενου οθωμανικού χώρου (Μ. Βουλγαρία) εκλαμβάνεται ως εχθρότητα απέναντι στον ελληνισμό· πόρισμα που θα οδηγήσει, ιδιαιτέρως μετά το βουλγαρικό Σχίσμα, στο απλό και ευθύγραμμο σχήμα: ρωσική εξωτερική πολιτική → επιθυμία παγκόσμιας κυριαρχίας → πανσλαβισμός (εγκόλπωση των παλαιών Βυζαντινών εδαφών και του θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου) → φιλοβουλγαρισμός → ανθελληνισμός.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω θα πρέπει να εξετάσουμε και άλλο ένα «ανοιχτό μέτωπο» του ελληνισμού εκείνη την χρονική περίοδο: το Κρητικό Ζήτημα. Το συγκεκριμένο, εκτός του ότι ήταν σε κρίσιμη καμπή, συνέπεσε και με την διεξαγωγή του Μακεδονικού Αγώνα και ταυτόχρονα αποτέλεσε τον καταλύτη και το πεδίο ασκήσεως της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αν. Μεσόγειο. Επίσης, διαμόρφωσε σε μεγάλο μέρος τις ισορροπίες και την πολιτική των βαλκανικών κρατών.
Η Κρήτη αυτονομήθηκε το 1897 υπό την επικυριαρχία της Πύλης και με πρώτο ύπατο αρμοστή- με απόφαση των Δυνάμεων– τον πρίγκιπα Γεώργιο. Με την παραίτηση του το 1906 διορίζεται διάδοχος του ο Αλ. Ζαΐμης. Όλοι έβλεπαν ότι η ένωση ερχόταν βαθμιαία σαν ώριμο φρούτο. Για να γίνει αυτό ειρηνικά και να διασφαλίσουν την παρουσία και τα συμφέροντα τους εκεί, οι Δυνάμεις της Αντάντ καταλαμβάνουν το νησί με στρατεύματά τους. Οι Γερμανία και Αυστροουγγαρία απέφυγαν να συμμετάσχουν, για να μην δυσαρεστήσουν τον Σουλτάνο. Αποφασίσθηκε προϊόντος του χρόνου η κατοχή να τερματισθεί στις 24/7/1909. Προκηρύσσονται εκλογές που δεν πραγματοποιούνται λόγω της εμμονής των Κρητών να στείλουν αντιπροσώπους τους στην ελληνική Βουλή. Αυτή η αποχώρηση όμως δεν σήμαινε και αυτοδιάθεση και κατ’ επέκταση ένωση με την Ελλάδα όπως τόνιζαν οι Νεότουρκοι των οποίων το κίνημα είχε επικρατήσει στην Τουρκία από το 1908. Είχαν προηγηθεί τα γεγονότα της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας (στις 5 Οκτωβρίου 1908) και της προσάρτησης από τους Αυστριακούς της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και οι Δυνάμεις δεν βιάστηκαν να πάρουν αποφάσεις που θα προκαλούσαν περαιτέρω την Τουρκία. Στις 6 Οκτωβρίου ωστόσο οι Κρητικοί κήρυξαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Οι Δυνάμεις δήλωσαν ότι η ένωση τελούσε υπό την αίρεση της συγκαταθέσεως τους. Οι Νεότουρκοι βλέποντας την παρελκυστική τακτική των Μεγάλων δημιουργούν ένα τυφώνα οργής για το θέμα. Έχοντας υποχωρήσει στα προαναφερθέντα ζητήματα, χρειάζονταν μια επιτυχία σαν εξισορρόπηση. Πήραν θέση ανυποχωρήτου αντιστάσεως για να προχωρήσουν την κατάλληλη στιγμή, σε αντεπίθεση. Έτσι η Ελλάδα πιέζεται από όλες τις πλευρές για τήρηση «αψόγου στάσεως» καθώς: οι Αγγλία και Γαλλία χαϊδολογούσαν τους Νεότουρκους επικρίνοντάς τους για την εύνοια τους στην Γερμανία. Η Ιταλία ήταν αφερέγγυα. Η Ρωσία υποστήριζε την Βουλγαρία, της οποίας τα συμφέροντα ήταν αντίθετα των ελληνικών. Έτσι η Τουρκία κατάφερε να παραπεμφθεί το θέμα στις καλένδες. Εξαιτίας αυτού ο Γεώργιος εξέφρασε την πικρία του στους πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας : « Η δυναστεία ζημιώθηκε εξαιτίας της συμφοράς του 1897 και οφείλει την διάσωση της στην αυτονομία της Κρήτης. Ωστόσο, επιβάλλεται αυτή η αυτονομία να τηρήσει όλες τις υποσχέσεις της, διαφορετικά θα υπονομευθεί αθεράπευτα το κύρος της δυναστείας».[12]
Σε τέτοιες δραματικές περιστάσεις συνειδητοποιούν όλοι ότι το πειστικότερο των εθνικών δικαίων επιχείρημα είναι η δύναμη. Ο ελληνικός λαός αγανακτεί και ασφυκτιά βλέποντας την καθεστηκυία τάξη της χώρας να απραγεί για τα δίκαια του ελληνισμού που τόσο κατάφωρα παραβιάζονταν από Οθωμανούς και Βουλγάρους. Υποφέρει από αφάνταστη αγωνία και αναγνωρίζει ως υπαίτιους για την επικρατούσα κατάσταση, αυτούς που δεν διδάχθηκαν τίποτα από το 1897, που δεν εξόπλισαν τη χώρα, παρόλο που ο νέος πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος και είχε επιπλέον μεσολαβήσει το έπος του Μακεδονικού Αγώνος.
Τα λόγια του Έλληνα ΥΠΕΞ Γ. Μπαλτατζή προς τον Γάλλο πρεσβευτή ήταν προφητικά και χαρακτηριστικά των λαϊκών συναισθημάτων: «Πιστέψτε με, ο λόγος που κάνουν τόσο θόρυβο στην Κωνσταντινούπολη για το ασήμαντο γι’ αυτούς Κρητικό είναι για να εξάψουν τα πνεύματα εναντίον μας. Επιδίωξή τους είναι να συντρίψουν τους Έλληνες. Οι Νεότουρκοι τους φοβούνται και γιατί είναι τόσοι πολλοί μέσα στην Τουρκία, αλλά και επειδή είναι αδύνατο να οργανώσουν συνταγματικά την χώρα τους χωρίς να παραχωρήσουν στους Έλληνες σημαντική θέση. Καθώς δεν επιθυμούν να τους δώσουν αυτό που δικαιούνται, θα προσπαθήσουν να τους εκμηδενίσουν με την βία. Χρησιμοποιούν την Κρήτη σαν πρόσχημα για να κηρύξουν τον πόλεμο, όχι μόνο κατά του ελληνικού βασιλείου, αλλά εναντίον ολόκληρου του ελληνισμού».[13]
Αν ο ελληνικός λαός με τις κινητοποιήσεις του στα «Ευαγγελικά» και «Ορεστειακά» αποσόβησε, τον «εθνικοθρησκευτικό» του εκφυλισμό και ενδυνάμωσε την κοινωνική του συνοχή, με την αίσια έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα αποκτά και την εθνική αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του απολύτως αναγκαία για την διαφαινόμενη και επικείμενη σύγκρουση με Οθωμανούς και Βουλγάρους. Δέον να αναφερθεί, ότι και στην τελευταία περίπτωση, η πολιτική ηγεσία της χώρας αναγκάστηκε να «αφυπνισθεί» από την δράση κυρίως της Εθνικής Εταιρείας, η οποία στην ουσία ήταν ένα παράκεντρο εξουσίας και έστελνε εθελοντές στρατιωτικούς αλλά και χρήματα, για την διεξαγωγή και την οργάνωσή του Αγώνα.
Πλέον το διακύβευμα για τον ελληνισμό ήταν να αποκαταστήσει την διαρραγείσα ψυχική ενότητα με την ηγεσία του ή-αν αυτό ήταν αδύνατο-να την αντικαταστήσει. Το τελευταίο επετεύχθη με το έχον ισχυρότατη λαϊκή αποδοχή, αναίμακτο στρατιωτικό κίνημα στου Γουδή από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο το 1909 (15/28 Αυγ 1909). Η Τουρκία ήδη πορευόταν στον δρόμο της αναδημιουργίας και της ανασυντάξεως με την επέμβαση των Νεοτούρκων το 1908. Καιρός να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα: ήταν ζήτημα εθνικής επιβιώσεως. Με το εν λόγω κίνημα, ανεδείχθησαν νέα πολιτικά πρόσωπα και σχηματισμοί, τα οποία επέδρασαν καταλυτικά στις μετέπειτα εξελίξεις και ανέλαβαν να μετουσιώσουν τα εθνικά οράματα, σε εθνική στρατηγική.
Ο Σύνδεσμος αξιώνει και πετυχαίνει την απομάκρυνση από το Στράτευμα των Διαδόχου και Πριγκίπων και επιβάλλει τον Βενιζέλο παρ’ όλες τις ιδιόρρυθμες σχέσεις του με τα Ανάκτορα. Ο Γεώργιος μόλις και μετά βίας, με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων παραμένει στον θρόνο, ταπεινωμένος. Ο Κρητικός πολιτικός εκλέγεται με συντριπτική πλειοψηφία πρωθυπουργός της χώρας στις 16 Δεκεμβρίου 1910 και ισχυροποιεί στο έπακρο Στρατό και Ναυτικό και όχι μόνο: προμηθεύτηκε επιπλέον σύγχρονα και πρωτοποριακά για την εποχή οπλικά συστήματα. Εκτός από την αγορά 14 συγχρόνων γαλλικών-αγγλικών-γερμανικών συμβατικών πλοίων επιφανείας και του θρυλικού ΑΒΕΡΩΦ[14] , η Ελλάδα προχώρησε και στην απόκτηση από τη Γαλλία δύο υποβρυχίων, καθώς και δύο υδροπλάνων συγκροτώντας τις πρώτες μονάδες Αεροπορίας Ναυτικού. Το ένα απ’ αυτά μαζί με το υποβρύχιο «Δελφίν» ήταν τα πρώτα στο είδος τους παγκοσμίως που μετείχαν σε αεροναυτικές επιχειρήσεις[15]. Η Γαλλία είχε καταστεί πανευρωπαϊκά το κέντρο της αεροπορικής δραστηριότητας, κατασκευάζοντας τα πρώτα αεροπλάνα – το 1909 έγινε η πρώτη χώρα που συγκρότησε Αεροπορική Υπηρεσία Στρατού. Έτσι, ο διορατικός Βενιζέλος, απέστειλε στη Γαλλία έξι αξιωματικούς του Στρατού Ξηράς για να εκπαιδευτούν ως πιλότοι, καθιστώντας την Ελλάδα, μια από τις πρωτοπόρες χώρες παγκοσμίως στην συγκρότηση Πολεμικής Αεροπορίας. [16]
Τα δεδομένα στο διπλωματικό παίγνιο αλλάζουν δραματικά αφού πλέον η Ελλάδα αντιμετώπιζε ψυχρά τις τουρκικές απειλές πολέμου. Έτσι ο Έλληνας βασιλιάς παραπονούνταν χαρακτηριστικά στους Γάλλους ότι : «Η Ανατολική Ρωμυλία είναι ηπειρωτική και η Βουλγαρία την κατάπιε σαν χάπι. Γιατί οι Μεγάλοι δεν επιτρέπουν στην Ελλάδα να φέρει με τον ίδιο τρόπο στους κόρφους της την Κρήτη; Είναι το μόνο που ζητάει η Μεγαλόνησος!». Η απάντηση ήρθε διά στόματος του Γάλλου ΥΠΕΞPiseaut : «Η Τουρκία είναι ισχυρή, η Βουλγαρία αποτελεί δύναμη, η Ελλάδα όμως είναι ανίσχυρη. Επομένως αντί να παραπονείται ο βασιλιάς της, θα έπρεπε να φροντίσει να της εξασφαλίσει την αναγκαία δύναμη για δράση.»[17]
Αυτή η απάντηση έκανε εμφανή την στάση των Μ. Δυνάμεων που λόγω των αντιπαλοτήτων τους, μη μπορώντας να βρουν την «χρυσή τομή», επέλεξαν την στάση του Πόντιου Πιλάτου. Κατά συνέπεια οι Βαλκάνιοι θα δρούσαν υπό το καθεστώς μιας ιδιότυπα αυξημένης «αυτονομίας». Στην χερσόνησο του Αίμου αρχίζουν ν’ ακούγονται τα τύμπανα του πολέμου. Οι Σέρβοι επωφελούμενοι εισβάλλουν στην Αλβανία. Ο Ελληνικός Στόλος ναυλοχεί στον Βόλο ενώ ο Στρατός άρτια εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος απ’ την Γαλλία σίγουρα δεν θα επέτρεπε ένα νέο 1897.
Ωστόσο το πιο πολύτιμο κομμάτι στο επετειακό μας ψηφιδωτό αποτελούν τα ημερολόγια, οι επιστολές, οι αναφορές που γράφονται από και για το μέτωπο. Αυτό που τους δίνει αξία, είναι η αμεσότητα καταγραφής. Είναι αναμφίβολα τα κατ’ εξοχήν δείγματα αποτύπωσης βιωμάτων αλλά και της τεράστιας συναισθηματικής φορτίσεως των μαχητών. Το ταξίδι στον χρόνο μέσω αυτών των γραπτών κειμένων, ασκεί μία ακατανίκητη έλξη, προσδίδοντας στην μνήμη μια εξαιρετική πυκνότητα, αλλά και την τρομερή ψευδαίσθηση για τον αναγνώστη, της μετάλλαξης του παρελθόντος σε παρόν.
Μορφωμένοι ή όχι, οι συντάκτες τους έχουν ένα κοινό: δεν γνωρίζουν αν την επόμενη ώρα, το επόμενο λεπτό θα είναι ζωντανοί. Υπό αυτό το πρίσμα η αξία τους είναι ανυπολόγιστη. Αυτές οι καταθέσεις ψυχής, διότι περί τέτοιων πρόκειται, είναι αφτιασίδωτες, ξερές-λιτές-χωρίς ανούσιους βερμπαλισμούς.
Από τα στοιχεία των στρατολογικών γραφείων που συγκεντρώθηκαν κατά το 1911 φαινόταν ότι ήταν δυνατό να επιστρατευτεί αρκετά μεγαλύτερη δύναμη από αυτή που προέβλεπε το σχέδιο επιστρατεύσεως. Η Ελλάδα κατάφερε να παρατάξει 120 χιλιάδες στρατό, (ενώ οι εκτιμήσεις των ξένων-ακόμα και των βαλκάνιων συμμάχων-μιλούσαν για 50 χιλιάδες), και 140 χιλιάδες πολιτοφυλακή και εφεδρείες.[18] Όμως τα υπάρχοντα εφόδια και υλικά δεν έφταναν για να καλύψουν αυτή τη διαφορά. Έτσι, αποφασίστηκε η επιστράτευση μόνο των γυμνασμένων αντρών των κλάσεων 1898-1910, οι οποίοι επάνδρωσαν επτά πλήρεις μεραρχίες, τέσσερις σχηματισμούς ευζώνων, εμπροσθοφυλακές που είχαν υπηρετήσει στην περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα σε διάφορες θέσεις όπου επρόκειτο να γίνουν οι εχθροπραξίες, και το απόσπασμα Ηπείρου.[19]
Αυτή η πληθώρα στρατευσίμων ήταν η απότοκος κατάστασις του γεγονότος ότι μεγάλο ποσοστό του Ελληνικού Στρατού την εποχή εκείνη, προερχόταν από την αθρόα εθελουσία κατάταξη επανελθόντων εκ του εξωτερικού ομογενών. Το γεγονός της προσέλευσης χιλιάδων εξ αυτών από όλο τον κόσμο στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1912 κατέστησε αδύνατη την ένταξή τους στον Στρατό, η οποία ανεστάλη οριστικά στις 04 Οκτωβρίου με διάταγμα !! Τις εικόνες αυτές περιγράφει ανάγλυφα ο Λεμεσιανός, Αριστείδης Ζήνων: «[…]Προ 10ημέρου ακριβώς κατετάχθημεν καμιά πενηνταριά εις το έμπεδον[…]Πως στο δεκαήμερον αυτό διάστημα υπερέβημεν τους 500; […]Και πως αυτό το θαύμα παρατηρείται εις όλα τα σώματα του στρατού μας εδώ; Την απάντησιν μας την δίνουν οι καθημερινώς ερχόμενοι έφεδροι, επίστρατοι, εθνοφρουροί, διαθέσιμοι, ανυπότακτοι και εθελονταί. Μας την δίδουν οι εκατοντάδες των εξ Αυστραλίας Ελλήνων, των μη δισταζόντων να διασχίζουν απόστασιν 56 ημερών δια να φθάσουν εδώ. Μας την δίδουν τώρα οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώται, οι Σάμιοι, οι Ίκαριοι, οι Χίοι, οι Μυτιληναίοι, οι καθ’ εκατοντάδας καθημερινώς αφικνούμενοι και εκλιπαρούντες την χάριν να τεθώσι και αυτοί εις την γραμμήν των προμάχων της πατρίδος. Μας την δίδουν οι Κοζανίται, οι Κων/πολίται, οι Κρήτες, οι Κύπριοι[…]».[20]
Το πρώτο «θύμα» της αποφάσεως αυτής υπήρξαν οι εκ Κύπρου Έλληνες εθελοντές, σε μεγάλο αριθμό των οποίων απαγορεύθηκε η κατάταξη με απόφαση της ελληνικής κυβερνήσεως προκειμένου να μην διαταραχθούν οι σχέσεις με την Αγγλία η οποία ουσιαστικά είχε απαγορεύσει κάτι τέτοιο.
Ανεξάρτητα όμως από τις προαναφερθείσες πολιτικές εξελίξεις που άλλωστε προοιωνίζονταν εξαιρετικά αίσιες, οι Βαλκανικοί έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες της Κύπρου να αποδείξουν τα αισθήματα αλληλεγγύης του εκεί Ελληνισμού προς τη Μητρόπολη. Η απαγόρευση κατάταξης εθελοντών «επέβαλλε» την εθελοντική μετάβαση στην Αθήνα πολλών επωνύμων Κυπρίων (πολιτευτών, βουλευτών, Δημάρχων, δικηγόρων, γιατρών κ.ο.κ) ώστε να εξισορροπηθεί η απειλούμενη απουσία πολυάριθμων συντοπιτών τους με την δική τους, «ηχηρή» οπωσδήποτε, παρουσία. Οι Κύπριοι εθελοντές ήταν 1500-1800 τουλάχιστον (μαζί με το σύνολο σχεδόν των φοιτητών στην Αθήνα)[21] , ενώ το ευπρόσωπο ποσό των 16.000 λιρών που απεστάλλη στην Αθήνα ως προϊόν «εθνικών εράνων», ήταν εξαιρετικά υψηλό δεδομένων των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων των νησιωτών. Οι μαρτυρίες λοιπόν των εθελοντών αυτών, ταπεινών δευτεραγωνιστών στις επιχειρήσεις, έχουν ξεχωριστή σημασία καθώς περιγράφουν τα γεγονότα υπό την οπτική των Ελλήνων της Κύπρου, μιας περιοχής που αν και δεν είχε απασχολήσει ακόμη την κοινή γνώμη όσο η Κρήτη ή η Μακεδονία, θα αποτελούσε στα επόμενα χρόνια την μεγαλύτερη εθνική διεκδίκηση.
Ήταν φυσιολογικό, η απελευθέρωση άλλων να προκαλέσει συνειρμικά συναισθήματα αυτών των υποδούλων στους Άγγλους, Ελλήνων, για την επανάληψη παρομοίων σκηνών στην Κύπρο. Ο πιο ενθουσιώδης Ι. Πηγασίου ομολογεί με ιερή αγανάκτηση και παράπονο, βλέποντας τους συναδέλφους του να πανηγυρίζουν για την απολύτρωση των ιδιαίτερών τους πατρίδων: «Έπαθα ως παθαίνει ένα παιδί το οποίον βλέπει τας θωπείας τας μητρικάς, τας τόσας περιποιήσεις, αυτό δε ιστάμενον μακράν παρακολουθεί με πικρόν παράπονον, διότι δεν εκτείνεται ένα χέρι να το θωπεύσει[..]» «Με το αίμα της Κύπρου θα χαραχθούν ευρύτερα μέχρι του δικού μας αιγιαλού τα όρια της μεγάλης Ελλάδας», γράφει στη νεκρολογία του για τον πεσόντα Κ. Κοιλανιώτη τον Ιούλιο του 1913, ο Ν. Κλ. Λανίτης, βουλευτής Λεμεσού και επίσης εθελοντής Βαλκανικών.[22]Ενώ ο σαραντάχρονος Χριστόδουλος Σώζος Δημάρχος και Βουλευτής Λεμεσού, εμβληματική μορφή του κυπριακού ελληνισμού, αρνήθηκε μαζί με τον σαρανταδυάχρονο Ε. Χατζηιωάννου επίσης βουλευτή, οποιαδήποτε προνομιακή μεταχείριση από τον Βενιζέλο, στον οποίον παρουσιάσθηκαν σε μία έντονα φορτισμένη συναισθηματικά, συνάντηση. Ο πρώτος έπεσε ηρωικά στο Μπιζάνι, και σε δικαιολογητική επιστολή προς την γυναίκα του για την-στην κυριολεξία-απόδρασή του από την Κύπρο αναφέρει: «Ημείς έχομεν καθήκοντα τα οποία ουδεμία δύναμις, ουδέν φίλτρον (εννοεί το πατρικό και τις οικογενειακές μέριμνες) πρέπει να τα εμποδίζει από του να ενασκώνται. Αν είμεθα ηγέται των υποδούλων λαών, οφείλομεν δια του παραδείγματός μας και της θυσίας μας να τους παιδαγωγώμεν, όπως και εκείνοι γίνωσιν άνθρωποι συναισθανόμενοι τα καθήκοντά των».[23]
Το παρών έδωσαν όμως και οι ελληνικές παροικίες της Αφρικής. Σταχυολογώντας ανακαλύπτουμε από το ημερολόγιο του Δημητρίου Α. Καμπάνη ομογενή από το Σουδάν : «Στις 4/17 Οκτωβρίου, μαζί με είκοσι άλλους και μία Εγγλέζα νοσοκόμο, ξεκινήσαμε. Όλη η παροικία είχε μαζευτεί στο Σταθμό για να μας κατευοδώσει. Συγκίνηση, ευχές, ενθουσιασμός. Από σταθμό σε σταθμό, μεγάλωνε ο αριθμός μας από άλλους που βιάζονταν επίσης να φτάσουν εγκαίρως στην Πατρίδα. Μέσα στο τρένο μάθαμε πως είχε κηρυχθεί ο πόλεμος. Στην Αλεξάνδρεια, όταν φτάσαμε, βρήκαμε τους Έλληνες στο πόδι. Ενθουσιασμός μεγάλος. Όλοι ήθελαν να πάνε εθελοντές. Μπαρκάραμε σε ρωσικό πλοίο, το «Τσικατσώφ», που γέμισε με επιστράτους, εθελοντές και τον Ερυθρό Σταυρό. Η ανυπομονησία μας να φτάσουμε ήταν μεγάλη. Στον Πειραιά μαθαίνουμε πως ο Στρατός μας μπήκε στην Ελασσόνα. Κόσμος άπειρος στην προκυμαία. Ενθουσιασμός, συγκίνηση[…]Στις 2/15 Νοεμβρίου μας επιθεωρούν στο Γουδί. Ήμαστε περίπου 1.000 άνδρες από όλα τα μέρη της γης. Στις 3/16, με βραδινή πορεία, κατεβήκαμε στον Πειραιά για να μπαρκάρουμε. Πώς φτάσαμε, ο Θεός το ξέρει∙ ποτέ δεν είχαμε κάνει πορεία με όλα μας τα πράγματα, και οι περισσότεροι από μας ήταν άνθρωποι του γραφείου ή του μαγαζιού. Γεωργοί ή εργατικοί δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου».[24] Επίσης πενήντα Έλληνες από την Ν. Αφρική εγκαταλείποντας τα πάντα και υπακούοντας στην συνείδησή τους, έρχονται υπό τον Ιωάννη (Τζων) Κώστα εκ Θεσπρωτίας καταγόμενο για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.[25]
Με τον ίδιο ζήλο οι ελληνοαμερικανοί παρουσιάστηκαν είτε κατά μόνας (ανέρχονταν τουλάχιστον σε εκατοντάδες), είτε με τον Λόχο που συγκρότησαν (4ος Λόχος,1ουΤάγματος, Ανεξαρτ. Συντ. Κρητών) τον επονομαζόμενο «εθελοντικό Λόχο Νέας Υόρκης»,[26] πλήρως οργανωμένο και εξοπλισμένο που έφθασε στον Πειραιά. Αυτός ο Λόχος σχεδόν αποδεκατίσθηκε κατά τις επιχειρήσεις στο Μπιζάνι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Βασίλειος Χαρ. Σουρραπάς (1889-1975) ο και μετέπειτα ιδρυτής της γαλακτοβιομηχανίας ΕΒΓΑ. Έχοντας μεταναστεύσει στις ΗΠΑ από την ηλικία των 8 ετών, δεν διδάχθηκε την ελληνική γραφή γι’ αυτό και το ημερολόγιό του είναι γραμμένο ηχητικά. Ξεκινά ως εξής:
«Μετά την κήρυξιν της επιστρατεύσεως και την κήρυξιν του Βουλγαροτουρκικού πολέμου, μη δυνάμενος εκ της γενικής συγκινήσεως να μένω απαθής μακράν της πολυπαθούς Πατρίδος και των πεδίων των μαχών, όπου η ηλικία μου υπηρετούσε εκ του έτους 1910 και η οποία πρώτη περιπλέχθει εις τον πόλεμον, απεφάσισα όπως έλθω και συνδράμω και ηθικώς τον αγώνα υπέρ των όλων». [27]
Με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων επικράτησε μεγάλη αναταραχή λόγω της επιστράτευσης τόσων πολλών ανθρώπων και της επίταξης όλων των διαθέσιμων μέσων μεταφοράς. Ωστόσο ο ενθουσιασμός περίσσευε και το πνεύμα εθελοθυσίας κυριαρχούσε.
Όπως αναφέρει ο Δημαράς:
«Εις το διδακτήριον κατά τας ώρας της διδασκαλίας, άλλοτε μεν επί τη ευκαιρία του απερχομένου εις τον πόλεμο συναδέλφου, άλλοτε δε επί τη αναγγελία ευφροσύνου γεγονότος πολεμικού ή μεταφοράς αιχμαλώτων, οι τοίχοι του σχολείου αντηχούσι με ζητωκραυγάς των μελλόντων στρατιωτών μας υπέρ των μαχομένων, με κίνδυνον να παρεξηγηθεί ο διδάσκαλος από τους τυχόν διαβαίνοντας κατά την ώρα εκείνην έξωθεν του σχολείου, επειδή δήθεν παραμελεί το κύριον έργον του».[28] Αλλά η προηγούμενη αναφορά για «μέλλοντες» στρατιώτες, είχε ορισμένες απροσδόκητες όσο και απίστευτες εξαιρέσεις….
Έτσι στην Πεδιάδα του Αξιού, κοντά στον Αθύρα Πέλλας, στις 22 Οκτωβρίου 1912 έχουμε την παρακάτω μαρτυρία: «[…]Σήκω επάνω! προσθέτει κατόπιν απευθυνόμενος προς το πράγμα που εκινήθη. Μη φοβήσαι. Είνε δικοί μας. Και βλέπομεν τότε παρουσιαζόμενον ένα παιδίον, ένα ενδεκαετή μάγγαν με μεγάλα μάτια διαβολικώς έξυπνα και εν τούτοις δειλά ως κόρης. Μας τον παρουσιάζουν και μας διηγούνται την ιστορίαν του, η οποία είνε απλουστάτη. Ήτον λούστρος εις τον Πειραιά. Εφλέγετο από τον πόθον να μεταβή εις τον πόλεμον, να κάμη κάτι διά την Πατρίδα. Παρουσιάσθη εις μερικούς αξιωματικούς, λέγων εις αυτούς ότι ήθελε να καταταχθή. Αυτοί εγέλασαν μαζί του. Κατόπιν ο στρατός ανεχώρησε διά τα σύνορα. Εν ατμόπλοιον έφερε το χειρουργείον τούτο από τον Πειραιά εις τον Βόλον. Πριν φθάσουν εις τον Βόλον, ο μάγγας αυτός εξήλθεν από το κύτος του πλοίου όπου ήτο κρυμμένος οπίσω από μερικά κιβώτια. Εγέλασαν και πάλιν, αλλά τον εκράτησαν την φοράν αυτήν. Και έκτοτε ζη εις το χειρουργείον του ιατρού Μωραΐτου. Ηκολούθησεν όλας τας πορείας πεζός όπως και οι στρατιώται. Οι μικροί του πόδες του δυστυχούς είνε αιματωμένοι, αλλ’ εν τούτοις θ’ απετέλει βαρείαν προσβολήν δι’ αυτόν το να προτείνη τις να χρησιμοποιή ενίοτε εις τας πορείας κανέν από τα υποζύγια του χειρουργείου… Τρώγει … όταν και οι άλλοι τρώγουν. Κοιμάται μαζί τους. Και υπηρετεί την Πατρίδα του βοηθών με όλας του τας μικράς δυνάμεις τους δεχθέντας αυτόν, παρέχων εις αυτούς μυρίας μικροϋπηρεσίας. Τον καλούν «ο μικρός εθελοντής[…]»[29]
Επιπλέον στην εφημερίδα «Εστία» της 23-8-1913 μνημονεύονται τα εξής: «Ο Νεώτερος Έλλην Υπαξιωματικός: Σας παρουσιάζομεν σήμερον τον μικρότερον υπαξιωματικόν του Ελληνικού Στρατού. Είναι ηλικίας 12-13 ετών και κατάγεται από το Φισκάρδον της Κεφαλληνίας. Το όνομα του ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ. Ο πατέρας του αρτοποιός εις την Ύδραν, η μητέρα του μένει εις τον Πειραιάν και αυτός ήτο υπηρέτης εις Πύλον όπου τον εύρεν η επιστράτευσις. Το πολεμικόν μένος που είχε καταλάβει όλον τον κόσμο, ηλέκτρισε και τον μικρόν υπηρέτην, ο οποίος εζήτησεν αμέσως όσα χρήματα είχε να λαμβάνει από τον πάτρωνά του και την επομένη απεβιβάζετο εις Αθήνας, παρουσιασθείς εις το Στρατολογικόν γραφείον όπως καταταχθή εθελοντικώς. Η ηλικία του δεν εβοήθησε την αποδοχήν της αιτήσεως του και ο μικρός έφυγε από το γραφείον λυπημένος αλλ’ όχι και απηλπισμένος. Μίαν πρωίαν διαφυγών την προσοχήν των φρουρών, εσκαρφάλωσεν εις τον μεταξύ των δύο βαγονίων χώρον και μαζή με τον στρατόν έφθασεν εις την Λάρισσαν, όπου επί τέλους μετά την τόσην του επιμονήν εγένετο δεκτός εις το 18ον σύνταγμα της 6ης Μεραρχίας ως ‘παιδί το συντάγματος’. Εις την μάχην της Ελασσώνος έγεινε κάτοχος Τουρκικού λαφύρου, όπλου Μαρτίνι, με το οποίον έλαβε το βάπτισμα του Πυρός. Η ανδρεία του εξετιμήθη από όλους και εις την μάχην του Σαρανταπόρου, του εδόθη εις ένδειξιν αναγνωρίσεως της ικανότητός του, Μάλινχερ. Εις την πεισματώδη μάχην του Κιλκίς ευρέθη μεταξύ πέντε Βουλγάρων αιχμάλωτος, αλλά καθ’ ην στιγμήν οι Βούλγαροι ησχολούντο να εύρουν κανένα σχοινί δια να τον δέσουν, αυτός αρπάζει το Μάλινχερ και ρίπτει νεκρούς τους τρεις, ενώ οι δύο άλλοι εσώζοντο δια της φυγής. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ο μικρός στρατιώτης έσωσε και έναν τραυματίαν εύζωνον, όστις θα περιήρχετο εις χείρας των δημίων. Το γεγονός τούτο της ανδραγαθίας του λιλυπουτείου υποδεκανέως επιστοποιήθη και επισήμως, μεθ’ ο και ο διοικητής του, τον προήγαγε εις δεκανέα».[30]
Το απόφθεγμα λοιπόν που δονούσε κάθε ελληνική ψυχή «για τον αδελφό τον σκλαβωμένο και της πατρίδος την τιμή» ληφθέν από το εμβατήριο «Τα Κανόνια» αποδίδει πιστά την αυταπάρνηση που έδειξε ο Έλληνας στρατευμένος, στα πεδία των μαχών και ενσαρκώνει το «κοινό περί Δικαίου αίσθημα» από το οποίο διακατεχόταν η ελληνική κοινωνία την εποχή εκείνη.
Φυσικά από το προσκλητήριο αυτό δεν μπορούσαν ν’ απουσιάζουν οι Κρητικοί που επιτέλους είδαν τα όνειρά τους για ένωση να πραγματοποιούνται. Έτσι στο ημερολόγιο του Ιωάννου Καραβίτη Οπλαρχηγού, επικεφαλής προσκοπικού σώματος Κρητών αναγράφονται τα παρακάτω: «[…] Οι πλείστοι των ανδρών είναι, περίπου είκοσι ετών διότι εστρατολογήσαμε και εγώ και ο Μακρής εκ των αστρατεύτων και οι αστράτευτοι ή θα ήσαν κάτω του 21 έτους ή πάνω των 40, εκτός αν ήτο κανείς Κρητικός, μέχρι των είκοσι πέντε ετών. […] Άμα μπήκαμε στο τραίνο, σε δύο βαγόνια τρίτης θέσεως, ευτυχώς που δεν ήσαν από ’κείνα που έγραφαν: «Ίπποι 8, άνδρες 40», και εδόθη το τελευταίο συνθηματικό σφύριγμα προς εκκίνησιν, αρχίσαμε το τραγούδι που λέγουν στην Κρήτη όταν κινούν για να πάνε να πάρουν τη νύμφη». [31]
Ο Τύπος και η λογοτεχνία είναι τα κύρια μέσα με τα οποία μπορεί ο ερευνητής να «αφουγκραστεί» το κλίμα της εποχής. Έτσι και στους Βαλκανικούς πολέμους οι πολεμικές ανταποκρίσεις για τις νικηφόρες προελάσεις, το πατριωτικό παραλήρημα των απελευθερωμένων πληθυσμών και οι ατέλειωτοι κατάλογοι των νεκρών συνέθεταν το Δελτίο Πολέμου. Επρόκειτο για τη σημαντικότερη στήλη με τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα. Μάλιστα πολλές φορές η ίδια εφημερίδα εξέδιδε ακόμη και τέσσερα φύλλα την ίδια ημέρα όταν τα νέα από το μέτωπο ήταν καταιγιστικά.
Στην περίοδο που αναφερόμαστε μπορούμε να πούμε ότι η λογοτεχνία προηγήθηκε των πυροβολισμών. Περίοπτη θέση κατέχει εδώ ο γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωστής Παλαμάς, ο οποίος με τα επικολυρικά του έργα διέτρεξε την ελληνική ιστορία με στόχο την εμψύχωση και την ανάταση του Ελληνισμού: Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Η Φλογέρα του Βασιλιά, το έργο Στην Χώρα που αρματώθηκε, μια ενότητα αφιερωμένη στους Βαλκανικούς Πολέμους από την συλλογή του «Πολιτεία και Μοναξιά». Κορωνίδα όλων αυτών των «στρατευμένων» δημιουργιών ήταν το εμβατήριο «Εμπρός» τον Σεπτέμβριο του 1912, που στη συνέχεια μελοποιήθηκε από τον Καλομοίρη.
Στην ίδια κατεύθυνση, η Πηνελόπη Δέλτα εξέδωσε τα βιβλία της «Παραμύθι χωρίς Όνομα», «Για την Πατρίδα», «Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου».[32]
Ο Έλληνας μαχητής δεν αρνούνταν τις μικρές απολαύσεις της ατομικής ευτυχίας, την οικογενειακή θαλπωρή, δεν ήταν φιλοπόλεμος. Το κάλεσμα της Πατρίδας όμως νίκησε την ανάγκη του για ζωή και την αντικατέστησε με δίψα για αθανασία και δόξα˙ και η δόξα ποτέ δεν κοιμήθηκε σε μαλακό κρεβάτι. Πάντοτε οι αθώοι είναι έτοιμοι για όλα. Οι ένοχοι φοβούνται. Οι ευρισκόμενοι εν δικαίω ποτέ. Οι αθώοι είναι σε κάθε στιγμή, έτοιμοι για τη ζωή και τον θάνατο. Και αυτό είναι μεγαλειώδες.
Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο ημερολόγιο της αδελφής του θρυλικού Παύλου Μελά και Εθελόντριας-άμισθης πολλές φορές-Νοσοκόμας του ΕΕΣ, Άννας: «[….] Λοιπόν αν είμαι χαρούμενη απόψε, είναι απλώς διότι η λέξις «σε αναμένομεν» δεν υπήρχε στο τηλεγράφημα της οικογενείας. Εννοούν και αυτοί πως όσο τους ανήκω, ανήκω και εις αυτά τα δύστυχα όντα (εννοεί τους στρατιώτες), που το καθένα ήθελε να είχε μάννας, αδελφούλας την περιποίησιν, ας έχουν την δική μου τουλάχιστον[...] Την Πέμπτη αναχωρώ δια την Γευγελή (μετά από άδεια). Πάλιν στην Μακεδονία θα ευρεθώ. Με όλη την λύπη που έχω ν’ αφήσω τα παιδιά μου, αισθάνομαι κρυφή χαρά να ξαναζήσω με τα ευζωνάκια μου τα κακόμοιρα[….] Εγώ λυπούμαι όλους και όλες που δεν ευτύχησαν να είναι στην γραμμή του πυρός[…] Από πάνω βεβαίως (εκ Θεού εννοεί) μας μετεδόθη η ιδανική δύναμις της εκδικήσεως. Ας λέω δεν εξηγείται η αντοχή μου. Δέκα μήνες τώρα εγκατέλειψα σαν τον τελευταίο στρατιώτη την οικογένειά μου, άλλο δεν ωνειρευώμην. Εκδίκηση, νίκη, τίποτε δεν με ανησύχησε, καμία κακουχία δεν φοβήθηκα. Όλα ζωηρά, χαρούμενα τα έβλεπα εμπρός μου[…] επιτέλους διελύθη η ομίχλη, όσο κατεβαίναμε το Τζαμί Τεπέ την αφήναμε πίσω, με όλες μας τις αναμνήσεις των αλησμονήτων ημερών που πέρασα εκεί πάνω ψηλά, πολύ ψηλά. Θα κρατήσω στην μνήμη μου μίαν ευτυχεστάτην περίοδον του βίου μου, που μ’ έκαμε και έζησα όχι περήφανα μόνον, αλλά ιδανικά. Είδα πραγματοποιημένο το όνειρόν μου[…]»[33]
Ο νεαρός Κύπριος εθελοντής Προκόπης Χατζιμιλτής εξάλλου γράφει: «Και πάλι θα αναβώ στο σώμα μου, διότι εκεί είναι η ζωή η ευχάριστη. Να πολεμάς μέραις ολόκληρες κατά των απίστων χωρίς να κλεις μάτι, χωρίς να τρως, χωρίς να πίνης και όμως να θέλης αυτή την ζωή. Να κοιμάσαι μηνάδες τώρα στο ύπαιθρο μέσα σε χιόνια, να ακούης να περνούν από πάνω σαν βροχή οι σφαίρες και όμως να μην μπορείς να κάνεις δίχως της! Ε! ψυχή μου! Αυτή είναι ζωή! […]». Στο ίδιο ύφος ο Σώζος αναφέρει: «Ότι με πειράζει περισσότερον είναι το ζήτημα της καθαριότητος[…]Αχ τι είναι ο πόλεμος; Μηδέν. Είναι μια στιγμή ευφροσύνης. Το παν είναι οι κακουχίαι, η βρώμα, η πείνα, […]Όλα αυτά όμως είν’ ωραία, όταν σκέπτομαι ότι μερικά πράγματα που ούτε στον ύπνο μου τα εβλέπαμεν, εγένοντο πραγματικότητες: Η Θεσσαλονίκη δική μας, η πρωτεύουσα της Μακεδονίας ελληνική!![…]»[34] . «Είχαμε πολλά και ημείς να πούμε για την δόξα των προγόνων. Ήτο καιρός με τας ιδικάς μας θυσίας να αρχίσωμεν να πελεκώμεν τας πέτρας του βάθρου και της ιδικής μας δόξης» γράφει με αρχαιοελληνική συναίσθηση της υστεροφημίας ο βουλευτής Λάρνακας-Αμμοχώστου και μπιζανομάχος τραυματίας Ε. Χατζηιωάννου, ενώ ο επίσης Κύπριος εθελοντής και το 1897, Ε. Σχίζας ξεσπά: ‘Μου εδόθη ευκαιρία να αποπλύνω το αίσχος του ατυχούς ’97, το οποίον θα μου πίεζε αιωνίως το στήθος’».[35]
Χαρακτηριστικό επίσης του πνεύματος που επικρατούσε μεταξύ των στρατιωτών είναι και το εξής ιλαροτραγικό περιστατικό που διασώζει ο Λεμεσιανός Μιχαήλ Γεωργιάδης κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων, περιγράφοντας την στάση φίλου και συντοπίτη του: «[…]Δεν μπορούσα ν’ αποφύγω τον θαυμασμόν μου προς τον φίλον Δημήτριον Θωμάν˙ κατά την επίθεσιν έτρεχε με τους πρώτους φωνάζων ως παράφρων. Δύο οβίδες έπεσαν δίπλα του˙ ενόμιζα ότι εφονεύθη και έτρεξα. Αλλ’ ευτυχώς δεν έπαθε τίποτε. Εσηκώθη, έτριψε λίγο τα μάτια του και πάλιν εμπρός[…]»[36] .
Αυτό το «Εμπρός», πάντα «Εμπρός» το αφουγκράζεται παντού ο εκάστοτε μελετητής των απομνημονευμάτων, δηλώνοντας την πεποίθηση της νίκης, την καρτερία, την αυταπάρνηση:
«Χάνι Φτελιάς, περιοχή Μπιζανίου Ιωαννίνων, 22 Δεκεμβρίου 1912, 10 π.μ.: Το πρωί ξεκίνησα για εδώ. Κατέβηκα από την Κούλια στον δημόσιο δρόμο, όπου έχει καταυλισθεί το πυροβολικό. Είδα τα τέσσερα τοπομαχικά της Άρτας, που έφτασαν επιτέλους! Λίγο πριν από το χάνι, σε μια καμπή του δρόμου, αναγνώρισα από μακριά τον πατέρα μου. Στάθηκα προσοχή (ήταν αξιωματικός) και του φώναξα: «Πατέρα!», γιατί στο χάλι που είμαι – μοιάζω με τσιγγάνο ή ληστή – δεν με αναγνώρισε. Φιληθήκαμε συγκινημένοι και οι δύο[….] Ο πατέρας μού λέγει ότι, περνώντας από το Αρχηγείο στη Φιλιππιάδα, παρακάλεσε να με αποσπάσουν εκεί. Διαμαρτύρομαι, λέγοντας ότι αφού έχω τόσον καιρό στο Μέτωπο και επίκειται η κατάληψη των Ιωαννίνων, θέλω να μπω ως μαχητής. «Όπως θέλεις κάμε» μου απαντά[….]».[37]
Εδώ πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στις Σουλιώτισες εκείνου του καιρού, τις Τσεριτσανιώτισσες των οποίων η συνεισφορά στην κατάληψη των Ιωαννίνων υπήρξε μεγάλη αλλά δυστυχώς άγνωστη. Το χωριό Τσερίτσανα βρισκόταν σε νευραλγική θέση σε υψόμετρο 1000 μέτρων, καθώς όντας το μοναδικό μονοπάτι προς Παραμυθιά, ασφαλιζόμενο ισχυρώς από τον Ελληνικό Στρατό εξασφάλιζε τα νώτα του από ενδεχόμενη τουρκική ενέργεια. Ταυτόχρονα με τοποθέτηση ορειβατικού πυροβολικού στην θέση Δύο Βουνά της Ολύτσικας περιέσφιγγε σημαντικά το πολιορκούμενο Μπιζάνι. Ήταν ζωτικό λοιπόν να μεταφερθούν πυροβόλα στην θέση αυτή. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο λόγω του δύσβατου δρομολογίου, όχι μόνο για την μεταφορά των πυροβόλων αλλά και για την διατήρηση της βολής τους, με την αδιάκοπη μεταφορά πυρομαχικών. Τα τελευταία τα ανέλαβαν αυτές οι γυναίκες, επί τετράμηνο(!) αγόγγυστα μαχόμενες με όλα τα στοιχεία της φύσεως (από Νοε.1912-Φεβ.2013), ταυτόχρονα με την παροχή φιλοξενίας και εφοδίων από τα πενιχρότατα μέσα που διέθεταν για τα κατά καιρούς διαμένοντα ή διανυκτερεύοντα στο χωριό τους ελληνικά τμήματα. Και μάλιστα εν απουσία του ανδρικού πληθυσμού που είχε όλος καταταγεί στον Ελληνικό Στρατό με την απελευθέρωση του χωριού, αποφεύγοντας κρυπτόμενος επί ποινή θανάτου να καταταγεί προηγουμένως στον αντίστοιχο τουρκικό. Οι αξιομνημόνευτες αυτές γυναίκες γράφει εφημερίδα της εποχής «…σωσταί ηρωίδαι τρέχουν[....] μεταφέρουσι φυσίγγια, άρτον και άλλα χρειώδη στους μαχομένους , εκτελούν χρέη νοσοκόμων ή μαγείρων[…]». Αθηναϊκό περιοδικό συμπληρώνει με ομολογία ανωνύμου μαχητή: «[…] Εκείνες οι γυναίκες είναι ανώτερες και απ’ τα καλύτερα παλικάρια. Τι μας έκαμαν όταν επεράσαμεν από εκεί, δεν ημπορούσαμεν να περιγράψωμεν. Ολίγον έλειψεν να μας πάρουν εις τον ώμον των[…] εκουβαλούσαν φυσίγγια και πυρομαχικά. Είδαμε γυναίκες «Σουλιώτισσες» να μεταφέρουν κανόνια!!»[38]
«Σαραντάπορο, 9 Οκτωβρίου 1912: Εκείνη τη στιγμή καθώς εσημάδευα ακούω σφύριγμα και νιώθω σύχρονα χτύπημα στ’ αριστερό αντιβράχιο κοντά στον αγκώνα, ακουμπημένο ακριβώς μπροστά στην καρδιά μου. Την περίμενα, είπα χαμογελώντας και σύρθηκα και γω δεξιά πίσω από τους άλλους˙ [....] Κοίταξα να ιδώ τη λαβωματιά και είδα μια τρύπα κοντά στον αγκώνα. Επήρα το δεύτερο επίδεσμό μου και δέθηκα μονάχος όπως μπόρεσα. Ξανάβαλα τ’ αμπέχονο γιατί έβρεχε πυκνότερα τώρα. ‘Έλυσα το μανδύα από το γυλιό, σκεπάστηκα και έμεινα ξαπλωμένος εκεί κρατώντας αγκαλιασμένο το όπλο μου. […….] Σιδηροδρομικός σταθμός Βέροιας, 21 Οκτωβρίου 1912: Η Βέροια είναι κρυμμένη πίσω από ένα λόφο. Πέρα από τον κάμπο φαίνονται κάτι βουνά γαλάζια ∙ θα είναι ο Χορτιάτης. Σα σε όνειρο νομίζω πως βρίσκομαι. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως βλέπω αυτά τα μέρη ελευθερωμένα, που τα λαχταρούσα να τα ιδώ μόνο, ας ήταν και σκλαβωμένα. Πόσα δάκρυα έχυσα και πόσους πόνους ένιωσα ακούγοντας διηγήσεις για τους τόπους αυτούς και για τους ανθρώπους που τα κατοικούν. Είχα βαθιά επιθυμήσει να τα γνωρίσω, να ’ρθω να ζήσω σ’ αυτά τα μέρη, μ’ αυτούς τους ανθρώπους που κάθε ώρα της ζωής τους ήταν μαρτύριο και ηρωισμός, εγώ που ήμουν ελεύτερος και είχα εύκολη τη ζωή. Είχα ερωτευτεί το θάνατο για να δώσω και γω μια σπρωξιά στο έργο του ελευθερωμού τους. Και τώρα, να, […….] Έρχομαι σ’ αυτούς τους τόπους βοηθώντας και γω για το ξεσκλάβωμά τους. Οι άνθρωποι εκείνοι ανασαίνουν τώρα χωρίς βάρος να τους πλακώνει τα στήθια. Όμορφη ελληνική ζωή ανοίγεται γι’ αυτούς και για μας. [....] Φιλιππιάδα Πρέβεζας, 24 Ιανουαρίου 1913: Είμαι βέβαιος πως αν πάω στην πρώτη γραμμή να πολεμήσω, θα σκοτωθώ˙ κι όμως θέλω να πάω αν και λατρεύω τη ζωή. Θέλω να νιώσω πάλι τον κίνδυνο του θανάτου κοντά, θέλω να ζήσω με την άπειρη ένταση που έζησα στο Σαραντάπορο, όπου όλα τα αισθανόμουν τόσο έντονα, αν και μεθυσμένος απ’ την ορμή. Την παραμικρή λεπτομέρεια την παρατηρούσα με μυαλό καθαρότατο και έβλεπα το θάνατο κάθε δευτερόλεπτο κοντά μου και ανάλυα όλα τα αισθήματά μου ψυχρά˙ δεν ήθελα να σκοτωθώ, όλη η ύπαρξή μου αντιδρούσε κι όμως δεν εδείλιασα ούτε στιγμή. Και τώρα πόθησα να ξαναζήσω τέτοιες στιγμές, αν και τώρα νομίζω πως δε θα συλλογιζόμουν πια τόσο έντονα το θάνατο, θα ζούσα τις στιγμές πιο ξένοιαστα και απλά. Η συνήθεια όλα τα πράγματα τα αμβλύνει. Θα ήθελα να ιδώ πώς θα αισθάνουμαι, όταν θα’ χω συνηθίσει τον κίνδυνο[....]».[39]
«Υψώματα Σουλτογιανναίικων, μέτωπο Μακεδονίας, 21-22 Ιουνίου 1913: Εκείνος που λέει πως δεν φοβάται, λέει ψέμματα. Άλλος λίγο, άλλος πολύ, όλοι φοβούνται. Υπάρχουν μόνον στιγμές ενθουσιασμού που ο στρατός καταλαμβάνεται ιδία κατά τας στιγμάς της εφόδου που επιτίθενται μετά μανίας. Τότε δεν σκέπτεται, ούτε λαμβάνει υπ’ όψιν του κανένα κίνδυνο, ρίχνεται μέσ’ τα όλα, όπως λέμε, και ό,τι γίνει. Ιδίως όταν φθάσουν στον αγώνα εκείνον σώμα προς σώμα, οπότε αρπάχνονται σαν να έχουν προσωπικές διαφορές. [....]».[40]
«[....]Προ ολίγου εισήλθεν εις τον σταθμόν ένας συρμός τραυματιών. Εις τα θυρίδας δεν βλέπει τις άλλο παρά άνδρας με την κεφαλήν φέρουσαν επίδεσμον από αιματωμένην οθόνην ή των οποίων το χέρι φέρεται εις λωρίδα εξηρτημένην από του τραχήλου. Και εν τούτοις η θλιβερά εντύπωσις την οποίαν το θέαμα αυτό έπρεπε να παρέχη εξαφανίζεται μόλις γεννωμένη…, διότι όλοι αυτοί οι τραυματίαι είνε τρελλοί από ενθουσιασμόν και εύθυμοι. Διηγούνται την φοβεράν έφοδον με την λόγχην, την μανιώδη σώμα προς σώμα πάλην, εις τας οποίας οφείλονται κατά μέγα μέρος αι πληγαί των εις τας χείρας ή την κεφαλήν. Αυτοί εκεί εχρειάσθη να πολεμούν επί τέσσαρας συνεχείς ώρας μέσα εις το ατελεύτητον στενόν του Σαρανταπόρου, το οποίον μόνον κατόπιν επανειλημμένων εφόδων ημπόρεσαν να κυριεύσουν… Και αν δε δεν επολέμησαν ακριβώς εις το Σαραντάπορον, τι σημαίνει; Επολέμησαν καλά. Αυτό είνε το ουσιώδες. ‘Πονείς, παιδί μου; ερωτώμεν ένα πληγωμένον του οποίου το πρόσωπον είνε κάτωχρον’. ‘Τι σημαίνει; Μας απαντά. Για την Πατρίδα!.. Το κάτω κάτω δεν είνε τίποτε. Θα περάση γρήγορα. Και τότε θα πάω να ξαναπολεμήσω. Έχουν πέσει πολλοί δικοί μας έως τόρα. Αλλ’ αυτό δεν είνε τίποτε. Ζήτω ο Πόλεμος!’ Και, επαναλαμβανομένη από όλους τους τραυματίας η κραυγή αυτή, αρχίζει να διατρέχη καθ’ όλον το μήκος του συρμού[....]»[41]
Ο Ελληνικός Στρατός ήλθε αντιμέτωπος με την δυσεντερία, την πνευμονία, τα κρυοπαγήματα, τις επιδημίες του τύφου, της χολέρας, της ευλογιάς, της βασανιστικής ψείρας αλλά και της πείνας ακόμη αφού λόγω της ταχείας προελάσεώς του και της έλλειψης μέσων, η αναχορηγία σε τρόφιμα κατέστη ιδιαίτερα προβληματική. Ωστόσο ο Έλληνας μαχητής ήταν απτόητος, διατηρώντας εν γένει την αξιοπρέπειά του.
Στο ημερολόγιο του Δημητρίου Καμπάνη, αναφέρεται: «Πέρασα φοβερή νύχτα[…..]Ο ιπποκόμος (του Λοχαγού) επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να τηγανίσει έντερα και άλλα γλυκάδια. Με κάλεσε να πάρω μεζέ. Ανοήτως έφαγα-είχα δυο μήνες να μυρίσω τηγανητό. Τη νύχτα εμετός κτλ. Επιπλέον, επειδή κοιμήθηκα σε κλειστή τέντα, όπου μέσα σε λακκούβα σιγόκαιγε μια πουρναρόριζα, έδωσα την ευκαιρία στις ψείρες να με κομματιάσουν. Το πρωί, το σώμα μου ήταν μια πληγή[….]».[42]
Ενώ από το Ημερολόγιο Κωνσταντίνου Τιμ. Βάσσου, παρατίθενται τα παρακάτω: «[…]Πρεντέλ Χαν, 17-18 Ιουλίου 1913: Κατά την μάχην ταύτην οι άνδρες του λόχου μου επεδείξαντο μεγάλην αυτοθυσίαν, μεγάλην γενναιότητα, μεγάλην αυταπάρνησιν, θάρρος δε απαράμιλλον. Και ταύτα πάντα νήστεις, άϋπνοι εν πορείαις και μάχαις αδιακόπως από της 15ης Ιουλίου υπερβάντες ούτω τα όρια της φυσικής αντοχής. Εδείχθησαν με μίαν λέξιν υπεράνθρωποι, παλαίσαντες καθ’ όλων των στοιχείων της φύσεως, εξευτελίσαντες τας απολύτους ανθρωπίνας ανάγκας, αναδειχθέντες ούτω αληθείς ήρωες[…]Και μετά την ανακωχήν η βροχή εξηκολούθει πίπτουσα χονδρή (νερόχιονο), κρύο φοβερό, πείνα φοβερά, σωματική κατάπτωσις των ανδρών φοβερά –κατόπιν τεσσάρων ημερονυκτίων αϋπνίας, πορειών, μαχών. Οι άνδρες τη όψει εφαίνοντο ως εκταφέντες νεκροί. Η υπερέντασις των φυσικών αυτών δυνάμεων επέφερε την εξάντλησιν[…]».[43]
Στο ίδιο ύφος και ο Συνταγματάρχης τότε Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, αναφέρει: «Ήπειρος, Δεκέμβριος 1912 - Ιανουάριος 1913: Ένεκεν του εκτάκτως δριμέως χειμώνος – το ψύχος ενίοτε έφθανε 17ο, – ο Στρατός ήρχισε να αισθάνεται την τραχείαν αυτήν εκστρατείαν, διότι διαρκώς διέμενεν εις αντίσκηνα και ταχύσκαπτα, εκ τούτου δε, υπέφερε πολύ εκ του ψύχους, διότι δεν ήτο προητοιμασμένος διά χειμερινήν εκστρατείαν, εστερείτο καταλλήλου ιματισμού, και συνεπώς καθ’ εκάστην είχομεν πολλά κρούσματα κρυοπαγημάτων».[44]
Επιπλέον έχουμε και μια χαρακτηριστική μαρτυρία του πολεμικού ανταποκριτή του γαλλικού περιοδικού «Illustrassion», δημοσιογράφο JeanLeune, που παρατίθεται ως εξής: «Δαούτση (Ελεούσα Θεσσαλονίκης), 24 Οκτωβρίου 1912: Επάνω εις τας δυσκολοσυντηρουμένας πυράς ψήνονται καλά κακά, μάλλον όμως κακά, ολίγα αρνία περιμαζευθέντα από εδώ και από εκεί, μερικά μάλιστα από πολύ μακράν. Οι άνδρες θα πάρουν από ένα μικροσκοπικόν τεμάχιον κρέατος. Ψωμί δεν υπάρχει. Μόνον ολίγη γαλέτα. Κάποιος μας έδωσε μίαν διά τους δύο μας. Περνά ένας στρατιώτης. Ενστικτωδώς σταματά και διακρίνομεν μίαν αστραπήν εις τα λιμασμένα μάτια του. Το βλέμμα του προσηλώνεται με έκφρασιν απελπισίας εις την γαλέταν. Δεν λέγει όμως ούτε λέξιν. Εξακολουθεί τον δρόμον του. Τον φωνάζομεν τότε… Μας λέγει ότι δεν έχει τίποτε φάγει από δύο ημερών, εκτός ολίγων χόρτων τα οποία έκοπτεν από τα παρά την οδόν χωράφια. Του προσφέρομεν την γαλέταν μας, αλλ’ αρνείται να πάρη περισσότερον από το ήμισυ».[45]
Στο πεδίο της μάχης όλοι αποτελούσαν κρίκους μιας ζωτικής αλυσίδας για την επίτευξη της νίκης, ιδιαίτερα όταν ο αγώνας ήταν αμφίρροπος και το καθήκον το επίτασσε. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αποστολή του καθενός μεταβαλλόταν ταχύτατα. Έτσι στο ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Λινάρδου σε μάχη βαθειά στο βουλγαρικό έδαφος σταχυολογούμε: «[…]Ο εχθρός ολονέν προχώρει. Επεχείρησε κύκλωση. Τότε Ανθυπίατρος αρχηγός μοίρας Νοσοκομείου παρέταξε υπηρέτας ,νοσοκόμους , μεταγωγικούς με γκράδες και όλους τους μετόπισθεν και εσταμάτησε την προέλασιν. Κρίσιμος η θέσις μας από της 12ης έως της 3ης μμ. Και η υποχώρησις αδύνατος».[46]
Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναλυθεί εκτενέστερα η προσφορά του Υγειονομικού Σώματος, όχι μόνο διότι μετά το Πεζικό είχε κατ’ αναλογία στελεχών τις μεγαλύτερες απώλειες στον εθνικό αγώνα- ενδεικτικό του ζήλου των 1450 μόλις στελεχών του- αλλά εξαιτίας και της τιτάνιας επιτυχούς προσπάθειάς του, αντιμετώπισης της επιδημίας της χολέρας. Κατάφερε να εμβολιάσει 500.000 περίπου ανθρώπους μεσούντων μάλιστα των επιχειρήσεων και με εμβόλια που κυρίως παρασκευάστηκαν στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στον Ελληνικό Στρατό και στον επιτόπιο πληθυσμό υπήρξαν περίπου 2.500 και 2700 αντιστοίχως κρούσματα με ποσοστό θνητότητας 20%, την στιγμή που στον βουλγαρικό και τον σερβικό στρατό τα κρούσματα ήταν υπερεξαπλάσια με ποσοστό θνητότητας 35% !! Η μαζική αυτή εφαρμογή του αντιχολεριακού εμβολιασμού ήταν η πρώτη και απέσπασε την παγκόσμια αναγνώριση. Ελέχθη μάλιστα επιγραμματικά ότι «η ελληνική σύριγξ συνηγωνίσθη με την ελληνικήν λόγχην δια την επίτευξην της νίκης». Επίσης από τους 1100 ιατρούς που εντάχθηκαν στις τάξεις του, εθελοντές-εκτός από όλη την εγχώρια αφρόκρεμα που αριθμούσε 90 άτομα-ήταν και 85 ομογενείς από όλα τα μέρη του κόσμου (Αίγυπτο, Στ. Καρτούδης από το Παρίσι, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Οδησσό, Τραπεζούντα, Κρήτη, Δωδεκάνησα, κ.ά).
Αναλυτικότερα: οι αιγυπτιώτες Έλληνες της Αλεξανδρείας εκτός των εθελοντών της παροικίας και οικονομικών προσφορών ανέπτυξαν και μεγάλο νοσοκομείο στο Μέτωπο της Ηπείρου, ενώ εξόπλισαν και επάνδρωσαν κινητό νοσοκομείο για το μέτωπο, υπό τους χειρουργούς Στέφανο Κατσούλη και τον Σμυρνιό Απόστολο Ψαλτώφ.
Είκοσι επιπλέον ξένοι επιφανείς γιατροί, κυρίως χειρουργοί από Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία και άλλες χώρες μέλη ξένων Ερυθρών Σταυρών ή άλλων ιατρικών αποστολών που χρηματοδότησαν οι δύο βασίλισσες Όλγα και Σοφία προστέθηκαν στο ιατρικό δυναμικό. Ακολούθως η πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη χρηματοδότησε την μετασκευή του ελληνικού πλοίου «Αλβανία» σε πλωτό νοσοκομείο.[47] Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν δύο περιστατικά ενδεικτικά του μεγαλείου της ελληνικής ψυχής: Λεμβούχοι, αχθοφόροι και αμαξηλάτες δεν δέχονταν καμία αμοιβή από τις αποστολές ξένων Ερυθρών Σταυρών που κατέφθαναν στον Πειραιά. Επίσης όταν την 26η Οκτωβρίου 1912, ο επίτιμος Αρχίατρος και Διευθυντής του πρότυπου νοσοκομείου του ΕΕΣ της Θεσσαλονίκης καθηγητής Μαρ. Γερουλάνος, ζήτησε συγγνώμη από την ηλικιωμένη οικοδέσποινά του για την νυκτερινή αναστάτωση (λόγω πληρότητας των ξενοδοχείων), αυτή αποκρίθηκε: «Μα για ποιά αναστάτωση μιλάτε Κύριοι. Εμείς εδώ σας περιμέναμε 500 χρόνια και εσείς μιλάτε για αναστάτωση!!;;». Ταυτόχρονα οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης ίδρυσαν με πρωτοβουλία της Μητροπόλεως δεκατέσσερα μικρά νοσοκομεία ενώ η Αργυροπούλου αδελφή του Νομάρχη ζήτησε και εστάλη στα Στενά της Κρέσνας προς περίθαλψη των χολεριόντων.
Ο διάσημος χειρουργός Μαθιός Μακκάς, ο οποίος εργαζόταν ως υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, έσπευσε να καταταγεί στον στρατό, ακολουθώντας την προέλαση και στήνοντας νοσοκομεία κοντά στα πεδία των μαχών, ενώ ο αρχίατρος Πρασσάς με ηρωική δράση στην V ΜΠ, εξέπνευσε στον βωμό του καθήκοντος από κεραυνοβόλο μορφή χολέρας εντός των βουλγαρικών συνόρων.
Αμερικανός ανταποκριτής συγκρίνοντας το έργο της ελληνικής υπηρεσίας με το έργο των αντιστοίχων υπηρεσιών στον Αμερικανοϊσπανικό πόλεμο και στον πόλεμο του Τρανσβάαλ, έγραψε ότι οι τελευταίοι θα έπρεπε να κοκκινίσουν από ντροπή, βλέποντας τα επιτεύγματα της μικρής Ελλάδας.[48]
Επιμένοντας στην προσφορά του Υγειονομικού πρέπει επιπλέον να γίνει ιδιαίτερη μνεία, στην τεράστια και πολυσχιδή δράση της ως βοηθός χειρουργού της προαναφερθείσας αδελφής του Παύλου Μελά, Άννας. Η τελευταία έγινε στην κυριολεξία το απόλυτο σύμβολο της «Μάννας του Στρατιώτη», προσωνύμιο που την ακολουθούσε σε όλη της την ζωή, και με το οποίο πολλές φορές υπέγραφε και τα γράμματά της. Έμπνευση της η φιλοπατρία και κινητήρια δύναμή της η δίψα της για εκδίκηση. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό της με ημερομηνία 25-12-12:
«[…]Η μάννα μου δεν με έκανε παρά γυναίκα, δεν μπόρεσα με το ντουφέκι να εκδικηθώ τον Παύλον, αλλά ομολογώ πως ηθικώς μέσα στο βάθος της ψυχής αισθάνομαι ζωντανή την εκδίκηση, αφού πατώ τώρα ελεύθερα την τότε σκλαβωμένη γη. Το αίσθημα αυτό είναι έτι μεγαλύτερο όταν πηγαίνω επάνω στον τάφο του.[….]».[49]
Προς τιμήν της ανεγέρθηκε μετά τους πολέμους στην Αρκαδία με πρωτοβουλία του γνωστού της Στρατηγού Νίδερ, το «Σαννατόριο της Μάννας», για τους φθισικούς, ασθένεια που τελικά απέβη μοιραία και γι’ αυτήν, αφού μετά τους πολέμους και λόγω των κακουχιών (είχε περάσει εξανθηματικό τύφο και χολέρα) υπέκυψε το 1938 σε ηλικία 67 ετών. Μητέρα και η ίδια δύο ανηλίκων τέκνων, χήρα, άρχισε την δραστηριότητά της αυτή σε ηλικία 40 ετών, και έτρεχε πίσω από τα «ευζωνάκια της» όπως έλεγε. Παρασημοφορήθηκε για την προσφορά της όσο καμία άλλη γυναίκα (Παράσημο Σταυρού Του Σωτήρος, αναμνηστικό μετάλλιο του ΕΕΣ από Μακκά κ.ά.), μετέχοντας κυριολεκτικά στην πρώτη γραμμή του πυρός όπου το εθνικό καθήκον επίτασσε: Βαλκανικούς, Α΄ΠΠ, Βορειοηπειρωτικό Αυτονομιακό αγώνα, Μικρασιατική Εκστρατεία. Ουδέποτε περιορίσθηκε στ’ απλά καθήκοντα της νοσοκόμας, ή στην φιλανθρωπική δράση μιας τυπικής εκπροσώπου της μεγαλοαστικής τάξεως, παρεμβαίνοντας όπου μπορούσε με τις γνωριμίες και την επιρροή της, για να αποκαταστήσει αδικίες ακόμα και για τις άδειες ή για ν’ ανακουφίσει τον πόνο του ανώνυμου-και του φυλακισμένου ακόμα- στρατιώτη. Αυτό γίνεται εμφανές και από τις επιστολές τις οποίες αντάλλασσε καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου με όλους σχεδόν τους επιφανείς Στρατηγούς (Πλαστήρα, Νίδερ, Παρασκευόπουλο, Γονατά, Πάγκαλο κ.ά.), την βασιλική οικογένεια, τον Βενιζέλο και άλλους επωνύμους (Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, Υπουργούς, πολιτευτές όπως ο Γ. Παπανδρέου κ.ά.).Υπήρξε παρορμητική και φλογερή γυναίκα ταγμένη στην ανακούφιση του πόνου του συνανθρώπου (και στην περίοδο της ειρήνης), στον εθνικό σκοπό, εχθρική προς κάθε τρυφηλότητα, όπως και όλη η οικογένεια των Μελάδων (Αξιωματικοί οι πιο πολλοί αδελφοί της). Φρονήματα τα οποία φρόντισε να τους εμπνεύσει ο πατέρας της Μιχαήλ Μελάς-σημαίνον μέλος της Εθνικής Εταιρείας-του οποίου η οικία είχε γίνει προπολεμικά κέντρο οικονομικής και υλικής αρωγής των επαναστατικών κινήσεων σε Κρήτη, Ήπειρο και Θεσσαλία.[50]Υπήρξε η μοναδική γυναίκα που ακολούθησε κατ’ εξαίρεση-με διαταγή του Στρατηγού Μπακοπούλου-τον ελληνικό στρατό (Χ ΜΠ) στην εκστρατεία μέσα στην Βουλγαρία, επανέφερε ολόκληρα βιαίως εκβουλγαρισμένα χωριά στον ελληνισμό, ενώ οργάνωσε και δύο νοσοκομεία στην Β. Ήπειρο (Γράψη και Αργυρόκαστρο) κατά τον εκεί Αυτονομιακό Αγώνα.[51]
Ανεκτίμητο μέρος της νικηφόρας εθνικής πορείας των Βαλκανικών ανήκει στο Πολεμικό Ναυτικό. Ο Ελληνικός Στόλος, με Ναύαρχο τον θρυλικό Παύλο Κουντουριώτη, έθεσε υπό τον έλεγχό του ολόκληρο το Αιγαίο, με την συντριβή του αντίστοιχου τουρκικού στις δύο ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913) με τις οποίες οι Τούρκοι επεδίωξαν, προς ανακατάληψη των αιγαιακών νήσων. Οι τελευταίοι είχαν ταπεινωθεί λόγω του Αβέρωφ και πριν τον πόλεμο, όταν οι Έλληνες πλειοδότησαν έναντι αυτών για την αγορά του, παρά την προσπάθειά τους να δωροδοκήσουν τα ιταλικά ναυπηγεία που το κατασκεύαζαν για να το υφαρπάξουν. Η προσφορά του 1/3 της τιμής του από τον Εθνικό Ευεργέτη Γεώργιο Αβέρωφ ήταν καταλυτική. Ήταν τόσο μεγάλη η πτώση του ηθικού μετά την ναυμαχία της Λήμνου, που ο Τύπος τους εν μέσω κηρυγμένου εθνικού πένθους για την καταστροφή και τις απώλειες, προσπάθησε με φανταστικά δημοσιεύματά του, να μετατρέψει την ήττα σε νίκη. Διέδωσε ότι το «διαβολοκάραβο» (όπως αποκαλούσαν το Αβέρωφ) ρυμουλκήθηκε ως τον Πειραιά με εκτεταμένες ζημιές και ότι οι καταστροφικές βολές του Ελληνικού Στόλου διευθύνονταν από Άγγλους Αξιωματικούς.[52] -[53] Η τελευταία ναυμαχία επιπλέον απετέλεσε και την θρυαλλίδα για καταιγιστικές εξελίξεις στην Τουρκία: δεν τηρήθηκε η απόφαση του Μεγάλου Διβανίου[54] για σύναψη συνθήκης ειρήνης και δολοφονήθηκε από τους νεότουρκους ο Υπουργός Άμυνας με τις κατηγορίες του ενδοτισμού και ηττοπάθειας. Δέον να σημειωθεί ότι έκτοτε μέχρι πρόσφατα ο Τουρκικός Στόλος δεν τολμούσε να πραγματοποιήσει εξόδους στο Αιγαίο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το παρακάτω απόσπασμα κειμένου του πολεμικού ανταποκριτού της εφημερίδας DailyTelegraph Λοχαγού Tsapman, ο οποίος φρόντιζε πάντοτε να είναι κοντά στην πρώτη γραμμή του Μετώπου και που αποτελεί ίσως την πιο επιτυχημένη απόπειρα ψυχογραφήματος του Έλληνα Μαχητή:
«Ο Έλληνας είναι από χαρακτήρος και εκ φύσεως, ο ποιητής των Βαλκανίων και ως ποιητής αισθάνεται μέγα θαυμασμό δια παν το μέγα ή ευγενές. Συνταγματικός ως είναι, απαρέσκεται την βία, η δε φιληδονία δεν αποτελεί μέρος της φύσεώς του. Γνωρίζον τοσούτον κατά βάθος τους Έλληνας, δεν δύναμαι να παραδεχθώ, ότι Έλλην διέπραξεν οιανδήποτε σκληρότητα και πολύ ολιγώτερον ωμότητα. Ο Έλλην είναι ποιητής στην καρδιά και σχεδόν γυναίκα στα αισθήματά του. Δεν γνωρίζω ούτε μίαν απλή περίπτωση ελληνικής σκληρότητας, καίτοι παραδέχομαι, ότι στη θέρμη της πάλης, κατά τις εφόδους δι’ εφ’ όπλου λόγχης, Έλληνες στρατιώτες, αρνήθηκαν να ευσπλαχνισθούν Βούλγαρους στρατιώτες, οι οποίοι ξαφνικά, την τελευταία στιγμή, έριχναν κάτω τα όπλα τους. Αλλά πάντοτε σεβάσθηκαν τους τραυματίες και η συμπεριφορά τους προς τους αιχμαλώτους ένα μόνο σφάλμα παρουσίασε˙ ότι ήταν αρκετά φιλόφρων και λογική»[55] .
Ενισχυτική μαρτυρία των παραπάνω αποτελούν η στάση του Χασάν Ταχσίν Πασά κατά την παράδοση της Θεσσαλονίκης αλλά και η αναφορά του για την στάση του Ελληνικού Στρατού απέναντι στους αλλόφυλους και αλλόθρησκους πληθυσμούς των περιοχών που απελευθέρωνε.
«Αφού περατώθηκε στο μεταξύ η διανομή τροφίμων και πυρομαχικών στις διάφορες Μονάδες, έδωσα το σύνθημα της τακτικής πλέον υποχώρησης.[…...]Ομολογώ ότι εγκαταλείποντας το Καρατζιλάρ (Δρέπανο Κοζάνης)-για πάντα- δοκίμασα την μεγαλύτερη πικρία της ζωής μου, τόση, ώστε να μην μπορώ να καθησυχάσω τους πανικοβλημένους και έντρομους κατοίκους των περιχώρων και των κωμοπόλεων· με κλάματα και οδυρμούς παρακαλούσαν να τους επιτραπεί να ακολουθήσουν το στράτευμα που αποσυρόταν και να εγκαταλείψουν τα υπάρχοντά τους, να σώσουν την ζωή τους μόνο. Όλοι με ορθάνοιχτα τα μάτια από την αγωνία ικέτευαν να ακούσουν έναν καθησυχαστικό λόγο, μία υπόσχεση, ένα βάλσαμο. Τελικά, αφού πάντως πείστηκαν ότι ο αντίπαλος δεν ήταν εκδικητικός, αλλά εμφορείτο από ανθρωπισμό και πολιτισμό και επειδή τα στρατεύματά μας υπήρχαν ακόμη σε διάφορα μέρη, όλοι σχεδόν επέστρεψαν στα σπίτια τους,……....» [56] .
Ο εθνικός παλμός που χτυπούσε τότε δονούσε όλες τις καρδιές το ίδιο, ανεξαρτήτως τάξεως, οικονομικής επιφανείας ή άλλου διαχωρισμού. Σταχυολογώντας, βρίσκουμε με ημερομηνία καταγραφής τις 26 Σεπτεμβρίου 1912 στο Ημερολόγιο του Απόστολου Ηλία Πουλόπουλου, Στρατιώτη του 10ου Λόχου του 1ου Συντάγματος Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας Πεζικού: «Αποχαιρετισμός εις το σπίτι. Εις Ζάππειον παρετάχθημεν και εφωτογραφήθημεν. Πλήθος μας περιστοίχιζε. Περί την 11 ανεχωρήσαμεν διά τον γύρον Ακροπόλεως, διήλθομεν έμπροσθεν του εργοστασίου το οποίον απεχαιρέτισα ελπίζων εάν επανερχόμην σώος να το μεγαλώσω,[….]» [57] Από το απόσπασμα γίνεται εμφανές ότι πρόκειται για εργοστασιάρχη!
Ο Λορέντζος Μαβίλης, ποιητής αριστοκρατικής καταγωγής, έχοντας πολεμήσει το 1896 - μετά από σπουδές 14 ετών στην Γερμανία -στην αγαπημένη του Κρήτη, το 1897 στην Ήπειρο με αντάρτικο σώμα το οποίο είχε συγκροτήσει ο ίδιος με δικά του χρήματα, και μην μπορώντας να αφήσει τον εαυτό του μακριά από τον πόλεμο, ζητά εκ νέου να καταταγεί ως απλός στρατιώτης. Δεν γίνεται όμως δεκτός λόγω ηλικίας: ήταν ήδη 52 ετών. Επίμονος καθώς ήταν, κατατάχθηκε στο Γαριβαλδινό Σώμα του Ρώμα με τον βαθμό του Λοχαγού και στις 28 Νοεμβρίου 1912 ξεψύχησε στον Δρίσκο στα χέρια της εθελόντριας νοσοκόμας Ασπασίας Ράλλη κόρης του πρώην πρωθυπουργού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη [58] .
Μπορούμε να ισχυριστούμε εδώ ότι ο θάνατος του Μαβίλη ήταν ο εμβληματικότερος θάνατος των βαλκανικών πολέμων, και ο οποίος ενέπνευσε όλο το Έθνος και όχι μόνο τον Έλληνα Μαχητή, στεκόμενος τηρουμένων των αναλογιών, δίπλα στην ιερή σκιά του μάρτυρα-συμβόλου του Μακεδονικού Αγώνα, Παύλου Μελά.
Ο Άγγελος Σικελιανός που επιστρατεύθηκε ως απλός στρατιώτης, δημοσίευσε ποιήματα που δονούνται από συναισθηματική και πατριωτική έξαρση και τα οποία αναδημοσιεύονται ως ξεχωριστή ενότητα με τίτλο «Επίνικοι Α΄: 1912-1913», στην συλλογή «Λυρικός Βίος». Συγκλονισμένος μάλιστα από τον θάνατο του Μαβίλη, δημιούργησε τα ποιήματα «Μαβίλης», «Προσευχή στα Γιάννενα» και «Στα Γιάννινα».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γράφει το βιβλίο «Πόλεμος» που τονίζει τα θετικά των βαλκανικών πολέμων, ενώ αφιερώνει μια από τις πατριωτικότερες Αθηναϊκές Επιστολές του στον Μαβίλη, αφιερωμένη στον «Ήρωα ποιητή».
Ο Στρατής Μυριβήλης, 22 χρονών φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, παρουσιάζεται με άλλους φοιτητές από την υπόδουλη ακόμα τότε στους Τούρκους Μυτιλήνη στον Ελευθέριο Βενιζέλο και του ζητούν να υπηρετήσουν ως εθελοντές. Έλαβε μέρος και στους δύο βαλκανικούς πολέμους. Οι εκατόμβες θυσιών στην μάχη του Κιλκίς-Λαχανά, όπου και τραυματίσθηκε στο αριστερό του πόδι, τον σημάδεψαν σε τέτοιο βαθμό ώστε κάνει αναφορά σε αυτή στα 5 από τα 7 αφιερωμένα στους Βαλκανικούς διηγήματά του: Κιλκίς, Το Σακκί, Ο Τύμβος, Νικημένος Ήρωας, Φυλάκιο Βήτα Δύο.
Ο χρυσός ολυμπιονίκης της Στοκχόλμης του 1912 και παγκόσμιος πρωταθλητής στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς, Κωνσταντίνος Τσικλητήρας, αθλητικό ίνδαλμα του ελληνισμού από την Πύλο, σπεύδει να καταταγεί ως απλός στρατιώτης. Αρνούμενος οποιαδήποτε προνομιακή μεταχείριση, προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα πιθανότατα στο μέτωπο της Θεσσαλίας, και άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα σε ηλικία 25 ετών, στις 10 Φεβρουαρίου 1913. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος του αντίκτυπου της θυσίας του αρκεί να σκεφθούμε ότι το επόμενο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο η πατρίδα μας το πανηγύρισε 80 χρόνια μετά, το 1992 !![59]
Τα γνωστά μανιάτικα μοιρολόγια «εναρμονίσθηκαν» με τα γεγονότα, ωστόσο στον Μανιάτη ο πόνος του θανάτου υποχωρεί προ της επιταγής για την εκπλήρωση του χρέους του πολεμιστή για την Πατρίδα. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο μοιρολόι:

Όλοι καλώς ορίσατε
Όλους σας σάς ευχαριστώ.
Εγώ δε θέου κλάματα,
Σκοτώθηκε στον πόλεμο,
Έκαμε το καθήκο του,
Εδιάη με δόξα και τιμή.
Και δεν το κρύβω, θα ντο πω,
Γνωστό να γίνη στο κοινό:
Στέκει πιο πάνω από εμάς
Τρανή μας μάννα η Ελλάς !

Διασώζεται επίσης μια μαρτυρία από τον Κύπριο εθελοντή Κυριάκο Κυριακίδη, για έναν Μανιάτη πατέρα πέντε στρατιωτών, ο οποίος γράφοντας στους γονείς του αναφέρει: «[…]Μεταξύ των εδώ όμως Ελλήνων υπάρχουν ευτυχέστεροι από σας διότι και πέντε και εξ υιούς έστειλαν εις την μάχην. Συνήντησα εις τας Αθήνας έναν Μανιάτην, όστις μοι εζήτει πληροφορίας περί του φονευθέντος υιού του όστις ήτο μαζί μου. Ο πατήρ ούτος είχε πέντε τέκνα στον πόλεμο και τα τρία έπεσαν ηρωικώς μαχόμενα. Όταν τω είπον ότι και ο τέταρτος έπεσε απεκρίθη υπερηφάνως: ‘Για την πατρίδα τους εγέννησα’ ˙ ώστε χαίρετε και εσείς».[60]
Υπήρξαν και άλλες περιπτώσεις που θύμιζαν τραγωδία του Αισχύλου όπως αυτή του Μεράρχου του Αποσπάσματος Ηπείρου, Καλλάρη που έχασε τον υιό του:
«Μανολιάσα Ιωαννίνων, 7 Δεκεμβρίου 1912: […]Νεαρός ανθυπολοχαγός ο υιός του Στρατηγού ήτο επί τρεις ημέρας ασθενής και εκοιμάτο εις την σκηνήν του πατρός του. Ανήκεν εις ένα λόχον […]ο οποίος εμάχετο [..]εις την πρώτην γραμμήν. Την 5ην Δεκεμβρίου ο πυρέσσων αξιωματικός μαθών τα συμβαίνοντα εδήλωσεν εις τον Στρατηγόν ότι θέλει να σπεύση εις το σώμα του. Ο ιατρός δεν συνεφώνει, αλλ’ ο Μέραρχος επέτρεψε.[…..] Την πρωίαν ο Επιτελάρχης της Μεραρχίας[…]ανέλαβε το θλιβερόν βάρος ν’ αναγγείλη εις τον Στρατηγόν και πατέρα την στυγνήν είδησιν. Εισήλθεν εις την σκηνήν και έμεινε περί τα πέντε λεπτά προσπαθών να εύρη τρόπον να εκφρασθή. Ο Μέραρχος αντιληφθείς περί τίνος επρόκειτο ηρώτησεν ανήσυχος: Μα επί τέλους, πέστε μου: Επληγώθη ή εσκοτώθη; […..]Είχε φονευθή ο λοχαγός του και αυτός ως ανθυπολοχαγός ανέλαβε την διοίκησιν του λόχου του: ‘Οι άνδρες ήρχισαν να ζαλίζωνται από τας σφαίρας και τας οβίδας. Ο νέος Καλλάρης σηκώνεται όρθιος, σύρει το ξίφος του, ορμά εμπρός και παρασύρει ενθουσιώντα πλέον τον λόχον του εις ηρωικήν επίθεσιν. Μία σφαίρα εύρε τον ανθυπολοχαγόν εις το μέτωπον και τον εφόνευσεν’. Ο Στρατηγός με σκυθρωπήν σοβαρότητα ήκουσε την ιστορίαν του θανάτου, του παιδιού του. Κατόπιν ηρώτησε: ‘Τον έχετε εδώ;’ Χωρίς ν’ απαντήση ο Επιτελάρχης ωδήγησε τον Στρατηγόν προ του πτώματος του υιού του. Ο Καλλάρης απεκαλύφθη. Συνηθροίσθησαν οι αξιωματικοί και με δακρυσμένα μάτια εμιμήθησαν τον αρχηγόν των. Κατόπιν ο Στρατηγός κύπτει, ασπάζεται το αιματωμένον μέτωπον του παιδιού του και λέγει μετά της μεγαλειτέρας ηρεμίας: ‘Η ήμερα αυτή, παιδί μου, είνε ημέρα ευτυχίας διά τον στρατηγόν και δυστυχίας διά τον πατέρα. Ανθυπολοχαγέ Καλλάρη! εξετέλεσες λαμπρά το καθήκον σου. Εύγε, αιωνία σου η μνήμη, παιδί μου!’ Και επανέλαβον οι παριστάμενοι δακρύοντες: αιωνία σου η μνήμη. Ο Στρατηγός εστράφη κατόπιν προς τον υπολοχαγόν Τσακμάκην: ‘Φροντίσατε, παρακαλώ, διά την κηδείαν τού παιδιού μου’. Και προς τον δεκανέα ακόλουθόν του: ‘Φέρε την φοράδα μου. Οι κύριοι αξιωματικοί επί των ίππων!’ Καθ’ όλην την ημέραν διηύθυνε την μάχην, μίαν από τας λυσσωδεστέρας. Το βράδυ αργά επέστρεψε, κατέβη του ίππου του, εισήλθεν εις την σκηνήν του, έσφιξε το μέτωπον και έκλαυσεν ως πατήρ, ως άνθρωπος, αφού ως στρατηγός εξετέλεσε σπαρτιατικιώτατα το καθήκόν του».[61]
Είναι αντιληπτό ότι με τέτοιους «συμμαχητές», το ηθικό του Έλληνα Στρατιώτη ήταν «χαλύβδινο». Αναμενόμενη λοιπόν η απαίτηση των τραυματιών να επιστρέφουν στις Μονάδες, μετά την επίδεσή τους στους σταθμούς Α΄ Βοηθειών, αρνούμενοι «προτού πέσει το Κιλκίς» να διακομισθούν στο νοσοκομείο.[62] Αυτός ο παροξυσμός γενναιότητας και αυταπάρνησης παρατίθεται χαρακτηριστικά στα παρακάτω αποσπάσματα:
«[…]Ερωτώμεν ένα εξ αυτών, τον οποίον κατέκλινεν η σύζυγός μου διά να βοηθήση ολίγον τας κυρίας, εάν πονή πολύ. ‘Ε!... τι σημαίνει; απαντά. Για την Πατρίδα!’ Ένας άλλος έχει το πρόσωπον συνεσπασμένον. ‘Δεν είνε από τον πόνο, λέγει, είνε από λύσσα… γιατί έπεσα πολύ γλήγορα… γιατί δεν θα μπορέσω να πολεμήσω πεια πριν τελειώση ο πόλεμος’. Εις ένα παραπλεύρως δωμάτιον ακούεται είδος ψυχορραγήματος. Είν’ ένας εύζωνος του οποίου μία τουρκική σφαίρα διεπέρασε τον τράχηλον και τον λαιμόν. Εχρειάσθη να εγχειρησθή αμέσως και τώρα αναπνέει διά μικρού μεταλλίνου σωλήνος ο οποίος έχει εισαχθή εις τον λαιμόν, κάτω από την σιαγόνα. Πονεί φρικωδώς, το σώμα του τινάζεται διαρκώς και το ισχνανθέν πρόσωπόν του συσπάται κάθε ολίγον. Χθες ο ηρωικός εύζωνος έδωκε διά σχημάτων να εννοηθή ότι ήθελε να γράψη. Και εις το τεμάχιον του χάρτου που του εδόθη εχάραξε: Πότε θα γείνω καλά;… Θέλω να ξαναπάω[…]»[63]
Από τους συντάκτες των ιδιότυπων αυτών «απομνημονευμάτων», διακρίνει κανείς εκείνους που ήδη από τον Μακεδονικό Αγώνα είχαν έλθει σ’ επαφή με Τούρκους και Βουλγάρους και εκείνους που για πρώτη φορά τους αντιμετώπιζαν. Μεγαλύτερη εχθρότητα και μίσος διαφαίνεται εναντίον των Βουλγάρων παρά εναντίον των Τούρκων. Και αυτό λόγω της πρόσφατης αντιπαλότητας στον Μακεδονικό Αγώνα, τις ειδεχθείς πράξεις των πρώτων όταν αποχωρούσαν από τις ελληνικές περιοχές, αλλά και από τις εξελίξεις των επιχειρήσεων που εδραίωσαν στον Ελληνικό Στρατό την αίσθηση της «υπεροχής του νικητή». Άλλωστε οι Τούρκοι υποχωρούσαν συνεχώς, ενώ ελάχιστες ήταν οι ανθελληνικές βιαιότητές τους.
Απόδειξη μάλιστα των αισθημάτων που κατέλαβαν και αυτούς τους ίδιους τους Τούρκους, εναντίον των Βουλγάρων, είναι η στην εφημερίδα «Temps»των Παρισίων, δημοσιευθείσα συνέντευξη της 7/20 Ιουλίου του Χασάν Ταχσίν Πασά (ο οποίος και προτίμησε να παραδώσει την Θεσσαλονίκη στους πρωτοεισελθόντες στην πόλη, Έλληνες παρά στους, με δόλο εισελθόντες παρά τα συμφωνηθέντα, Βουλγάρους) που την παραθέτει ο Γερμανός δημοσιογράφος Max Harden στο περιοδικό «Το Μέλλον»:
«Η συνείδησίς μου μου επιβάλλει το καθήκον, όπως άνευ επιφυλάξεως αποδώσω πλήρη τιμήν εις την στάσιν των Ελλήνων, εις τε τας στρατιωτικάς αρχάς και εις τας πολιτικάς. Αρκεί να ληφθεί υπ’ όψιν τι ήσαν αι Σέρραι, η Ξάνθη, η Καβάλλα, το Δεδέαγατς και όλα τα εδάφη του Αιγαίου από της Θεσσαλονίκης μέχρι της Αίνου, και αρκεί να συγκριθώσι προς όλα τα κατεχόμενα υπό του Ελληνικού Στρατού, ίνα εννοηθεί η ριζική διαφορά η χωρίζουσα την ελληνική από της βουλγαρικής[….]Πιστεύω, ότι Ο Θεός ηθέλησε να σώσει πληθυσμόν υπερβαίνοντα τας 200.000 ψυχών». (εννοώντας βέβαια και τους Τούρκους). [64]
Στις πρώτες συγκρούσεις με τους Βουλγάρους, πριν τη γενίκευση των εχθροπραξιών, συμμετείχε και ο Λοχαγός Μανωλάκης με το Λόχο του 19ου Σ.Π., που έμελλε να γίνουν θρυλικοί, αφού αψηφώντας τον θάνατο, θυσιάστηκαν υπακούοντας στο ορμέφυτο της εκδίκησης και του μένους εναντίον των Βουλγάρων.
Οι άνδρες του Λόχου αυτού λόγω του άκρατου ενθουσιασμού που τους ενέπνευσε ο εκφωνηθείς -από τον Λοχαγό τους- λόγος λίγες μόνο στιγμές πριν την έναρξη του αγώνα, όρμησαν έχοντας καταληφθεί από τέτοια φρενίτιδα εναντίον των Βουλγάρων, ώστε αψηφώντας το φονικότατο και πυκνό πυρ βρέθηκαν σε απόσταση δύο μόνο χιλιομέτρων από τις εχθρικές γραμμές, κυκλωμένοι από παντού, σχεδόν πολιορκούμενοι. Σε πρόσκληση του Βουλγάρου διοικητού να παραδοθούν, οι στρατιώτες αλλόφρονες απάντησαν δι’ ομοβροντιών. Οχυρώθηκαν πίσω από φυσικά προχώματα και τότε άρχισε ένας απεγνωσμένος αγώνας, άγριος, ενός προς δέκα. Κάθε ελπίδα σωτηρίας γι’ αυτούς είχε πλέον εκλείψει, τα πολεμοφόδιά τους τελείωναν και αι εχθρικές γραμμές, ολοένα τους προσέγγιζαν. Όλοι- εκτός από δύο που ο ήρωας Λοχαγός έστειλε ως αγγελιαφόρους-θυσιάστηκαν αφού έριξαν και την τελευταία τους σφαίρα, διάτρητοι στο σώμα από άπειρες εχθρικές σφαίρες.
Την θυσία αυτή διέσωσαν οι παραπάνω επιζήσαντες μέσω της αφηγήσεως τους και της επιστολής, του μη υπάρχοντος πλέον Λοχαγού τους, που εγχείρισαν στον Μέραρχο κατορθώνοντας να φθάσουν ημιθανείς εκ του καμάτου και η οποία λακωνικά ανέφερε: [65]
«Αποθνήσκω μετά του Λόχου μου, σώζων την τιμή της Πατρίδος και εξαγοράζων την ζωήν των ανδρών μου με την εξολόθρευσιν ολοκλήρων ταγμάτων βαρβάρων. ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ».
Στο ίδιο ύφος παρατίθεται μία ακόμη μαρτυρία από τον Γεώργιο Χριστόπουλο:
« ‘Ακούστε, μου λέει κάποιος, κ. επιλοχία πώς σκοτώθηκε ο Τσούνης. Σε μια επίθεση σε κάποιο ύψωμα του Πιεσόβου διετάχθη ο λόχος να το καταλάβη. Ο Τσούνης προχωρούσε εκ των πρώτων, φθάνει πρώτος εις το ύψωμα. Εκείνη τη στιγμή επετίθετο και ένας Βούλγαρος και ρίχνεται κατά του Τσούνη, όστις όπως είχε εφ’ όπλου λόγχη, τον διαπερνά, το ίδιο κάνει και ο Βούλγαρος, και έτσι τους βρήκαμε λογχισμένους και όρθιους νεκρούς και κατά ένα παράδοξο τρόπο επάνω στα όπλα των, που ήσαν διασταυρωμένα με τας λόγχας εις τα στήθη των’. Έτσι ηρωικότατα έπεσε ο Τσούνης, τον οποίον εθεωρούσαμε ανεπίδεκτον. Είχε θυμόν ψυχής, αυτό που είπε ο Βούλγαρος αρχιστράτηγος μετά τον πόλεμον (μάλλον εννοεί τον Σαβώφ), ‘Όλα τα υπολογίσαμε εκτός όμως του θυμού της Ελληνικής ψυχής’».[66]
Σημαντικότατα είναι επίσης τα απομνημονεύματα του Κυπρίου εθελοντή Βάσου Σωτηριάδη, ο οποίος πολέμησε στην μάχη του Κιλκίς-Λαχανά και «θησαυρίζει» μια συγκλονιστική, σχεδόν παροξυσμική μαρτυρία για τον Έλληνα Μαχητή, ενός αιχμαλώτου Βούλγαρου Ταγματάρχη ο οποίος αρνούνταν να δώσει το όνομά του:
«Λόγοι που δεν δύναμαι να είπω την στιγμήν αυτήν με αποτρέπουσιν,…. ή μάλλον το όνομά μου θα μάθετε αργότερα…Τώρα και εγώ ο ίδιος αγνοώ αυτό,….ευρίσκομαι εις άγνοια του εαυτού μου![...] Και όμως είχον γενναίους στρατιώτας! Εψιθύρησεν. Αλλά τα προχώματά μου αυτά! Και η πυγμή του αποσπασθείσα από της κεφαλής αφήκε τον δείκτην επί του χάρτου του. Τα σκεπαστά οχυρώματά μου! Πόσον δίκαιον είχον οι Γερμανοί καθηγηταί μου όταν τους ήκουσα να λέγουν: ‘Το ισχυρότερον όπλον του στρατού εν πολέμω είναι η υπερηφάνεια και το ακέραιον του χαρακτήρος και το καθαρόν και ευθύ της συνειδήσεως…….Μη προκαλήτε ποτέ δια των πράξεών σας ή δια κακής συμπεριφοράς σας την οργή του αντιπάλου σας. Διότι ούτω αφοπλίζετε την συνείδησή σας στερούμενοι του ηθικού σας, ενώ ο εχθρός οπλίζεται δι’ όπλου ακαταμαχήτου, της οργής και του μίσους!
Συγνώμην υπερήφανοι στρατιώται. Όταν είναι κανείς αιχμάλωτος προ των εχθρών του όσον ηρωικοί άνδρες και αν είναι ούτοι πρέπει να είναι αυτός πολύ αφιλότιμος δια να θέλει να νομισθή απ’ αυτούς παραληρών και παράφρων. Δεν είμαι τοιούτος. Είμαι πιστεύσατέ με σας παρακαλώ, ή τουλάχιστον νομίζω ότι είμαι χαρακτήρ τοιούτος, ώστε όχι μίαν αλλά και δέκα ψυχάς εάν είχον θα τας εθυσίαζα δια να μην είμαι εις την θέσιν που ευρίσκομαι και με βλέπετε τώρα. Αλλά η ταχύτης, το θάρρος και η ορμή σας εγύμνωσαν τον χαρακτήρα μου από τα ιδιώματά του αυτά. Εάν είναι απελπιστικόν είναι όμως και ουχί λιγότερον γοητευτικόν να έχη τις να κάμη με εχθρούς όπως σείς. Νομίζω ότι εάν ποτέ μου ήτο δυνατόν να μεταβώ εις τας τάξεις του στρατού μου, θα εφόνευα εγώ ο ίδιος με τα χέρια αυτά που βλέπετε, τον Βούλγαρον εκείνον στρατιώτην τον οποίον όχι μόνον θα έβλεπα, αλλά και θα ήκουα απλώς ότι εκακοποίησεν Έλληνα στρατιώτην….Ξεύρετε έχει κάποιο μεγαλείον-σας το ορκίζομαι-να έχει τις, (τις)περιποιήσεις, να πίνη κανείς και νερόν έστω από τα χέρια εκείνων των οποίων ο ηρωισμός αφώπλισε και ετύφλωσε την ψυχήν του,[…]Όταν ορμήσατε για την επίθεσιν ενόμιζα ότι ο ορίζων αστράπτει και όταν εδοκίμαζα να αντεπιτεθώ μια σατανική και προδοτική δύναμις έσφιγγε την ψυχήν μου και εδέσμευε τα χέρια μου! Θεέ μου εγώ προδότης! Αλλ’ ενόμιζα ότι η θέσις μου δεν έπρεπε να είναι τοιαύτη ώστε να με τοποθετήση εις αυτήν ένας μεγάλος παράφρων όπως ο Δάνεφ (εννοεί τον φιλοπόλεμο Βούλγαρο Πρωθυπουργό)[....] Και επρόσθεσεν κατ’ εμαυτόν ελαφρά και ησύχως. Οπόσον εξευτελιστική είναι πραγματικώς η θέσις μου… Να λοιδορώ και την κυβέρνησίν μου ενώπιον του εχθρού μου[…]»[67]
Ένα γράμμα τέλος που βρέθηκε στην τσέπη ενός νεκρού της μάχης του Κιλκίς και που συγκεφαλαιώνει το ήθος, τη λεβεντιά και το μεγαλείο της λαϊκής ψυχής των μαχητών και κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι ανώτερο από όλα τα περισπούδαστα κείμενα των μορφωμένων και πρέπει να ανασυρθεί από την αφάνεια. Παρά τα ορθογραφικά του λάθη αποτελεί ένα φιλολογικό μνημείο:
«Ίνε τώρα δυο μέρες Αγαπημένη μου Βασιληκούλα, που κάμωμε πόλεμο με αυτά τα παληόσκυλα. Μας βαρούνε πολί με ουβίδες. Χάθ’καν πουλά πεδιά θκάμας. Παϊ κι’ η Γιανς’ μας τον πήρε ουβίδα του κεφάλ’ι. Τόρα περιμένουμ’ σε μια ρεματιά να ξαπουστάσουμ’ λιγουλάκι κι σου γράφο.
Βασιλήκούλα σι χάνο για την Πατρίδα. Αυτό το χουριό που θέλουμε να πάρουμ του λεν Κιλκίδα κι λεν πως το μουσχάρι θα πλέξ’ στο έμα. Έχο ένα έστημα πως κιεγώ θα πάγο να φάγο κούμαρα να βρω τον παπούλημ’, αλά μη κλαψς Βασιληκούλαμ. Άμα ήνε για την Πατρίδα δάκρια δεν εχ’. Κλάματα μονάχα για όσους ψοφούν στο στρόμα. Θημάσε τι έλεγε κι Μήτρος του Παππούλ’ για τσγνέκες τον παλιό κερό στη Σπάρτ’: ή τας ή επί τας. Κλάματα δεν θέλο, ντροπής πράγματα να σκούζτε για μας εδώ τσβουλγαροκτόν’, εγδικιτάδες ντιπ κι για ούλες τσατιμίες που πράξαν σταδέλφια μας Μακεδόνοι. Μόνο ένα κερί στην άγια Παρασκεβί φταν’.
Για διαθήκ’ ίνε τα πεδάκια μας. άμα μιγαλόσν’ε να παν κιφτά στον πόλεμο, στην Πολ’ με τον βουλγαροχτόνο βασιλιά μας να μνημονεύουν’ε τον τάφουμ’ μι έμα.
Σε φιλό Βασιληκούλαμ’ πολύ. Για χαρά για τη Πατρίδα Αντρέας
Π’ το ρέμα Κιλκίδας» [68]

Όλα τα παραπάνω αισθήματα λαϊκής αγανάκτησης και απέχθειας συνοψίζονται στην επιστολή του Βασιλιά Κωνσταντίνου, οποίος έκρινε σωστά για την τύχη της παρέμβασης της Ρωσίας για ειρήνευση (με διακοίνωση στις 10 Ιουλίου), στην οποία η Βουλγαρία απελπισμένη κατέφυγε. Προνοώντας ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα στέρξουν να την υιοθετήσουν τηρώντας στάση αναμονής για τους ίδιους λόγους άλλωστε που δεν απέτρεψαν εξ αρχής τους Βαλκανικούς πολέμους, γράφει στον ΥΠΕΞ Κορομηλά: «[…] Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η λύση που θα μπορούσε να δώσει η Ρωσία ή οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις πριν από τον πόλεμο, θ’ αποτελούσε στη πραγματικότητα σπέρμα πολέμου, ο οποίος θα ξεσπούσε αναπόφευκτα μετά από ελάχιστα χρόνια. Το μεγάλο σημερινό πλεονέκτημα είναι ότι θα μπορούμε να ήμαστε ήσυχοι από τη πλευρά των Βουλγάρων επί γενεές ολόκληρες. Και αυτό το πλεονέκτημα δεν επιτρέπεται να χαθεί. Οπωσδήποτε να μη συνεναίσετε σε σύναψη ανακωχής πριν διαβουλευθείτε μαζί μου. CeretumcenseoBulgarianessedelendam (κατά τα άλλα φρονώ ότι η Βουλγαρία πρέπει ν’ αφανισθεί (παραλλαγή της φράσης του Αννίβα)» [69] -[70].

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Οι Βούλγαροι προχώρησαν σε έναν ανήθικο πόλεμο χωρίς να έχουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο, με υπεροψία και αλαζονεία έναντι ιδίως του Ελληνικού Στρατού.[71] Εξέλαβαν την Ελλάδα ως «φτωχό συγγενή», ως «αναλώσιμο» σύμμαχο υπολόγιζοντάς την μόνο για το ναυτικό της, αφού η τελευταία αποτελούσε την μόνη ναυτική δύναμη της Συμμαχίας. Δρώντας υστερόβουλα, δέχτηκαν τους Έλληνες ως συμμάχους στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, αρνούμενοι βεβαίως να τεθεί προπολεμικά, το ζήτημα του εδαφικού. Όταν θεώρησαν ότι δεν τους ήταν πια «χρήσιμη» διέπραξαν την «Ύβρη» έναντι των πρώην συμμάχων τους και φυσικά η «Νέμεσις» δεν άργησε να έρθει. Οι συνθήκες μάλιστα προς στιγμήν τους ευνόησαν, όταν από την ολιγωρία των Σέρβων κατάφεραν να αποδεσμεύσουν δυνάμεις από το Σερβοβουλγαρικό και να τις διαθέσουν στο Ελληνοβουλγαρικό μέτωπο.
Εν κατακλείδι-κυρίως λόγω του ναυτικού-οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτελούν μία συνεχή υπόμνηση της διαχρονικής και απαράβατης αρχής που διέπει τις διεθνείς σχέσεις: ότι οι συμμαχίες δεν δημιουργούν ισχύ· την προϋποθέτουν. Δεδομένο όμως είναι ότι η ισχύς δεν εξαρτάται μόνο από την απόκτηση ισχυρών όπλων αλλά και από την αποφασιστικότητα, το ψυχικό απόθεμα και την δύναμη των χειριστών τους. Δεν είναι τυχαίες οι προαναφερθείσες παγκόσμιες πρωτιές στον τρόπο χρήσης των νεοφανών όπλων (αεροπλάνων, υποβρυχίων, τορπιλών) αλλά και των νέων τακτικών μάχης με την αξιοποίηση των συγχρόνων τάσεων κατασκευής και χρήσης όπλων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ίδιο το θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ.
Κοντολογίς, αυτός που είναι αποφασισμένος και έχει πειστεί για το δίκαιο του αγώνα του, έχει ζήλο, αυταπάρνηση, πνεύμα αυτοθυσίας και όραμα. Πάντα βρίσκει τρόπο να ενεργήσει, τον δρόμο της εμπνευσμένης καινοτομίας. Εγκολπώνει το αρχαίο επίγραμμα: «Ου πόσοι αλλά που». Άλλωστε η μοναδική μάχη που είναι σίγουρα χαμένη είναι αυτή που δεν έδωσες ποτέ. Ο αναποφάσιστος, ο αναβλητικός, βρίσκει πάντα δικαιολογίες για την μη ανάληψη δράσης: τα «ΟΧΙ» που συνθέτουν την ιστορία μας είναι βαθύτατα συναισθηματικά˙ τα «ΝΑΙ» των «ρεαλιστών» είναι η λογική των υποζυγίων.
Οι τελευταίοι ξεχνούν ότι ο πατριωτισμός είναι συναίσθημα˙ ακόμα και η αίσθηση περί Δικαίου, ή αυτής της ίδιας της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ εδράζεται σ’ αυτό. Το συναίσθημα είναι εκ φύσεως παράλογο, ενώ επιπλέον δεν είναι μετρήσιμο μέγεθος. Το αντίκρισμα του όμως τεράστιο, καθώς είναι η κινητήριος δύναμη της ανθρώπινη Ιστορίας.
Η ιστορική δικαιοσύνη μας απαγορεύει ν’ αγνοήσουμε μία παράμετρο που έχει αγνοηθεί σκανδαλωδώς: της ποσόστωσης επί του συνολικού πληθυσμού των πολυτέκνων οικογενειών. Καμία στρατηγική, καμία συμμαχία, καμία στρατιωτική τακτική δεν αποδίδει αν δεν υπάρχει επαρκές αριθμητικά στράτευμα. Αν δεν υπάρχει «δεξαμενή» για να αντλήσει η οποιαδήποτε ηγεσία μαχητές. Στην Ελλάδα όπως και σε όλα τα βαλκανικά κράτη εκείνη την εποχή είχε συντελεσθεί μια πρωτοφανής πληθυσμιακή «έκρηξη». Ίσως το 50% του πληθυσμού τότε-με αναγωγή και από πρόχειρη μελέτη-υπήρξαν πολύτεκνοι ή παιδιά πολυτέκνων (πληθυσμός 5.016.889 το 1920). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο Παύλος Μελάς όπως και η γυναίκα του Ναταλία Δραγούμη-αδελφή του Ίωνος και κόρη του πρωθυπουργού Στεφάνου Δραγούμη- είχαν εννιά ο πρώτος, δέκα αδέλφια η δεύτερη, [72] ενώ ο Χριστόδουλος Σώζος επτά αδελφές!! Το εντυπωσιακό επιπλέον είναι ότι πολλοί από αυτούς τους «πρωταγωνιστές» ήταν γόνοι μεγαλοαστών, απεχόντων-μάλλον τόσο πολύ-από τα σύγχρονα κοινωνικά μας στερεότυπα….
Ωστόσο στα άλλα κράτη της χερσονήσου του Αίμου, ήδη το θέμα αυτό αποτελεί αντικείμενο ερεύνης, (π.χ. στην Σερβία), καθώς ήταν ο πλέον καθοριστικός παράγων, της αδιαφορίας με την οποία οι Σύμμαχοι αντιμετώπιζαν τις τουρκικές απειλές, αλλά και της επιδίωξης στην ουσία του πολέμου εναντίον των Οθωμανών. Ειδικότερα για την Ελλάδα αυτό έγινε εμφανέστερο και με την αθρόα προσέλευση των ομογενών από όλο τον κόσμο. Προς επίρρωση των προαναφερθέντων επισημαίνονται οι τραγικά λανθασμένες εκτιμήσεις των ξένων για την τελική αριθμητική οροφή των 50.000 ανδρών περίπου, που θα μπορούσε να παρατάξει η Ελλάδα στον επικείμενο-τότε-πόλεμο.
Επιπλέον υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να τονιστεί και ο οικονομικός προσανατολισμός της τότε κοινωνίας που ήταν κατά κύριο λόγο αγροτική. Η σύγχρονη επιστήμη της κοινωνιολογίας, ανεξαρτήτως τάσεων και ρευμάτων, δέχεται ως δόγμα ότι, ο κύριος κοινωνικός φορέας συντήρησης (εξ ου και ο όρος «συντηρητικός»), των ιστορικών παραδόσεων και των ηθικών-πολιτισμικών αξιών του κάθε έθνους, είναι η αγροτική του τάξη. Επιπροσθέτως τα μέλη αυτής της τάξης, συγκριτικά με τις άλλες κοινωνικές ομάδες, είναι ιδιαίτερα σκληραγωγημένα και λιτοδίαιτα με μια φυσική απέχθεια για την τρυφηλότητα και τον μιμητισμό στον ξένο τρόπο ζωής. «Τα Σκιαδικά» [73] π.χ. μπορεί να διαδραματίσθηκαν μεν το 1859, αλλά οι αξίες που πρέσβευαν καθώς και οι αιτίες έναρξης των εν λόγω επεισοδίων, συναντώνται-τηρουμένων των αναλογιών-και στα αγνοημένα σήμερα «Ευαγγελικά», καταδεικνύοντας την προσήλωση των τότε κοινωνιών στην προστασία της εθνικοπολιτισμικής ιδιοσυστασίας μας. Η ταπείνωση του 1897 ήταν απλώς η θρυαλλίδα, που σε συνδυασμό με την πρόκληση του θρησκευτικού συναισθήματος, οδήγησε τον Ελληνισμό στην υπεράσπιση με οποιοδήποτε μέσο, της ταυτότητάς του: Του ομόθρησκου, του ομόγλωσσου, του όμαιμου ˙ με λίγα λόγια, του ομότροπου. Έκανε δηλαδή αυτό που είχε μάθει να κάνει από την εποχή των Περσικών Πολέμων ˙ αυτό που θεσπίσθηκε στις Αρχαίες Αμφικτιονίες. Ο Έλληνας, ενστικτωδώς όταν απειλείται, καταφεύγει στην Κιβωτό των παραδόσεών του, για να ανασυνταχθεί και να αντλήσει νέες δυνάμεις, πριν από κάθε αναγεννησιακό άλμα. Τέτοια άλματα μετά την επανάσταση της εθνικής παλιγγενεσίας ήταν ο μακεδονικός αγώνας και οι βαλκανικοί πόλεμοι.
Γίνονται λοιπόν ακόμα πιο εμφανείς οι λόγοι που μεγαλούργησε η γενιά των βαλκανικών, όχι μόνο στα 1912-1913 αλλά και πολεμώντας μέχρι το 1922 για περισσότερο από 10 χρόνια(!), ταπεινώνοντας όλους τους αντιπάλους της στα πεδία των μαχών. Στο δημοσίευμα άλλωστε του γαλλικού περιοδικού «Illustrassion» 1913, παρατίθενται από τον JLeune, χαρακτηριστικά τα λόγια αιχμαλώτου Τούρκου αξιωματικού για την συμβολή του Ελληνικού Στόλου κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο: «Ότι και να λεχθεί, ο πιο σκληρός μας αντίπαλος στον πόλεμο αυτό δεν είναι η Βουλγαρία. Είναι η Ελλάς της οποίας ο στρατός μας πήρε την Θεσσαλονίκη και τώρα μόλις μας πήρε τα Ιωάννινα. Της οποίας ο στόλος μας αφαίρεσε τα νησιά του Αιγαίου και κυρίως εμπόδισε την δια θαλάσσης μεταφορά, από την Μικρά Ασία στην Τσαλτάτζα, 250.000 ανδρών, που παραμένουν ακινητοποιημένοι στην Σμύρνη ή στην Συρία από έλλειψη οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου. Αυτός ο Ελληνικός Στόλος, τι αποφασιστικό ρόλο έπαιξε στο πόλεμο! Χωρίς αυτόν θα είμασταν προ πολλού στην Σόφια!....»[74] .
Επιβάλλεται να διατηρούμε εθνική επαγρύπνηση και αμυντική ετοιμότητα και υπό αυτό το πρίσμα το φετινό Ιωβηλαίο αποτελεί φωτεινό ορόσημο. Ο τεράστιος αντίκτυπος και συμβολή των πολέμων αυτών στην διαμόρφωση του νέου ελληνικού κράτους μπορεί να εκτιμηθεί μόνο, εάν αναλογιστούμε ότι χωρίς αυτή την επιτυχή εξόρμηση του έθνους η Ελλάς θα παρέμενε μία χώρα μικρή, δύσκολα ή και καθόλου βιώσιμη, οι περισσότεροι δε ελληνικοί πληθυσμοί της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, όχι μόνο δεν θα ανακτούσαν την ελευθερία τους, αλλά το πιθανότερο να είχαν αφελληνισθεί ή υποστεί γενοκτονία στα πρότυπα του Μικρασιατικού ελληνισμού. Το ότι μέχρι σήμερα οι Βαλκανικοί πόλεμοι δεν έχουν εξαρθεί αναλογικά με την σημασία και την συμβολή τους στον νεώτερο ελληνισμό, είναι διότι επισκιάζονται από την επακολουθήσασα εθνική τραγωδία του 1922. Όμως αντικειμενικά είναι το κορυφαίο, από πλευράς αποτελέσματος, γεγονός της νεότερης ιστορίας μας και είναι παγκοσμίως πρώτο, όσον αφορά το τεράστιο μέγεθος του επιτευχθέντος αποτελέσματος-διπλασιασμός ελληνικού χώρου και πληθυσμού- σε σχέση με την μικρή διάρκεια των επιχειρήσεων και το κόστος σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Ήταν επίσης το εφαλτήριο, το οποίο «εκτόξευσε» τον Ελληνικό Στρατό, ώστε το Ιωβηλαίο (1921) της Εθνεγερσίας του 1821, να το εορτάσει ευρισκόμενος έξω από την Άγκυρα, απειλώντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία-τον δυνάστη αιώνων-με εξαφάνιση.
Έτσι μέσα από τις πολεμικές επιτυχίες και τα οράματα για μια Μεγάλη Ελλάδα απελευθερώθηκαν οι πιο γόνιμες , οι πιο δημιουργικές, οι πιο «νεανικές» δυνάμεις του Έθνους. Αν χανόταν το Όραμα της Μεγάλης Ιδέας, τότε αυτή η Ιδέα δεν θα ήταν Μεγάλη, δεν θα ήταν καν ιδέα, αλλά ένα σόφισμα σαν των Βουλγάρων (Μ. Βουλγαρία) και των Οθωμανών. Ένα κατασκεύασμα, ένα ιστορικό έκτρωμα που θα είχε τις ρίζες του όχι στην λαϊκή ψυχή αλλά ένα δημιούργημα απότοκο πρόσκαιρων διεθνών συσχετισμών και συμφερόντων για κατάκτηση εδαφών. Σε κάθε περίπτωση δεν θα αποτελούσε ουσιώδες και ζων τμήμα ιστορικής-συλλογικής μνήμης και αργά ή γρήγορα θα πέθαινε αφού εν κατακλείδι δεν υπήρξε ποτέ.
Αλλά και η Ιστορία δεν συγχωρεί τους επιλήσμονες. Ουδέποτε σε αυτήν μια βίαιη εθνολογική αλλαγή, μια επιχειρηθείσα γενοκτονία δεν απετέλεσε νόμιμο και κατ’ επέκταση μόνιμο κριτήριο για την κατακράτηση εδαφών. Έχουμε υπογράψει μια μυστική συμφωνία με τους νεκρούς που μας δένει, και η οποία αφορά την αίτησή τους για μνήμη ˙ όχι των ονομάτων τους αλλά των αγώνων, της δόξας και των οραμάτων τους. Οι νεκροί μας «υιοθετήθηκαν» από την μητρική ελληνική γη και «αφομοίωσαν» την ηλικία της ˙ έγιναν αθάνατοι.
Αυτό το Έθνος δεν θα χαθεί, δεν θα βυθισθεί στο σκοτάδι-όχι στην δική μας «σκοπιά»-παρά τις σημερινές δύσκολες συγκυρίες · αλλά πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι ορίζοντες του μέλλοντος τότε μόνον μπορούν να ανοίξουν όταν το παρελθόν δεν έχει ξεχαστεί. Δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα για το σήμερα αν αρνούμαστε να δούμε το χθες.
Άλλωστε και μία από τις επικρατέστερες απόψεις για την ετυμολογία της λέξης «αλήθεια» είναι καταλυτική αφού σχετίζεται με την ίδια την μνήμη: σύμφωνα με αυτή το «α» προτάσσεται ως στερητικό της λήθης και ας λένε οι σύγχρονες «σειρήνες» περί των ευεργετικών επενεργειών της τελευταίας. Επιπλέον η λέξη αυτή εμπεριέχει και την έννοια της υστεροφημίας αφού η μνήμη σε τέτοιου είδους επετείους επικεντρώνεται σε ηρωικά πρότυπα. Και εμείς όπως όλες οι προηγούμενες γενιές δανειστήκαμε τον τόπο αυτόν από τους μεταγενέστερους. Κριτές των πράξεών μας θα είναι «οι αγέννητοι και οι νεκροί», όπως εμείς σήμερα αποτιμούμε την προσφορά της γενιάς των βαλκανικών. Αν και δυστυχώς σήμερα βρισκόμαστε στην δυσάρεστη θέση να επιχειρηματολογούμε συνεχώς για τα αυτονόητα, εντούτοις, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να «φυλάττουμε» Θερμοπύλες. Είναι τέλος καθαρά δική μας επιλογή αν θα καταστούμε απόγονοι ή αχθοφόροι του «βαρέος» ονόματος το οποίο φέρουμε.
Ας αφήσουμε να «μιλήσει» όμως για όλα τα παραπάνω το Ναυτικό Σήμα του Ναυάρχου Κουντουριώτη, από το Θωρηκτό Αβέρωφ πριν τη ναυμαχία της Έλλης, καθώς με το αρχαιοελληνικό επιγραμματικό του ύφος, και την ιερή αγανάκτηση που αποπνέει, περιγράφει το πνεύμα που απέφερε το αποτέλεσμα των βαλκανικών πολέμων για την Ελλάδα:
«Με την βοήθεια του Θεού, τας ευχάς του Βασιλέως και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθηση της νίκης, προς συνάντησιν του εχθρού του Γένους».[75]





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου