Την πληγωμένη και πονεμένη καρδιά της Κασσιανής δεν ήταν δυνατόν να μην αγγίξη ο κραδασμός εκείνης της αμαρτωλής γυναίκας. Και διατυπώνει στο αριστουργηματικό εκείνο τροπάριο, που φέρει το όνομά της, με λυρική έξαρση και υποβλητικότητα τον δικό της ψυχικό κραδασμό...
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, | Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, |
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, | σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα |
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. | και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου |
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, | κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη |
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. | και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. |
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, | Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, |
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· | εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. |
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, | Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, |
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. | εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης. |
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, | Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, |
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· | και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· |
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, | αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, |
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. | τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε. |
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους | Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, |
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; | ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; |
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος. | Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος |
(Μεταγραφή: Φώτης Κόντογλου)
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου