Του Δημήτρη Μπελαντή
Εδώ
και έναν χρόνο περίπου, όλος ο κόσμος βιώνει την τραγωδία της πανδημίας
από τον Covid-19 και τις ολέθριες και θανατηφόρες συνέπειές της. Η
πανδημία αυτή έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, δεν είναι φαντασίωση ή
«κατασκευή» ή συνωμοσία. Αυτό δεν αναιρεί διόλου το γεγονός ότι τέτοιου
τύπου πολύ μεγάλες κρίσεις της Δημόσιας Υγείας έχουν όχι μόνο
επιδημιολογικά αλλά και κοινωνικά-πολιτικά αίτια, όπως ιδίως η κρίση των
δημόσιων συστημάτων υγείας σε όλο τον πλανήτη εξαιτίας του
νεοφιλελευθερισμού, ο αλόγιστος και αδιαφανής πειραματισμός εταιρειών
και κρατών σχετικά με τη βιοτεχνολογία, η καταστροφή των οικοσυστημάτων
και η επέλαση του καπιταλιστικού-εργαλειακού λόγου και του οικονομικού
συμφέροντος πάνω στη φύση. Η καταστροφή της φύσης, ανθρωπογενούς και μη
ανθρωπογενούς.
ΟΜΩΣ, αν
η πανδημία έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και οντολογία, η πολιτική της
διαχείριση είναι κάτι το τελείως διαφορετικό. Χωρίς να αμφισβητούμε ότι
μια πολιτική αντιμετώπισης της μετάδοσης της ασθένειας λογικά
περιλαμβάνει και μορφές κοινωνικής αποστασιοποίησης και μερικού
εγκλεισμού, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι ο διαρκής εγκλεισμός
ενέχει και όψεις πολιτικής στρατηγικής των συστημάτων εξουσίας σε σχέση
με την κοινωνία. Ο εγκλεισμός συνιστά σοβαρό περιορισμό των ατομικών και
πολιτικών δικαιωμάτων, όπως αυτά είναι διατυπωμένα στα Συντάγματα των
διαφόρων κρατών. Η κατάκτηση αυτού του χώρου από τα συστήματα εξουσίας,
και ιδίως από την εκτελεστική εξουσία των κρατών, αποτελεί μια
μονιμότερη τάση, που δεν θα αρθεί με τρόπο προφανή, όταν η πανδημία
υποχωρήσει ή πάντως αμβλυνθεί. Οι συνέπειες της διαχείρισης του
εγκλεισμού είναι πολύμορφες:
• Συχνά, η
κυβερνητική εξουσία διαστέλλει τους περιορισμούς και σε πεδία συλλογικών
δικαιωμάτων, που δεν είναι καθόλου προφανή: η ελληνική εμπειρία δείχνει
ότι η εκτελεστική εξουσία χρησιμοποιεί τη συγκυρία για να αποδυναμώσει
πλήρως το δικαίωμα στη συνάθροιση και στη διαδήλωση, το οποίο μπορεί να
ασκηθεί με όρους μέτρων προφύλαξης και σχετικής ασφάλειας, όπως δείχνει
αντίστροφα η διεθνής εμπειρία.
• Ο συνδυασμός
μερικού εγκλεισμού και τηλεεργασίας ή τηλεκπαίδευσης θέτει μονιμότερα
τους όρους για την εμπέδωση ενός απόλυτου ηλεκτρονικού ελέγχου του
κεφαλαίου πάνω στην εργασία, της άρσης της διάκρισης ελεύθερου και
εργάσιμου χρόνου, της άρσης του απορρήτου της οικιακής κατάστασης και
της ιδιωτικότητας, που οδηγεί σε μια κοινωνική οργάνωση της εργασίας και
της ζωής οργουελιανού τύπου.
• Επίσης, η
εμπέδωση αυτών των μετασχηματισμών συνεπάγεται την περαιτέρω
αποσυλλογικοποίηση των κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων και την
εξατομίκευση στη σχέση εργαζόμενου και εργοδότη, περαιτέρω υπεροχή του
ατομικού εργατικού δικαίου πάνω στο συλλογικό.
Όμως,
όχι μόνο αυτά. Η ερήμωση των πόλεων και του κοινωνικού ιστού και η
αποσάθρωση των διαπροσωπικών σχέσεων που υφίστανται πλέον βασικά, ή και
αποκλειστικά, σε ηλεκτρονική μορφή και μόνο (τηλέφωνο, βιντεοκλήσεις,
ίντερνετ, ΜΜΕ, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ.) οδηγεί σε πολύ μεγάλη
δυνατότητα ψυχικού χειρισμού των μελών της κοινωνίας από την εκτελεστική εξουσία.
Το
ποια καταστήματα και υπηρεσίες θα ανοίξουν ή θα κλείσουν, το ποιες
μορφές εργασίας ή ψυχαγωγίας είναι εφικτές και ποιες όχι, το ποια
κατανάλωση επιτρέπεται και ποια όχι, σε συνδυασμό με δημοσκοπήσεις ή
μελέτες κοινωνικής συμπεριφοράς που σίγουρα θα υπάρχουν σε αδιαφανή
μορφή προς χρήση από την κρατική και εταιρική εξουσία, αλλά και με
κοινωνικές αντιδράσεις σε κάθε μέτρο, όπως π.χ. αυτές που εκφράζονται
στο ίντερνετ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή στις μορφές απειθαρχίας
στην εξουσία, είναι μια πληροφορία ζωτική για τα συστήματα εξουσίας.
Μαθαίνουν
πώς μπορούν καλύτερα να «απαντούν» ή να «μην απαντούν» στην κοινωνική
ανάγκη και σε ποιον βαθμό (εδώ δεν εξετάζουμε αν είναι γνήσια, τεχνητή,
εμπορευματική κ.λπ.) και, άρα, πώς να χειραγωγούν και να ελέγχουν
αποτελεσματικότερα την κοινωνία. Το σύστημα εξουσίας ενισχύει την
γνωστική/πληροφοριακή του θέση πολύ σημαντικά σε σχέση με την κοινωνία,
κατανοώντας τον χειρισμό των αναγκών της. Ξέρει τι και ποιαν ακριβώς
αντίδραση μπορεί να περιμένει και πόσο έντονη είναι η ανάγκη να είναι
ανοιχτή η εστίαση ή τα βιβλιοπωλεία ή τα κομμωτήρια και τα νυχάδικα ή το
άνοιγμα και κλείσιμο εργασιών, επαγγελμάτων και δραστηριοτήτων. Πόσο η
κοινωνία τα θεωρεί αυτά όλα ζωτικά ή όχι. Μαθαίνει πόσο καιρό μπορεί να
παρατείνει το «κλείσιμο» χωρίς σοβαρή κοινωνική αντίδραση και πότε να
εκτονώσει την ανάγκη με «μερικό άνοιγμα» κ.λπ. Μαθαίνει με ποιον τρόπο
πρέπει να δικαιολογήσει κάθε έκτακτο μέτρο, από τις ίδιες τις αποτυχίες
των προηγούμενων μέτρων, τι είδους λόγο (discourse) οφείλει να αναπτύξει
για να πείσει την «κοινωνία». Γίνεται συνεχώς γνωστικά πλουσιότερο και
πιο πανοπτικό, με την φουκωϊκή έννοια. Μαθαίνει από χώρες, όπως ιδίως,
αλλά όχι μόνο, η Κίνα, πώς να οργανώνει τη διαβίωση των
«αποστασιοποιημένων» σε τεράστια κλίμακα.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ αναλογία
είναι, κατά τη γνώμη μας, το παλιότερο σωφρονιστικό μοντέλο των «λευκών
κελιών» (ιδίως στη Δυτική Γερμανία κατά τις δεκαετίες του ’70 και του
’80). Η επιβολή συνθηκών απομόνωσης και «αισθητηριακής αποστέρησης» μέσα
στη φυλακή πάνω στον κρατούμενο -κάτι που είναι προφανώς πολύ πιο
οδυνηρό από το να σε κλείνουν στο σπίτι σου- ήταν, επίσης, ένα πείραμα
κοινωνικού ελέγχου. Όπως έχει περιγράψει στο βιβλίο του για την
καταστολή της ένοπλης ομάδας RAF (Ομάδα Κόκκινος Στρατός) ο Ολλανδός
συνήγορος υπεράσπισης στη δίκη του Στάμχαϊμ Pieter Bakker Shut
(1), τα ίδια τα λευκά κελιά είχαν όχι μόνο σωφρονιστικό χαρακτήρα κατά
των «τρομοκρατών» αλλά και πειραματικό όσον αφορά τη μελέτη της
ψυχολογίας των κρατουμένων. Με βάση απόρρητα ειδικά πειράματα των
μυστικών υπηρεσιών προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ιδίως στο
Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, που ξεκίνησαν από την εμπειρία και έρευνα
του Τσέχου ψυχιάτρου Jan Gross, η πλήρης αισθητηριακή αποξένωση
και στέρηση («sensory deprivation») δημιουργεί ένα αποκλεισμένο
υποκείμενο με τεράστια ψυχολογική στέρηση και δίψα («frustration»), την
οποία ένας χειριστής που επικοινωνεί με τον κλεισμένο στο κελί
κρατούμενο μπορεί να διαχειριστεί για να χειραγωγήσει πλήρως τον
κρατούμενο. Να του αποσπάσει πληροφορίες, να τον κάνει να αλλάξει
απόψεις, να του επιβάλει οποιαδήποτε σχεδόν συμπεριφορά θέλει. Αυτό
που χρειάζεται είναι ένας στερημένος την ανθρώπινη επαφή κρατούμενος,
ένας έμπειρος ψυχολογικός χειριστής και ένας μηχανισμός επικοινωνίας,
τίποτε παραπάνω. Τα σύγχρονα ΜΜΕ, το ίντερνετ, αλλά και τα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης, εκτονώνουν μεν την ένταση του «κλεισμένου», αλλά
σίγουρα μπορούν και να επιτελέσουν τον ρόλο του παραπάνω μηχανισμού
ψυχικής και κοινωνικής χειραγώγησης.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ
δεν είναι νέα, απλώς δεν τα συνειδητοποιούμε επαρκώς. Ήδη στη
λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και την τέχνη, από την εποχή που γυρίστηκε
η περίφημη ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Το κουρδιστό πορτοκάλι» (2),
είναι γνωστή η τάση της εξουσίας να «θεραπεύει» την κοινωνική ασθένεια,
ενδυναμώνοντας γνωστικά-πληροφοριακά την επέμβαση στο ανθρώπινο
υποκείμενο. Είναι η εγγενής τάση κάθε εξουσίας (κρατικής ή εταιρικής ή
άλλης) προς τον ολοκληρωτισμό. Η πανδημία αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία
για τέτοιους εξουσιαστικούς πειραματισμούς. Η γνώση είναι ισχύς.
Παραπομπές
1) «Stammheim», 1986, Neuer Mlaik Verlag , Kiel, σσ. 112-115.
2) Πάνω στο μυθιστόρημα με τον ίδιο τίτλο του Βρετανού συγγραφέα Antony Burgess.
Πηγή : edromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου